Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Προμηθεὺς δεσμώτης (193-245)


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ


ΧΟ. πάντ᾽ ἐκκάλυψον καὶ γέγων᾽ ἡμῖν λόγον,
ποίῳ λαβών σε Ζεὺς ἐπ᾽ αἰτιάματι
195 οὕτως ἀτίμως καὶ πικρῶς αἰκίζεται·
δίδαξον ἡμᾶς, εἴ τι μὴ βλάπτῃ λόγῳ.
ΠΡ. ἀλγεινὰ μέν μοι καὶ λέγειν ἐστὶν τάδε,
ἄλγος δὲ σιγᾶν, πανταχῇ δὲ δύσποτμα.
ἐπεὶ τάχιστ᾽ ἤρξαντο δαίμονες χόλου
200 στάσις τ᾽ ἐν ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο,
οἱ μὲν θέλοντες ἐκβαλεῖν ἕδρας Κρόνον,
ὡς Ζεὺς ἀνάσσοι δῆθεν, οἱ δὲ τοὔμπαλιν
σπεύδοντες, ὡς Ζεὺς μήποτ᾽ ἄρξειεν θεῶν,
ἐνταῦθ᾽ ἐγὼ τὰ λῷστα βουλεύων πιθεῖν
205 Τιτᾶνας, Οὐρανοῦ τε καὶ Χθονὸς τέκνα,
οὐκ ἠδυνήθην· αἱμύλας δὲ μηχανὰς
ἀτιμάσαντες καρτεροῖς φρονήμασιν
ᾤοντ᾽ ἀμοχθὶ πρὸς βίαν τε δεσπόσειν·
ἐμοὶ δὲ μήτηρ οὐχ ἅπαξ μόνον Θέμις
210 καὶ Γαῖα, πολλῶν ὀνομάτων μορφὴ μία,
τὸ μέλλον ᾗ κρανοῖτο προυτεθεσπίκει,
ὡς οὐ κατ᾽ ἰσχὺν οὐδὲ πρὸς τὸ καρτερὸν
χρείη, δόλῳ δέ, τοὺς ὑπερσχόντας κρατεῖν.
τοιαῦτ᾽ ἐμοῦ λόγοισιν ἐξηγουμένου
215 οὐκ ἠξίωσαν οὐδὲ προσβλέψαι τὸ πᾶν.
κράτιστα δή μοι τῶν παρεστώτων τότε
ἐφαίνετ᾽ εἶναι προσλαβόντα μητέρα
ἑκόνθ᾽ ἑκόντι Ζηνὶ συμπαραστατεῖν.
ἐμαῖς δὲ βουλαῖς Ταρτάρου μελαμβαθὴς
220 κευθμὼν καλύπτει τὸν παλαιγενῆ Κρόνον
αὐτοῖσι συμμάχοισι. τοιάδ᾽ ἐξ ἐμοῦ
ὁ τῶν θεῶν τύραννος ὠφελημένος
κακαῖσι ποιναῖς ταῖσδέ μ᾽ ἐξημείψατο.
ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι
225 νόσημα, τοῖς φίλοισι μὴ πεποιθέναι.
ὃ δ᾽ οὖν ἐρωτᾶτ᾽, αἰτίαν καθ᾽ ἥντινα
αἰκίζεταί με, τοῦτο δὴ σαφηνιῶ.
ὅπως τάχιστα τὸν πατρῷον ἐς θρόνον
καθέζετ᾽, εὐθὺς δαίμοσιν νέμει γέρα
230 ἄλλοισιν ἄλλα, καὶ διεστοιχίζετο
ἀρχήν, βροτῶν δὲ τῶν ταλαιπώρων λόγον
οὐκ ἔσχεν οὐδέν᾽, ἀλλ᾽ ἀιστώσας γένος
τὸ πᾶν ἔχρῃζεν ἄλλο φιτῦσαι νέον.
καὶ τοῖσιν οὐδεὶς ἀντέβαινε πλὴν ἐμοῦ.
235 ἐγὼ δ᾽ ἐτόλμησ᾽· ἐξελυσάμην βροτοὺς
τὸ μὴ διαρραισθέντας εἰς Ἅιδου μολεῖν.
τῷ τοι τοιαῖσδε πημοναῖσι κάμπτομαι,
πάσχειν μὲν ἀλγειναῖσιν, οἰκτραῖσιν δ᾽ ἰδεῖν·
θνητοὺς δ᾽ ἐν οἴκτῳ προθέμενος, τούτου τυχεῖν
240 οὐκ ἠξιώθην αὐτός, ἀλλὰ νηλεῶς
ὧδ᾽ ἐρρύθμισμαι, Ζηνὶ δυσκλεὴς θέα.
ΧΟ. σιδηρόφρων τοι κἀκ πέτρας εἰργασμένος
ὅστις, Προμηθεῦ, σοῖσιν οὐ συνασχαλᾷ
μόχθοις· ἐγὼ γὰρ οὔτ᾽ ἂν εἰσιδεῖν τάδε
245 ἔχρῃζον εἰσιδοῦσά τ᾽ ἠλγύνθην κέαρ.


ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΧΟΡΟΣ
Όλα φανέρωσέ μας τα, και ιστόρησέ μας,
επάνω σε τί φταίξιμο σε βρήκε ο Δίας
κι έτσι άτιμα κι έτσι πικρά σε βασανίζει·
μάθε κι εμάς – αν δε σου φέρνει βλάβη ο λόγος.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Και να τα λέω πονώ, μα πάλι να σωπαίνω
πόνος κι αυτός, κι από παντού κακά και μαύρα.
Αμέσως π᾽ αρχινήσανε οι θεοί την έχθρα
200κι έπιασε η αμάχη να φουσκώνει ανάμεσά τους
κι άλλοι ζητούσανε να βγάλουν απ᾽ τον θρόνο
τον Κρόνο και να πάρει ο Δίας την εξουσία,
κι άλλοι το ενάντιο προσπαθούσαν, να μη γίνει
ποτέ του ο Δίας βασιλιάς – εγώ ζητώντας
το συμφερότερο να πείσω τους Τιτάνες,
τους γιους της γης και τ᾽ Ουρανού, δε μπόρεσα όμως·
γιατί καταφρονώντας τους γλυκούς τους τρόπους,
στου λογισμού των την αποκοτιά, εθαρρούσαν
άκοπα με τη δύναμή τους να νικήσουν.
Μα εμένα μου ᾽χε η μάνα μου Θέμις και Γαία
210(με τα πολλά της μια μορφή τα ονόματά της)
όχι μονάχα μια φορά το προφητέψει,
πως τίποτα δεν είναι με τη βία να γίνει,
μα με το δόλο όποιοι μπορέσουν θα νικήσουν.
Κι όταν εγώ τους τα ᾽λεγα και τα εξηγούσα
ούτε να στρέψουν να με δουν καταδεχτήκαν.
Το πιο καλό λοιπόν που ᾽χα να κάμω τότε,
ήταν να πάω με τη μητέρα και στο Δία
πρόθυμο πρόθυμος κι εγώ να παραστέξω.
Κι είναι δικιά μου συμβουλή που του Ταρτάρου
ο βαθυσκότεινος κρυψώνας τον σκεπάζει
220τον παμπάλαιο Κρόνο με τους σύμμαχούς του.
Κι όμως ενώ τέτοια καλά είδε από μένα
ο άρχοντας των θεών, μ᾽ εξόφλησε με τούτη
την κακιά πλερωμή, γιατί κατάρα το ᾽χει
ο τύραννος να μην πιστεύεται σε φίλους.
Και τώρα αυτό που με ρωτάτε, για ποιά αιτία
έτσι άτιμα μου φέρνεται, θα σας ξηγήσω.
Ευτύς που κάθησε στον πατρικό του θρόνο
κι αμέσως στους θεούς τιμές να ορίζει αρχίζει
230άλλες και στον καθένα και να τους μοιράζει
με τάξη την αρχή, χωρίς όμως καθόλου
για τους ανθρώπους να γνοιαστεί, μα είχε στο νου του
να τους ξοντώσει ολότελα κι άλλους να σπείρει.
Σ᾽ αυτά δε βρέθηκε κανείς ν᾽ αντιμιλήσει,
μα εγώ μονάχα ετόλμησα, και τους ανθρώπους
έσωσα να μην κατεβούν στον Άδη στάχτη.
Γι᾽ αυτό με τέτοιες συμφορές καταπονιούμαι,
αβάσταγες να τις τραβώ κι άθλιες να βλέπεις.
Κι ενώ όλη τη συμπόνια μου για τους ανθρώπους
έδειξα εγώ, δεν τ᾽ αξιώθηκα να λάχω
240κι ο ίδιος την όμοια, μα έτσι μ᾽ έχουν διορθώσει
σκληρά – που ντρόπιασμα άτιμο του Δία να στέκω.
ΧΟΡΟΣ
Ατσάλι έχει καρδιά κι από πέτρα πλασμένος
όποιος στα πάθια τα δικά σου, Προμηθέα,
δε συμπονά· μα εγώ δε χρειαζόμουν ούτε
να τα ᾽βλεπα, και ράγισε η καρδιά μου που τα είδα.