Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Εὐμενίδες (34-63)


δεινὰ λέξαι, δεινὰ δ᾽ ὀφθαλμοῖς δρακεῖν,
35 πάλιν μ᾽ ἔπεμψεν ἐκ δόμων τῶν Λοξίου,
ὡς μήτε σωκεῖν μήτε μ᾽ ἀκταίνειν στάσιν·
τρέχω δὲ χερσίν, οὐ ποδωκείᾳ σκελῶν.
δείσασα γὰρ γραῦς οὐδέν, ἀντίπαις μὲν οὖν.
ἐγὼ μὲν ἕρπω πρὸς πολυστεφῆ μυχόν·
40 ὁρῶ δ᾽ ἐπ᾽ ὀμφαλῷ μὲν ἄνδρα θεομυσῆ
ἕδραν ἔχοντα προστρόπαιον, αἵματι
στάζοντα χεῖρας καὶ νεοσπαδὲς ξίφος
ἔχοντ᾽ ἐλαίας θ᾽ ὑψιγέννητον κλάδον,
λήνει μεγίστῳ σωφρόνως ἐστεμμένον,
45 ἀργῆτι μαλλῷ· τῇδε γὰρ τρανῶς ἐρῶ.
πρόσθεν δὲ τἀνδρὸς τοῦδε θαυμαστὸς λόχος
εὕδει γυναικῶν ἐν θρόνοισιν ἥμενος.
οὔτοι γυναῖκας, ἀλλὰ Γοργόνας λέγω,
οὐδ᾽ αὖτε Γοργείοισιν εἰκάσω τύποις.
50 εἶδόν ποτ᾽ ἤδη Φινέως γεγραμμένας
δεῖπνον φερούσας· ἄπτεροί γε μὴν ἰδεῖν
αὗται, μέλαιναι δ᾽, ἐς τὸ πᾶν βδελύκτροποι·
ῥέγκουσι δ᾽ οὐ πλατοῖσι φυσιάμασιν·
ἐκ δ᾽ ὀμμάτων λείβουσι δυσφιλῆ λίβα·
55 καὶ κόσμος οὔτε πρὸς θεῶν ἀγάλματα
φέρειν δίκαιος οὔτ᾽ ἐς ἀνθρώπων στέγας.
τὸ φῦλον οὐκ ὄπωπα τῆσδ᾽ ὁμιλίας
οὐδ᾽ ἥτις αἶα τοῦτ᾽ ἐπεύχεται γένος
τρέφουσ᾽ ἀνατεὶ μὴ μεταστένειν πόνον.
60τἀντεῦθεν ἤδη τῶνδε δεσπότῃ δόμων
αὐτῷ μελέσθω Λοξίᾳ μεγασθενεῖ.
ἰατρόμαντις δ᾽ ἐστὶ καὶ τερασκόπος
καὶ τοῖσιν ἄλλοις δωμάτων καθάρσιος.


Ω! φρίκη να το πεις, φρίκη να δεις στα μάτια
αυτό που απ᾽ τους ναούς του Φοίβου μ᾽ έχει διώξει,
που όρθια να μη μπορώ να στήσω το κορμί μου
και τρέχω με τα χέρια αντίς με γοργό πόδι,
γιατ᾽ είναι τίποτα η γριά, μωρό, στο φόβο.
Μόλις στο πολυστέφανο τ᾽ άδυτο μπήκα
40και νά, μπροστά στον Ομφαλό βλέπω έναν άντρα
πεσμένο ικέτη, μόλυσμα του αγίου του τόπου,
που αίμα τα χέρια του έσταζαν και το σπαθί του
γυμνό κρατούσε κι ένα ελιάς ψηλό κλωνάρι
σεμνά περιζωσμένο με μακριές ταινίες,
μ᾽ άσπρο μαλλί — για να το πω σωστά πώς ήταν.
Και μπρος στον άντρ᾽ αυτό —θάμα να δεις— κοιμάται
κοπάδι από γυναίκες, μα Γοργόνες λέω πως είναι·
μα ούτε και πάλι με Γοργόνες παρομοιάζω,
γιατί τις έχω κάπου ιδεί ζωγραφισμένες
50ν᾽ αρπάζουν του Φινέα το δείπνο· μ᾽ αυτές όμως
φτερά δεν έχουν, μαύρες και βδελύγματα είναι
κι έτσι αγκομαχητά ρουχνίζουν, που να φεύγεις·
τα μάτια τους σταζοβολούν αιμάτινο έμπυο
κι είναι η στολή τους να μην πλησιάζουν ούτε
σε αγάλματα θεών ούτε σε ανθρώπων στέγες.
Δε γνώρισα ποτέ της φάρας των τη φύτρα
κι ουδέ ποιά γη καυχάται να ᾽θρεψε το γένος
άβλαβ᾽ αυτό, χωρίς τον κόπο της να κλάψει.
60Μα για τα επίλοιπ᾽ ας γνοιαστεί κι ο ίδιος τώρα
του ναού τούτου ο κύριος Λοξίας ο μέγας,
που γιατρόσοφος μάντης και τερατοσκόπος
ξέρει να διώχνει το κακό κι απ᾽ άλλων σπίτια.