Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Χοηφόροι (653-690)


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ


ΟΡ. παῖ παῖ, θύρας ἄκουσον ἑρκείας κτύπον.
τίς ἔνδον; ὦ παῖ, παῖ, μάλ᾽ αὖ, τίς ἐν δόμοις;
655 τρίτον τόδ᾽ ἐκπέραμα δωμάτων καλῶ,
εἴπερ φιλόξεν᾽ ἐστὶν Αἰγίσθου διαί.
ΟΙΚΕΤΗΣ
εἶἑν, ἀκούω· ποδαπὸς ὁ ξένος; πόθεν;
ΟΡ. ἄγγελλε τοῖσι κυρίοισι δωμάτων,
πρὸς οὕσπερ ἥκω καὶ φέρω καινοὺς λόγους.
660 τάχυνε δ᾽, ὡς καὶ νυκτὸς ἅρμ᾽ ἐπείγεται
σκοτεινόν, ὥρα δ᾽ ἐμπόρους μεθιέναι
ἄγκυραν ἐν δόμοισι πανδόκοις ξένων.
ἐξελθέτω τις δωμάτων τελεσφόρος,
γυνὴ † τόπαρχος—ἄνδρα δ᾽ εὐπρεπέστερον·
665 αἰδὼς γὰρ ἐν λέσχῃσιν οὖσ᾽ ἐπαργέμους
λόγους τίθησιν· εἶπε θαρσήσας ἀνὴρ
πρὸς ἄνδρα κἀσήμηνεν ἐμφανὲς τέκμαρ.

ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ
ξένοι, λέγοιτ᾽ ἂν εἴ τι δεῖ· πάρεστι γὰρ
ὁποῖάπερ δόμοισι τοῖσδ᾽ ἐπεικότα,
670 καὶ θερμὰ λουτρὰ καὶ πόνων θελκτηρία
στρωμνή, δικαίων τ᾽ ὀμμάτων παρουσία.
εἰ δ᾽ ἄλλο πρᾶξαι δεῖ τι βουλιώτερον,
ἀνδρῶν τόδ᾽ ἐστὶν ἔργον, οἷς κοινώσομεν.
ΟΡ. ξένος μέν εἰμι Δαυλιεὺς ἐκ Φωκέων·
675 στείχοντα δ᾽ αὐτόφορτον οἰκείᾳ σαγῇ
εἰς Ἄργος, ὥσπερ δεῦρ᾽ ἀπεζύγην πόδας,
ἀγνὼς πρὸς ἀγνῶτ᾽ εἶπε συμβαλὼν ἀνήρ,
ἐξιστορήσας καὶ σαφηνίσας ὁδόν,
Στροφίος ὁ Φωκεύς· πεύθομαι γὰρ ἐν λόγῳ·
680 «ἐπείπερ ἄλλως, ὦ ξέν᾽, εἰς Ἄργος κίεις,
πρὸς τοὺς τεκόντας πανδίκως μεμνημένος
τεθνεῶτ᾽ Ὀρέστην εἰπέ, μηδαμῶς λάθῃ.
εἴτ᾽ οὖν κομίζειν δόξα νικήσει φίλων,
εἴτ᾽ οὖν μέτοικον, εἰς τὸ πᾶν ἀεὶ ξένον,
685 θάπτειν, ἐφετμὰς τάσδε πόρθμευσον πάλιν.
νῦν γὰρ λέβητος χαλκέου πλευρώματα
σποδὸν κέκευθεν ἀνδρὸς εὖ κεκλαυμένου.»
τοσαῦτ᾽ ἀκούσας εἶπον. εἰ δὲ τυγχάνω
τοῖς κυρίοισι καὶ προσήκουσιν λέγων
690 οὐκ οἶδα· τὸν τεκόντα δ᾽ εἰκὸς εἰδέναι.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΟΡΕΣΤΗΣ
Σκλάβε, ε συ σκλάβε! δεν ακούς που χτυπά η πόρτα;
δεν είν᾽ μέσα κανείς; σκλάβε, ματά σου κράζω·
νά, που φωνάζω τρεις φορές για νά ᾽βγει κάποιος,
αν είν ᾽το σπίτι του Αίγιστου ανοιχτό στον ξένο.
ΔΟΥΛΟΣ
Καλά, σ᾽ ακούω· ποιός ο ξένος; κι από πούθε;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δώσε είδηση σ᾽ αυτούς, που μέσα ᾽δω είν᾽ αφέντες
και που ήρθα ξάργου να τους φέρω κάτι νέα·
660μα βιάσου· γιατί βιάζεται κι η νύχτα, βλέπεις,
με το μαύρο τ᾽ αμάξι της κι οι στρατολάτες
ώρα να ρίξουν άγκυρα σε κάποιο χάνι.
ας έβγει έξω κανείς πὄχει εξουσία ᾽δω μέσα,
είτε νοικοκυρά — μα κάλλιο θα ᾽ταν άντρας·
γιατί τα λόγια η συστολή δεν τα μπερδεύει
πόχει κανείς να πει, και μιλά με πιο θάρρος
άντρας στον άντρα κι ανοιχτά τα ξεδιαλύνει.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Λέγετε ξένοι, ό,τι χρειάζεσθε· γιατί όλα
θα βρείτε όσα ταιριάζει να ᾽χουν τέτοια σπίτια.
670θερμό λουτρό, και μαλακό στην κούρασή σας
κρεβάτι, κι ανοιχτής καρδιάς την παρουσία·
αν όμως σπουδαιότερη σας φέρνει ανάγκη,
αυτό ᾽ναι των αντρών δουλειά και ειδοποιούμε.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ξένος είμαι, Δαυλιώτης από τη Φωκίδα·
καθώς για τ᾽ Άργος ξεκινούσα φορτωμένος
τα πράματά μου μόνος μου, έτσι όπως ήρθα,
με σίμωσ᾽ ένας που δε γνώριζα — κατόπι
το ᾽μαθ᾽ απ᾽ την κουβέντα: Στρόφιος Φωκιδιώτης·
κι αφού για πού με ρώτησε κι είπε και κείνος,
680μου λέει· «αφού έτσι κι έτσι, ξένε, πας για τ᾽ Άργος,
θύμας να πεις για τον Ορέστη στους γονιούς του,
πώς πέθανε· και κοίταξε μην τ ᾽αμελήσεις·
κι είτε κρίνουν εκεί να στείλουν να τον πάρουν,
ειτ᾽ εδώ να ταφή στα ξένα ξένος πάντα,
μου λες στο γυρισμό σου τις παραγγελιές των·
τώρα λεβέτι χάλκινο μες στα πλευρά του
τη στάχτη κλει του νιου, που κλάψαμ᾽ όπως πρέπει».
Είπα ᾽γω κείνα π᾽ άκουσα· τώρα δε ξέρω
αν τα᾽ πα σ᾽ όποιους έπρεπε και σε δικούς του,
690μα βέβαια πρέπει να το μάθουν οι γονιοί του.