Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Χοηφόροι (405-428)


ΟΡ. πόποι δᾶ νερτέρων τυραννίδες, [στρ. ζ] 405
ἴδετε πολυκρατεῖς ἀραὶ φθινομένων,
ἴδεσθ᾽ Ἀτρειδᾶν τὰ λοίπ᾽ ἀμηχάνως
ἔχοντα καὶ δωμάτων ἄτιμα. πᾶ
τις τράποιτ᾽ ἄν, ὦ Ζεῦ;

ΧΟ. πέπαλται δαὖτέ μοι φίλον κέαρ [ἀντ. ε] 410
τόνδε † κλύουσαν οἶκτον.
καὶ τότε μὲν δύσελπις,
σπλάγχνα δέ μοι κελαινοῦ-
ται πρὸς ἔπος κλυούσᾳ.
415 ὅταν δ᾽ αὖτ᾽ ἐπαλκῆ σ᾽ ὁρῶ, ῥεῖ᾽
‹ἐλπίς› ἀπέστασεν ἄχος
† πρὸς τὸ φανεῖσθαι † μοι καλῶς.

ΗΛ. τί δ᾽ ἂν φάντες τύχοιμεν; ἢ τάπερ [ἀντ. ζ]
πάθομεν ἄχεα πρός γε τῶν τεκομένων;
420 πάρεστι σαίνειν, τὰ δ᾽ οὔτι θέλγεται.
λύκος γὰρ ὥστ᾽ ὠμόφρων ἄσαντος ἐκ
ματρός ἐστι θυμός.

ΧΟ. ἔκοψα κομμὸν Ἄριον ἔν τε Κισσίας [στρ. η]
νόμοις ἰηλεμιστρίας,
425 ἀπρικτόπληκτα πολυπάλακτα δ᾽ ἦν ἰδεῖν
ἐπασσυτεροτριβῆ τὰ χερὸς ὀρέγματα,
ἄνωθεν ἀνέκαθεν, κτύπῳ δ᾽ ἐπιρροθεῖ
κροτητὸν ἀμὸν καὶ πανάθλιον κάρα.


ΟΡΕΣΤΗΣ
Οϊμέ του κάτω κόσμου Αρχές,
ιδέτε, παντοδύναμες Κατάρες των νεκρών,
ιδέτε τ᾽ αποδέλοιπα των Ατρειδών
σε ποιές ανήμπορες στενοχωριές
κι από τα σπίτια τους διωγμένα·
που να στραφεί κανείς, οϊμένα;

ΧΟΡΟΣ
410Πάλι μου σπαρταρά η καρδιά
τα τέτοια να γρικώ παράπονά σου.
με παίρνει τότε η απελπισιά
και μου μαυρίζουνε τα σωθικά
στα λόγια αυτά. Μα όταν ξανά σου
αντρειεύσαι, μου διώχνει τον καημό
και με γυρνά η ελπίδα στο καλό.

ΗΛΕΚΤΡΑ
Και τί κανείς να πρωτοπεί; να πει τις συμφορές
που πάθαμ᾽ από κείνη που μας γέννα;
καλόπιανέ τις όσο θες, μα αυτές
420δεν παίρνουν από χάιδεμα κανένα·
γιατί σαν άγριου λύκου αμέρωτη
μου έκαμε η μάνα την ψυχή μου εμένα.

ΧΟΡΟΣ
Πάνω στα στήθια εδάρθηκα
τον Άρειο κοπετό και νά, σαν άλλη
μοιρολογήτρα Κισσιανή τα χέρια μου
άπαυτα πέφταν πανωτά και ξανά πάλι
κι από ψηλά κι από μακριά, που βούιζε
το βροντημένο το πανάθλιό μου κεφάλι.