Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας (1054-1078)


ΧΟ. φεῦ φεῦ.
ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖς
1055 Κῆρες Ἐρινύες, αἵτ᾽ Οἰδιπόδα
γένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτως,
τί πάθω; τί δὲ δρῶ; τί δὲ μήσωμαι;
πῶς τολμήσω μήτε σε κλαίειν
μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβῳ;
1060 ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαι
δεῖμα πολιτῶν.
σύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρων
τεύξῃ· κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος
μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆς
1065 εἶσιν· τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο;
ΗΜ. δράτω ‹τι› πόλις καὶ μὴ δράτω
τοὺς κλαίοντας Πολυνείκη.
ἡμεῖς γὰρ ἴμεν καὶ συνθάψομεν
αἵδε προπομποί. καὶ γὰρ γενεᾷ
1070 κοινὸν τόδ᾽ ἄχος, καὶ πόλις ἄλλως
ἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια.
ΗΜ. ἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽, ὥσπερ τε πόλις
καὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ.
μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺν
1075 ὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν
μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῶν
κύματι φωτῶν
κατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα.]


ΧΟΡΟΣ
Ωχ, αλίμον᾽ αλίμονο!
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχες
Ερινύες του ολέθρου, που πρόρριζα
και το γένος του Οιδίπου αφανίσατε,
τί να πω; τί να κάμω; και τί να σκεφτώ;
πώς μπορώ να σ᾽ αφήσω έτσι άκλαυτο
και να μη σου ακλουθήσω το ξόδι;
1060Όμως τρέμω κι ο φόβος της χώρας μου
να τραβιούμαι με κάνει.
Κι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνε
μοιρολόγια, μα εκείνος αθρήνητος
και με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο
—ποιός το πίστευε;— ο άθλιος θα πάει.
ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α’
Ό,τι να ᾽θελε η πόλη ας τους έκανε
το νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνε,
μα εμείς όμως μαζί να τον θάψομε
συνοδειά θενα πάμε στο ξόδι του.
γιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρη
1070τη γενιά· ενώ η πόλη μια έτσι μια αλλιώς
παραδέχεται πάντα το δίκιο.
ΗΜΙΧΟΡΙΟ Β’
Μα εμείς πάμε μ᾽ αυτόν, όπως σύμφωνα
το απαιτεί και το δίκιο κι η πόλη.
Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοι
κι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε
των Καδμείων την πόλη,
να μη πάει άνω κάτω και σύψυχη
1078απ᾽ των ξένων το κύμα βουλιάξει].