Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Συμπόσιον (178a-179b)


Πρῶτον μὲν γάρ, ὥσπερ λέγω, ἔφη Φαῖδρον ἀρξάμενον ἐνθένδε ποθὲν λέγειν, ὅτι μέγας θεὸς εἴη ὁ Ἔρως καὶ θαυμαστὸς ἐν ἀνθρώποις τε καὶ θεοῖς, πολλαχῇ μὲν καὶ ἄλλῃ, οὐχ ἥκιστα δὲ κατὰ τὴν γένεσιν. τὸ γὰρ ἐν τοῖς [178b] πρεσβύτατον εἶναι τὸν θεὸν τίμιον, ἦ δ᾽ ὅς, τεκμήριον δὲ τούτου· γονῆς γὰρ Ἔρωτος οὔτ᾽ εἰσὶν οὔτε λέγονται ὑπ᾽ οὐδενὸς οὔτε ἰδιώτου οὔτε ποιητοῦ, ἀλλ᾽ Ἡσίοδος πρῶτον μὲν Χάος φησὶ γενέσθαι—
αὐτὰρ ἔπειτα
Γαῖ᾽ εὐρύστερνος, πάντων ἕδος ἀσφαλὲς αἰεί,
ἠδ᾽ Ἔρος
Ἡσιόδῳ δὲ καὶ Ἀκουσίλεως σύμφησιν μετὰ τὸ Χάος δύο τούτω γενέσθαι, Γῆν τε καὶ Ἔρωτα. Παρμενίδης δὲ τὴν γένεσιν λέγει—
πρώτιστον μὲν Ἔρωτα θεῶν μητίσατο πάντων.
[178c] οὕτω πολλαχόθεν ὁμολογεῖται ὁ Ἔρως ἐν τοῖς πρεσβύτατος εἶναι. πρεσβύτατος δὲ ὢν μεγίστων ἀγαθῶν ἡμῖν αἴτιός ἐστιν. οὐ γὰρ ἔγωγ᾽ ἔχω εἰπεῖν ὅτι μεῖζόν ἐστιν ἀγαθὸν εὐθὺς νέῳ ὄντι ἢ ἐραστὴς χρηστὸς καὶ ἐραστῇ παιδικά. ὃ γὰρ χρὴ ἀνθρώποις ἡγεῖσθαι παντὸς τοῦ βίου τοῖς μέλλουσι καλῶς βιώσεσθαι, τοῦτο οὔτε συγγένεια οἵα τε ἐμποιεῖν οὕτω καλῶς οὔτε τιμαὶ οὔτε πλοῦτος οὔτ᾽ ἄλλο [178d] οὐδὲν ὡς ἔρως. λέγω δὲ δὴ τί τοῦτο; τὴν ἐπὶ μὲν τοῖς αἰσχροῖς αἰσχύνην, ἐπὶ δὲ τοῖς καλοῖς φιλοτιμίαν· οὐ γὰρ ἔστιν ἄνευ τούτων οὔτε πόλιν οὔτε ἰδιώτην μεγάλα καὶ καλὰ ἔργα ἐξεργάζεσθαι. φημὶ τοίνυν ἐγὼ ἄνδρα ὅστις ἐρᾷ, εἴ τι αἰσχρὸν ποιῶν κατάδηλος γίγνοιτο ἢ πάσχων ὑπό του δι᾽ ἀνανδρίαν μὴ ἀμυνόμενος, οὔτ᾽ ἂν ὑπὸ πατρὸς ὀφθέντα οὕτως ἀλγῆσαι οὔτε ὑπὸ ἑταίρων οὔτε ὑπ᾽ ἄλλου [178e] οὐδενὸς ὡς ὑπὸ παιδικῶν. ταὐτὸν δὲ τοῦτο καὶ τὸν ἐρώμενον ὁρῶμεν, ὅτι διαφερόντως τοὺς ἐραστὰς αἰσχύνεται, ὅταν ὀφθῇ ἐν αἰσχρῷ τινι ὤν. εἰ οὖν μηχανή τις γένοιτο ὥστε πόλιν γενέσθαι ἢ στρατόπεδον ἐραστῶν τε καὶ παιδικῶν, οὐκ ἔστιν ὅπως ἂν ἄμεινον οἰκήσειαν τὴν ἑαυτῶν ἢ ἀπεχόμενοι πάντων τῶν αἰσχρῶν καὶ φιλοτιμούμενοι πρὸς [179a] ἀλλήλους, καὶ μαχόμενοί γ᾽ ἂν μετ᾽ ἀλλήλων οἱ τοιοῦτοι νικῷεν ἂν ὀλίγοι ὄντες ὡς ἔπος εἰπεῖν πάντας ἀνθρώπους. ἐρῶν γὰρ ἀνὴρ ὑπὸ παιδικῶν ὀφθῆναι ἢ λιπὼν τάξιν ἢ ὅπλα ἀποβαλὼν ἧττον ἂν δήπου δέξαιτο ἢ ὑπὸ πάντων τῶν ἄλλων, καὶ πρὸ τούτου τεθνάναι ἂν πολλάκις ἕλοιτο. καὶ μὴν ἐγκαταλιπεῖν γε τὰ παιδικὰ ἢ μὴ βοηθῆσαι κινδυνεύοντι — οὐδεὶς οὕτω κακὸς ὅντινα οὐκ ἂν αὐτὸς ὁ Ἔρως ἔνθεον ποιήσειε πρὸς ἀρετήν, ὥστε ὅμοιον εἶναι τῷ ἀρίστῳ φύσει· [179b] καὶ ἀτεχνῶς, ὃ ἔφη Ὅμηρος, μένος ἐμπνεῦσαι ἐνίοις τῶν ἡρώων τὸν θεόν, τοῦτο ὁ Ἔρως τοῖς ἐρῶσι παρέχει γιγνόμενον παρ᾽ αὑτοῦ.


ΙΙ. ΤΟ ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ
ΠΡΩΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
1. ΕΡΩΤΟΣ ΕΠΑΙΝΟΣ ΤΟΥ ΦΑΙΔΡΟΥ
ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Πρώτος λοιπόν, όπως είπα παραπάνω, σύμφωνα με τη διήγηση του Αριστοδήμου, μίλησε ο Φαίδρος· άρχισε κάπου απ᾽ αυτό το σημείο, ότι ο Έρωτας είναι θεός μεγάλος και προκαλεί τον θαυμασμό ανθρώπων και θεών, και για πολλούς άλλους λόγους, εξαιρέτως όμως για ό,τι αφορά στη γέννησή του. Γιατί είναι σπουδαίο [178b] το που είναι ανάμεσα στους αρχαίους θεούς ο αρχαιότερος, είπε, και νά η απόδειξη: δηλαδή, γονείς του Έρωτα ούτε υπάρχουν ούτε αναφέρονται από κανένα, θες πεζογράφο, θες ποιητή· αλλά ο Ησίοδος λέει ότι πρωτόπλαστο δημιουργήθηκε το Χάος, και κατόπι,
η ευρύστερνη Γαία, το βάθρο το ασάλευτο, το αιώνιο
όλων των πάντων, κι ο Έρωτας·
με τον Ησίοδο συμφωνεί κι ο Ακουσίλαος, ότι μετά το Χάος ήρθαν στον κόσμο τούτα τα δύο, η Γη κι ο Έρωτας. Ο Παρμενίδης πάλι λέει ότι η Γένεσις
ολόπρωτα απ᾽ τους θεούς, απ᾽ όλους,
τον Έρωτα μελέτησε.
[178c] Έτσι πολύπλευρα δίνεται η μαρτυρία πως ο Έρωτας είναι των αρχαίων ο αρχαιότερος. Όντας λοιπόν ο αρχαιότατος, μας προξενεί τις πιο μεγάλες ευεργεσίες. Γιατί, κατά την ταπεινή μου γνώμη, δε βρίσκεται μεγαλύτερο αγαθό, κιόλας απ᾽ την πρώτη νιότη μας, από έναν άξιο εραστή κι επίσης, για τον εραστή, απ᾽ τ᾽ αγαπημένο του αγόρι. Γιατί εκείνο που πρέπει να έχει οδηγό του σ᾽ όλη του τη ζωή ο άνθρωπος που σκοπεύει να ζήσει μια ανώτερη ζωή ούτε η συγγένεια μπορεί να του το εξασφαλίσει τόσο αποτελεσματικά ούτε οι τιμές ούτε τα πλούτη ούτε τίποτ᾽ άλλο, [178d] όσο ο έρωτας. Για ποιό πράμα μιλώ; για το αίσθημα ντροπής για καθετί το πρόστυχο και για τον ζήλο για τα ωραία· γιατί είναι αδύνατο χωρίς αυτά να μεγαλουργήσει με ωραία έργα είτε πόλη είτε άτομο. Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι ένας ερωτευμένος άντρας, έτσι και γίνει πανηγυρικά αντιληπτός ότι κάνει κάτι πρόστυχο ή ότι δεν αντιπαλεύει, από ανανδρία, όταν κάποιος τον εξευτελίζει, δε θα ᾽νιωθε τόσο πόνο στην ψυχή του, αν τον έβλεπε ο πατέρας του είτε οι φίλοι του είτε οποιοσδήποτε [178e] άλλος, όσο αν τον έβλεπε το αγαπημένο του αγόρι. Ακριβώς το ίδιο διαπιστώνουμε και για τον ερωμένο, ότι νιώθει εξαιρετικά μεγάλη ντροπή μπροστά στους εραστές του, όταν τον δουν να εμπλέκεται σε κάποια πρόστυχη υπόθεση. Λοιπόν, αν επινοηθεί κάποιο τέχνασμα, ώστε να συγκροτηθεί πόλη ή τάγμα από εραστές κι απ᾽ τα αγαπημένα τους αγόρια, η αποτελεσματικότερη προϋπόθεση για να διοικηθούν σωστά θα ήταν να μένουν μακριά από κάθε πρόστυχη πράξη και να έχουν ευγενική άμιλλα [179a] μεταξύ τους· και τέτοιοι μαχητές, πολεμώντας ο ένας στο πλευρό του άλλου, έστω και μια φούχτα άνθρωποι, θα μπορούσαν να νικήσουν, που λέει ο λόγος, όλο τον κόσμο· γιατί ο εραστής θ᾽ ανεχόταν πολύ πιο ανώδυνα να τον δουν όλοι οι άλλοι να λιποταχτεί ή να πετά τα όπλα του, απ᾽ ό,τι αν τον έβλεπε το αγαπημένο του αγόρι, και χίλιες φορές θα προτιμούσε το θάνατο παρά αυτό. Κι όσο για εγκατάλειψη του αγαπημένου αγοριού ή άρνηση βοήθειας, όταν αυτό βρίσκεται σε κίνδυνο — κανένας τους δεν είναι τόσο δειλός, που να μην τον φέρει σε θεϊκή έξαρση αντρειοσύνης ο Έρως, έτσι που να τον εξομοιώσει με αυτόν που έχει φυσική καταβολή την αντρεία στον υπέρτατο βαθμό· [179b] με δυο λόγια, αυτό που είπε ο Όμηρος: «ο θεός σε ορισμένους ήρωες εμπνέει πολεμική ορμή», τούτο ο Έρως το προξενεί στους εραστές — δικό του δημιούργημα.