Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1144b-1145a)

[XIII] Σκεπτέον δὴ πάλιν καὶ περὶ ἀρετῆς· καὶ γὰρ ἡ ἀρετὴ παραπλησίως ἔχει ὡς ἡ φρόνησις πρὸς τὴν δεινότητα —οὐ ταὐτὸ μέν, ὅμοιον δέ— οὕτω καὶ ἡ φυσικὴ ἀρετὴ πρὸς τὴν κυρίαν. πᾶσι γὰρ δοκεῖ ἕκαστα τῶν ἠθῶν ὑπάρχειν φύσει πως· καὶ γὰρ δίκαιοι καὶ σωφρονικοὶ καὶ ἀνδρεῖοι καὶ τἆλλα ἔχομεν εὐθὺς ἐκ γενετῆς· ἀλλ᾽ ὅμως ζητοῦμεν ἕτερόν τι τὸ κυρίως ἀγαθὸν καὶ τὰ τοιαῦτα ἄλλον τρόπον ὑπάρχειν. καὶ γὰρ παισὶ καὶ θηρίοις αἱ φυσικαὶ ὑπάρχουσιν ἕξεις, ἀλλ᾽ ἄνευ νοῦ βλαβεραὶ φαίνονται οὖσαι. πλὴν τοσοῦτον ἔοικεν ὁρᾶσθαι, ὅτι ὥσπερ σώματι ἰσχυρῷ ἄνευ ὄψεως κινουμένῳ συμβαίνει σφάλλεσθαι ἰσχυρῶς διὰ τὸ μὴ ἔχειν ὄψιν, οὕτω καὶ ἐνταῦθα· ἐὰν δὲ λάβῃ νοῦν, ἐν τῷ πράττειν διαφέρει· ἡ δ᾽ ἕξις ὁμοία οὖσα τότ᾽ ἔσται κυρίως ἀρετή. ὥστε καθάπερ ἐπὶ τοῦ δοξαστικοῦ δύο ἐστὶν εἴδη, δεινότης καὶ φρόνησις, οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ ἠθικοῦ δύο ἐστί, τὸ μὲν ἀρετὴ φυσικὴ τὸ δ᾽ ἡ κυρία, καὶ τούτων ἡ κυρία οὐ γίνεται ἄνευ φρονήσεως. διόπερ τινές φασι πάσας τὰς ἀρετὰς φρονήσεις εἶναι, καὶ Σωκράτης τῇ μὲν ὀρθῶς ἐζήτει τῇ δ᾽ ἡμάρτανεν· ὅτι μὲν γὰρ φρονήσεις ᾤετο εἶναι πάσας τὰς ἀρετάς, ἡμάρτανεν, ὅτι δ᾽ οὐκ ἄνευ φρονήσεως, καλῶς ἔλεγεν. σημεῖον δέ· καὶ γὰρ νῦν πάντες, ὅταν ὁρίζωνται τὴν ἀρετήν, προστιθέασι, τὴν ἕξιν εἰπόντες καὶ πρὸς ἅ ἐστι, τὴν κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον· ὀρθὸς δ᾽ ὁ κατὰ τὴν φρόνησιν. ἐοίκασι δὴ μαντεύεσθαί πως ἅπαντες ὅτι ἡ τοιαύτη ἕξις ἀρετή ἐστιν, ἡ κατὰ τὴν φρόνησιν. δεῖ δὲ μικρὸν μεταβῆναι. ἔστι γὰρ οὐ μόνον ἡ κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον, ἀλλ᾽ ἡ μετὰ τοῦ ὀρθοῦ λόγου ἕξις ἀρετή ἐστιν· ὀρθὸς δὲ λόγος περὶ τῶν τοιούτων ἡ φρόνησίς ἐστιν. Σωκράτης μὲν οὖν λόγους τὰς ἀρετὰς ᾤετο εἶναι (ἐπιστήμας γὰρ εἶναι πάσας), ἡμεῖς δὲ μετὰ λόγου.
Δῆλον οὖν ἐκ τῶν εἰρημένων ὅτι οὐχ οἷόν τε ἀγαθὸν εἶναι κυρίως ἄνευ φρονήσεως, οὐδὲ φρόνιμον ἄνευ τῆς ἠθικῆς ἀρετῆς. ἀλλὰ καὶ ὁ λόγος ταύτῃ λύοιτ᾽ ἄν, ᾧ διαλεχθείη τις ἂν ὅτι χωρίζονται ἀλλήλων αἱ ἀρεταί· οὐ γὰρ ὁ αὐτὸς εὐφυέστατος πρὸς ἁπάσας, ὥστε τὴν μὲν ἤδη τὴν δ᾽ οὔπω εἰληφὼς ἔσται· τοῦτο γὰρ κατὰ μὲν τὰς φυσικὰς ἀρετὰς ἐνδέχεται, καθ᾽ ἃς [1145a] δὲ ἁπλῶς λέγεται ἀγαθός, οὐκ ἐνδέχεται· ἅμα γὰρ τῇ φρονήσει μιᾷ ὑπαρχούσῃ πᾶσαι ὑπάρξουσιν. δῆλον δέ, κἂν εἰ μὴ πρακτικὴ ἦν, ὅτι ἔδει ἂν αὐτῆς διὰ τὸ τοῦ μορίου ἀρετὴν εἶναι, καὶ ὅτι οὐκ ἔσται ἡ προαίρεσις ὀρθὴ ἄνευ φρονήσεως οὐδ᾽ ἄνευ ἀρετῆς· ἣ μὲν γὰρ τὸ τέλος ἣ δὲ τὰ πρὸς τὸ τέλος ποιεῖ πράττειν. ἀλλὰ μὴν οὐδὲ κυρία γ᾽ ἐστὶ τῆς σοφίας οὐδὲ τοῦ βελτίονος μορίου, ὥσπερ οὐδὲ τῆς ὑγιείας ἡ ἰατρική· οὐ γὰρ χρῆται αὐτῇ, ἀλλ᾽ ὁρᾷ ὅπως γένηται· ἐκείνης οὖν ἕνεκα ἐπιτάττει, ἀλλ᾽ οὐκ ἐκείνῃ. ἔτι ὅμοιον κἂν εἴ τις τὴν πολιτικὴν φαίη ἄρχειν τῶν θεῶν, ὅτι ἐπιτάττει περὶ πάντα τὰ ἐν τῇ πόλει.

[13] Είναι ανάγκη λοιπόν να επανέλθουμε στην εξέταση της αρετής. Γιατί και στην περίπτωση της αρετής υπάρχει μια παρόμοια σχέση: σε όποια σχέση βρίσκεται η φρόνηση προς τη δεινότητα (δεν είναι το ίδιο πράγμα, μοιάζουν όμως), στην ίδια σχέση βρίσκεται και η φυσική αρετή προς την αρετή στην κυριολεκτική της σημασία. Όλοι, πράγματι, οι άνθρωποι πιστεύουν ότι οι διάφορες επιμέρους μορφές χαρακτήρα υπάρχουν κατά κάποιον τρόπο μέσα στον άνθρωπο εκ φύσεως· γιατί και δίκαιοι είμαστε, και ανδρείοι είμαστε, και τάση να γίνουμε σώφρονες έχουμε, και όλες τις άλλες ηθικές ιδιότητες τις έχουμε από την πρώτη στιγμή της γέννησής μας· παρ᾽ όλα όμως αυτά εμείς ζητούμε κάτι άλλο: την αρετή στην κυριολεκτική της σημασία· ζητούμε δηλαδή αυτές οι ιδιότητες να υπάρχουν μέσα μας με έναν άλλο τρόπο. Γιατί οι φυσικές προδιαθέσεις υπάρχουν και στα παιδιά και στα ζώα, είναι όμως φανερό ότι δίχως τον νου αυτές είναι επιβλαβείς, και το μόνο που μπορεί να προσέξει κανείς είναι τούτο: όπως ένας δυνατός άνθρωπος που κινείται δίχως όραση μπορεί να σκοντάφτει άσχημα, αφού δεν βλέπει, έτσι και εδώ· αν όμως ο άνθρωπος αποκτήσει νου, παρουσιάζει τότε μεγάλη διαφορά στις πράξεις του: η προδιάθεσή του, που ως τότε έμοιαζε με την αρετή, τώρα πια θα είναι αρετή στην πλήρη της σημασία. Όπως λοιπόν ενσχέσει με το δοξαστικό μέρος της ψυχής υπάρχουν δύο έξεις, η δεινότητα και η φρόνηση, έτσι και ενσχέσει με το ηθικό της μέρος υπάρχουν δύο ιδιότητες, η φυσική αρετή και η αρετή στην κυριολεκτική της σημασία — και η δεύτερη δεν μπορεί να υπάρχει δίχως τη φρόνηση.
Αυτός είναι ο λόγος που κάποιοι λένε ότι όλες οι αρετές είναι μορφές φρόνησης, και ο Σωκράτης, ενώ τη μια φορά ακολουθούσε στις έρευνές του τον σωστό δρόμο, την άλλη έπαιρνε λανθασμένο δρόμο: όταν θεωρούσε ότι όλες οι αρετές είναι μορφές φρόνησης, έκανε λάθος, όταν όμως υποστήριζε ότι οι αρετές δεν υπάρχουν δίχως φρόνηση, μιλούσε σωστά. Ιδού και η απόδειξη: Όλοι σήμερα, όταν ορίζουν την αρετή, αφού πρώτα μιλήσουν για το τί είδους έξη είναι και για το ποιά είναι τα αντικείμενά της, προσθέτουν «έξη που βρίσκεται σε συμφωνία προς τον ορθό λόγο»· και ορθός είναι ο λόγος που βρίσκεται σε συμφωνία προς τη φρόνηση. Φαίνεται λοιπόν ότι όλοι τους αισθάνονται κατά κάποιον τρόπο ότι αυτού του είδους η έξη είναι, στην πραγματικότητα, η αρετή, η σύμφωνη δηλαδή με τη φρόνηση. Χρειάζεται όμως να προχωρήσουμε ένα βήμα πιο πέρα: Αρετή δεν είναι η έξη που βρίσκεται απλώς σε συμφωνία με τον ορθό λόγο· αρετή είναι η έξη που είναι ένα με τον ορθό λόγο· και ορθός λόγος στα θέματα αυτά είναι η φρόνηση. Ο Σωκράτης λοιπόν ήταν της γνώμης ότι οι αρετές είναι (ορθο)λογικές αρχές (γιατί θεωρούσε ότι όλες τους είναι μορφές γνώσης), ενώ εμείς θεωρούμε ότι οι αρετές αποτελούν μαζί με τον ορθό λόγο μια ενότητα.
Από όσα λοιπόν είπαμε είναι φανερό ότι δεν είναι δυνατό να είναι κανείς αγαθός (με το αληθινό περιεχόμενο της λέξης) δίχως φρόνηση, ή να είναι κανείς φρόνιμος δίχως την ηθική αρετή. Με αυτόν όμως τον τρόπο αναιρείται και το διαλεκτικό επιχείρημα, με το οποίο θα δοκίμαζε κανείς να αποδείξει ότι οι αρετές μπορούν να υπάρχουν χωριστά: να υπάρχουν κάποιες χωρίς να υπάρχουν οι άλλες, και αυτό για τον λόγο ότι ο ίδιος άνθρωπος δεν είναι το ίδιο καλά προικισμένος από τη φύση για όλες τις αρετές, και έτσι κάποια στιγμή θα έχει αποκτήσει τη μια, την άλλη όμως όχι ακόμη. Αυτό όμως είναι δυνατό στην περίπτωση των φυσικών αρετών, [1145a] δεν είναι όμως δυνατό στην περίπτωση εκείνων των αρετών ενσχέσει με τις οποίες ο άνθρωπος αποκαλείται γενικά αγαθός· γιατί από τη στιγμή που θα υπάρχει η μία, η φρόνηση, θα υπάρξουν και όλες οι άλλες.
Είναι, επίσης, φανερό ότι και αν ακόμη η φρόνηση δεν είχε την ικανότητα να ρυθμίζει τις πράξεις των ανθρώπων, θα μας ήταν απαραίτητη, γιατί είναι, όπως το είπαμε, αρετή ενός μέρους της ψυχής μας, και ακόμη γιατί οι επιλογές και οι προτιμήσεις μας δεν θα ήταν σωστές δίχως τη φρόνηση, όπως και δίχως την αρετή: η αρετή καθορίζει το τέλος, ενώ η φρόνηση μας κάνει να εκτελούμε αυτά που οδηγούν στο τέλος. Ούτε, πάλι, είναι υπέρτερη από τη φιλοσοφική σοφία, ούτε και από το πιο αξιόλογο μέρος μας, ακριβώς όπως η ιατρική δεν είναι υπέρτερη από την υγεία· γιατί δεν τη χρησιμοποιεί, φροντίζει όμως ώστε να υπάρξει· δίνει λοιπόν εντολές για χάρη της, δεν τις δίνει όμως σ᾽ αυτήν — θα ήταν ίδιο σαν να έλεγε κανείς ότι η πολιτική ασκεί εξουσία πάνω στους θεούς, επειδή με τις διαταγές της ρυθμίζει τα πάντα μέσα στην πόλη.