Και να ο Δημόδοκος έκρουσε την κιθάρα, ένα ωραίο τραγούδι
ξεκινώντας για την αγάπη του Άρη με την καλλιστέφανη Αφροδίτη.
Το πώς κρυφά, πρώτη φορά, μέσα στο ίδιο το παλάτι του Ήφαιστου,
έσμιξαν μεταξύ τους· το πώς εκείνος, με τα πολλά του δώρα,
άσχημα ντρόπιαζε την κλίνη και το στρώμα του θεού Ηφαίστου.
270Δεν άργησε όμως, κι αγγελιαφόρος φτάνει ο Ήλιος,
που του φανέρωσε το πώς τους είδε αγκαλιασμένους
στον παράνομο έρωτα.
Τότε λοιπόν το νέο ακούγοντας
που την ψυχή του δάγκωσε, ο Ήφαιστος τραβήχτηκε
στο εργαστήρι, όπου τα μέταλλα δουλεύει,
κι ο νους του μελετούσε την εκδίκησή του.
Στήνει στο ξύλο του άκμονα μεγάλο αμόνι και πήρε να χτυπά
άρρηκτα κι άλυτα δεσμά, που να τους παγιδέψουν.
Κι όταν ετοίμασε το δόλιο έργο του, γλίστρησε,
χολωμένος με τον Άρη, στον θάλαμό του, όπου
βρισκόταν κι η συζυγική του κλίνη.
Και περιπλέκει με τα δίχτυα το κρεβάτι, από τα πόδια ολόγυρα·
κρέμασε κι άλλα από ψηλά στο μεσιανό δοκάρι, πολλά,
280λεπτότατα, να πέφτουν σαν αράχνες, κανείς να μην μπορεί,
μήτε θεός, να τα ξεκρίνει — τόσο καλά τον δόλο του είχε στήσει.
Κι αφού τα δίχτυα του παγίδευσαν από παντού την κλίνη,
άφησε να φανεί πως πάει στη Λήμνο, οχυρωμένη
και καλοχτισμένη πόλη — της έτρεφε την πιο μεγάλη αγάπη,
την προτιμούσε από τις άλλες χώρες.
Στο μεταξύ ο Άρης χρυσοχάλινος, που δεν τον παραμόνεψε άδικα,
βλέποντας ότι ξεμακραίνει ο καλλιτέχνης Ήφαιστος,
στον έρωτα δοσμένος της καλλιστέφανης Κυθέρειας,
έσπευσε αμέσως στο παλάτι του ξακουστού Ηφαίστου.
Κι εκείνη, γυρίζοντας απ᾽ του πατέρα της, του παντοδύναμου Κρονίδη,
290εκεί καθόταν περιμένοντας· ο Άρης τότε ορμητικός
της έπιασε σφιχτά το χέρι και την προσφώνησε μιλώντας:
«Έλα, αγαπημένη, να πλαγιάσουμε, τον έρωτά μας να χαρούμε·
δεν είναι εδώ ο Ήφαιστος, το ξέρω πως ξεκίνησε,
πηγαίνοντας μάλλον στη Λήμνο, στους Σίντιες
με τη βαριά κι άγρια φωνή.»
Ακούγοντας η Αφροδίτη δέχτηκε με χαρά της να πλαγιάσουν,
οι δυο τους προχωρούν και πέφτουν στο κρεβάτι,
και ξαφνικά τους τύλιξαν περίτεχνα τα δίχτυα του δολοπλόκου
Ηφαίστου· μήτε τα μέλη τους μπορούσαν να κινήσουν, μήτε
να σηκωθούν ξανά· τότε κατάλαβαν ότι τους βρήκε
το αναπόφευκτο.
300Στην ώρα φθάνει ο περιώνυμος χωλός θεός, πίσω γυρίζοντας,
προτού πατήσει το νησί της Λήμνου· γιατί ο Ήλιος,
κατασκοπεύοντας για χάρη του, τους είδε και του φανερώνει
το μαντάτο. Βαρύθυμος ο Ήφαιστος και πληγωμένος,
προχώρησε στον θάλαμό του, έμεινε ακίνητος στο πρόθυρο,
κι όπως τον έπνιγε ο θυμός, σέρνει μια φοβερή, άγρια κραυγή,
να τον ακούσουν όλοι οι θεοί του Ολύμπου:
«Δία πατέρα, και μακάριοι εσείς θεοί αθάνατοι,
ελάτε, δείτε έργα καταγέλαστα κι αβάσταχτα·
το πώς εμένα, τον χωλό θεό, η Αφροδίτη, η κόρη του Διός,
με ατιμάζει συνεχώς· πώς στον ολέθριο Άρη χαρίζει
310την αγάπη της, γιατί αυτός είναι ο ωραίος, ο αρτιμελής,
ενώ εγώ γεννήθηκα σακάτης· όχι από φταίξιμο άλλου κανενός,
μόνο των δυο γονιών μου, που καλύτερα να μ᾽ άφηναν αγέννητο.
Ελάτε να τους δείτε πώς ζευγαρώνουν τώρα πλαγιασμένοι,
ανεβασμένοι στη δική μου κλίνη, κι εγώ τους βλέπω
και με πνίγει ο πόνος. Φαντάζομαι όμως
πως το ζευγάρωμά τους δεν θα το συνεχίσουν για πολύ,
όσο κι αν τους κορώνει ο πόθος· δεν θα θελήσουν γρήγορα
να ξανασμίξουν μεταξύ τους. Γιατί ο δόλος και τα δίχτυα μου
θα τους κρατούν δεμένους, ωσότου τα γαμήλια δώρα γυρίσει πίσω
ο πατέρας της, όσα του πρόσφερα γι᾽ αυτή τη σκύλα κόρη·
320ωραία η θυγατέρα του, δεν λέω, μα τόσο ξέφρενη.»
Ακούγοντας τον λόγο του, συναθροιστήκαν οι θεοί
στο χάλκινο κατώφλι του θαλάμου·
ήλθε ο Ποσειδών, κύριος της γης· ήλθε ο πολύστροφος Ερμής·
ήλθε λαμπρός ο Απόλλων, τοξότης με τα μακρινά του βέλη —
δεν ήλθαν μόνο οι θεές, στο σπίτι μένοντας από αιδημοσύνη.
Οι άλλοι όμως αγαθοεργοί θεοί ήσαν στο πρόθυρο στημένοι·
και τότε ξέσπασε άσβεστο γέλιο στους μάκαρες θεούς,
βλέποντας τα τεχνάσματα του δολοπλόκου Ηφαίστου.
Ο ένας κοίταζε τον άλλον, λέγοντας μεταξύ τους:
«Όχι, τ᾽ άνομα έργα δεν ευδοκιμούν· ο αργός προφθαίνει τον ταχύ.
330Όπως και τώρα· αργός ο Ήφαιστος, τον Άρη πρόλαβε
ταχύτερον, όσο κανείς από τους άλλους ολυμπίους θεούς·
αν και χωλός, τον έπιασε στα δίχτυα του· τώρα οφείλονται
και της μοιχείας τα χρέη.»
Έτσι μιλούσαν, συναλλάσσοντας τα λόγια τους,
και τότε ο Απόλλων, ο περίλαμπρος γιος του Διός, γύρισε στον Ερμή:
«Ερμή διογέννητε, ψυχοπομπέ και δωροδότη,
340αλήθεια, πες μου, θα δεχόσουν, παγιδευμένος σε φριχτά δεσμά,
να πλάγιαζες στην ίδια κλίνη με τη χρυσή Αφροδίτη;»
Ευθύς ανταποκρίθηκε ο Ερμής, ψυχοπομπός κι αργοφονιάς:
«Άμποτε κάτι τέτοιο να γινόταν, λαμπρέ εκηβόλε Απόλλωνα·
ας ήμουν γύρω μου δεμένος με τρεις φορές τόσα κι αμέτρητα δεσμά,
ας με θωρούσατε όλοι εσείς, θεοί, θεές·
φτάνει να πλάγιαζα με τη χρυσή Αφροδίτη.»
Η απάντηση σήκωσε γέλιο στους αθάνατους θεούς,
όμως ο Ποσειδώνας δεν γελούσε· επίμονα παρακαλούσε
τον έξοχο τεχνίτη Ήφαιστο να λύσει τα δεσμά του Άρη.
Στράφηκε τότε προς το μέρος του μιλώντας, και πέταξαν
τα λόγια του σαν τα πουλιά:
«Λύσε τον· κι εγώ το υπόσχομαι να σου πληρώσει αυτός, σύμφωνα
με τις απαιτήσεις σου, όλα τα δίκια σου, με τους αθάνατους θεούς μπροστά.»
Ευθύς ανταποκρίθηκεν ο περιώνυμος χωλός θεός:
350«Μη Ποσειδώνα, που τη γη κρατείς, μην επιμένεις στο αίτημά σου·
των τιποτένιων οι εγγυήσεις βγαίνουν κι αυτές στο τέλος τιποτένιες.
Πώς θα μπορούσα αλήθεια εγώ να σε δεσμεύσω,
μπρος στους αθάνατους θεούς, αν παρά ταύτα ο Άρης,
λευτερωμένος από τα δεσμά, φύγει αφήνοντας
απλήρωτο το χρέος του;»
Κι ο κοσμοσείστης Ποσειδώνας ανταπάντησε:
«Ήφαιστε, ανίσως ο Άρης, με το χρέος απλήρωτο
φεύγοντας εξαφανιστεί, εγώ θα το πληρώσω, μόνος μου.»
Τότε τον λόγο ξαναπήρε ο περιώνυμος χωλός θεός:
«Δεν γίνεται, μήτε και πρέπει, ν᾽ απορρίψω την υπόσχεση σου.»
Μ᾽ αυτά τα λόγια, λύνει ο Ήφαιστος τα δίχτυα.
360Κι όταν οι δυο τους βρέθηκαν λυμένοι απ᾽ τα ακατάλυτα δεσμά τους,
πάνω πετάχτηκαν· εκείνος πήρε τον δρόμο για τη Θράκη·
στην Κύπρο φτάνει η Αφροδίτη, με το απαράμιλλο μειδίαμα,
στην Πάφο καταφεύγοντας, όπου το τέμενος
κι ο μυριστός βωμός της. Εκεί την έλουσαν οι Χάριτες,
την άλειψαν με λάδι αθάνατο, αυτό που βάζουν οι θεοί
κι αιώνια λάμπουν· την ντύνουν και με ρούχα εξαίσια,
πάγκαλο θέαμα και θαύμα.
|