Ευθύς του αντιμίλησε με την πολλή του γνώση ο Οδυσσεύς:
«Ω Λαοδάμα, μη με σπρώχνετε σε πράγματα που με πληγώνουν,
γιατί σ᾽ εμένα πιο πολύ βαραίνουν τα πάθη απ᾽ ό,τι οι άθλοι,
τόσα που τράβηξα στο παρελθόν, τόσα που υπέφερα·
και τώρα κάθομαι στην αγορά μπροστά σας,
με τον καημό του νόστου μου,
τον βασιλιά ικετεύοντας και τον λαό σας.»
Τότε πετάχτηκε ο Ευρύαλος, προκλητικός κι εριστικός:
«Όχι, δεν είσαι, ξένε, ένας που ξέρει από αγώνες,
160όποιους και όσους συνηθίζει ο άλλος κόσμος.
Μάλλον μου φαίνεσαι κάποιος που τριγυρίζει
με το πολύκωπο καράβι του, σε ναυτεμπόρους αρχηγός,
κι άλλο δεν σκέφτεται απ᾽ το φορτιό και την πραμάτεια,
ό,τι κερδίσει αρπάζοντας — πάντως αθλητικός δεν μοιάζεις.»
Λοξά τον κάρφωσε και μίλησε με τη δική του γνώση ο Οδυσσεύς:
«Ξένε, δεν μας τα λες καλά· φαίνεσαι με το παραπάνω ξιπασμένος.
Το δείχνεις πως δεν δίνουν οι θεοί χάρες αμοίραστες
στον κάθε άνθρωπο: παράστημα συνάμα και μυαλό και λέγειν.
Αν κάποιος υπολείπεται στην ομορφιά, του αντιχάρισε ο θεός
170όμορφο τότε λόγο, κι οι άλλοι χαίρονται να τον κοιτούν·
όταν εκείνος αγορεύει απρόσκοπτα με μια γλυκιά σεμνότητα
στη συντροφιά του, αμέσως ξεχωρίζει,
κι όταν στην πόλη κατεβαίνει να μιλήσει,
τον αντικρίζουν όλοι σαν θεό.
Κάποιος αντίθετα έχει την ομορφιά των αθανάτων, όμως
δεν τον στολίζει και το χάρισμα του ωραίου λόγου.
Έτσι κι εσύ την ομορφιά σου ούτε θεός δεν θα μπορούσε
να την κάνει ανώτερη, ο νους σου ωστόσο είναι λίγος και λειψός.
Κι αν έτσι σου μιλώ, εσύ με ερέθισες με τ᾽ άκοσμά σου λόγια,
βαθιά κεντώντας την ψυχή μου. Σε βεβαιώνω πως εγώ
δεν είμαι άμοιρος, όπως το είπες και το πίστεψες,
180σ᾽ αγώνες και αγωνίσματα·
άλλοτε ήμουνα, νομίζω, από τους πρώτους, όσο με στήριζαν
νιάτα κι αυτά τα χέρια. Τώρα βαρύνομαι με συμφορές και πάθη,
τόσα που σήκωσα στον πόλεμο με τους ανθρώπους,
στο πέλαγος με κύματα θεοτικά.
Και μολοντούτο, με τα τόσα πάθη, θα δοκιμάσω τα αγωνίσματά σας,
γιατί ο λόγος σου δάγκωσε την ψυχή μου, ξάναψες το φιλότιμό μου.»
Είπε κι ευθύς, έτσι ντυμένος με τη χλαίνη του, πήδηξε πάνω
κι έπιασε πέτρινο δίσκο — τον πιο μεγάλο και παχύ,
κατά πολύ βαρύτερο από κείνον που οι Φαίακες συνήθιζαν
να ρίχνουν μεταξύ τους.
Πρώτα τον στριφογύρισε, κι όταν τον εξαπέλυσε το στιβαρό του χέρι,
190βούιξε η πέτρα· σκύβουν στο χώμα οι Φαίακες,
αυτοί που το μακρύ κουπί αγαπούν και καμαρώνουν για τα πλοία τους,
μήπως τους πάρει η ριπή του δίσκου, που φεύγοντας
από το χέρι του, πετούσε τώρα μ᾽ απίστευτη ταχύτητα,
πέρα απ᾽ τα σήματα των άλλων.
Τότε κι η Αθηνά, μ᾽ όψη θνητού, το τέρμα σημαδεύοντας,
από μακριά τού φώναξε, να την ακούσουν:
«Κι ένας τυφλός ακόμη, ξένε, θα ξεχώριζε το σήμα σου
ψάχνοντας με τα χέρια του· γιατί δεν είναι το δικό σου τέρμα
μες στα πολλά των άλλων, εβγήκε πρώτο με μεγάλη διαφορά.
Θάρρος λοιπόν, που πέτυχες καλά σ᾽ αυτό το αγώνισμα·
άλλος από τους Φαίακες δεν θα σε φτάσει, μήτε
και θα σε ξεπεράσει.»
|