Καθώς τραγούδαγε ο φημισμένος αοιδός, ο Οδυσσέας με τα δυο του χέρια
πιάνει το πορφυρό του πανωφόρι, το ᾽φερε πάνω απ᾽ το κεφάλι του
καλύπτοντας το ωραίο του πρόσωπο·
από ντροπή μπροστά στους Φαίακες, που βούρκωσαν τα μάτια του
κι έτρεχε ασταμάτητο το δάκρυ.
Μόλις ο θείος αοιδός τέλειωνε το τραγούδι του, εκείνος
σφούγγιζε το κλάμα του, κατέβαζε το ρούχο απ᾽ το κεφάλι του
και με μια κούπα δίδυμη στάλαζε στους θεούς σπονδή.
90Όταν ωστόσο ο αοιδός ξανάπιανε να τραγουδήσει,
γιατί του το ζητούσαν οι καλύτεροι των καλεσμένων
που απολάμβαναν τα έπη του, ο Οδυσσέας σκέπαζε πάλι
το κεφάλι του θρηνώντας.
Οι άλλοι καν δεν πρόσεξαν που πνίγονταν στο δάκρυ ο ξένος,
μόνο ο Αλκίνοος το αισθάνθηκε· όπως καθόταν πλάι του,
άκουσε και κατάλαβε βαρύ τον στεναγμό του.
Μπήκε στη μέση τότε και στους Φαίακες μίλησε,
που έχουν χαρά τους το κουπί:
«Ακούστε, των Φαιάκων αρχηγοί και σύμβουλοι·
φτάνει νομίζω τόσο φαγητό, όσο του πρέπει καθενός,
και της κιθάρας ο σκοπός, συμπλήρωμα απαραίτητο
σε κάθε πλούσιο γεύμα.
100Τώρα καιρός να βγούμε, να δοκιμαστούμε στα πολλά αγωνίσματα·
να ᾽χει κι ο ξένος, στην πατρίδα του όταν φτάσει, να διηγάται
στους δικούς του πόσο υπερβάλλουμε τους άλλους
στην πυγμαχία, την πάλη, στο άλμα και τον δρόμο.»
Μίλησε και προχώρησε, οι άλλοι πήγαιναν στα βήματά του.
Τότε κι ο κήρυκας κρέμασε πάλι τη μελωδική κιθάρα
στο ίδιο ξύλινο καρφί, πήρε απ᾽ το χέρι τον Δημόδοκο
και τον οδήγησε έξω από το παλάτι στον δρόμο που πορεύονταν
οι πρώτοι των Φαιάκων, να δουν και να θαυμάσουν τα αγωνίσματα.
Και φτάνοντας στην αγορά, κόσμος πολύς μαζεύτηκε,
μυριάδες. Εκεί σηκώθηκαν να πιάσουν τα αγωνίσματα
110άξιοι νέοι και πολλοί.
Πετάχτηκε ο Ακρόνεος, ο Ωκύαλος κι ο Ελατρεύς,
Ναυτέας και Πρυμνέας, Αγχίαλος και Ερετμεύς,
Ποντέας και Πρωρεύς, Θόων και Αναβησίνεος,
μαζί τους κι ο Αμφίαλος, του Τεκτονίδη Πολυνήου ο γιος·
πετάχτηκε ο Ευρύαλος σαν βροτοκτόνος Άρης,
γιος του Ναυβόλου, ο ωραιότερος στην όψη και στο σώμα
ανάμεσα σ᾽ όλους τους Φαίακες, δεύτερος όμως στη σειρά
μετά τον Λαοδάμαντα, που πάνω του δεν έβρισκες ψεγάδι.
Πάνω πετάχτηκαν τρεις γιοι του άψογου Αλκινόου·
ο Λαοδάμας, ο Άλιος, ισόθεος ο Κλυτόνηος.
120Τότε ξεκίνησαν να παραβγούν στο τρέξιμο·
ξάνοιγε μπρος στο σήμα της αρχής ο δρόμος, κι όρμησαν όλοι τους,
πετώντας και σηκώνοντας σύννεφα σκόνης.
Στο τρέξιμο ξεχώρισε κατά πολύ ο Κλυτόνηος·
πόσο δυο μούλες, το χωράφι οργώνοντας, φτάνουν στο τέρμα
μονομιάς, τόσο κι εκείνος προπορεύτηκε, και πάλι πίσω
γύρισε στον κόσμο, που τους άλλους έβλεπε
να μένουν πίσω.
Μετά δοκίμασαν την ανελέητη πάλη· σ᾽ αυτήν ο Ευρύαλος
νίκησε τους καλύτερους.
Ανώτερος στο άλμα από τους άλλους ο Αμφίαλος φάνηκε,
στον δίσκο τούς ξεπέρασε όλους βγαίνοντας πρώτος ο Ελατρεύς,
130στην πυγμαχία ο Λαοδάμας, του Αλκινόου ο γενναίος γιος.
Κι όταν οι πάντες ένιωσαν βαθιά την τέρψη
των αγώνων, πήρε τον λόγο να μιλήσει ο Λαοδάμας,
του Αλκινόου ο γιος:
«Φίλοι, θαρρώ πως πρέπει να ρωτήσουμε κι αυτόν τον ξένο
αν ξέρει κάποιο αγώνισμα και το κατέχει· κακός δεν φαίνεται,
αν κρίνουμε απ᾽ το παράστημά του. Μηροί και κνήμες,
τα δυο χέρια του ψηλά, ο αυχένας, όλα του δείχνουν
δύναμη και σθένος, και δεν νομίζω να τον εγκατέλειψε
κι η νιότη· μόνο οι πολλές του συμφορές τον τσάκισαν.
Εγώ δεν ξέρω άλλο κακό χειρότερο απ᾽ τη θάλασσα,
μπορεί να καταλύσει τον καθένα, ακόμη κι όταν
περισσεύει η αντοχή του.»
140Του ανταπάντησε όμως μιλώντας ο Ευρύαλος:
«Σωστός ο λόγος σου και μετρημένος, Λαοδάμα
πήγαινε ο ίδιος τώρα να τον προκαλέσεις,
εξήγησε την πρότασή σου.»
Τον άκουσε ευγενικός ο γιος του Αλκινόου, πήγε
και στάθηκε στη μέση, κι εκεί τον Οδυσσέα προσφώνησε:
«Έλα κι εσύ, πατέρα ξένε, να παραβγείς σε κάποιο αγώνισμα,
όποιο νομίζεις πως κατέχεις, γιατί δεν φαίνεσαι άπειρος
στα αθλήματα. Λέω, στον κόσμο δεν υπάρχει δόξα μεγαλύτερη,
αν κάποιος κάτι κατορθώσει είτε στα πόδια είτε με τα χέρια του.
Έλα λοιπόν κι εσύ, δοκίμασε, διώξε τη θλίψη απ᾽ την ψυχή σου·
150πολύ πια δεν απέχει η ώρα της επιστροφής σου· έτοιμο
το καράβι στα βαθιά νερά, έτοιμοι κι όσοι θα σε συντροφέψουν.»
|