ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ω άγιε αιθέρα, κι ω γοργές φτερωτές αύρες,
πηγές των ποταμών, των θαλασσίων κυμάτων
90χαμογέλασμα αρίθμητο, κι ολωνώ μάνα,
ω Γη! και συ που όλα τα πάντα βλέπεις, Ήλιε,
δείτε μ᾽ εγώ θεός απ᾽ τους θεούς τί πάσχω!
Κοιτάξετε, τί άτιμα βάσανα
με ξεσκίζουν, που αιώνες αμέτρητους
θα υποφέρω τραβώντας τα.
Γιατί τέτοιο ο καινούριος ο άρχοντας
των θεών για τα μένα σοφίστηκεν
ατιμότατο δέσιμο!
Τωρινές συμφορές, τρισαλίμονο,
κι όσες άλλες, στενάζω, μου μέλλουνται,
100πότε πού τάχα μια άκρη θενά ᾽βρω;
Κι όμως τί λέγω; όλα εγώ από πριν τα ξέρω
ξάστερ᾽ οσά ᾽ναι για νά ᾽ρθουν, ουδέ θα μ᾽ εύρει
καμιά συμφορά ανέλπιστη· κι έτσι της μοίρας
το γραφτό πρέπει πιο ελαφρά και να υποφέρω,
μια που γνωρίζω πως κανείς με της ανάγκης
δεν ημπορεί τη δύναμη να πολεμήσει.
Μα πάλι ούτε να κλείσω κι ούτε να μην κλείσω
το στόμα μου μπορώ, γιατί, για να προσφέρω
στους ανθρώπους τα δώρα μου, έμπλεξα σε τούτες
ο δύστυχος τις συμφορές, και το κλεμμένο
πλερώνω μες στο νάρθηκα της φωτιάς σπέρμα
110που κάθε τέχνης δάσκαλος για τους ανθρώπους
έχει φανεί κι η πιο μεγάλη τους κυβέρνια.
Τέτοιο ᾽ν᾽ το κρίμα που πλερώνω καρφωμένος
κάτω απ᾽ τον ξέσκεπο ουρανό σ᾽ αυτό το βράχο.
Α, α!
Ποιός αχός, ποιά κρυφή μου ήρθε δω μυρουδιά;
Θεϊκιά τάχα ή ανθρώπινη, ή κι απ᾽ τα δύο μαζί;
Σαν ποιός στο βράχο εδώ στα πέριορα της γης
ήρθε να δει τα βάσανά μου; ή τί να θέλει;
Με βλέπετε τον άμοιρο θεό δεσμώτη
120τον εχθρό του Διός, που στην έχθρητα
και των άλλων θεών όλων έπεσα,
στην αυλή του Διός όσοι μπαίνουνε,
απ᾽ αγάπη πολλή των ανθρώπων.
Οϊμένανε, οϊμέ!
Τί ᾽ναι τούτο που τώρα κοντύτερα
σαν πουλιών αγρικώ φτεροθόρυβο
να σφυρίζει αλαφρά περιτρόγυρα;
ό,τι να ᾽ναι που φτάνει, το τρέμω.
|