Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (5.66.1-5.68.2)

[5.66.1] Ἀθῆναι, ἐοῦσαι καὶ πρὶν μεγάλαι, τότε ἀπαλλαχθεῖσαι τυράννων ἐγίνοντο μέζονες. ἐν δὲ αὐτῇσι δύο ἄνδρες ἐδυνάστευον, Κλεισθένης τε ἀνὴρ Ἀλκμεωνίδης, ὅς περ δὴ λόγον ἔχει τὴν Πυθίην ἀναπεῖσαι, καὶ Ἰσαγόρης Τεισάνδρου οἰκίης μὲν ἐὼν δοκίμου, ἀτὰρ τὰ ἀνέκαθεν οὐκ ἔχω φράσαι· θύουσι δὲ οἱ συγγενέες αὐτοῦ Διὶ Καρίῳ. [5.66.2] οὗτοι οἱ ἄνδρες ἐστασίασαν περὶ δυνάμιος, ἑσσούμενος δὲ ὁ Κλεισθένης τὸν δῆμον προσεταιρίζεται. μετὰ δὲ τετραφύλους ἐόντας Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησε, τῶν Ἴωνος παίδων Γελέοντος καὶ Αἰγικόρεος καὶ Ἀργάδεω καὶ Ὅπλητος ἀπαλλάξας τὰς ἐπωνυμίας, ἐξευρὼν δὲ ἑτέρων ἡρώων ἐπωνυμίας ἐπιχωρίων, πάρεξ Αἴαντος· τοῦτον δέ, ἅτε ἀστυγείτονα καὶ σύμμαχον, ξεῖνον ἐόντα προσέθετο. [5.67.1] ταῦτα δέ, δοκέειν ἐμοί, ἐμιμέετο ὁ Κλεισθένης οὗτος τὸν ἑωυτοῦ μητροπάτορα Κλεισθένεα τὸν Σικυῶνος τύραννον. Κλεισθένης γὰρ Ἀργείοισι πολεμήσας τοῦτο μὲν ῥαψῳδοὺς ἔπαυσε ἐν Σικυῶνι ἀγωνίζεσθαι τῶν Ὁμηρείων ἐπέων εἵνεκα, ὅτι Ἀργεῖοί τε καὶ Ἄργος τὰ πολλὰ πάντα ὑμνέαται· τοῦτο δέ, ἡρώιον γὰρ ἦν καὶ ἔστι ἐν αὐτῇ τῇ ἀγορῇ τῶν Σικυωνίων Ἀδρήστου τοῦ Ταλαοῦ, τοῦτον ἐπεθύμησε ὁ Κλεισθένης ἐόντα Ἀργεῖον ἐκβαλεῖν ἐκ τῆς χώρης. [5.67.2] ἐλθὼν δὲ ἐς Δελφοὺς ἐχρηστηριάζετο εἰ ἐκβάλοι τὸν Ἄδρηστον· ἡ δὲ Πυθίη οἱ χρᾷ φᾶσα Ἄδρηστον μὲν εἶναι Σικυωνίων βασιλέα, ἐκεῖνον δὲ λευστῆρα. ἐπεὶ δὲ ὁ θεὸς τοῦτό γε οὐ παρεδίδου, ἀπελθὼν ὀπίσω ἐφρόντιζε μηχανὴν τῇ αὐτὸς ὁ Ἄδρηστος ἀπαλλάξεται. ὡς δέ οἱ ἐξευρῆσθαι ἐδόκεε, πέμψας ἐς Θήβας τὰς Βοιωτίας ἔφη θέλειν ἐπαγαγέσθαι Μελάνιππον τὸν Ἀστακοῦ· οἱ δὲ Θηβαῖοι ἔδοσαν. [5.67.3] ἐπαγαγόμενος δὲ ὁ Κλεισθένης τὸν Μελάνιππον τέμενός οἱ ἀπέδεξε ἐν αὐτῷ τῷ πρυτανηίῳ καί μιν ἵδρυσε ἐνθαῦτα ἐν τῷ ἰσχυροτάτῳ. ἐπηγάγετο δὲ τὸν Μελάνιππον ὁ Κλεισθένης (καὶ γὰρ τοῦτο δεῖ ἀπηγήσασθαι) ὡς ἔχθιστον ἐόντα Ἀδρήστῳ, ὃς τόν τε ἀδελφεόν οἱ Μηκιστέα ἀπεκτόνεε καὶ τὸν γαμβρὸν Τυδέα. [5.67.4] ἐπείτε δέ οἱ τὸ τέμενος ἀπέδεξε, θυσίας τε καὶ ὁρτὰς Ἀδρήστου ἀπελόμενος ἔδωκε τῷ Μελανίππῳ. οἱ δὲ Σικυώνιοι ἐώθεσαν μεγαλωστὶ κάρτα τιμᾶν τὸν Ἄδρηστον· ἡ γὰρ χώρη ἦν αὕτη Πολύβου, ὁ δὲ Ἄδρηστος ἦν Πολύβου θυγατριδέος, ἄπαις δὲ Πόλυβος τελευτῶν διδοῖ Ἀδρήστῳ τὴν ἀρχήν. [5.67.5] τά τε δὴ ἄλλα οἱ Σικυώνιοι ἐτίμων τὸν Ἄδρηστον καὶ δὴ πρὸς τὰ πάθεα αὐτοῦ τραγικοῖσι χοροῖσι ἐγέραιρον, τὸν μὲν Διόνυσον οὐ τιμῶντες, τὸν δὲ Ἄδρηστον. Κλεισθένης δὲ χοροὺς μὲν τῷ Διονύσῳ ἀπέδωκε, τὴν δὲ ἄλλην θυσίην Μελανίππῳ. [5.68.1] ταῦτα μὲν ἐς Ἄδρηστόν οἱ ἐπεποίητο, φυλὰς δὲ τὰς Δωριέων, ἵνα δὴ μὴ αἱ αὐταὶ ἔωσι τοῖσι Σικυωνίοισι καὶ τοῖσι Ἀργείοισι, μετέβαλε ἐς ἄλλα οὐνόματα. ἔνθα καὶ πλεῖστον κατεγέλασε τῶν Σικυωνίων· ἐπὶ γὰρ ὑός τε καὶ ὄνου ‹καὶ χοίρου› τὰς ἐπωνυμίας μετατιθεὶς αὐτὰ τὰ τελευταῖα ἐπέθηκε, πλὴν τῆς ἑωυτοῦ φυλῆς· ταύτῃ δὲ τὸ οὔνομα ἀπὸ τῆς ἑωυτοῦ ἀρχῆς ἔθετο. οὗτοι μὲν δὴ Ἀρχέλαοι ἐκαλέοντο, ἕτεροι δὲ Ὑᾶται, ἄλλοι δὲ Ὀνεᾶται, ἕτεροι δὲ Χοιρεᾶται. [5.68.2] τούτοισι τοῖσι οὐνόμασι τῶν φυλέων ἐχρέωντο οἱ Σικυώνιοι καὶ ἐπὶ Κλεισθένεος ἄρχοντος καὶ ἐκείνου τεθνεῶτος ἔτι ἐπ᾽ ἔτεα ἑξήκοντα· μετέπειτα μέντοι λόγον σφίσι δόντες μετέβαλον ἐς τοὺς Ὑλλέας καὶ Παμφύλους καὶ Δυμανάτας, τετάρτους δὲ αὐτοῖσι προσέθεντο ἐπὶ τοῦ Ἀδρήστου παιδὸς Αἰγιαλέος τὴν ἐπωνυμίην ποιεύμενοι κεκλῆσθαι Αἰγιαλέας.

[5.66.1] Η Αθήνα, που και πρωτύτερα ήταν μεγάλη, τότε, με την απελευθέρωσή της από τους τυράννους, έγινε μεγαλύτερη. Δυο άντρες κυριαρχούσαν στην πόλη, ο Κλεισθένης, από τη γενιά των Αλκμεωνιδών που, όπως λέει η φήμη, έκανε όργανό του την Πυθία, και ο Ισαγόρας, ο γιος του Τεισάνδρου, που καταγόταν βέβαια από ονομαστή οικογένεια, δεν ξέρω όμως να πω την αρχή της, πάντως το γένος του κάνει θυσίες στον Κάριο Δία. [5.66.2] Αυτοί οι δυο άντρες ήρθαν σε σύγκρουση για την εξουσία, κι ο Κλεισθένης, καθώς έχανε τη μάχη, παίρνει με το μέρος του το λαό· κι αργότερα τους Αθηναίους, που ζούσαν χωρισμένοι σε τέσσερες φυλές, τους έκανε δέκα φυλές, καταργώντας τις ονομασίες που θύμιζαν τους γιους του Ίωνα (τον Γελέοντα και τον Αιγικορέα και τον Αργάδη και τον Όπλητα), και βρήκε και τους έβαλε ονόματα άλλων ηρώων, του τόπου τους, με εξαίρεση το όνομα του Αίαντα· αυτουνού το όνομα το πρόσθεσε, κι ας ήταν ξένος, καθότι ήταν γείτονας της πόλης και σύμμαχος.
[5.67.1] Σ᾽ ετούτα, καταπώς εγώ πιστεύω, ο Κλεισθένης αυτός μιμήθηκε τον παππού του απ᾽ τη μεριά της μητέρας του, τον τύραννο της Σικυώνας. Δηλαδή εκείνος ο Κλεισθένης, ύστερ᾽ από τον πόλεμο που έκανε με τους Αργείους, πρώτα πρώτα κατάργησε τους αγώνες απαγγελίας των ομηρικών επών στη Σικυώνα, γιατί σ᾽ αυτά περισσότερο από κάθε άλλη χώρα εξυμνείται το Άργος και οι Αργείοι· κατόπι, γιατί υπήρχε και υπάρχει και σήμερα στο κέντρο της Σικυώνας, μες στην αγορά, ναός για τη λατρεία ως ημιθέου του Αδράστου, του γιου του Ταλαού, αυτόν θέλησε ο Κλεισθένης να τον διώξει από την πόλη, επειδή ήταν Αργείος. [5.67.2] Πήγε λοιπόν στους Δελφούς και ζητούσε χρησμό, να διώξει από την πόλη τον Άδραστο. Κι η Πυθία τού έδωσε χρησμό λέγοντας: «Ο Άδραστος ήταν βασιλιάς των Σικυωνίων, ενώ εσύ είσαι μακελάρης». Καθώς λοιπόν ο θεός δεν του έδινε το ελεύθερο, γύρισε στον τόπο του και σοφιζόταν τέχνασμα, έτσι που ο Άδραστος να σηκωθεί να φύγει από μόνος του. Κι όταν πίστεψε πως το βρήκε, έστειλε ανθρώπους του στη Θήβα της Βοιωτίας κι είπε ότι θέλει να φέρει στην πόλη του τα οστά του Μελανίππου, του γιου του Αστακού· κι οι Θηβαίοι τα έδωσαν. [5.67.3] Κι όταν έφερε τα οστά του Μελανίππου στην πόλη του ο Κλεισθένης, του αφιέρωσε λατρευτικό τέμενος μες στο χώρο του πρυτανείου κι έχτισε το κέντρο της λατρείας του στο καλύτερα οχυρωμένο μέρος της πόλης. Κι ο λόγος που έφερε ο Κλεισθένης τον Μελάνιππο στην πόλη του ήταν (γιατί αυτό πρέπει ν᾽ αναφερθεί) που στάθηκε ο μεγαλύτερος εχθρός του Αδράστου, αφού του σκότωσε και τον Μηκιστέα, τον αδερφό του, και τον Τυδέα, το γαμπρό του. [5.67.4] Λοιπόν αφιέρωσε σ᾽ εκείνον το τέμενος και κατόπι πήρε από τον Άδραστο τις θυσίες και τις γιορτές και τις έδωσε στον Μελάνιππο. Κι οι Σικυώνιοι τιμούσαν τον Άδραστο με μεγάλη μεγαλοπρέπεια, καθότι άρχοντας της χώρας τους ήταν ο Πόλυβος, κι ο Άδραστος ήταν γιος της θυγατέρας του Πολύβου· και, καθώς ο Πόλυβος πέθανε χωρίς να έχει αποχτήσει αγόρι, παραδίνει την εξουσία στον Άδραστο· [5.67.5] λοιπόν και μ᾽ άλλες εκδηλώσεις λάτρευαν τον Άδραστο και μάλιστα τιμούσαν τα πάθη του με χορούς τραγωδίας, που δεν τους έκαναν για να τιμήσουν τον Διόνυσο, αλλά τον Άδραστο. Αντίθετα ο Κλεισθένης τους τραγικούς χορούς τούς αφιέρωσε στον Διόνυσο και τις άλλες θυσίες στον Μελάνιππο.
[5.68.1] Λοιπόν μ᾽ αυτό τον τρόπο κατάτρεξε τον Άδραστο· και τις δωρικές ονομασίες των φυλών των Σικυωνίων, για να μην είναι οι ίδιες με των Αργείων, τις αντικατέστησε με άλλα ονόματα, κι εδώ κι αν δεν ξευτέλισε όσο δεν παίρνει τους Σικυωνίους· αντικατέστησε τις ονομασίες των φυλών τους με άλλες, από τις λέξεις «γουρούνια», «γαϊδούρια» και «γουρουνόπουλα» — μόνο η δική του φυλή γλίτωσε· σ᾽ αυτήν έδωσε όνομα που θύμιζε το δικό του αξίωμα· δηλαδή πήραν το όνομα Αρχέλαοι, ενώ οι υπόλοιποι, Υάτες και Ονεάτες και Χοιρεάτες. [5.68.2] Αυτά τα ονόματα των φυλών τα κρατούσαν οι Σικυώνιοι κι όσο κυβερνούσε ο Κλεισθένης κι εξήντα ακόμη χρόνια ύστερ᾽ από το θάνατό του· αργότερα όμως το συζήτησαν ανάμεσά τους και τ᾽ άλλαξαν στους Υλλείς, τους Παμφύλους και τους Δυμανάτες· στην τέταρτη φυλή έδωσαν νέο όνομα, που το πήραν από τον Αιγιαλέα, το γιο του Αδράστου, και τους κάλεσαν Αιγιαλείς.