[8] Η πολιτική και η φρόνηση είναι μία και η αυτή έξη, από την πλευρά όμως της ουσίας τους δεν είναι το ίδιο πράγμα. Της φρόνησης που έχει ως αντικείμενο τα πράγματα της πόλης ένα μέρος είναι η νομοθετική — ένα είδος δεσπόζουσας φρόνησης· το άλλο, το δεύτερο μέρος της —ένα είδος φρόνησης που έχει να κάνει με τα καθέκαστα, με τα επιμέρους— έχει το κοινό όνομα και λέγεται πολιτική φρόνηση: έχει να κάνει με τις πράξεις και τις διαβουλεύσεις· γιατί το ψήφισμα είναι κάτι που μπορεί να εκτελεσθεί, ως το έσχατο επιμέρους των διαβουλεύσεων. Αυτός είναι ο λόγος που μόνο γι᾽ αυτούς τους ανθρώπους λέει ο πολύς κόσμος ότι κάνουν πολιτική, γιατί μόνο αυτοί «δουλεύουν» με τον τρόπο που δουλεύουν οι χειρώνακτες. Για τον πολύ όμως κόσμο φρόνηση είναι επίσης, κατά κύριο μάλιστα λόγο, αυτή που έχει ως αντικείμενό της το συμφέρον του ενός και μοναδικού ατόμου, τον ίδιο του τον εαυτό· ονομάζεται και αυτή με την κοινή λέξη «φρόνηση»· από τα άλλα είδη της το ένα λέγεται «διαχείριση του σπιτικού», το άλλο «νομοθεσία», το τρίτο «πολιτική» — το τελευταίο αυτό διαιρείται σε βουλευτική και σε δικαστική φρόνηση. Ένα είδος φρόνησης είναι λοιπόν το να γνωρίζει κανείς τα ωφέλιμα και καλά για το άτομό του, είναι όμως πολύ διαφορετικό από τα άλλα είδη· [1142a] και τον άνθρωπο που γνωρίζει τα καλά και ωφέλιμα για τον εαυτό του και ασχολείται με αυτά ο κόσμος τον θεωρεί φρόνιμο, ενώ τους πολιτικούς τους θεωρεί πολυπράγμονες· γι᾽ αυτό και ο Ευριπίδης είπε: Πώς θα μπορούσα να ᾽μαι φρόνιμος εγώ, που άνετα μπορούσα, απλή μονάδα μες στο πλήθος του στρατού, να ᾽χω το ίδιο μερτικό...; Τους άντρες που κοιτούν ψηλά και κάνουν και πολλά... Γιατί οι άνθρωποι επιζητούν το δικό τους αγαθό, και πιστεύουν ότι μόνο αυτό πρέπει να κάνουν. Από αυτή λοιπόν τη γνώμη προήλθε και η άποψη ότι φρόνιμοι είναι, στην πραγματικότητα, αυτοί οι άνθρωποι. Και όμως το προσωπικό αγαθό κάποιου δεν είναι, ασφαλώς, δυνατό να υπάρχει ανεξάρτητα από τη σωστή κατάσταση του σπιτικού του και της πόλης του. Και πέρα όμως από αυτά, το πώς πρέπει κανείς να οργανώνει γενικά τη ζωή του δεν είναι σαφές και πρέπει να διερευνηθεί. Απόδειξη αυτού που είπαμε είναι και τούτο, ότι, ενώ οι νέοι γίνονται γεωμέτρες και μαθηματικοί, και γενικά σοφοί σε τέτοιου είδους πράγματα, νέος φρόνιμος, κατά την κοινή αντίληψη, δεν μπορεί να βρεθεί. Η αιτία είναι ότι η φρόνηση έχει να κάνει και με τα επιμέρους, και αυτά μας γίνονται γνωστά μέσω της εμπειρίας — νέος όμως έμπειρος δεν υπάρχει· γιατί είναι το μάκρος του χρόνου που σε κάνει έμπειρο. Στην πραγματικότητα μπορεί κανείς να θέσει επίσης το ερώτημα, γιατί ένα παιδί μπορεί να γίνει μαθηματικός, όχι όμως φιλόσοφος ή φυσιογνώστης. Μήπως γιατί τα αντικείμενα των μαθηματικών είναι αφηρημένα, ενώ των άλλων δύο γνωστικών κλάδων οι πρώτες αρχές ξεκινούν από την εμπειρία; Μήπως, επίσης, γιατί οι νέοι ενσχέσει με τους γνωστικούς κλάδους της δεύτερης περίπτωσης δεν μπορούν να έχουν μια στέρεη προσωπική άποψη και αρκούνται στο να χρησιμοποιούν το σχετικό λεξιλόγιο, ενώ τις μαθηματικές έννοιες τις κατανοούν εύκολα; Έπειτα, το σφάλμα στις διαβουλεύσεις μπορεί να είναι είτε σε σχέση με το γενικό είτε σε σχέση με το επιμέρους· παράδειγμα ενσχέσει με το γενικό: «κάθε βαρύ νερό είναι κακής ποιότητας», παράδειγμα ενσχέσει με το επιμέρους: «αυτό το νερό είναι βαρύ». Ότι η φρόνηση δεν είναι επιστημονική γνώση είναι φανερό· γιατί, όπως το είπαμε, έχει να κάνει με το έσχατο επιμέρους, και το αντικείμενο της πράξης είναι τέτοιας λογής. Είναι επίσης και το αντίθετο της νόησης· γιατί, ενώ η νόηση έχει ως αντικείμενό της τις έννοιες/ορισμούς που δεν μπορούν να αποδειχθούν με τη συλλογιστική διαδικασία, η φρόνηση έχει ως αντικείμενό της το έσχατο επιμέρους, με το οποίο δεν ασχολείται η επιστημονική γνώση αλλά η αντίληψη, όχι η αντίληψη ιδιοτήτων που προσιδιάζουν σε μια αίσθηση, αλλά αυτή με την οποία αντιλαμβανόμαστε ότι το έσχατο επιμέρους, στα μαθηματικά, είναι, π.χ., ένα τρίγωνο· γιατί και εκεί θα φτάσει κανείς σε ένα σημείο όπου θα σταματήσει. Όμως αυτή είναι μάλλον αντίληψη παρά φρόνηση, μολονότι είναι ένα διαφορετικό είδος αντίληψης. |