Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Guy de Maupassant

Ο Κος Ιοκάστη

Μετάφραση: Γιώργος Αραμπατζής


Κυρία, θυμάστε άραγε την έντονη αντιπαράθεσή μας, κάποιο βράδυ στο γιαπωνέζικο σαλονάκι, σχετικά μ’ εκείνο τον αιμομίκτη πατέρα; Θυμάστε την αγανάκτησή σας, τις σκληρές κουβέντες που ξεστομίσατε εναντίον μου, όλη την παραφορά του θυμού σας; Θυμάστε άραγε όσα είπα εγώ προς υπεράσπιση του άνδρα; Με καταδικάσατε. Ιδού η έφεσή μου.

Κανένας στον κόσμο, υποστηρίζατε, κανένας δεν θα μπορούσε να συγχωρέσει την ατιμία, της οποίας εγώ ανέλαβα την υπεράσπιση. Σήμερα, θ’ αφηγηθώ δημόσια ένα δράμα.

Δεν αποκλείεται όλο και κάποιος να βρεθεί, όχι για να συγχωρέσει την αποτρόπαιη και κτηνώδη πράξη, αλλά για να κατανοήσει ότι δεν μπορούμε να παλέψουμε ενάντια σε ορισμένες δυνάμεις του πεπρωμένου που μοιάζουν με φρικαλέα καπρίτσια της παντοδύναμης φύσης.


Την είχαν παντρέψει στα δεκάξι της με έναν ηλικιωμένο, σκληρό άνδρα, έναν επιχειρηματία που λιμπίστηκε την προίκα της. Αυτή ήταν ένα ξανθό χαριτωμένο πλασματάκι, χαρούμενο και ονειροπαρμένο συνάμα, με μεγάλη όρεξη να γευθεί την ιδανική ευτυχία. Η πραγματικότητα έπεσε με φόρα πάνω στην καρδιά της και τη συνέθλιψε. Μεμιάς κατάλαβε τη ζωή, το χαμένο μέλλον, τη διάψευση των ελπίδων της, και μια μόνο επιθυμία απέμεινε στην καρδιά της: να κάνει ένα παιδί για να διοχετεύει εκεί την αγάπη της.

Δεν το κατόρθωσε.

Δύο χρόνια πέρασαν. Ερωτεύθηκε. Έναν νέο είκοσι τριών ετών, που ήταν πρόθυμος να κάνει κάθε είδους τρέλα για χάρη της. Αυτή αντιστάθηκε σθεναρά και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το όνομά του ήταν Πιερ Μαρτέλ.

Ωστόσο, ένα χειμωνιάτικο βράδυ, βρέθηκαν μόνοι στο σπίτι της. Αυτός είχε περάσει για τσάι. Κατόπιν κάθισαν δίπλα στο τζάκι, σε χαμηλό κάθισμα. Δεν μιλούσαν καθόλου· είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι στο δίχτυ της επιθυμίας· τα χείλη τους βασανίζονταν από την άγρια δίψα που οδηγεί σε άλλα χείλη, τα μπράτσα έτρεμαν από την ανάγκη ν’ ανοίξουν και να κλείσουν γύρω από ένα άλλο σώμα.

Η λάμπα, που ήταν καλυμμένη με δαντέλες, έστελνε ένα διακριτικό φως στο σιωπηλό σαλόνι.

Σε αμηχανία και οι δυο, πρόφεραν κάπου κάπου λίγες λέξεις, αλλά, όταν οι ματιές τους συναντιούνταν, ένα κύμα φούσκωνε στις καρδιές τους.

Τι δύναμη που έχουν οι επιβεβλημένοι κανόνες τις συμπεριφοράς μπροστά στα ένστικτα; Τι δύναμη έχουν οι αντιλήψεις περί αιδούς μπροστά στην ακατανίκητη βούληση της φύσης;

Τα δάχτυλά τους ήρθαν, τυχαία, σ’ επαφή. Αυτό στάθηκε αρκετό. Η απότομη ορμή των αισθήσεων έριξε τον ένα στον άλλο. Αγκαλιάστηκαν και αυτή του δόθηκε.

Έμεινε έγκυος. Από τον εραστή ή από το σύζυγο; Μπορούσε άραγε να το ξέρει; Μα από τον εραστή, φυσικά.

Και τότε τρόμος την κυρίευσε· πίστευε ότι θα πέθαινε στη γέννα και θα έβαζε αυτόν που την είχε κατακτήσει να της ορκίζεται αδιάκοπα ότι θα πρόσεχε το παιδί για όλη του τη ζωή, ότι δεν θα του αρνείτο τίποτε, ότι θα έκανε τα πάντα γι’ αυτό, ακόμη και έγκλημα για χάρη του, αν χρειαζόταν.

Τούτη η έμμονη ιδέα άγγιζε την τρέλα· φούντωνε ολοένα και περισσότερο καθώς πλησίαζε η ώρα της γέννας.

Η γυναίκα πέθανε, φέρνοντας στον κόσμο μια κόρη.


Ο χαμός της έφερε το νέο άνδρα σε μεγάλη απόγνωση, τόσο μεγάλη μάλιστα, ώστε δεν μπορούσε να την κρύψει. Ο σύζυγος άρχισε ν’ αμφιβάλλει· ίσως και να ήξερε ότι η κόρη του δεν μπορούσε να είναι δικό του παιδί! Πάντως, έκλεισε την πόρτα σ’ αυτόν που πίστευε ότι ήταν ο πραγματικός πατέρας και του ’κρυψε το παιδί φυγαδεύοντάς το στα κλεφτά.

Κι έτσι πέρασε πολύς καιρός.

Ο Πιέρ Μαρτέλ ξέχασε· δεν υπάρχει τίποτα που να μη λησμονιέται, άλλωστε. Πλούτισε, αλλά δεν ξαναγάπησε ούτε παντρεύτηκε. Η ζωή του δεν διέφερε από αυτή των υπόλοιπων ανθρώπων: ήταν η ζωή ενός άνδρα ευτυχισμένου και ήρεμου. Είχε πάψει να μαθαίνει νέα τόσο από τον απατημένο σύζυγο όσο κι από την κόρη που θεωρούσε παιδί του.


Όμως, ένα πρωινό δέχθηκε το γράμμα ενός τρίτου, που τον πληροφορούσε, μεταξύ άλλων, για το θάνατο του παλαιού του αντίζηλου· μια αόριστη ταραχή, κάτι σαν τύψεις, τον κυρίευσε. Τι είχε απογίνει εκείνο το παιδί, η κόρη του; Πώς θα μπορούσε να τη βοηθήσει; Γύρεψε να μάθει νέα της. Την είχε περιμαζέψει μια θεία και ζούσε φτωχικά, στα όρια της αθλιότητας.

Θέλησε να τη δει και να τη βοηθήσει. Παρουσιάστηκε στη μοναδική συγγενή της ορφανής.

Το όνομά του δεν ξύπνησε καμιά ανάμνηση. Ήταν σαράντα χρονών και έδειχνε ακόμη νέος. Έγινε δεκτός στο σπίτι τους χωρίς να τολμήσει να πει ότι είχε γνωρίσει τη μητέρα, από φόβο μην κινήσει υποψίες αργότερα.

Όμως, μόλις εκείνη μπήκε στο μικρό σαλόνι όπου, όλος αγωνία, περίμενε τον ερχομό της, τον κυρίεψε ένα ρίγος στα όρια του τρόμου. Ήταν αυτή! Η άλλη! Η νεκρή!

Είχε την ηλικία της, τα ίδια μάτια, τα ίδια μαλλιά, το ίδιο ύψος, το ίδιο χαμόγελο, την ίδια φωνή. Η τέλεια ομοιότητα τον τρέλαινε· δεν ένιωθε πια καλά, έχανε τα λογικά του· όλος ο θυελλώδης έρωτας του παρελθόντος αναθερμάνθηκε στα βάθη της καρδιάς του. Τούτη η κοπέλα ήταν επίσης γελαστή και καλή. Έγιναν αμέσως φίλοι κι εκείνος τής έτεινε χείρα βοηθείας.

Σαν επέστρεψε στο σπίτι του κατάλαβε ότι η παλιά πληγή δεν είχε γιατρευτεί· έκλαψε γοερά, με το πρόσωπο χωμένο μέσα στις παλάμες· έκλαψε για την άλλη, τυραννισμένος από τις αναμνήσεις, κυνηγημένος από τις οικείες της κουβέντες, κυριευμένος ξανά από αδιέξοδη απελπισία.

Άρχισε να συχνάζει στο σπίτι του κοριτσιού. Δεν μπορούσε πια να ζήσει δίχως αυτήν, την ευχάριστη συζήτησή της, το θρόισμα του φορέματός της, τον τόνο της φωνής της. Δεν ξεχώριζε πια, μήτε με το μυαλό μήτε με την καρδιά, τη νεκρή από τη ζωντανή· λησμονούσε την απόσταση, το παρελθόν και το θάνατο, αγαπούσε την άλλη σε τούτην εδώ κι αυτήν σε ανάμνηση της άλλης, χωρίς να επιζητά πια να καταλάβει ή ν’ αναρωτιέται αν η κοπέλα ήταν κόρη του.

Αλλά κάποτε κάποτε η εικόνα της φτώχειας στην οποία ζούσε αυτή που λάτρευε με διπλό πάθος, μπερδεμένο κι ακατανόητο και για τον ίδιο, τον βασάνιζε ανελέητα.

Τι μπορούσε να κάνει; Να τους δώσει χρήματα; Με ποιο δικαίωμα; Να παραστήσει τον κηδεμόνα; Έδειχνε ελάχιστα μεγαλύτερός της και θα τον περνούσαν για εραστή. Να την παντρευτεί; Αυτή η σκέψη, που γεννήθηκε ξαφνικά στην ψυχή του, τον τρομοκράτησε. Ύστερα ηρέμησε. Ποιος άλλος θα την ήθελε; Δεν είχε τίποτε μα τίποτε δικό της.

Η θεία τον έβλεπε που ερχόταν και ξαναρχόταν και κατάλαβε την αγάπη του για το κορίτσι. Εκείνος περίμενε. Τι; Σάμπως ήξερε;

Ένα βράδυ βρέθηκαν μόνοι. Συζητούσαν χαμηλόφωνα, καθισμένοι δίπλα δίπλα στον καναπέ του μικρού σαλονιού. Ξαφνικά, με μια πατρική χειρονομία, της άδραξε το χέρι. Το κράτησε —με ταραγμένη την καρδιά και τις αισθήσεις αναστατωμένες— παρά τη θέλησή του· δεν τολμούσε ν’ αφήσει το χέρι που είχε εγκαταλειφθεί πλέον στο δικό του αλλά παρ’ όλ’ αυτά ένιωθε ότι θα λιποθυμούσε αν το κρατούσε περισσότερο. Ξαφνικά, το κορίτσι έπεσε στην αγκαλιά του. Γιατί τον αγαπούσε με δύναμη —όπως και η μητέρα της— λες και είχε κληρονομήσει το μοιραίο πάθος.

Σαστισμένος, άγγιξε με τα χείλη του τα ξανθά μαλλιά, και, καθώς αυτή σήκωσε το κεφάλι για να τραβηχτεί, τα χείλη τους ενώθηκαν.

Μερικές φορές ο άνθρωπος χάνει τα λογικά του. Αυτό έπαθαν και αυτοί.

Όταν βρέθηκε μόνος στο δρόμο, βάλθηκε να περπατά χωρίς σκοπό, χωρίς να ξέρει τι θα έκανε στο εξής.


Θυμάμαι, κυρία, τη γεμάτη αγανάκτηση κραυγή σας: «Δεν του έμενε παρά να σκοτωθεί!»

«Και αυτή; Έπρεπε να τη σκοτώσει και αυτήν;» σας αντέτεινα.

Το κορίτσι τον αγαπούσε παράφορα, τρελά, με το ίδιο μοιραίο, κληρονομικό πάθος που είχε φουντώσει και σ’ αυτήν, αυτήν που δεν ήταν παρά μια παιδούλα χαμένη στην αγκαλιά του άνδρα. Είχε αφεθεί στην ακατανίκητη μέθη όλου του είναι της, ενός είναι που δεν καταλαβαίνει τίποτε πια, που δίνεται, που παρασύρεται από το δυνατό ένστικτο και ρίχνεται στην αγκαλιά του εραστή, όπως το θηλυκό ζώο ρίχνεται στο αρσενικό.

Αν ο άνδρας σκοτωνόταν, τι θα γινόταν εκείνη;… Θα πέθαινε!… Θα πέθαινε ατιμασμένη, απελπισμένη και φρικτά βασανισμένη.

Τι έμενε λοιπόν να κάνει;

Να την εγκαταλείψει, να την προικίσει, να την παντρέψει;… Αυτή και πάλι θα πέθαινε· θα πέθαινε από μαράζι, χωρίς να δεχθεί ούτε τα λεφτά του ούτε το σύζυγο που θα της προσέφερε, αφού είχε δοθεί σε αυτόν. Της είχε καταστρέψει όχι μόνο τη ζωή αλλά και κάθε πιθανότητα ευτυχίας· την είχε καταδικάσει στην αιώνια δυστυχία, στην αιώνια απελπισία, στην αιώνια πυρά, στην αιώνια μοναξιά ή στο θάνατο.

Και ύστερα, την αγαπούσε και αυτός! Όλο τρόμο, τώρα, αλλά υπέρμετρα. Ήταν η κόρη του, έστω. Ο τυχαίος νόμος της γεννητικότητας, ο σκληρός νόμος της αναπαραγωγής, μια στιγμιαία σωματική επαφή είχε κάνει κόρη του αυτό το πλάσμα που ουδεμία νόμιμη σχέση δεν τη συνέδεε μαζί του, που το αγαπούσε όπως είχε αγαπήσει τη μητέρα της και ακόμη παραπάνω, λες και οι δυο αυτοί έρωτες είχαν γίνει ένα μέσα του.

Άλλωστε, ήταν πράγματι κόρη του; Και ύστερα, είχε σημασία; Ποιος μπορούσε να το ξέρει;

Η ζωηρή ανάμνηση των όρκων που είχε δώσει στη μακαρίτισσα στριφογυρνούσε στο μυαλό του. «Είχε ορκιστεί ότι θα έδινε όλη του τη ζωή για το παιδί, ότι θα έφτανε και στο έγκλημα για την ευτυχία του, αν χρειαζόταν».

Την αγαπούσε, αναλογιζόμενος την απαίσια και γλυκιά πράξη του, τυραννισμένος από πόνο και πόθο.

Ποιος θα το μάθαινε;… Αφού ο άλλος, ο πατέρας, ήταν νεκρός!

«Ας είναι!», είπε στον εαυτό του, «αυτό το άτιμο μυστικό μπορεί να μου συνθλίψει την καρδιά. Μια και αυτή δεν πρόκειται να υποψιαστεί τίποτε, θα σηκώσω μόνο το βάρος του».

Ζήτησε το χέρι της και την παντρεύτηκε.

Δεν ξέρω αν ευτύχησε, αλλά κι εγώ στη θέση του, κυρία, θα έκανα το ίδιο.


Guy de Maupassant. 2000. Λόγια του έρωτα και άλλα διηγήματα. Μετ. Γιώργος Αραμπατζής. Αθήνα: Ροές.