Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Franca Rame & Dario Fo

Μήδεια

Μετάφραση: Πωλίνα Πεφάνη


Γυναίκες! Ελάτε γρήγορα! Βοηθήστε!

Κι η Μήδεια είναι που κλείστηκε ’κει μέσα, στο σπίτι το δικό της, μ’ αυτά τα δυο της τα παιδιά, κι αγέρωχη ’πως στέκεται κραυγόχολα σπαράζει με λόγια βρομερά, που η τρέλα μοναχά της βάζει μες στο στόμα!

Της σύνεσης το φρούριο αφήνει δρασκελώντας και σαν τ’ ανήμερο θεριό τη λογική αρνιέται!

Τα μάτια της πετάχτηκαν έξω από τις κόγχες σαν να της έβαλε οχιά το πιο πικρό φαρμάκι!

Ταράχτηκε ολάκερη κι από τη ζήλια τρέμει, να καταλάβει δεν βαστά πως ο άντρας της Ιάσονας γυναίκα έχει πάρει κόρη πιο νέα από αυτήν.

Τα λογικά της έχασε σαν άφησε εκείνος τα παιδιά και από το σπίτι βγήκε.

Κι η Μήδεια δεν μπορεί αυτό να το πιστέψει.

..........................

Μήδεια! Μήδεια!

Ξεπρόβαλε από το άνοιγμα κι έχω να σου μιλήσω.

Γυναίκα, άκουσε καλά και φρόνηση σού πρέπει!

Όχι εσένα να σκεφτείς μα, κείνα, τα παιδιά σου!

Γι’ αυτά, οι γάμοι που ’γιναν έχουν πολλά οφέλη, σαν πάνε να καθίσουνε σε σπίτι πιο ωραίο και ρούχα διαλεχτότερα θα ’χουν για να ντυθούνε, και το ψωμί πιο σίγουρο θα το ’χουνε επάνω στο τραπέζι, και όνομα θα φέρουνε πολύ πιο δοξασμένο, κι υπόληψη και σεβασμό περίσσιο απ’ το λαό για την καινούρια φαμελιά, κατάλυμα σαν θα ’βρούνε στου βασιλιά το σπίτι!

Για την αγάπη των παιδιών, που περισσή την έχεις, να θυσιάσεις δεν μπορείς τα ίδια σου τα σπλάχνα!

Μήδεια μου, σαν μια άξια μητέρα να σκεφτείς, και τον γυναίκειο εγωισμό ν’ αφήσεις κατά μέρος. Για το καλό αυτών εδώ, που’χεις το ίδιο αίμα, χαρούμενη και γελαστή πρέπει να γένεις πάλι!

Για σε ντροπή και προσβολή δεν θέλησε κανένας, κι ο άντρας σου με σεβασμό κι εκτίμηση περίσσια μιλά σε όλα το λαό, σαν λέει για την πιο καλή γυναίκα και μητέρα, κι εσένα μόνον εννοεί. Γιατί δεν μπορεί άλλη καμιά να φτάσει την αγάπη που ’χεις εσύ για τα παιδιά κι εκείνονε τον ίδιο και στην καρδιά του πάντοτε εσένανε θε να ’χει.

Τι κάνεις Μήδεια; Μίλησε!

Απόκριση ούτε δίνεις;

Μήδεια, την πόρτα άνοιξε κι έξω να βγεις, με μας για να μιλήσεις!

Την τύχη σου πονέσαμε και κλάψαμε όλες μαζί!

Μεγάλο είναι τ’ άδικο που ’χουνε κάνει και σε μας οι άντρες οι δικοί μας!

Κι εμείς μπορούμε μοναχά να νιώσουμε εσένα!

Κάνετε χώρο, πείστηκε κι απ’ το άνοιγμα η Μήδεια ξεπροβάλει!

Νά τηνε! Θεέ μου άγιε, κοιτάτε την στο πρόσωπο πως μοιάζει πεθαμένη και κάτασπρα τα χέρια της, λες και δεν έχουν αίμα!

Γερά να την κρατήσουμε, μην τύχει πέσει χάμω!

Μήδεια, στο κεφαλόσκαλο προσπάθησε να κάτσεις, μη στέκεις έτσι όρθια έτοιμη για να πέσεις!

Γυναίκες! Ακούτε την ανάσα της ορμητικά πως βγαίνει;

Ήσυχες να καθίσετε, σαν θέλει να μιλήσει…

Μίλησε, Μήδεια, μίλησε και όλες σε ακούμε!

Να ’βγει η φωνή της δεν βαστά που τόσο έχει φωνάξει!

Τρέξτε και δώστε της νερό πο ’χει το στόμα ξεραθεί… και τώρα είναι καλύτερα…

Μίλας μας, Μήδεια, μίλησε… να ’ξερες καλό που θα σου κάνει σαν τα ιστορίσεις όλα αυτά! Θε να σε ξαλαφρώσει!


Για πέστε, φίλες μου καλές, για τη γυναίκα τ’ άντρα μου, τη νέα, και πώς είναι;

Γιατί μοναχά μία φόρα από μακριά την είδα κι ομορφονιά μού φάνηκε.

Ω! και να ξέρετε! Κι εγώ σαν ήμουν στα δεκάξι, κορίτσι όλο ομορφιά κι όλο δροσιά και χάρη, τότε που ο Ιάσονας μ’ είχε πρωτογνωρίσει, με τα μαλλιά μου μακριά κι ολόλευκο το δέρμα, το στήθος μου ολόστητο, που ξέσχιζε το ρούχο κι έμοιαζε σαν να ’θελε να πεταχτεί απέξω, και ο κρινένιος μου λαιμός χαραγματιά δεν είχε, κι ολόδροσα τα μάγουλα και η κοιλιά μου ανύπαρκτη να ’ναι ένα με τα ρούχα, με τους γοφούς ανάγλυφους όπως και όλο το κορμί, τόσο που σαν μ’ αγκάλιαζε, εκείνος που ’χει φύγει, μεγάλο φόβο ένιωθε μην τύχει και καμιά ζημιά μου κάνει και ραγίσω! Και του έτρεμαν τα χέρια του και όλο του το είναι σαν νόμιζε ιερόσυλο έρωτα να μου κάμει!


Μήδεια μου, η κάθε μια την πέρασε την εποχή εκείνη, μα είναι ο χρόνος που κυλά!

Το πεπρωμένο είναι σκληρό για όλες τις γυναίκες και δίνει λύση σαν κι αυτή, ο άντρας ο δικός μας καινούρια σάρκα να ζητά για να χαϊδέψει τώρα και για βυζιά πιο τροφαντά να ’χει λαχτάρα τόση και η φωνή που του μιλά πιο τρυφερή να είναι, το στόμα που τονε φιλά μέλι θέλει να στάζει… κι έτσι ήταν νόμος πάντοτε…


Για ποιόνε νόμο μου μιλάς με θέρμη περισσή;

Για νόμο που σκεφτήκατε μόνες εσείς, γυναίκες, και είπατε και γράψατε; Κι ύστερα διαδώσατε; Χτυπήσατε το τύμπανο κατόπιν στην πλατεία σε όλους για να δείξετε πως είναι ιερότερος ετούτος δω ο νόμος;

Οι άντρες… οι άντρες… οι άντρες τον σκεφτήκανε ενάντια σ’ όλες εμάς, που ήμαστε γυναίκες και ύστερα σαν ιερό δώσαν αυτόν το νόμο. Κι ο βασιλιάς υπόγραψε για να ’χει κύρος πιότερο ο νόμος τους σαν ιερός.


Μα όχι, Μήδεια, πώς μιλάς, της φύσης είναι γέννημα, και μήπως φυσικό δεν είναι, κρατάει ο άντρας πιότερο από το να γεράσει, σιτεύει περισσότερο στο χρόνο που διαβαίνει και μαραινόμαστε εμείς όλο και πιο πολύ. Κι είναι το πάχος περισσό στο σώμα της γυναίκας και οι ρυτίδες φαίνονται όλο και πιο πολύ. Ο άντρας όμως γίνεται ώριμος και σοφός. Και η δική μας δύναμη χάνεται με το χρόνο ενώ ο άντρας αποκτά όλο και πιο μεγάλη.

Κι αυτός κανόνας έγινε και κυβερνά τον κόσμο.


Δυστυχισμένες που ’σαστε κι άλλο να πω δεν ξέρω, γιατί ο άντρας σκέφτηκε για όφελος δικό του να κάνει το καλύτερο και να σας αναθρέψει με το δικό του νόμο και να σας έχει δέσμιες μ’ αυτές τις θεωρίες που μάθατε σαν μάθημα και νιώθετε ευχαρίστηση απέξω να το λέτε!


Πρόσεξε, Μήδεια, πρόσεξε, γιατί ετούτα εδώ που λες είναι μεγάλη προσβολή στο πρόσωπο του βασιλιά και στον δικό του νόμο. Γι’ αυτό εκείνος έπειτα θα θέλει να σε διώξει και θα βρεθείς εξόριστη από αυτήν τη χώρα και απ’ το δικό σου σπιτικό. Ησύχασε λοιπόν κι αυτός συγγνώμη θα σου δώσει αν πάρεις πίσω όλα αυτά. Τότε και μόνο τότε ο βασιλιάς να μείνεις θα σ’ αφήσει.


Να μείνω… να μείνω… και μόνη μου να είμαι σ’ αυτό το σπίτι το δικό μου σαν μια νεκρή, δίχως φωνές ,χωρίς αγάπη, ούτε παιδιά, ούτ’ άντρα, μια και πηγαίνουν όλοι τους μακριά για να γιορτάσουν και τόση είναι η χαρά που ξέχασαν ’πως φαίνεται ταφή για να μου κάνουν.

Σε μένα πρέπει ήσυχη σε μια γωνιά να μείνω για το καλό των δυο παιδιών… τι άτιιμο αντάλλαγμα όλοι σας μου ζητάτε!

Άι, γυναίκες, φίλες μου, τι μου ’λαχε στην καψερή, τι μου ’τυχε στη μαύρη, σας ξεστομίζω τρέμοντας τη σκέψη που ’χω κάμει και τυραννάει την καρδιά και το μυαλό συνάμα, γιατί είμαι εκείνη που τα δυο παιδιά μου θα σκοτώσω.

Και θα ’μαι σ’ όλους ξακουστή σα μια κακούργα μάνα, που η περηφάνια τρέλανε. Μα είναι πολύ καλύτερα να με θυμούνται όλοι σαν τ’ άγριο το τέρας, παρά να με ξεχάσουνε σαν προβατίνα ήρεμη που αρμέγουν και κουρεύουνε για να τη στείλουν έπειτα έτοιμη στο παζάρι για πούλημα ακριβότερο, δίχως ούτ’ ένα βέλασμα να βγει από το στόμα.

Όχι! Και να σκοτώσω προτιμώ τα δυο μου τα παιδιά!


Ω, Μήδεια, τι αμέλεια, τα λογικά να χάσεις! Κι οι λέξεις που ακούγονται σε μάνα δεν ταιριάζουν αλλά σε στρίγγλα μάγισσα, σε σκύλα λυσσασμένη!


Όχι, και τίποτε απ’ αυτά δεν είν’ τυχαίο αδελφές. Έχω βασανιστεί πολύ μ’ αυτή την άγρια σκέψη, που μόλις την απόδιωχνα στο νου ερχόταν πάλι με αγριάδα πιότερη!

Κι έτσι το αποφάσισα, για να μη δω να χύνεται το αίμα των παιδιρών μου κάτω από σίδερο καυτό, και έτσι να ξεσχίζεται η τρυφερή τους σάρκα, μ’ αυτά τα δυο τα χέρια μου τέλος να δώσω στη ζωή των ίδιων μου των σπλάχνων!


Ω, θεϊκές δυνάμεις, προσευχηθείτε όλες μαζί, κι εσείς φίλες γυναίκες, τρέξετε για ν’ ανάψετε χιλιάδες τα καντήλια για τούτη εδώ τη δύστυχη, που το κακούργημα αυτό της έχει πάρει τα μυαλά!


Σταθείτε! Ηρεμήσετε, γυναίκες, φίλες μου καλές, κι αφήσετε τις προσευχές σ’ αγίους και θεούς γιατί εγώ ποτέ δεν ήμουνα τρελή και φρενιασμένη.

Η αλήθεια είναι μοναχά πως για ν’ αντέξω δεν μπορώ πια τη δικιά μου τη ζωή, στη σκέψη να συμβιβαστώ πως θα διωχτώ απ’ το σπιτικό κι από τη γη ετούτη, κι από τη χώρα αυτήν εδώ, έστω κι αν είναι ξένη. Και φορτωμένη τελικά πάνω σε κάρο να συρθώ έξω, σαν μια πουτάνα μολυσμένη κι από την ψώρα άρρωστη! Κι ο λαός ολάκερος, μαζί κι εσείς, θε να περιφρονεί, γιατί εγώ πως έφταιγα θα ακουστεί απ’ όλους.

Κι είναι στ’ αλήθεια αποδιωχτή γυναίκα προδομένη που έκφρασε παράπονο γι’ αυτή την αδικία.

Και τα δικά μου τα παιδιά θα μ’ έχουνε απαρνηθεί και στου καθένα το μυαλό θα έχω ξεχαστεί, άφαντη θα ’χω γίνει, λες και δεν μ’ έβγαλε ποτέ μάνα απ’ την κοιλιά της. Και σαν μη γεννήθηκε η Μήδεια θα νομίζουν, και δεν μεγάλωσε ποτέ, κι ούτε ποτέ αγαπήθηκε μήτε ευχαριστήθηκε σε κανενός την αγκαλιά.

Λες και η Μήδεια πέθανε προτού να γεννηθεί!

Κι αλήθεια είναι πως νεκρή είμαι πια τώρα εγώ αφού κάποιος με σκότωσε και μ’ έχει κιόλας θάψει, πώς γίνεται για ζωντανή να ξαναρχίσω πάλι;

Τα μόνο που μ’ απόμεινε είναι να θανατώσω εγώ τα δυο μου τα παιδιά, την ίδια μου τη σάρκα, το αίμα, τη ζωή μου, για να μπορέσω πάντοντε σαν ζωντανή να μείνω…


Αααα! Τρέξετε για βοήθεια λαέ αυτού του τόπου, να φέρετε χοντρά σκοινιά γι’ αυτήν εδώ τη Μήδεια, τη μάνα που τρελάθηκε, να δέσουμε γερά! Γιατί πια τώρα διαταγές στη γλώσσα και στα λόγια που βγαίνουν απ’ το στόμα της τής δίνει το δαιμόνιο της προδομένης της ζωής!


Γυναίκες, μη σιμώνετε, και όποια δοκιμάσει να με αγγίσει μοναχά ετούτη η τσουγκράνα θα της κεντρίσει το κορμί!


Φύγετε όλες γρήγορα! Τρέξετε να γλιτώσετε απ’ την οργή της Μήδειας που ’ρχεται ξαναμμένη!

Κάντε ησυχία όλες σας, αμέσως σταματήστε, νά τος που φτάνει ο Ιάσονας, ο σύζυγος της Μήδειας!

Κάνετε χώρο και αυτός είναι ίσως ο μόνος που ξέρει στη γυναίκα του σωστά να της φερθεί.

Αφήστε να περάσει…

Μήδεια, να ηρεμήσεις κοίταξε και έφτασε ο Ιάσονας, ο άντρας ο δικός σου.

Τον αναγνώρισε εντέλει!

Μήδεια! Κατέβασε λοιπόν αυτό το σιδερένιο δίκρανο!

Ω, θεέ, τι έμελλε στα χέρια να κρατάει!


Ιάσονα, πώς έγινε και σκέφτηκες να παρατήσεις τη γλυκιά μικρή σου αγαπημένη που από φρεσκάδα κι ομορφιά γιομάτη θα ’ναι τώρα, εμένα νά ’ρθεις για να βρεις; Ω, και τ’ άντρα του πιο συνετού το βάδισμα πως έχεις, με ταραχή στο βήμα σου και σύγχυση στο βλέμμα… Μα, όχι, μην ανησυχείς, και παριστάνω την τρελή έτσι γι’ αστείο τώρα, για λίγη διασκέδαση… τις φίλες μου θέλω μοναχά λιγάκι να φοβίσω, για να τις δω να τρέχουνε φωνάζοντας τον κόσμο και να γελάσω άμα ταραχή τόση τους προκαλέσω! Κι άλλο πια δεν μ’ απόμεινε τον χρόνο να σκοτώσω!

Ιάσονα, πλησίασε σιμά μου, μην κάθεσαι σ’ απόσταση κι έχω να σου μιλήσω… γιατί ξανά το σκέφτηκα κι ήρθα στα λογικά μου όταν το συλλογίστηκα πως απαιτώ τόσα πολλά από εσέ… κι ήταν ο σφαλερός θυμός κι η ζήλια της γυναίκας… γιατί κάθε τόσο λησμονώ πως ξένη είμαι εγώ σ’ αυτήν εδώ τη χώρα και θα ’πρεπε να φέρομαι μ’ ευγένεια μεγάλη και με ωραίους τρόπους και να ’μαι τρυφερή για να ’χω με το μέρος μου όλονε τον λαό!

Και φαίνεται το σκέφτηκα, σαν καταλάγιασ’ ο θυμός, πως της γυναίκας γνώρισμα, κι εσύ καλά το ξέρεις, είναι το να θυμώνει. Και είναι πολύ εύκολο από αυτήν τη φύση, το μίσος πλέριο να κρατά και να παραπονιέται.

Ευγενικέ Ιάσονα, συ θα με συγχωρέσεις που απ’ την οργή αρπάχτηκα… εσύ φρόνημα έπραξες να αποκτήσεις νιάτα και περισσή δροσιά σ’ ολόλευκα σεντόνια, κι έπειτα συγγένεια καλύτερη να κάνεις, ακόμα και εμένανε σκέφτηκες να φροντίσεις, που τους δικούς σου συγγενείς θα έχω εγώ για σόι!

Κι εγώ λοιπόν, για όλα αυτά, χαρά έχω μεγάλη κι έτσι πολύ επιθυμώ στους γάμους σου να έρθω. Και να ’τοιμάσω θα ’θελα το νυφικό κρεβάτι μ’ ολόδροσα σεντόνια, βάζοντας αρωματικά και συμβουλές να δώσω στη νεαρή τη νύφη, πώς πρέπει να σου φέρεται έρωτα σαν της κάνεις! Κι από μητέρα πιο καλά θε να τη δασκαλέψω για να σ’ αρέσει πιότερο!

Τώρα που λογικεύτηκα μπορούμε να μιλάμε! Έτσι δεν είναι Ιάσονα:

Και να σκεφτείς πως λίγο πριν προδότη σε ονόμασα!

Δεν γίνεται όμως ποτέ προδότης ο άντρας, γυναίκα σαν αλλάζει… και η γυναίκα θα ’πρεπε χαρούμενη να είναι μιας και μητέρα έγινε που ’ναι το μεγαλύτερο από όλα τ’ άλλα δώρα!

Και σκέφτομαι πως θα ’τανε η πιο άτιμη πράξη, γι’ αυτό τον νόμο των αντρών, σαν θες να τους αλλάξεις.

Και είναι το πιο άτιμο αυτό που ’χετε κάμει, να μας κρατάτε δέσμιες σ’ αυτή τη φυλακή, και για να είστε σίγουροι πως ήμαστε από κάτω κρεμάσατε σ’ όλες εμάς κι ένα παιδί απ’ το λαιμό, όπως τις αγελάδες, που για να είναι ήμερες τούς πρέπει το σαμάρι, αλλιώς υπάρχει κίνδυνος πάνω σου να χιμίσουν!

Αυτά ακριβώς τα δυο παιδιά σκεφτόμουνα, Ιάσονα… και σκέφτομαι ακόμα… Είναι αυτή η φυλακή, είναι και το κλουβί αυτό που πρέπει να συντρίψω, το άτιμο σαμάρι κι όλες αυτές τις προστυχιές!

Και είσαι εσύ που δέσμια μ’ έχεις και με κρατάς, με νόμους και παιδιά, και μ’ έχωσες μέσα στη γη σε λάκκο που εγώ άνοιξα με τα δικά μου χέρια!


Φίλες μου, ακούστε όλες σας αναπνοή που βγάζω, που θα μπορούσα τώρα ευθύς, με μιαν ανάσα μόνο, να καταπιώ ολάκερο του κόσμου τον αγέρα!

Ανάγκη τώρα έγινε ετούτα τα παιδιά να πρέπει να πεθάνουν, κι οι νόμοι, που τον Ιάσονα ευνοούν, να γίνουν πυροτέχνημα μαζί μ’ αυτόν τον ίδιο!

Οπλίστε μου με δύναμη φίλες αυτά τα χέρια και, Μήδεια, εσύ, προσπάθησε, το θάρρος σου μη χάσεις! Ξέχνα καρδιά πως τα παιδιά είναι από την ίδια σάρκα! Και σαν ματώσουνε σταμάτησε να τρέμεις ούτε κι όταν αρχίσουνε με πόνο να σπαράζουν: Μητέρα! Έλεος! Έλεος!

Και σαν ο λαός ολάκερος απέξω μαζευτεί ουρλιάζοντας:

Τέρας! Σκύλα! Κακούργα! Μητέρα δίχως ένστικτα! Ελεεινή ψυχή!

Κι εγώ θα πω μες στους λυγμούς: πεθάνετε… πεθάνετε! Μονάχα έτσι θα γεννηθεί μία καινούρια γυναίκα… μία γυναίκα νέα!


Franca Rame & Dario Fo. 2006. Όλα για το σπίτι, κρεβάτι κι εκκλησία. Μετ. Πωλίνα Πεφάνη. Αθήνα: Δωδώνη.