Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Γιάννης Βλαχογιάννης

Εκάτης έρωτες


(αποσπάσματα)


[...]

Κάποτε αναταράχτηκε η Χρυσούλα. Άπλωσε όξω από το παράθυρο τα χέρια σαν κάτι να ’θελε ν’ αγκαλιάσει, σα να προσκαλούσε κάτι. Κι ανάδεψαν τα χείλη της σα να μελετούσαν λόγια μυστικά, προσευκή χυμένη όξω προς το μυστήριο της φύσης. Όμως ήχοι αξεχώριστοι έβγαιναν από το λάρυγγά της. Κι άξαφν’ αργά κι απόκουφα είπε αυτά τα λόγια, σαν απ’ άλλον κόσμο λόγια·

— Έρχομαι, έρχομαι, Κυρά Σελήνη!

Κι αμέσως στυλώνει το γόνα στο κατώφλι του παραθυριού και πιάνεται από τα δυο πλευρά του έτοιμη να πέσει όξω και να συντριφτεί στο βάθος του γκρεμού κάτου. Σκούζει η Αρετή λαχταρισμένη. Κάθε προφύλαξη λησμονάει και φόβο μην ξυπνήσει τη Χρυσούλα, που τη θαρρούσε ακόμα, η έρημη υπνωμένη. Την αγκαλιάζει η Αρετή σφιχτά και την τραβάει μέσα. Κι η Χρυσούλα ήμερη, όμως κι αδύνατη στον απελπισμένον αγώνα της μάνας, αφήνει να συρθεί μέσα, ενώ είχε βγαλμένο το μισό κορμί από το παράθυρο κι ακόμα λίγο ήθελε να πέσει. Τα μάτια της ολόφοβα φέρνονται τώρα εδώ κι εκεί μέσα στο σκοτεινιασμένο σπίτι. Το πρόσωπό της έχασε πια την έκσταση, ονείρου πλάνεμα κι ιερό μεθύσι, που είχε πρώτα. Μαύροι λογισμοί φαίνονται να παραδέρνουν τη Χρυσούλα τώρα. Απόφαση φριχτή, κάποια, περνάει από την όψη και τη ματιά της. Άγριος θυμός βράζει στα στήθια της τ’ αδυνατισμένα παρθένα στήθια. Σαν από σκληρό, που τη δένει, πρόσταγμα είναι σκλαβωμένη η ψυχή της.

— Πρέπει να φύγω, λέει, γλήγορα και δειλιασμένα· πρέπει να πάω... πρέπει να στολιστώ... Η αγάπη μου με περιμένει και στολισμένη πρέπει να φανώ μπροστά της... Η αγάπη μου με περιμένει!

Κι απλώνει και ξεκρεμάει από το καρφί το φουστάνι, ενώ τα ίδια λόγια ακολουθεί με χαμηλή φωνή να μουρμουρίζει. Αρπάζει η Αρετή το φόρεμα και το παίρνει από τα χέρια της Χρυσούλας. Κι η Χρυσούλα καλόβολη τ’ αφήνει χωρίς ν’ αντισταθεί ή να δείξει λύπη. Μα τώρα ο νους της είναι αλλού.

— Πρέπει να φορέσω και κάτι άλλο, λέει· το καλό μου λαμπρινό φόρεμα πρέπει να φορέσω... Πρέπει να βάλω όλα, όλα τα καλά μου... Νύφη θα πάω και πρέπει να στολιστώ... Η αγάπη μου με περιμένει!


[...]


Και κοίταζε γύρω της ανήσυχη και πιο βιαστική, σαν να ζητούσε πολλά πράγματα και να μην τα ’βρισκε. Η γριά Αρετή την άφησε ν’ αναζητάει τ’ ανεύρετα. Κι η μητρική λαχτάρα τής έδειξε άλλο πράμα να κάμει τώρα. Το μικρό σπιτάκι ήταν πατωμένο το μισό και τ’ άλλο ισόπεδο, στρωμένο με χώμα. Κι από το πάτωμα, το ψηλό ίσα με πήχυ, ένα και μόνο σκαλοπάτι, πέτρα μεγάλη γυαλιστερή, έφερνε στο κάτου χώρισμα του σπιτιού. Κατέβηκε λοιπόν η Αρετή, ξεχνώντας στη ζάλη της ανοιχτό το παράθυρο, και πήγε στην πόρτα κι είδε αν είναι καλά κλεισμένη. Ύστερα έβαλε την πλάτη στην πόρτα και περίμενε. Μα όσο να γίνει αυτό είχε κι η Χρυσούλα κατεβεί από το πάτωμα ξυπόλυτη και πήγε ίσα και κάθισε απάνου στο άλλο παλιό σεντούκι, πλάγι της πόρτας. Όπως είχε καθίσει, δεν έβλεπε κατά την πόρτα, ούτ’ είχε κατ’ αυτού το νου της. Έμενε προσηλωμένη στο παράθυρο. Κανένα κίνημα δεν έκανε. Έβλεπε και περίμενε. Κι ίσως κάτι περίμενε. Ήταν πάντ’ ανήσυχη κι ανυπόμονη· είχε τρόμους στο κορμί της νευρικούς, σα μικρού πουλιού σκλαβωμένου τιναγμούς και τρόμους. Τότε το φεγγάρι άρχισε να προβαίνει από το παράθυρο, και το φανέρωμά του τ’ άξαφνο έσυρε ολόψυχη κι ολόσωμη τη Χρυσούλα κοντά του. Κι όσο ανέβαινε το φεγγάρι, δείχνοντας το χλωμό του πρόσωπο, κόσμο χαλασμένο, στην κόρη, τόσο την έσερνε στο ανίκητο γήτεμά του. Έπεσε το φως του πρώτα στον τοίχο τον αντικρινόν, όπου ακουμπούσε η Χρυσούλα, κατέβηκε ύστερα σιγά κι έφτασε την ωχρήν όψη της κόρης. Τη χάιδεψε σιγαλά κι ήμερα. Την έδειξε αγνώριμη ολότελα, τόσο παραξενεμένη στα μάτια της Αρετής! Μα και για τη Χρυσούλα ήταν λαχτάρας αφορμή του φεγγαριού αυτό τ’ απάντημα. Κάτι άπιστο νόημα θα ’χε γι’ αυτή το φίλημά του, δοσμένο στα χλωμά μάγουλά της. Ήταν η θαμπερή αχτίνα του τάχα διάνεμα βαθύγνωμο, που αυτή μόνη η αράχνη το ξηγούσε, ή ήταν φοβέρα αφεύγατη, τρόμου άγγελος, μάντεμα θανάτου; Το πρόσωπο της Χρυσούλας είχε παραλλάξει ολάκερο. Ήταν ωχρό σαν πεθαμένης. Η πνοή της έβγαινε βραχνή και πνιγμένη. Κινούσε πάλι τα χέρια αλλόκοτα, γυμνωμένα χέρια απαλά, σα ν’ αγκάλιαζε κάτι ή να ’θελε να το ξεφύγει. Κι ανέβαινε, ανέβαινε από το παράθυρο το φεγγάρι, ενώ η λάμψη του, θειάφινη λάμψη, γλιστρούσε από το πρόσωπο στα στήθια της Χρυσούλας χαϊδευτική, θαρρούσες, κι ερωτευμένη, ώσπου έφτασε τα πόδια της, τα φίλησε γυμνά, λευκά, περπάτησε στο χώμα κι άξαφνα έσβησε ολότελα.


[...]


Εκεί στην αυλόθυρα έφτασε κι είδε τη Χρυσούλα η μάνα της η Αρετή, καθώς είχε προβάλει από το σπίτι. Και την αγνάντεψε ολόλευκη, νεραϊδική, με τα χέρι’ ανοιγμένα στον αέρα και την έχασε ύστερα. Κι άρχισε τότε τ’ ανιστόρητο κι αφάνταστο κυνήγι στα ρείπια ανάμεσα και στης νύχτας τα σκοτάδια. Γοερό αντηχούσε της γριάς Αρετής το κάλεσμα, μα τ’ απόφωνο της ερημιάς, περιγελαστική φοβέρα, ήταν η μοναχή απολογιά της.


[...] Έτρεχε η Χρυσούλα κι έτρεχε το φεγγάρι πιο γοργό τώρα, δαιμονισμένο κι αυτό, έλεγες, μεθυσμένο από του δρόμου τον αγώνα, γλιστρώντας ανάμεσα στων δεντρών τους κλώνους αλαφρά, κοφτά σαν αργαλειού σαΐτα. Άξαφνα κόπηκε ο δρόμος σε μια στροφή του, ανέλπιστα. Ψήλωναν οι τοίχοι από τα δυο πλευρά και στο βάθος του δρόμου μικρή χαμόθυρα στέκονταν κλειδωμένη με τρανή κρεμαστή κλειδαριά, σκουριασμένη, ίσως και σφαλιστή ποιος ξέρει από πότε. Έριξε η Χρυσούλα απελπισμένη ματιά γύρω στις μάντρες. Από τη μια μεριά ο δεντρόκηπος απάτητος, σκοταδερός, από την άλλη τοίχος πιο ψηλός, έρημος, ποιος ξέρει τι κρύβοντας πίσω του. Και στη μέση η χαμηλή πόρτα, στεριωμένη, γέρικη, βουβή, αμπατή άλλου κήπου. Ήρθε σιμά της η Χρυσούλα κι είδε από τις χαραμάδες μέσα στο κλείσμα. Πλημμυρούσε τον τόπο το φεγγάρι παίζοντας με τα ξερόκλαδα και τ’ αχαμνόδεντρα του κήπου. Θαρρούσες είχε σταματήσει εκεί επίτηδες και ξεφάντωνε στη μοναξιά του κήπου, άφαντος χαροκόπος και φθονερός. Τα μάτια της Χρυσούλας γυάλιζαν, ενώ κοίταζε από τη χαραμάδα με το πρόσωπο σ’ αυτή κολλητό. Πόνος αμολόγητος έφλεγε τα στήθια της για νά ’μπει μέσα. Εκεί, νόμιζε, θα ’βρισκε την αγάπη της, το τέλος στα βάσανά της. Έσεισε την πόρτα δυνατά, αλλά δεν άνοιγε. Απελπισιά στεγνή, θανάσιμη έδερνε όλο το κορμί της, καθώς στέκονταν ορθή βλέποντας γύρω, μέσα στο σύσκοτο που άπλωναν οι τρεις σμιγμένοι τοίχοι του δρομάκου. Κάποια σπλαχνική αχτίνα του φεγγαριού, που περπατούσε πίσω από την πόρτα, έπεφτε στα στήθια της Χρυσούλας και τη φιλούσε και την τράβαε μ’ αλυσίδα μαγεμένη, χρυσάργυρη αλυσίδα. Η κόρη έχυνε δάκρυα άλαλη, άσειστη. Τα μαλλιά της ήταν ανεμισμένα φουντωτά, σα να τα χτένιζαν όχι χτένια παρά λανάρια αόρατα. Κι ιδρωμένο ήταν το πρόσωπό της και λευκό σα με του φεγγαριού το φως πλυμένο. Κι από τα πόδια της φτωχής, αναίσθητης, αίματα έτρεχαν. Και το σκισμένο νυχτικό άφηνε να φαίνεται γυμνό το μηρί της παρθένας. Ως είχε σταθεί ορθή, το νυχτικό της είχε γλιστρήσει αγαλινό κι άφηνε γυμνές τις πλάτες και τα στήθια τ’ απαλά της Χρυσούλας, έτοιμο να πέσει στα πόδια σ’ έν’ αλαφρό της κίνημα, και να δείξει ολόγυμνο το κορμί της στις κλεμμένες ματιές του φεγγαριού.

Κάποτε ξύπνησε η Χρυσούλα από το βυθισμό της. Ανάσεισε το πουκάμισο, είπε κάτι στα σφιγμένα δόντια της, κι αλαφρά κι επιδέξια πιάστηκε από τον τοίχο και βρέθηκε για μια στιγμή στην κορφή του. Ο τοίχος προχωρούσε ορθά τον ανήφορο κι ήταν σαμαρωτός τοίχος, δύσκολος να τον διαβεί κανένας. Πώς έκαμε η Χρυσούλα και στάθηκε ορθή στην κομμένη ράχη του και τον περπάτησε χωρίς να παρασαλέψει; Μα το φεγγάρι πάλι έλειπε από το περιβόλι. Τώρα είχε σταματήσει στην αντικρινήν άκρη της μάντρας, που ’χε η Χρυσούλα την ανεβεί, και θαρρούσε η κόρη την άγγιζε τη μάντρα εκείνη με το φωτεινό δοξάρι του. Πέρασε λοιπόν η Χρυσούλα τρέχοντας το ψήλωμα του τοίχου και πήδησε κάτου ύστερα, όξω από τα κλείσματα των κήπων, ενώ το φεγγάρι, σάμπως με το ίδιο πήδημα, βρίσκονταν κι αυτό ξέμακρα στο βουνό πέρα. Εκείθε, όπου βρέθηκε η Χρυσούλα, σώνονταν τα ρείπια των σπιτιών κι οι κήποι οι φυτρωμένοι μέσα στα ξέσκεπα χωρίσματά τους. Μονοπάτι περνούσε από τη ρίζα της μάντρας κι έφερνε στον ανήφορο αριστερά, ενώ το φεγγάρι ανέβαινε δεξιά, χαμηλωμένο, τη ράχη ράχη, σαν έρημος βοσκός που σκάριζε προς την κορφή του βουνού τ’ άφαντα πρόβατά του. Μα τώρα εκείνο ξεπερνούσε τη Χρυσούλα στο περπάτημα του ανήφορου κι όσο αυτή ακολούθαε το βασανισμένο δρόμο της τόσο την άφηνε πίσωθέ του. Κάπου το μονοπάτι έκανε στροφή και το φεγγάρι χάθηκε άξαφνα πέρα από την κορφή της ράχης. Απάνου εκεί κάποιο ρημασμένο χτίριο, κάστρο ή μοναστήρι περασμένου καιρού και κόσμου, της Χρυσούλας κι αυτό γνώριμο, ψήλωνε το πελώριο ανάστημά του. Και τώρα μεγαλόφαντο πρόβαινε και σκιαχτερό στοιχειό στα μάτια της Χρυσούλας, καθώς το φεγγάρι βασίλευε απλώνοντας αλώνι ωχροκόκκινο κι αχνισμένο πίσω από τα χαλάσματά του. Το μονοπάτι τώρα στένευε. Τοίχοι το ’φραζαν από τα δύο πλευρά του, κι αν ζητούσε να παραδρομήσει η Χρυσούλα πια δε θα μπορούσε. Καθώς έχασε την όψη του φεγγαριού έτρεξε ίσ’ απάνου προς το χάλασμα σαν κυνηγημένο αλάφι. Μεγάλη πόρτα ολάνοιχτη θολωτή και μαρμαρόχτιστη αντίκοβε το μονοπάτι. Η Χρυσούλα χύθηκε μέσα. Κατέβηκε μια πέτρινη σκάλα από λίγα σκαλιά, γερή και στέρεη σαν καινούρια, και βρέθηκε σ’ αυλή μεγάλη τετράγωνη από ψηλούς τοίχους περικλεισμένη. Σκοτάδι και νοτερή ψύχρα ήταν μέσα στην αυλή. Σωροί λιθάρια από τα γκρεμισμένα χτίρια έπιαναν όλο τ’ άπλωμά της. Αγριεμένοι αρκουδόβατοι σήκωναν πυκνές σκέπες απάνου στα χαλάσματα, κι έσερναν στα λιθάρια, τα ξεπλυμένα από τους πολυκαιρινούς δαρμούς, γυμνά μακρουλά χέρια σα δεντρογαλιές. Κάπου, σε καμιά γωνιά φύτρωνε παχύτατη χλόη, απάρθενη κι απάτητη, μανισμένη χλόη. Κι άλλες φορές η Χρυσούλα είχ’ εκεί μέσα τριγυρίσει, άμα έρχονταν να συνάξει κάπαρη θραψερή ή κατάμαυρα βατόμουρα, ή νυχτερίδες να κυνηγήσει, τρελό αγριοκόριτσο, στην ερημιά μαθημένο. Και τώρα ηύρε ανάμεσα στα ρείπια δρόμους στενούς, δρόμους ανοιχτούς σε κάποια πλάσματα αληθινά ή αέρινα, κι άγρια σαν εκείνη, και πέρασε η Χρυσούλα βρέχοντας τα πόδια και το νυχτικό στη νοτιά των λιθαριών και των αγριόχορτων. Καθώς περνούσε σκύβοντας και γέρνοντας εδώ εκεί, ένιωθε ανατριχίλες στο κορμί της από την πρωινή δροσιά που τινάζοντας απάνου της. Τ’ αγκαθερά βάτα την έσκιζαν και τη μάτωναν, κι η Χρυσούλα προχωρούσε πάντα.

Όμως το φεγγάρι πια δε φαίνονταν ούτ’ έδειχνε από τους τοίχους κανέν’ αχνάρι του δρόμου του. Κόλλησε η Χρυσούλα απάνου σε τρανό λιθάρι, που ήταν σε μια γωνιά, κι έβλεπε ολόγυρα σα φυλακωμένο αγρίμι, που αναζητάει πόρο να ξεφύγει τη σκλαβιά του. Αντίκρυ της Χρυσούλας στην άλλη γωνιά στρογγυλός γιγαντωμένος πύργος, ο μόνος που στέκονταν ορθός, γερός, έριχνε τ’ ανάστημά του απάνου. Κι από τα ψηλά του πύργου δυο μάτια φωτεινά και τρισμεγάλα, μάτια γαλήνια κι άκλειστα, κοίταζαν τη Χρυσούλα. Ήταν το φεγγάρι που έλαμπε πίσω από δυο μικρά παράθυρα του πύργου. Έτρεξε η Χρυσούλα με πρόσωπο γλαρό, ηύρε τη χαμηλή πόρτα, ολάνοιχτη κι αυτή, έσκυψε, μπήκε μέσα. Σκάλα πέτρινη βαθύτατη έφερνε κάτου. Ακροάστηκε η Χρυσούλα· ξερός και με ρυθμό κρότος μονότονος αντηχούσε στα βάθη κάτου. Ήταν το νερό που αργοστάλαζε, άγρυπνο, άσωστο. Κοίταξε απάνου η Χρυσούλα· στενή πετρόσκαλα κολλημένη στον τοίχο τριγύριζέ τον κι ανέβαινε. Στη μέση έν’ αστερισμένο μπάλωμα τ’ ουρανού φαίνονταν. Ο πύργος ήταν ξέσκεπος ολότελα· αφύλαχτη η πετρόσκαλά του από το μεσανό πλευρό. Τα σκαλοπάτια κάπου κόβονταν ολότελα, πεσμένα από καιρούς. Κατέβηκε η Χρυσούλα από τη μια σκάλα ώς το υπόγειο, το θεοσκότεινο και κρυερό, κι έπιασε αμέσως την άλλη. Κι ανέβαινε, κι ανέβαινε άφοβα, χωρίς ν’ ακουμπάει στον τοίχο, κι ορθή κι ανάλαφρη πηδούσε τα κούφια χάσματα, που άφηναν τα γκρεμισμένα σκαλοπάτια. Μικρά, γυμνά παράθυρα άνοιγαν εδώ κι εκεί στ’ ανέβασμα της σκάλας. Κι έβλεπ’ εκείθε, και χαιρετούσε το φεγγάρι η Χρυσούλα ανεβαίνοντας, χωρίς να σταματήσει. Βρέθηκε τέλος στην κορφή του πύργου. Από τ’ ακρινό σκαλοπάτι πήδησε αλαφρά στον τοίχο απάνου. Όμως από το μέρος εκείνο δε φαίνονταν το φεγγάρι. Περπάτησε τότε απάνου στον τοίχο, ώσπου έφθασε στ’ αντικρινό πλευρό που έβλεπε όξω, δυτικά. Εκεί έν’ απομεινάρι τοίχου σα βίγλας μισοπεσμένης, έκλεινε από τη Χρυσούλα την όψη του φεγγαριού. Αγκάλιασε τότε τον τοίχο κι έσκυψε όξω κι αγνάντεψε. Και το φεγγάρι τώρα ήταν αντίπερα στ’ άλλο βουνό, σκυμμένο απάνου στο βουνό, μισοσβημένο, θαμποκόκκινο, σαν από σκοτωμένο αίμα ζωγραφιστό, πένθιμο κι έτοιμο να βυθιστεί στο βουνό το μαύρο από πίσω. Ενώ κοίταζε η Χρυσούλα, κολλημένη εκεί στον τοίχο σαν αράχνη, μια φλόγα κίτρινη και πράσινη απλώθηκε σαν πέπλος εμπρός της· έχασε από τα μάτια το φεγγάρι. Άγρια, ολοΰστερη απελπισιά έδειξε το πρόσωπό της. Έβγαλε μια θλιβερή, στρίγλικη φωνή από το λάρυγγα.

— Έρχομαι, έρχομαι, Κυρά Σελήνη!

Έλυσε τα χέρια από τον τοίχο και πήδησε. Πήδησε όξω από τα χαλάσματα, στον ορθοκομμένο βράχο κάτου, και πήδησε με το πλευρό, πλαγιασμένη, βλέποντας προς το φεγγάρι. Ανέμισαν τα μαλλιά της στ’ αγέρι τ’ αυγινό, ανέμισε και το λευκό νυχτικό της, αλλά κρότος κανένας δεν ακούστηκε. Σαν κάποιο φάντασμα γλίστρησε από τα ρείπια, αφήνοντας τις νυχτερινές ξεφάντωσές του, και πήγε νά ’βρει τη μονιά του, την άφωτην ημερινή μονιά του. Σαν κάποιο νεκροπούλι πέρασε, χωρίς ν’ αφήσει το πέταμά του ψίθυρο απαλό. Γαλήνη, νέκρα ύστερα! Σε λίγο το φεγγάρι ξαναφάνηκε πέρα από το βουνό, ψυχές δειλές κι απάρθενες κυνηγώντας. Τ’ άστρα κατά την Ανατολή έλιωναν ένα ένα. Μόνος ο πρόσχαρος Αυγερινός, του φεγγαριού κακός διώχτης, έλαμπε τώρα. Ο ουρανός άρχιζε χαμηλά ν’ αργυρώνεται κι η αυγή δε θ’ αργούσε να προβάλει.


Νοέβρης 1900


Γιάννης Βλαχογιάννης. 1991. Ιστορίες του Γιάννου Επαχτίτη και άλλα διηγήματα. Αθήνα: Νεφέλη.