Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας

Επιστροφή στις Μυκήνες


(αποσπάσματα)


ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΕΙΚΟΝΑ ΔΕΥΤΕΡΗ


ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ

[...] Κι όταν έφτασες στο ανηφοράκι που ’ναι μπροστά στην πύλη των Λεόντων, και κοντοστάθηκες... όταν, περήφανος, με αγέρωχα προτεταμένο το ευρύ σου στέρνο, (Συνοδεύει τα λόγια της με κινήσεις σαν εκείνες του Αγαμέμνονα:) κράτησες τεντωμένα τα ηνία και με το άλλο χέρι σήκωσες ψηλά το δόρυ... όταν έτσι στητός κοίταξες την πύλη μαγεμένος με μάτια που δέκα ολόκληρα χρόνια λαχταρούσαν και διψούσαν... τότε οι πολύφωνες ιαχές έφτασαν στους ουρανούς, περόνιασαν τους τοίχους, περόνιασαν τα κορμιά, περόνιασαν τις ψυχές! Και τότε όλοι μέθυσαν!

— Κι εγώ, εγώ που ποτέ μου δεν μεθώ, μα πάντα τα σκοτάδια ξεδιαλύνω, τότε, μέσα στην πέτρινη πολιτεία που αναρριγούσε όλη, μέθυσα κι εγώ!... Εγώ, του κακού η μάντισσα, πίστεψα πως το βασιλικό σου μεγαλείο θα τα νικούσε όλα! Όλα! (Μικρή παύση. Στέκει για λίγο εκστατική, ύστερα ξαφνιάζεται σα να σκέφτηκε κάτι κακό.) Κάτι λιγοστές κατάρες τις άκουσες βέβαια μέσα στις ιαχές, και κάποιος ίσκιος βάραινε πότε πότε τη ματιά σου. Αλλά εγώ... τώρα ξεμέθυσα... τώρα ακούω και βλέπω εκείνη την ημέρα... τώρα, όψιμα, (Ολοένα εντονότερα:) βλέπω, προσέχω, φοβάμαι... Θαρρώ... (Με πάθος:) Τώρα μόνο καταλαβαίνω. (Φωνάζει με φρίκη:) Το ήξερες!... Το περίμενες!... Το περίμενες, εσύ που έλεγες πως οι νεκροί προπάντων βασιλεύουν!... (Πολύ μικρή παύση. Ανασηκώνεται λίγο.) Και με τη βασιλική σου βούληση, περήφανος, ατάραχος, βασιλικά προς το μοιραίο πορευόσουν!... Και οι δειλοί υποχωρούσαν άτολμοι, έσβηναν, εξαφανίζονταν μπροστά στην αρχοντιά σου... (Μικρή σιωπή). Και μόνο όταν ήρθε η ώρα να νίψεις το κουρασμένο το κορμί σου, μόνο όταν γινόταν να σ’ αντικρίσουν μέσα στο πέτρινο λουτρό άνθρωπο γυμνό, αστόλιστο, ξαρματωμένο, μόνο τότε τόλμησαν οι ταπεινοί, (Σηκώνει τα χέρια με σφιγμένες τις γροθιές και φωνάζει:) πρώτα ρίχνοντας απάνω σου το δίχτυ, ύστερα χτυπώντας με το τσεκούρι... κι ακόμα... με τις λίγες κατάρες που ακούστηκαν απέξω, για τον πόλεμο της Τροίας, για την ήττα... (Το φως που τη φωτίζει σβήνει ξαφνικά. Σωπαίνει μια στιγμή πελαγωμένη, κοιτάει δεξιά, αριστερά, ψηλά. Ύστερα, ήρεμα πάλι, ταπεινά:) Καλά έκαμες κι έφυγες, Άρχοντά μου!... Συγχώρεσέ με!... Αυτή την καταραμένη ώρα, (Άγρια:) αυτή τη βέβηλη ώρα που προσβάλλει θεούς κι ανθρώπους, (Ήρεμα:) πώς έκαμα και τη μελέτησα μπροστά σου και είπα τη χυδαία λέξη τους, αφού ήττα ποτέ σου εσύ δε γνώρισες; Συγχώρεσέ με, Άρχοντά μου. Είμαι και γυναίκα... κάνω λάθη... Σε βλέπω και άνθρωπον απλό, (Πολύ τρυφερά:) όπως ήσουν όταν αποκοιμιόσουν στην αγκαλιά μου... Λάθος έκαμα... Είμαι και γυναίκα... (Μικρή παύση. Ανασηκώνεται στυλώνει τον κορμό της, το κεφάλι της.) Αλλά μη φοβάσαι, ω μεγάλε Βασιλιά των Μυκηνών! Είμαι και η κόρη του Πριάμου, η αδερφή του Έκτορα, είμαι προπάντων η πιστή, η αγαπημένη δούλη του Αγαμέμνονα!... Είμαι κι αυτό. Δεν το ξεχνάω! Μη φοβάσαι πως θα προδώσω ποτέ τον εαυτό μου και το μεγαλείο σου!... (Το φως ξανάρχεται και την ξαναφωτίζει. Χαρούμενη:) Ω! σ’ ευχαριστώ που ξανάρθες, κραταιέ Ατρείδη!... Σ’ ευχαριστώ που δε φοβάσαι ότι θα ξεχάσω ποια είμαι. Σ’ ευχαριστώ. (Ακούγεται θόρυβος πίσω από την πόρτα. Η Κασσάνδρα σηκώνεται, ξαφνιασμένη, αγριεμένη.) Και καλά έκαμες που φάνηκες τούτη τη στιγμή. (Δείχνει την πόρτα.) Νά! Έρχονται. Έρχονται να με πάρουν! Καλά έκαμες και φάνηκες, για να ιδείς πως ούτε σένα ούτε τον Πρίαμο θα προδώσω.

Ανοίγει η πόρτα και παρουσιάζεται η Κλυταιμνήστρα, υπεροπτική, ψυχρή, σκληρή. Προχωρεί δυο βήματα αμίλητη. Πίσω της ο Αίγισθος. Φοβισμένος, μένει ώς το τέλος στο άνοιγμα της πόρτας.


[...]


ΑΙΓΙΣΘΟΣ στην Κλυταιμνήστρα, χαμηλόφωνα, τρομοκρατημένος.

Σαν κάτι να ήρθε... αερικό κινήθηκε...


ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ σχεδόν συγχρόνως, κοιτώντας μαγεμένη το φως.

Ολόσωμα ήρθες τώρα, Άρχοντά μου!


ΑΙΓΙΣΘΟΣ στην Κλυταιμνήστρα.

Μα δεν είναι σκοτωμένος; Δεν είναι σίγουρο;


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ στον Αίγισθο, σκληρά.

Βαριά χτύπησε το πελέκι. Μπήκε βαθιά.


ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ αδιάφορη σε όσα λένε, κοιτώντας μαγεμένη το φως.

Ναι!... Σε βλέπω που ήρθες, Άρχοντά μου!... Σε βλέπω που χαίρεσαι μ’ αυτό που είπα!... Άρα, σωστά κατάλαβα. Ήξερες! Πρόβλεπες!... Σ’ ευχαριστώ που ήρθες πάλι, Αγαμέμνων.


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ σκληρή, υπεροπτικά.

Τώρα θα μάθεις δούλη τρελή, ποια είναι τ’ αληθινά και ποια τα ψεύτικα! (Δείχνοντας την πόρτα.) Εμπρός! Πέρνα μέσα! Όπως εκείνος, έτσι και συ, μια γλώσσα θα καταλάβεις μόνο: εκείνη που μιλάει το πελέκι! (Φωνή, χειρονομία, προσταχτική:) Προχώρει, την ισχύ της Βασίλισσας να μάθεις!... Προχώρει!... Το πελέκι σε περιμένει!


ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ προχωρεί προς την πόρτα με ανοιχτά ψηλά τα χέρια.

Προχωρώ, αλλά ισχύ δε βλέπω. (Κοντοστέκεται.) Το δόλο βλέπω μόνο, για πάντα νικημένον από το νεκρό, που οι φονιάδες τον σκοτώνουν, μα εκείνος δεν πεθαίνει! (Προχωρεί ανάλαφρη.) Έλα, πελέκι που λυτρώνεις. (Φεύγει.)


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ακουμπάει μια στιγμή στον Αίγισθο, που έχει έρθει δίπλα της. Στηριγμένη απάνω του, με βήμα αβέβαιο, παρακολουθεί την Κασσάνδρα και, όταν αυτή χάνεται, ξαναβρίσκει τη σιγουριά της και φωνάζει.

Ναι! Έλα πελέκι! Πέσε σκληρό, όπως έπεσες στο φονιά της Ιφιγένειας! Πέσε, χτύπα, σφράγισε. Βάλε της Μοίρας τη σφραγίδα στις Μυκήνες του, στις Μυκήνες του, στις Μυκήνες του!


ΑΙΓΙΣΘΟΣ αποτραβιέται λίγο από κοντά της· με φόβο και έκπληξη.

Τι λες... ακόμα κι απόψε τις λες Μυκήνες του;


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ αλαφιασμένη, χουφτιάζει το στόμα της.

Τις είπα έτσι; Τις είπα; (Συνέρχεται. Άγρια:) Ναι! Τις είπα! (Σιγά σιγά η άγρια φωνή της μαλακώνει.) Τις είπα γιατί εγώ σήμερα μόνο έμαθα... Δέκα ολόκληρα χρόνια τούς στάθηκα κολόνα στον πόνο και στη συμφορά... Πίστευα θα μου δοθούν. Πίστευα πως σκότωνα και λύτρωνα. Μα σήμερα... (Με απελπισία:) και πριν από το χτύπημα, με την υποδοχή... κι ύστερα από το χτύπημα, με το βουβό το πένθος τους... είδα πως τον λάτρευαν και του είχαν δοθεί για πάντα. Αλίμονό μου και κατάρα μου!... Ήταν οι Μυκήνες του, είναι ακόμα δικές του, θα μείνουν για πάντα δικές του! (Κάθεται αργά κάπου ενώ ο Αίγισθος την παρακολουθεί τρομοκρατημένος.) Θα μείνουν για πάντα οι Μυκήνες του, οι Μυκήνες του, οι Μυκήνες του...


Με τα τελευταία της λόγια το φως αρχίζει να χαμηλώνει, ενώ ακούγεται η σύντομη μουσική του τέλους.


ΑΥΛΑΙΑ


Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας. 1973. Επιστροφή στις Μυκήνες. Αθήνα: Εστία.