Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Robert Graves

Η κόρη του Ομήρου

Μετάφραση: Μάριος Βερέττας


Πρόλογος


Όταν πλέον πέρασαν τα παιδικά μου χρόνια και οι ημέρες έπαψαν να φαντάζουν αιώνιες —αλλά περιορίστηκαν στις δώδεκα ή και λιγότερες ώρες— άρχισα να συλλογίζομαι στα σοβαρά περί θανάτου. Ήταν η κηδεία της γιαγιάς μου, την οποία συνόδευσαν οι μισές γυναίκες των Δρεπάνων σκούζοντας σαν θαλασσοπούλια, που με ανάγκασε να συνειδητοποιήσω το γεγονός ότι κι εγώ είμαι θνητή. Σε λίγο καιρό θα παντρευόμουν, θα γεννούσα παιδιά, θα γινόμουν χοντρή, γριά και άσχημη —ή αδύνατη, γριά και άσχημη— και τελικά θα πέθαινα. Και τι θα άφηνα πίσω μου; Τίποτα. Και σε τι θα μπορούσα να ελπίζω; Σε τίποτα απολύτως: στο αιώνιο ημίφως των άμορφων πεδίων εκεί όπου πλανιούνται τα φαντάσματα των προγόνων μου και σιγομουρμουρίζουν σαν νυχτερίδες, εκεί όπου κατέχουν όλες τις γνώσεις του παρελθόντος και του μέλλοντος χωρίς το δικαίωμα να τις αξιοποιήσουν, εκεί όπου διακατέχονται από τα ανθρώπινα πάθη όπως ο φθόνος, η λαγνεία, το μίσος και η φιλαργυρία χωρίς τη δύναμη να τα ικανοποιήσουν. Ποια είναι η διάρκεια της ημέρας για έναν νεκρό;

Μερικές νύχτες αργότερα η γιαγιά μου εμφανίστηκε σε όραμα. Τρεις φορές όρμησα προς τη μεριά της προσπαθώντας να την αγκαλιάσω αλλά και τις τρεις μου ξέφυγε στο πλάι. Αυτό μου κακοφάνηκε και τη ρώτησα: Γιαγιά, γιατί δεν στέκεσαι να σε φιλήσω;

Καλή μου, αποκρίθηκε, έτσι κάνουν όλοι οι θνητοί όταν πεθάνουν. Οι τένοντες δεν συγκρατούν πλέον τη σάρκα και τα οστά τους όλα χάνονται στη φρικαλέα φλόγα της πυράς και στο εξής η ψυχή φτερουγίζει σαν όνειρο. Μη θαρρείς ωστόσο ότι τώρα σ’ αγαπώ λιγότερο από πρώτα αλλά δεν έχω πλέον υπόσταση.

Οι ιερείς μας ισχυρίζονται ότι ορισμένοι ήρωες και ηρωίδες, τέκνα των Θεών, απολαμβάνουν μιαν αξιοζήλευτη αθανασία στα Νησιά των Μακάρων. Μάλλον πρόκειται για προϊόν της φαντασίας τους, το οποίο ούτε και οι ίδιοι το πιστεύουν. Για ένα πράγμα είμαι σίγουρη: πέρα από τη ζωή που ξέρουμε, δηλαδή τη ζωή κάτω από τον Ήλιο, τη Σελήνη, τα άστρα, δεν υπάρχει άλλη αληθινή ζωή. Οι νεκροί είναι νεκροί, έστω κι εάν προσφέρουμε στα φαντάσματά τους χοές αίματος να πιουν, με την ελπίδα να λάβουν από εμάς μια ψευδαίσθηση πρόσκαιρης αναγέννησης. Κι ωστόσο…

Κι ωστόσο υπάρχουν οι ραψωδίες του Ομήρου. Ο Όμηρος πέθανε πριν από διακόσια περίπου χρόνια κι εμείς συνεχίζουμε να μιλάμε γι’ αυτόν σαν να ζούσε ακόμη. Λέμε ότι ο Όμηρος περιγράφει και όχι ότι περιέγραψε το ένα ή το άλλο επεισόδιο. Και ο Όμηρος παραμένει πολύ πιο ζωντανός από τον Αγαμέμνονα, τον Αχιλλέα, τον Αίαντα, την Κασσάνδρα, την Ελένη, την Κλυταιμνήστρα και τα άλλα πρόσωπα που αναφέρει στο έπος του σχετικά με τον Πόλεμο της Τροίας. Όλοι αυτοί φαντάζουν μάλλον σαν σκιές που αποκτούν υπόσταση χάρη στις ραψωδίες του διότι ο ποιητής κατέχει τη δύναμη να ζωντανεύει αυτούς και συνάμα να συγκινεί εμάς, να μας αναστατώνει, να μας ξεσηκώνει, να μας κάνει να κλαίμε. Ο Όμηρος ζει και θα εξακολουθεί να ζει στο παρόν ακόμη κι όταν όλοι οι σύγχρονοί μου θα έχουν πεθάνει και ξεχαστεί. Άκουσα μάλιστα ότι μάντεψε, βέβηλα, πως θα επιζήσει περισσότερο κι από τον ίδιο τον Πατέρα Δία, όχι όμως περισσότερο κι από τις Μοίρες.

Καθώς λοιπόν τα στοχαζόμουν όλα αυτά σε ηλικία δεκαπέντε ετών, βυθίστηκα σε μελαγχολία και βάλθηκα να κατηγορώ τους Θεούς που δεν με έκαναν αθάνατη, επιπλέον ζήλευα τον Όμηρο. Όλα τούτα βέβαια ήταν παράξενα καμώματα για ένα κορίτσι και η Ευρύκλεια, η οικονόμος μας, αργοκουνούσε το κεφάλι της βλέποντάς με να τριγυρίζω στο ανάκτορο σκυθρωπή, σα χαζή, αντί να χαίρομαι τη ζωή όπως τα άλλα παιδιά της ηλικίας μου. Δεν της είπα κουβέντα αλλά μέσα μου στοχάστηκα: Τι άλλο σου απομένει, καλή μου Ευρύκλεια, πέρα από δέκα ή είκοσι χρόνια ζωής, όπου χρόνο με το χρόνο θα βλέπεις τις δυνάμεις σου να σε εγκαταλείπουν και τους ρευματισμούς σου να σε πονούν χειρότερα; Τι θα απογίνεις έπειτα; Αργεί πολύ η ημέρα του θανάτου σου;

Όλοι τούτοι οι συλλογισμοί περί θανάτου δικαιολογούν, ή τουλάχιστον εξηγούν, την εντελώς ασυνήθιστη απόφαση που πήρα πρόσφατα: να διασφαλίσω για τον εαυτό μου τη μεταθανάτια ζωή κρυμμένη κάτω από τον μανδύα του Ομήρου. Είθε οι Μακάριοι Θεοί, που βλέπουν τα πάντα και τους οποίους ποτέ δεν παραλείπω να τιμώ, να στρέψουν με επιτυχία τον σκοπό μου και να κρατήσουν κρυφό το μυστικό μου. Ο Φήμιος ο ραψωδός έδωσε όρκο απαράβατο να διαδώσει το ποίημά μου: μ’ αυτό τον τρόπο ανέλαβε να ξεπληρώσει το χρέος του, όταν εκείνο το φοβερό απόγευμα, με κίνδυνο της ζωής μου, τον έσωσα από το δίκοπο σπαθί.

Σε ό,τι αφορά την κοινωνική μου θέση και την καταγωγή: είμαι θυγατέρα των Ελυμαίων, ενός ανάμεικτου έθνους το οποίο κατοικεί στις πλαγιές του Έρυκα, του μεγάλου βουνού που δεσπόζει στη δυτική άκρη της τρικέρατης Σικελίας και οφείλει την ονομασία του στους θάμνους της ερείκης, στα άνθη της οποίας τρυγούν αναρίθμητες μέλισσες. Εμείς οι Ελυμαίοι ισχυριζόμαστε με υπερηφάνεια ότι αποτελούμε το πιο μακρινό έθνος του πολιτισμένου κόσμου, πράγμα που στέκει εάν παραγνωρίσουμε ορισμένες μεταγενέστερες ανθούσες ελληνικές αποικίες της Ιβηρικής και της Μαυριτανίας και εάν αγνοήσουμε τους εγκατεστημένους στην Καρχηδόνα, την Ιτύκη και τις άλλες τοποθεσίες της αφρικανικής ακτής Φοίνικες, οι οποίοι θέλουν κι αυτοί για κάποιους λόγους να αποκαλούνται πολιτισμένοι — παρόλο που δεν είναι Έλληνες και συνηθίζουν να εκτελούν βάρβαρες ανθρωποθυσίες.

Πρέπει τώρα να μιλήσω με συντομία για την προέλευσή μας. Ο πατέρας μου ισχυρίζεται ότι κατάγεται κατά ευθεία γραμμή από τον ήρωα Αίγεστο. Ο Αίγεστος γεννήθηκε στη Σικελία, ήταν γιος του ποτάμιου Θεού Κριμισού και της εξόριστης Τρωαδίτισσας αρχόντισσας Αιγέστης. Λέγεται ότι πήγε στην Τροία έπειτα από αίτημα του βασιλέα Πριάμου όταν ο Αγεμέμνων των Μυκηνών πολιόρκησε την πόλη. Η Τροία ωστόσο έμελλε να πέσει και ο Αίγεστος στάθηκε ένας από τους λίγους τυχερούς που γλίτωσαν το θάνατο από τα δόρατα των Αχαιών. Τον σήκωσε από τον ύπνο ένας συγγενής του, ο Αινείας ο Δαρδανός, τη στιγμή που ο εχθρός εισέβαλε στην Τροία και όρμησε να σφάξει τους νυσταγμένους κατοίκους της. Οδήγησε μια ομάδα από Τρωαδίτες διαμέσου της Σκαιής Πύλη και κατέφυγε στην Άβυδο. Η Άβυδος είναι ένα οχυρό στον Ελλήσποντο και εκεί ο Αιγέστης είχε φυλαγμένα τρία εξοπλισμένα πλοία ακολουθώντας την προφητική όσο και σωτήρια συμβουλή της μητέρας του. Ο Αινείας γλίτωσε επίσης. Κατάφερε να περάσει ανάμεσα από τις γραμμές των Αχαιών και να διαφύγει επάνω στην Ίδη. Από εκεί κατέβηκε στην Περκώτη, όπου στην παραλία της τον περίμενε ο στόλος του, επιβίβασε τους Δαρδανούς του και ακολούθησε προς τη δύση τον Αίγεστο.

Ούριος άνεμος ώθησε τον Αίγεστο να διασχίζει το Αιγαίο πέλαγος ακολουθώντας νοτιοδυτική πορεία ώσπου να προσπεράσει τα Κύθηρα, το νησί της Αφροδίτης. Έπειτα στράφηκε προς τα δυτικά και διέσχισε το Σικανικό πέλαγος, ωσότου αντίκρισε την Αίτνα, το αιώνιο φλεγόμενο όρος, που βρίσκεται σε την άλλη πλευρά της Σικελίας από τη δική μας. Εκεί αποβιβάστηκε και προμηθεύτηκε πόσιμο νερό για τον στόλο του πριν σαλπάρει και πάλι προς το βορρά προκειμένου να περιπλεύσει την Πελωριάδα άκρα. Πέντε ημέρες αργότερα πρόβαλαν εμπρός του τρία νησάκια, οι Αιγούσες. Ευγνωμονώντας του Αθανάτους έστριψε το πηδάλιο κι έβγαλε τα καράβια του στον ασφαλή όρμο του Ρείθρου, κάτω από τη σκιά του όρους Έρυκα, τον τόπο της γέννησής του. Μια γαλαζόφτερη αλκυόνα πέταξε επάνω από τις πρύμνες των σκαφών και βλέποντας τούτο το σημάδι της εύνοιας της Θεάς Θέτιδος, της γαληνεύτρας των κυμάτων, ο Αίγεστος έκαψε προς τιμή της τα καράβια του. Προηγουμένως βέβαια φρόντισε να τα αδειάσει από το φορτίο, τα σκοινιά, τα ιστία, τα μέταλλα και κάθε τι που θα του ήταν χρήσιμο στην ακτή. Σε ανάμνηση λοιπόν της θυσίας αυτής, η οποία προσφέρθηκε πριν από τετρακόσια περίπου χρόνια, οι γονείς μου με ονόμασαν Ναυσικά, που σημαίνει Καύσις τῶν Νεῶν, δηλαδή των καραβιών.

Εκείνο τον καιρό δεν είχαν εγκατασταθεί άλλοι ελληνόφωνοι στη δυτική Σικελία. Εάν εξαιρέσουμε τις λίγες κρητικές αποικίες, σε όλο το νησί κατοικούσαν Σικανοί, μια φυλή Ιβήρων, μερικοί από τους οποίους —εγκατεστημένοι στην οχυρωμένη πόλη του Έρυκα, φωλιασμένοι στις υπώρειες του ομώνυμου βουνού— ανέπτυξαν φιλικούς δεσμούς με τον Αίγεστο και τη μητέρα του. Ο Αίγεστος, ως μεσολαβητής για λογαριασμό των Τρωάδων προσφύγων, πλησίασε τον βασιλέα τους, το θετό πατέρα του, και του προσέφερε δώρα ευγενικά: χύτρες, τρίποδες και χάλκινα όπλα φερμένα από την Τροία. Οι Σικανοί ήταν εκ φύσεως φυλή δύστροπη και αυτάρκης και οι κάτοικοι του Έρυκα δεν έκρυψαν καθόλου την καχυποψία τους· παρ’ όλα αυτά ο βασιλέας μετέπεισε το συμβούλιό του και επέτρεψε στον Αίγεστο να κτίσει μια πόλη κοντά στην κορυφή του βουνού. Ο Αίγεστος την ονόμασε Υπέρεια και αγόρασε από τους Σικανούς πολυάριθμα πρόβατα, γίδια, βόδια και χοίρους. Σύντομα κατέφθασε με τα έξι πλοία του και ο Αινείας, πριν συνεχίσει το ταξίδι του για το Λάτιο, ο οποίος απέδειξε έμπρακτα τη φιλία του προσφέροντας βοήθεια για την ολοκλήρωση των τειχών της νέας πόλης. Στην κορυφή του όρους ίδρυσε επίσης το Ναό της Αφροδίτης, κτίσμα ερωτικό υπέρ του οποίου ελάχιστα έχω να πω, παρά την ευλαβική πρόθεση του Αινεία, εφόσον η Αφροδίτη ήταν η μητέρα του. Από τις πρώτες ημέρες οι Υπέρειοι καλλιέργησαν σχέσεις καλής γειτονίας με τους Ερυκίνους, οι οποίοι τους αποκάλυψαν όλα τα πλούτη του βουνού, ενώ εκείνοι σε αντάλλαγμα τούς δίδαξαν τα πιο εκλεπτυσμένα μυστικά των τεχνών της μεταλλουργίας και της υφαντικής, χώρια την τέχνη της αλιείας του θύννου και του ξιφία από μια εξέδρα στηριγμένη στα μισά του ιστίου των πλοίων. Τελικά, χάρη στην κοινή λατρεία της ορεινής Σικανής Θεάς Ελύμης —την οποία οι δικοί μας ταύτισαν με την Αφροδίτη, παρόλο που έμοιαζε περισσότερο με τη Θεά Αλφιτώ της Αρκαδίας— τα δυο έθνη ενώθηκαν και τώρα είμαστε όλοι μαζί γνωστοί ως Ελυμαίοι. Οι γιοι του Ομήρου μάλιστα ερμηνεύουν την ομοιότητα της Ελύμης με την Αλφιτώ λέγοντας ότι κατά την επιστροφή του από τον δέκατο άθλο ο Ηρακλής έφερε μαζί του μιαν ιέρεια της Ελύμης και την εγκατέστησε στην Αρκαδία.

Μερικές γενιές αργότερα στο έθνος των Ελυμαίων προστέθηκε κι ένα τρίτο στοιχείο, οι Φωκαείς. Εκείνη την εποχή ερειπώθηκαν οι υπερήφανες πόλεις των Αχαιών στην Πελοπόννησο, οι ηγέτες των οποίων σχεδίασαν και πραγματοποίησαν νωρίτερα την καταστροφή της Τροίας. Οι Δωριείς, οι επιλεγόμενοι γιοι του Ηρακλέους, με τα σιδερένια όπλα και τις σιδερένιες καρδιές, πέρασαν τον ισθμό της Κορίνθου και βάλθηκαν να πυρπολούν τις ακροπόλεις των Αχαιών. Οι τελευταίοι, διωγμένοι από τα πλούσια βοσκοτόπια και τους αγρούς τους, αναγκάστηκαν να καταφύγουν στις βόρειες ορεινές περιοχές της Πελοποννήσου· εκεί επιβιώνουν σήμερα όσοι απέμειναν, λίγοι και άδοξοι. Ωστόσο, οι παλαιότεροι κάτοικοι της Ελλάδας —οι Πελασγοί, οι Ίωνες και οι Αιολοί— φανατικοί εραστές της ελευθερίας τους αλλά και ικανότατοι ναυτικοί, φόρτωσαν βιαστικά τα υπάρχοντά τους στα πλοία κι άνοιξαν πανιά αναζητώντας νέες πατρίδες προπάντων στις ακτές της Μικράς Ασίας, τις οποίες επισκέπτονταν συχνά κατά το παρελθόν για τις ανάγκες του εμπορίου. Ανάμεσα στους μετανάστες αυτούς ήσαν και οι Φωκαείς του Παρνασσού —απόγονοι του περίφημου τοξότη Φιλοκτήτη, από τα βέλη του οποίου έπεσε ο Πάρις στην Τροία— κάτω από την ηγεσία δύο Αθηναίων ευγενών. Η νέα Φώκαια που έκτισαν απέναντι από τη Χίο απόκτησε μεγάλη φήμη χάρη στα εξαιρετικά πενηντάκωπα εμπορικά πλοία της, τα οποία βάλθηκαν να οργώνουν όλη τη Μεσόγειο, μέχρι τις Στήλες του Ηρακλέους στα δυτικά και μέχρι τις εκβολές του ιταλικού Ηριδανού στα βόρεια. Τότε ο Γηρυόνης, ο βασιλέας της Ταρτησσού στη νότια Ιβηρική, γοητευμένος από μερικούς έντιμους Φωκαείς εμπόρους, τους κάλεσε να εγκατασταθούν στη χώρα του και υποσχέθηκε να τους κτίσει μια πόλη. Εκείνοι αποδέχθηκαν μετά χαράς την πρόσκληση και επεστρέψαν στην πατρίδα τους προκειμένου να μεταφέρουν τις γυναίκες, τα παιδιά, τα νοικοκυριά και τις ιερές τους εικόνες· πίστευαν ότι όταν θα κατάφθαναν στην Ιβηρική το επόμενο καλοκαίρι, θα αντίκριζαν ήδη υψωμένα τα τείχη της καινούριας τους πόλης.

Άλλες όμως ήσαν οι βουλές των Μακάριων Θεών. Τα πλοία των αποίκων, σε διάταξη νηοπομπής, και με στεφάνια μυρτιάς στις πλώρες, παρασύρθηκαν από τις ισχυρές βορειοανατολικές ετήσιες και εξόκειλαν στις ακτές των Νασαμώνιων λωτοφάγων της Λιβύης. Κατάφεραν να διασώσουν μονάχα πέντε από τα σκάφη τους, αλλά ήσαν πλέον τόσο αναξιόπλοα, ώστε αναγκάστηκαν, εκμεταλλευόμενοι το νότιο άνεμο, να στραφούν προς τη Σικελία, την πλησιέστερη χώρα για επισκευές και ανεφοδιασμό. Αντίκρισαν τον Έρυκα με τα ύφαλα των σκαφών πλημμυρισμένα και βγήκαν στην ακτή του Ρείθρου χωρίς ανθρώπινες απώλειες αλλά με τα φορτία τους κατεστραμμένα. Με την πεποίθηση ότι ο Θεός Ποσειδών τούς υπέδειξε μετά από τόσες περιπέτειες να εγκατασταθούν εκεί και να μην πάνε στην Ταρτησσό —τα στεφάνια μυρτιάς στις πλώρες τους απαγόρευαν την επιστροφή στη Μικρά Ασία— παρουσιάστηκαν ως ικέτες στον βασιλέα της Υπέρειας, ο οποίος μεγαλόψυχα τους συγχώρεσε για τα εγκλήματα των προγόνων τους ενάντια στους Τρωαδίτες. Ωστόσο λέγεται ότι ο πλοίαρχος και το πλήρωμα ενός πλοίου δοκίμασαν να επιστρέψουν στη Μικρά Ασία, αλλά δεν μπόρεσαν να ταξιδέψουν περισσότερο από δεκαπέντε στάδια. Εκεί ο Ποσειδών πέτρωσε το σκάφος τους κι ο βράχος βρίσκεται ακόμα στην ίδια θέση για να τον βλέπουν όλοι. Τον αποκαλούν Κακόβουλο και προσθέτουν πως ο Ποσειδών απείλησε να σωριάσει την κορυφή του Έρυκα επάνω στο κεφάλι του κάθε μελλοντικού λιποτάκτη.

Στο μεταξύ στις βόρειες υπώρειες του Έρυκα οι Υπέρειοι έκτισαν ένα χωριουδάκι, με την ονομασία Αιγέστη, προς τιμή της ένδοξης προγόνου τους, ενώ τα δυο γειτονικά ρέματα τα αποκάλεσαν Σιμμόεις και Σκάμανδρος, εις ανάμνηση των περίφημων ποταμών της Τροίας που αναφέρει ο Όμηρος. Εδώ, με την άδεια του βασιλέα του Έρυκα, ύψωσαν και ένα ηρώο για το φάντασμα του Αγχίση του Δαρδανού, πατέρα του Αινεία, ο οποίος όπως λέγεται πέθανε κατά την εποχή της οικοδόμησης της Υπέρειας. Οι Φωκαείς, αξιοποιώντας τα εργατικά χέρια των Σικανών και υιοθετώντας σικανική τεχνοτροπία, διεύρυναν σε σύντομο χρόνο το χωριό και το ανέδειξαν σε πόλη, όπου ηγεμόνας της ορίστηκε ένας βασιλόπαις της Υπέρειας. Οι άγριοι ωστόσο Σικανοί, ενοχλημένοι από την ξένη παρουσία στα βοσκοτόπια και στις κυνηγετικές περιοχές τους, δεν δίστασαν να ενεδρεύσουν και να σκοτώσουν μερικούς από τους νεοφερμένους. Ο Ευρυμέδων μάλιστα, ο Σικανός βασιλέας του Έρυκα, αρνήθηκε να παραδώσει τους ενόχους, διακηρύσσοντας ότι ποτέ δεν έδωσε τη συγκατάθεσή του για την κατάληψη της Αιγέστης από τους Φωκαείς. Οι πρώτες ένοπλες συγκρούσεις δεν άργησαν να εξελιχθούν σε γενικευμένο πόλεμο με αποτέλεσμα την ολοσχερή ήττα του Ευρυμέδοντα. Οι Υπέρειοι κατέλαβαν την πόλη του Έρυκα, ανακήρυξαν τον βασιλέα τους Πατέρα της Ελυμαίας Συμμαχίας —δηλαδή Έρυξ, Υπέρεια και Αιγέστη— και πρόσταξαν τις βουλές των τριών πόλεων να ενθαρρύνουν τους μεικτούς γάμους ανάμεσα στις τρεις φυλές. Έκτοτε το αίμα που τρέχει στις φλέβες μας είναι ανάμεικτο και κυρίαρχη γλώσσα μας η ελληνική ιωνική με λίγες αιολικές εκφράσεις. Επιπλέον, αν και ζούμε μακριά από την κυρίως Ελλάδα, στον καθημερινό μας βίο είμαστε πολύ πιο πολιτισμένοι από τους Δωριείς της Πελοποννήσου, οι οποίοι στρατοπεδεύουν ακάθαρτοι ανάμεσα στα καψαλισμένα ερείπια των πανέμορφων πόλεων που υμνούν οι ραψωδίες του Ομήρου.

Η γη μας είναι καλή και η θάλασσα γεμάτη ψάρια — ιδιαίτερα θύννους, η πλούσια σάρκα των οποίων αποτελούσε ανέκαθεν την κύρια τροφή μας. Το μόνο μας παράπονο, ας το πούμε έτσι, είναι πως η μεγαλύτερη μερίδα των Σικανών αρνούνται πεισματικά να συμμετάσχουν στην Ελυμαία Συμμαχία. Οι Σικανοί είναι άγριοι, υψηλόκορμοι, γεροδεμένοι, αγενείς, κατάστικτοι, αφιλόξενοι και πολύτεκνοι. Δεν σέβονται τους ταξιδιώτες ούτε τους ικέτες, ζουν σαν τα ζώα μέσα σε σπήλαια στα βουνά, η κάθε οικογένεια χωριστά με τα κοπάδια της. Δεν αναγνωρίζουν βασιλέα, δεν αποδέχονται άλλη θεότητα εκτός από τη Θεά Ελύμη, την οποία λατρεύουν ως μια γόνιμη, μάντισσα Γουρούνα, κι ούτε τηρούν κάποιο νόμο. Επιπλέον, αγνοούν τις ζυμώσεις των ποτών, δεν χρησιμοποιούν ποτέ σιδερένια ή ορειχάλκινα όπλα, αποφεύγουν τα θαλάσσια ταξίδια, δεν έχουν αγορές και σε ορισμένες εποχές δεν αποποιούνται τη γεύση της ανθρώπινης σάρκας. Με αυτούς του βδελυρούς αγριανθρώπους —τους οποίους ντρέπομαι ν’ αποκαλώ εξαδέλφους μου— δεν έχουμε ποτέ ειρήνη αλλά ούτε και πόλεμο. Οι προνοητικοί ταξιδιώτες πάντως διασχίζουν τις περιοχές τους μόνον με ένοπλη συνοδεία και στέλνουν πάντοτε εμπρός τους ανιχνευτές για να επισημάνουν έγκαιρα τις ενδεχόμενες ενέδρες στα δάση και τις στενές κλεισούρες.

Πάντως αποκρούσαμε τη σικελική εισβολή η οποία συνέβη πριν από την άφιξη των Φωκαέων. Οι Σικελοί είναι Ιλλυριοί, φυλή εντελώς διαφορετική από τους Σικανούς. Τα πολυάριθμα στίφη τους πέρασαν το στενό της Μεσσήνης επάνω σε σχεδίες και ξεχύθηκαν ορμητικά προς την κεντρική και νότια Σικελία καταπίνοντας τους οικισμούς των Κρητών και των Αχαιών. Όσοι όμως από αυτούς προσπάθησαν να προελάσουν και προς τη δική μας κατεύθυνση, αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν με βαριές απώλειες. Δεν είναι άλλωστε γεροδεμένοι σαν τους Σικανούς κι ούτε αξίζουν και πολλά σαν πολεμιστές. Έκτοτε επικρατεί ανάμεσα σ’ αυτούς και σε εμάς μια σιωπηρή ανακωχή. Οι Σικελοί εμπορεύονται κατά κύριο λόγο με τους Έλληνες της Εύβοιας και της Κορίνθου. Στις ακτές και τις νησίδες της βόρειας ακτής υπάρχουν και μερικοί μικροί εμπορικοί σταθμοί των Φοινίκων, μέχρι στιγμής δεν μας έχουν ενοχλήσει, διότι όπως συνηθίζει να λέει ο πατέρας μου, το εμπόριο γεννά εμπόριο. Τέλος, πρόσφατα άρχισαν να ιδρύονται ελληνικές αποικίες στα ανατολικά του νησιού μας καθώς και στο νότιο σκέλος της Ιταλίας, πράγμα που μας ευχαριστεί ιδιαίτερα.

Ας έρθουμε τώρα στα τελευταία χρόνια: ο προπάππους μου, ο βασιλέας Ναυσίθοος, γιος της θυγατέρας του Ευρυμέδοντα, συγκάλεσε τη βουλή των Ελυμαίων προκειμένου να αποφανθεί σχετικά με ένα όραμα που είδε στον ύπνο του. Ένας αετός όρμησε από την κορυφή του Έρυκα και άγγιξε τη θάλασσα παρέα με ένα σμήνος από λευκοφτέρουγους γλάρους, που άλλοι πετούσαν από τα δεξιά και άλλοι από τα αριστερά του. Οι μάντεις ερμήνευσαν το όνειρο ως μια θεϊκή εντολή να εγκαταλείψουν δηλαδή οι Υπέρειοι την πόλη τους και να εγκατασταθούν δίπλα στη θάλασσα, επάνω σε μια στενή χερσόνησο, ανάμεσα σε δυο όρμους. Πράγματι, ο Ναυσίθοος, αφού άφησε μια αξιόμαχη δύναμη να προστατεύσει τα κοπάδια των βοδιών, των προβάτων και των χοίρων από τις ληστρικές επιθέσεις των Σικανών, οδήγησε την πλειοψηφία των Υπερείων σε δρεπανόμορφη χερσόνησο, είκοσι στάδια νότια του Ρείθρου, όπου έκτισε την πόλη Δρέπανα. Η τοπική παράδοση λέει ότι σ’ αυτό το σημείο έριξε στη θάλασσα το χαλύβδινο δρεπάνι του ο Κρόνος, αφού προηγουμένως ευνούχισε τον πατέρα του, τον Ουρανό. Οι γέροντες μάλιστα λένε καμιά φορά φοβισμένοι ότι μια ημέρα το θεϊκό δρεπάνι θα πιαστεί σε κάποιο δίχτυ και τότε ο Απόλλων θα το χρησιμοποιήσει ενάντια στον δικό του πατέρα, τον Δία.

Η νέα πόλη των Δρεπάνων κτίστηκε σε μια εξαίρετη τοποθεσία. Ένα τείχος στον αυχένα της χερσονήσου την προστατεύει από τις επιδρομές των Σικανών, ενώ οι δυο όρμοι εξελίχθηκαν σε ασφαλέστατα λιμάνια. Το ένα προφυλάσσει τα πλοία από τους βορειοδυτικούς ανέμους και το άλλο από τους νοτιοανατολικούς. Ο Ναυσίθοος είχε επιπλέον την πρόνοια να καλέσει στην πόλη τους Φωκαείς της Αιγέστης, οι οποίοι δεν λησμόνησαν τις ναυτικές τους ικανότητες. Σύντομα τα Δρέπανα άρχισαν να στέλνουν πενηντάκωπα πλοία σε μακρινά ταξίδια προς κάθε κατεύθυνση. Μέχρι στιγμής οι εξαγωγές μας περιλαμβάνουν κρασιά, τυριά, μέλι, δέρματα, αποξηραμένους θύννους και ξιφίες και άλλα τρόφιμα, κι ακόμη σανίδια από κυπαρισσόξυλο, μάλλινα υφαντά και αλάτι από τις αλυκές μας. Τα προϊόντα αυτά τα ανταλλάσσουμε με κυπριακό χαλκό, ιβηρικό κασσίτερο, χαλυβαίο σίδηρο, κρητικό κρασί, κορινθιακά ζωγραφιστά αγγεία, αφρικανικά σφουγγάρια και ελεφαντόδοντο και πολλά άλλα πολυτελή αγαθά. Τα δυο λιμάνια αποτελούν ένα μεγάλο πλεονέκτημα διότι με το πρώτο σημάδι αλλαγής του καιρού, τα πλοία μεταφέρονται από το ένα στο άλλο κι έτσι προστατεύονται από την ορμή των κυμάτων. Με λίγα λόγια εξελιχθήκαμε σε κατοίκους μιας εύπορης πόλης και όλοι μάς καλοδέχονται ως έντιμους εμπόρους και όχι ως πειρατές. Σπάνια πλέον χρησιμοποιούμε το παλιό λιμάνι μας, το Ρείθρο, εκτεθειμένο στις επιδρομές, τα νερά του οποίου μάλιστα, πρόσφατα, γέμισαν με λάσπες· ωστόσο, προσφέρουμε εκεί κάθε χρόνο θυσίες στην Αφροδίτη και στον Ποσειδώνα και βόσκουμε τα βόδια μας στη γειτονική πεδιάδα.

Ο πατέρας μου, ο βασιλιάς Αλφείδης, νυμφεύθηκε τη θυγατέρα ενός συμμάχου, του άρχοντα της Ιεράς νήσου, της μεγαλύτερης από το σύμπλεγμα των Αιγουσών. Του γέννησε τέσσερις γιους και μία κόρη, εμένα. Στο σημείο όπου αρχίζει η ιστορία μου, ο Λαοδάμας, ο μεγαλύτερος αδελφός μου είναι ήδη νυμφευμένος με την Κτιμένη της Βουκίννης, ένα άλλο νησί του συμπλέγματος των Αιγουσών. Ο Άλιος, ο δεύτερος, διωγμένος από τη δυσμένεια του πατέρα μου, πήγε να ζήσει με τους Σικελούς της Μινώας. Ο Κλυτόνηος, ο τρίτος, μόλις που ξύρισε τα πρώτα του γένια και έπιασε τα όπλα στα χέρια του. Εγώ είμαι τρία χρόνια μεγαλύτερη από τον Κλυτόνηο και ανύπανδρη — κι αυτό συνέβη τυχαία, κι όχι επειδή έλειψαν οι υποψήφιοι μνηστήρες, παρόλο που οφείλω να ομολογήσω ότι δεν είμαι ούτε ψηλή ούτε ιδιαίτερα όμορφη. Ο τέταρτος αδελφός μου, ο Τηλέγονος, το στερνοπούλι της μητέρας μου, ζει ακόμη στο γυναικωνίτη παίζοντας με καρύδια και καβαλώντας πάνινα αλογάκια, κι όταν κάνει αταξίες τον φοβίζουν με τον Έχετο, τον βασιλέα των φαντασμάτων. Στο έπος που μόλις τέλειωσα, οι γονείς μου παρουσιάζονται ως βασιλέας Αλκίνοος και βασίλισσα Αρήτη της Δρεπάνης — το βασιλικό ζεύγος υποδέχθηκε τον Ιάσονα και τη Μήδεια στον Ύμνο του Χρυσόμαλλου Δέρατος. Διάλεξα τα ονόματα αυτά επειδή ο Αλκίνοος σημαίνει οξύνους και ο πατέρας μου υπερηφανύεται για την ευφυία του, επειδή Αρήτη σημαίνει αρετή, κι αυτό είναι το κύριο γνώρισμα του χαρακτήρα της μητέρας μου, κι επειδή, τέλος, στην κορύφωση του δράματος, η ανάγκη με ώθησε να παίξω τον ρόλο της Μήδειας. Αυτά λοιπόν για την ώρα.


Robert Graves. 1998. Η κόρη του Ομήρου. Μετ. Μάριος Βερέττας. Αθήνα: Alien. Τίτλος πρωτοτύπου: Homer’s Daughter (London: Doubleday & Company, Inc., 1955).