Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Geoffrey Chaucer

Η Ιστορία του Ιππότη

Μετάφραση: Δημοσθένης Κορδοπάτης

(απόσπασμα)


I

Οι παλιοί θρύλοι μας λένε πως υπήρξε κάποτε ένας δούκας που τον έλεγαν Θησέα, ο οποίος ήταν κύριος και κυβερνήτης της Αθήνας. Στον καιρό του δεν έζησε κάτω από τον ήλιο ισχυρότερος κατακτητής από αυτόν. Είχε καταλάβει πολλά πλούσια βασίλεια και με τη στρατηγική δεινότητα και ιπποτική του αξία είχε κατακτήσει τη χώρα των Αμαζόνων, που ονομαζόταν τότε Σκυθία, και παντρεύτηκε τη βασίλισσά τους, Ιππολύτη, την οποία έφερε στον τόπο του με λαμπρή πομπή μαζί με τη νεότερη αδερφή της, Αιμιλία. Αφήνω όμως τον ευγενικό αυτό δούκα και το στρατό του να κατευθύνεται νικηφόρος με παιάνες και άσματα προς την Αθήνα. Αν δεν τραβούσε σε μάκρος η διήγηση, θα περιέγραφα λεπτομερώς πώς κατακτήθηκε από τον Θησέα και τους ιππότες του η χώρα των γυναικών· και ειδικά τη μάχη εκ του συστάδην μεταξύ Αθηναίων και Αμαζόνων· με ποιον τρόπο η Ιππολύτη, η άγρια και ωραία βασίλισσα της Σκυθίας, πολιορκήθηκε· το ξεφάντωμα που έλαβε χώρα κατά τους γάμους τους και τη μεγάλη θύελλα που συνάντησαν στο ταξίδι της επιστροφής τους1. Αλλά προς το παρόν θα τα προσπεράσω αυτά — γιατί, ο Θεός ξέρει, έχω να οργώσω μεγάλο χωράφι με αδύναμα βόδια στη διάθεσή μου. Το υπόλοιπο μέρος της ιστορίας μου είναι αρκετά μεγάλο· και δεν θέλω να εμποδίσω τη συμμετοχή των άλλων. Ας πει ο καθένας εκ περιτροπής την ιστορία του, να δούμε ποιος τελικά θα κερδίσει το δείπνο. Έτσι αρχίζω από εκεί όπου είχα μείνει.

Ο δούκας, για τον οποίο μίλησα, είχε πλησιάσει πλέον στα προάστια της πόλης του, όταν στο μέσον όλου αυτού του θριάμβου και της χαράς πρόσεξε με την άκρη του ματιού του μια ομάδα από κυρίες ντυμένες στα μαύρα, γονατιστές δύο δύο σε μια σειρά στο δρόμο. Έκλαιγαν και ολοφύρονταν τόσο θρηνητικά, όσο ζωντανό πλάσμα δεν είχε ακουστεί ποτέ να κάνει έτσι. Και δεν έπαψαν τους θρήνους τους, παρά μόνο όταν έπιασαν από τα χαλινάρια το άλογό του. «Ποιες είστε σεις που διαταράσσετε την επιστροφή μου και τη γενική χαρά που επικρατεί με τέτοιες κραυγές;» ρώτησε ο Θησέας. «Ζηλεύετε μήπως τις τιμές που μου γίνονται και διαμαρτύρεστε και φωνάζετε κατ’ αυτό τον τρόπο; Ή σας πρόσβαλε ή σας αδίκησε κάποιος; Πείτε μου, αν αυτό είναι δυνατό να διορθωθεί, καθώς και γιατί είστε ντυμένες στα μαύρα;» Ξέπνοη, με όψη πεθαμένη σχεδόν, που να προκαλεί τον οίκτο, η γηραιότερη από αυτές άρχισε να λέει: «Δούκα, που η τύχη σού έχει χαρίσει νίκη και τιμές κατακτητή, δεν ζηλεύουμε το θρίαμβο και τις δάφνες σου, αλλά ικετεύουμε για έλεος και βοήθεια. Δείξε κατανόηση στην απόγνωση και τη λύπη μας. Από την ευγένεια της καρδιάς σου άφησε μια σταγόνα οίκτου να πέσει πάνω σ’ εμάς, τις άθλιες γυναίκες, γιατί, πίστεψέ το κύριε, δεν υπάρχει ούτε μία από εμάς, που να μην ήταν κάποτε δούκισσα ή βασίλισσα. Αλλά τώρα, όπως ο καθένας μπορεί να δει, είμαστε οι πιο αξιολύπητες όλων των γυναικών, εξαιτίας της αστάθειας του τροχού της Τύχης2, που δεν εξασφαλίζει ποτέ τη μονιμότητα ευτυχίας στις καταστάσεις. Πραγματικά, κύριε, περιμέναμε την άφιξή σου εδώ, στο ναό της Θεάς του Ελέους επί ένα δεκαπενθήμερο. Βοήθησέ μας, κύριε, τώρα που είναι στο χέρι σου. Εγώ που κόπτομαι έτσι άθλια μπροστά σου, ήμουν κάποτε η σύζυγος του βασιλιά Καπανέα3, ο οποίος σκοτώθηκε στη Θήβα. Καταραμένη να ’ναι η μέρα αυτή! Και όλες οι υπόλοιπες που ντυμένες έτσι θρηνούν τους άνδρες τους που έχασαν στην πολιορκία αυτής της πόλης. Αλίμονο! Αλίμονο! γιατί τώρα ο γερο-Κρέων4, που είναι κύριος της Θήβας, πλήρης οργής και αδικίας ατιμάζει τα πτώματά τους: με τυραννική κακότητα μάζεψε τα σώματα των σφαγμένων συζύγων μας σ’ έναν ψηλό σωρό και δεν εννοεί να τους κάψει ή να τους θάψει, αλλά κατά τρόπο ιταμό τούς αφήνει τροφή στους σκύλους». Λέγοντας αυτά έπεσαν αμέσως όλες τους με το στόμα στο χώμα φωνάζοντας: «Σπλαχνίσου εμάς τις άθλιες, κύριε, κι άφησε τη λύπη μας ν’ αγγίξει την καρδιά σου».

Όταν άκουσε ο δούκας αυτά, πήδησε από τ’ άλογό του έμπλεος οδύνης και οίκτου· βλέποντας πόσο απελπισμένες ήταν αυτές που υπήρξαν κάποτε τόσο διακεκριμένες, ένιωσε να του σπαράζεται η καρδιά. Σήκωσε καθεμία με τα χέρια του και προσπάθησε να την παρηγορήσει, παίρνοντας όρκο στην ιπποσύνη του ότι θα διαθέσει όλη του την ισχύ για να πάρει εκδίκηση γι’ αυτές από τον τύραννο, μέχρις ότου όλη η Ελλάδα αντιλαλήσει και μάθει τον τρόπο με τον οποίο ο Θησέας αντιμετώπισε κι ανταπέδωσε στον Κρέοντα το θάνατο που του άξιζε. Ύστερα, χωρίς να περιμένει άλλο, ύψωσε τη σημαία για να συγκεντρώσει τους άνδρες και βάδισε εναντίον της Θήβας με όλο το στρατό του. Δεν πλησίασε κοντύτερα στην Αθήνα, να ξεκουραστεί για μισή έστω μέρα, αλλά πέρασε εκείνη τη νύχτα στο δρόμο προς τη Θήβα. Έστειλε τη βασίλισσά του, Ιππολύτη, και την αξιέραστη νεότερη αδερφή της, Αιμιλία, στην πόλη της Αθήνας για να μείνουν εκεί και αυτός συνέχισε την πορεία του.

Η πορφυρή εικόνα του Άρη με ασπίδα και λόγχη ακτινοβολούσε από τη μεγάλη λευκή σημαία του, μέχρι που η αντανάκλασή της καταύγασε πέρα ώς πέρα τους τόπους από τους οποίους διάβαινε. Δίπλα στη σημαία πήγαινε και το λάβαρό του, με τη χρυσοκέντητη φιγούρα του Μινώταυρου που είχε σφάξει στην Κρήτη· έτσι πορεύτηκε ο κατακτητής δούκας με το στρατό του, το άνθος της ιπποσύνης, μέχρις ότου έφτασε στη Θήβα, όπου τον παρέταξε σε θέση μάχης. Και για να συντομεύσω το λόγο μου, πολέμησε με το βασιλιά της Θήβας Κρέοντα και ως γενναίος ιππότης που ήταν τον σκότωσε σε δίκαιη μάχη. Έπειτα, οδηγώντας το στρατό του κατέλαβε με έφοδο την πόλη, κατεδαφίζοντας αψίδες, τείχη και κίονες. Ύστερα ο Θησέας παρέδωσε στις γυναίκες τα οστά των σκοτωμένων συζύγων τους, για να τους αποδώσουν τις πρέπουσες ταφικές ιεροτελεστίες. Θα έπαιρνε σε μάκρος να περιγράψω τον κοπετό και το θρήνο των κυριών κατά την καύση των νεκρών ή την αβροφροσύνη με την οποία ο ευγενής κατακτητής Θησέας τις ξεπροβόδισε, γιατί εννοώ να πω την ιστορία μου όσο συντομότερα γίνεται.

Έχοντας σκοτώσει τον Κρέοντα, καταλάβει τη Θήβα και τακτοποιήσει τα ζητήματα του βασιλείου με τον τρόπο που αυτός νόμιζε καλύτερα, ο ευγενής δούκας Θησέας στρατοπέδευσε εκείνη τη νύχτα ήσυχα στην πεδιάδα. Αλλά μετά τη μάχη και τη φυγή των Θηβαίων λαφυραγωγοί έσπευσαν να λεηλατήσουν τα ενδύματα και τα όπλα από το σωρό των νεκρών σωμάτων. Έτσι έτυχε ανάμεσα στα στοιβαγμένα πτώματα να βρουν δύο νεαρούς ιππότες που κείτονταν αιμόφυρτοι πλάι πλάι, ντυμένοι με την ίδια λαμπερή, σφυρήλατη πανοπλία, διάτρητοι από πολλές σοβαρές πληγές. Το όνομα του ενός ήταν Αρκίτης· τον άλλον ιππότη έλεγαν Παλαίμονα5. Αν και ήταν μισοπεθαμένοι, οι ανιχνευτές τούς αναγνώρισαν απ’ την πανοπλία και την εξάρτυσή τους, ως εξαδέλφους και μέλη της βασιλικής οικογένειας της Θήβας. Οι λαφυραγωγοί τούς έσυραν από τη στοίβα των πτωμάτων και τους έφεραν με προσοχή στη σκηνή του Θησέα, ο οποίος, αρνούμενος να δεχτεί την ανταλλαγή τους με λύτρα, τους έστειλε αμέσως για διαρκή φυλάκιση στην Αθήνα. Όταν έγινε αυτό, ο ευγενικός δούκας κατευθύνθηκε με το στρατό του χωρίς άλλη παρέκκλιση προς την πατρίδα του, στεφανωμένος με τις δάφνες του νικητή. Και εκεί, περιττό να το αναφέρει κανείς, συνέχισε να ζει με τιμή και χαρά για το υπόλοιπο των ημερών που του έμεναν…

[…]


Geoffrey Chaucer. 2014. Οι ιστορίες του Καντέρμπερυ. Μετ. Δημοσθένης Κορδοπάτης. Αθήνα: Μελάνι. Τίτλος πρωτοτύπου: The Canterbury Tales.



1. Μια παρόμοια θύελλα συνάντησε κατά την άφιξή της στην Αγγλία η σύζυγος του Ριχάρδου Β΄, Άννα της Βοημίας, το 1382.

2. Στη μεσαιωνική εικονογραφία η Τύχη εμφανιζόταν ως γυναίκα που κρατούσε έναν περιστρεφόμενο τροχό, με ανθρώπους πάνω σε αυτόν, εκ των οποίων άλλοι ανυψώνονταν και άλλοι κατέπιπταν.

3. Καπανέας: Ένας από τους Επτά επί Θήβας ήρωες. Ανέβηκε από τους πρώτους στις επάλξεις του τείχους και ζητούσε φωτιά να κάψει την πόλη, παρά τη θέληση των θεών· για την απαίτησή του αυτή τον κεραύνωσε ο Δίας και τον γκρέμισε στη γη νεκρό.

4. Κρέων: Ο γνωστός από την Αντιγόνη του Σοφοκλέους τύραννος των Θηβών.

5. Αρκίτης – Παλαίμων: Φανταστικά πρόσωπα, παρμένα από τον Βοκκάκιο. Ο Αρκίτης αποτελεί αναγραμματισμό του Ακρίτη, του φύλακα δηλαδή των συνόρων της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τις επιθέσεις των μωαμεθανών.