Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Christa Wolf

Κασσάνδρα

Μετάφραση: Θωμάς Νικολάου

(απόσπασμα)


[…]

Πότε αρχίζει ο πόλεμος, αυτό μπορείς να το ξέρεις. Πότε όμως αρχίζει ο προπόλεμος; Αν υπήρχαν κανόνες, θα έπρεπε να τους πούμε παρακάτω. Να τους χαράξουμε σε πηλό, σε πέτρα, να τους μεταδώσουμε. Και τί θα ήταν εκεί γραμμένο; Κάτω από άλλες προτάσεις θα διαβάζαμε: Μην επιτρέπετε στους δικούς σας να σας απατήσουν.

Όταν ύστερα από μήνες γύρισε ο Πάρης, κατά περίεργο τρόπο, μ’ ένα αιγυπτιακό πλοίο, κατέβηκε μαζί του απ’ το κατάστρωμα ένα πρόσωπο καλυμμένο με πέπλο. Ο λαός, όπως τώρα είχε γίνει συνήθεια, πίσω από μια αλυσίδα ασφαλείας των ανθρώπων του Εύμολου, σώπαινε νεκρικά. Στον καθένα παρουσιαζόταν η εικόνα της ωραιότερης γυναίκας τόσο ακτινοβόλα, που, αν θα την έβλεπε, θα τον θάμπωνε. Δειλά στην αρχή, ύστερα ενθουσιασμένα, άρχισαν να φωνάζουν: Ε-λέ-νη! Ε-λέ-νη! Η Ελένη δεν εμφανιζόταν. Δεν ήρθε και στο εορταστικό γεύμα. Ήταν κουρασμένη από το μεγάλο θαλασσινό ταξίδι. Ο Πάρης, ένας άλλος Πάρης, έφερε απ’ το βασιλιά της Αιγύπτου εκλεκτά δώρα, διηγιόταν θαύματα. Έλεγε κι έλεγε, απεριόριστα, με στολίδια, με ταλαντεύματα που σίγουρα τα θεωρούσε αστεία. Είχε πολλούς γελαστές, είχε γίνει ένας άντρας. Εγώ έπρεπε συνέχεια να τον κοιτάω. Τα μάτια του, όμως, δεν τα έστρεψε προς το μέρος μου. Από πού ερχόταν αυτός ο στραβός μορφασμός στο ωραίο του πρόσωπο, ποιά οξύτητα είχε καυτηριάσει τη μαλακιά όψη του;

Απ’ τους δρόμους έφτανε ένας ήχος στο Παλάτι, που δεν τον είχαμε ακούσει ποτέ. Έμοιαζε με το βόμβο μιας κυψέλης που οι μέλισσές της μαζεύονταν για την απογείωση. Η ιδέα ότι στο Παλάτι του βασιλιά τους διέμενε η ωραία Ελένη, ξεμυάλιζε τον κόσμο. Εκείνη τη νύχτα αρνήθηκα να δοθώ στον Πάνθοο. Θυμωμένος, ήθελε να με πάρει με το ζόρι. Εγώ φώναξα την Παρθένα, την παραμάνα, που δεν ήταν καθόλου κοντά. Ο Πάνθοος φεύγοντας μ’ έβρισε χυδαία, με παραμορφωμένο πρόσωπο. Κάτω από τη μάσκα, το ωμό κρέας. Τη λύπη, που μερικές φορές μου ριχνόταν μαύρη μέσα από τον ήλιο, προσπαθούσα να την κρύψω.

Κάθε ίνα πάνω μου απέφευγε τη συνειδητοποίηση πως στην Τροία δεν υπήρχε καμιά ωραία Ελένη. Ακόμα κι όταν οι άλλοι εγκάτοικοι του Παλατιού έδειχναν πως το είχαν καταλάβει, κι όταν για δεύτερη φορά αντάμωσαν τα χαράματα την θελκτική Οινόνη με τον ωραίο λαιμό μπροστά στην πόρτα του Πάρη, κι όταν το πλήθος των διαδόσεων για την αθέατη ωραία γυναίκα του Πάρη κατέρρεε σαστισμένο, κι όταν όλοι χαμήλωναν τα βλέμματα, κι όταν εγώ, μόνο εγώ πια, συνέχεια επαναλάβαινα σαν μιαν ανάγκη το όνομα της Ελένης, και προθυμοποιήθηκα να περιποιηθώ την κουρασμένη, όμως το απέρριψαν — ακόμη και τότε δεν ήθελα να πιστέψω το απίστευτο. Πραγματικά, με σένα θα μπορούσε ν’ απελπιστεί κανείς, μου είπε η Αρήσπη. Εγώ άπλωνα το χέρι για κάθε καλάμι. Και ποιός μπορούσε να πει μια αντιπροσωπεία του Μενέλαου, που ζητούσε με σκληρά λόγια τη βασίλισσά της πίσω, ένα καλάμι. Αφού τη ζητούσαν πίσω, μου απόδειχνε πως έπρεπε να ήταν εδώ. Η αίσθησή μου δεν επέτρεπε καμιά αμφιβολία. Η Ελένη έπρεπε να γυρίσει πίσω στη Σπάρτη. Και όμως μου ήταν φανερό: ο βασιλιάς έπρεπε να αρνηθεί αυτή την απαίτηση. Με όλη μου την καρδιά ήθελα να σταθώ στο πλευρό του, στο πλευρό της Τροίας. Δεν μπορούσα να κατανοήσω γιατί στο συμβούλιο έπρεπε ακόμη μια ολόκληρη νύχτα να συζητήσουν. Ο Πάρης, κιτρινοπράσινος, ανακοίνωσε σαν ηττημένος! Όχι! Δε θα την παραδώσουμε! Πάρη! φώναξα. Και δε χαίρεσαι; Το βλέμμα του, επιτέλους το βλέμμα του, μου ομολογούσε πόσο υπέφερε. Αυτό το βλέμμα μού έδωσε τον αδερφό πίσω.

Ύστερα ξεχάσαμε όλοι την αφορμή του πολέμου. Και μετά την κρίση του τρίτου χρόνου, έπαψαν και οι πολεμιστές να απαιτούνε να δούνε την ωραία Ελένη. Θα χρειαζόταν μεγαλύτερη επιμονή από όση μπορείς σαν άνθρωπος να διαθέσεις για να συνεχίσεις να παίρνεις ένα όνομα στο στόμα σου, το οποίο όλο και πιο πολύ περιείχε τη γεύση της τέφρας, της φωτιάς και της σήψης. Εγκατέλειψαν την Ελένη και υπεράσπιζαν το τομάρι τους. Για να επευφημήσουν τον πόλεμο, χρειάστηκαν αυτό το όνομα. Τους ανύψωνε πάνω απ’ τον εαυτό τους. Προσέξτε, μας είπε ο Αγχίσης, ο πατέρας του Αινεία, που του άρεσε να μας διδάσκει, και όταν φαινόταν το τέλος του πολέμου μας ανάγκαζε να σκεφτούμε για την αρχή του, προσέξτε πως πήραν μια γυναίκα. Δόξα και πλούτη θα τους έδινε και ένας άντρας. Όμως ομορφιά; Ένας λαός που αγωνίζεται για την ομορφιά! — Ο ίδιος ο Πάρης βγήκε, απρόθυμος όπως φαινόταν, στην αγορά και πέταξε το όνομα της ωραίας Ελένης στο λαό. Ο κόσμος δεν αντιλαμβανόταν πως ήταν αφηρημένος. Εγώ το κατάλαβα. Γιατί μιλάς τόσο ψυχρά για τη θερμή γυναίκα σου; τον ρώτησα. Τη θερμή γυναίκα μου; ήταν η χλευαστική απάντησή του. Σύνελθε, αδερφή. Κατάλαβε επιτέλους, δεν υπάρχει.

Αρπάχτηκαν τα χέρια μου ψηλά, προτού το καταλάβω. Και τον πίστεψα. Από καιρό αισθανόμουνα έτσι, παραμορφωμένη απ’ το φόβο. Ένας παροξυσμός, σκέφτηκα ξερά. Την άκουγα όμως κιόλας αυτήν τη φωνή, αλίμονο αλίμονο αλίμονο. Δεν ξέρω: το φώναξα δυνατά ή το ψιθύρισα μόνο. Χανόμαστε! αλίμονο, είμαστε χαμένοι!

Ό,τι ήταν να ’ρθει, το γνώριζα ήδη: το σφιχτό πιάσιμο κάτω απ’ τις μασχάλες, το αντρίκεια χέρια που με άρπαξαν, ο ήχος του μετάλλου πάνω στο μέταλλο, η μυρωδιά από ιδρώτα και δέρμα. Ήταν μια μέρα όπως τούτη. Φθινοπωρινή θύελλα. Φουρνιές φουρνιές από τη θάλασσα που έσπρωχνε σύννεφα στο βαθυγάλαζο ουρανό. Κάτω απ’ τα πόδια οι πέτρες, τοποθετημένες όπως εδώ, στις Μυκήνες, τείχη σπιτιών, πρόσωπα, ύστερα πιο χοντρά περιτειχίσματα, σχεδόν καθόλου άνθρωποι, οπότε ζυγώσαμε στο Παλάτι. Όπως εδώ. Έμαθα πώς βλέπει μια αιχμάλωτη το κάστρο της Τροίας. Έδωσα διαταγή στον εαυτό μου να μην το ξεχάσει. Δεν το ξέχασα, μόνο που για πολύ καιρό δε σκέφτηκα πια το δρόμο. Γιατί; Ίσως για τη μισογνωστή πονηριά, για την οποία ντρεπόμουν. Γιατί αλλιώς ούρλιαζα, όταν ούρλιαζα: Χανόμαστε! Γιατί όχι: Τρωαδίτες, Ελένη δεν υπάρχει! Το ξέρω, το ήξερα ήδη από τότε: Ο Εύμολος μέσα μου το απαγόρευσε. Σ’ αυτόν που με περίμενε στο Παλάτι, σ’ αυτόν το φώναξα: Δεν υπάρχει Ελένη! όμως αυτός το ήξερε. Στο λαό έπρεπε να το φωνάξω. Αυτό θα πει: Εγώ, η μάντισσα, ανήκα στο Παλάτι. Και για τον Εύμολο αυτό ήταν πολύ φανερό. Το ότι το πρόσωπό του μπορούσε να εκφράσει ειρωνεία και περιφρόνηση, αυτό μ’ έκανε έξαλλη. Γι’ αυτόν, που τον μισούσα, και για τον πατέρα, που τον αγαπούσα, απέφυγα να φωνάξω δυνατά το κρατικό μυστικό. Ο κόκκος υπολογισμού στην αυτοαπαλλαγή μου. Ο Εύμολος το διαισθανόταν. Ο πατέρας όχι.

Ο βασιλιάς Πρίαμος λυπόταν τον εαυτό του. Αυτές οι περίπλοκες πολιτικές συνθήκες. Και τώρα κι εγώ! Έδιωξε τους φύλακες, που χρειάζονταν θάρρος. Άμα συνεχίζω έτσι, μου είπε ύστερα κουρασμένος, δεν μπορεί αλλιώς, θα με κλείσει στη φυλακή. Τότε σκέφτηκα μέσα μου: Τώρα όχι ακόμα. — Για όνομα του Θεού, τί ήθελα; Λοιπόν, καλά. Για την μπερδεμένη ιστορία της Ελένης έπρεπε να είχαν μιλήσει μαζί μου πιο πριν. Καλά, καλά, δεν ήταν εδώ. Ο βασιλιάς της Αιγύπτου την πήρε απ’ τον Πάρη, απ’ αυτό το κουτό αγόρι. Όμως αυτό το ξέρει ο καθένας στο Παλάτι, γιατί όχι κι εγώ; Και ποιά η συνέχεια; Πώς θα βγούμε από αυτή την υπόθεση, χωρίς να χάσουμε το πρόσωπό μας;

Πατέρα, είπα θερμά, έτσι που ποτέ πια δεν του ξαναμίλησα. Ένας πόλεμος που γίνεται για μια χίμαιρα, δεν μπορεί να μη χαθεί.

Γιατί; Με όλη τη σοβαρότητα με ρωτούσε ο βασιλιάς! Γιατί; Πρέπει μόνο να επιδιώκουμε, είπε, να μη χάσει ο στρατός την πίστη στη χίμαιρα. Και γιατί μιλάς για πόλεμο; Πάντα αυτές οι μεγάλες λέξεις. Εμάς, νομίζω, θα μας επιτεθούνε, κι εμείς, νομίζω, αμυνόμαστε. Οι Έλληνες θα σπάσουν τα κρανία τους και σύντομα θα υποχωρήσουν. Δεν πιστεύω να θέλουν να αιμορραγήσουν για μια γυναίκα, όσο όμορφη και να είναι.

Και γιατί όχι! Αυτό το φώναξα. Ας πούμε πως πιστεύουν ότι η Ελένη είναι σε μάς. Αν είναι έτσι πλασμένοι, που να μην μπορούνε ποτέ να ξεπεράσουν την προσβολή ενός βασιλικού άντρα από μια γυναίκα, είτε όμορφη είναι αυτή είτε άσχημη; Αυτήν τη στιγμή σκεφτόμουν τον Πάνθοο, που φαίνεται πως με μισούσε από τότε που αρνήθηκα να τον δεχτώ. Ας πούμε πως όλοι ήταν έτσι;

Μη λες κουταμάρες, είπε ο Πρίαμος. Αυτοί θέλουν το χρυσό μας. Κι ελεύθερη προσπέλαση στα Δαρδανέλια. Άμα είναι έτσι, συνομίλησε μαζί τους! του πρότεινα. Αυτό μας έλειπε ακόμα. Συνομιλίες για την αναπαλλοτρίωτη ιδιοκτησία και τα δικαιώματά μας! Άρχισα να αισθάνομαι πως ο βασιλιάς ήταν ήδη τυφλός απέναντι σε όλους τους λόγους που αντιπαρατάσσονταν στον πόλεμο. Κι αυτό που τον έκανε τυφλό και κουφό ήταν η φράση των αρχηγών του στρατού: Θα κερδίσουμε. Πατέρα, τον παρακάλεσα, πάρ’ τους τουλάχιστον το πρόσχημα Ελένη. Δεν αξίζει, είτε εδώ είναι είτε στην Αίγυπτο, να σκοτωθεί γι’ αυτήν ούτε ένας Τρωαδίτης. Πες το στους απεσταλμένους του Μενέλαου, δώσ’ τους και δώρα και άφησέ τους να πάνε στο καλό. Δεν πρέπει να είσαι στα λογικά σου, παιδί μου, είπε αληθινά αγανακτισμένος ο βασιλιάς, δεν καταλαβαίνεις τίποτε πια. Πρόκειται για την τιμή του σπιτιού μας.

Γι’ αυτό, τον διαβεβαίωνα, ανησυχώ και γω. Τυφλή ήμουνα και έλεγα: αυτοί κι εγώ θέλαμε σίγουρα το ίδιο. Και ποιά απελευθέρωση όταν είπα το πρώτο Όχι. Όχι, εγώ ήθελα κάτι άλλο. Όμως τότε με καθήλωσε, και με το δίκιο του, ο βασιλιάς με τις ίδιες μου τις λέξεις. Κορίτσι μου, είπε και με τράβηξε κοντά του. Ανάπνευσα τη μυρωδιά που τόσο αγαπούσα. Όποιος, κορίτσι μου, τώρα δεν είναι με μας, δουλεύει ενάντια σε μας. Τότε του υποσχέθηκα, ό,τι ήξερα για την ωραία Ελένη να το κρατούσα μυστικό, κι έφυγα αδιαφιλονίκητη από κοντά του. Οι φρουροί στους διαδρόμους στέκονταν ακίνητοι. Ο Εύμολος υποκλίθηκε όταν πέρασα από κοντά του. Μπράβο, Κασσάνδρα, μου είπε στο τέμενος ο Πάνθοος. Τώρα τον μισούσα κι εγώ. Είναι δύσκολο να μισήσεις τον εαυτό σου. Πολύ μίσος και καταπιεσμένη γνώση υπήρχε στην Τροία πριν ο εχθρός, ο Έλληνας, τραβήξει όλη μας τη δυσμένεια απάνω του και μας ενώσει κατά πρώτο ενάντιά του.

Ολόκληρο το χειμώνα ήμουν απαθής και βυθισμένη στη σιωπή. Αφού δε μου επέτρεπαν να πω το κυριότερο, δε μου ερχόταν τίποτε άλλο στο νου. Οι γονείς, που πιθανώς με παρακολουθούσαν, μιλούσαν όχι υποχρεωτικά αναμεταξύ τους και μαζί μου. Η Βρισηίδα και ο Τρωίλος, που συνέχιζαν να προσπαθούν να κερδίσουν τη συμπάθειά μου, δεν καταλάβαιναν την απάθειά μου. Τίποτε δεν άκουσα απ’ την Αρήσπη. Ούτε από τον Αινεία. Η βουβή Μάρπησσα. Από παντού άρχισαν, φυσικά, να με εγκαταλείπουν, η αναπόφευκτη μοίρα αυτουνού που αυτοεγκαταλείπεται. Την άνοιξη, όπως αναμενόταν, άρχισε ο πόλεμος.

Δεν επιτρεπόταν να τον λένε πόλεμο. Η επίσημη ρύθμιση ήταν σαφώς αιφνιδιαστική επίθεση. Για την οποία, περιέργως, δεν ήμασταν προετοιμασμένοι. Αφού δεν ξέραμε τί θέλαμε, δεν προσπαθήσαμε να εξακριβώσουμε πραγματικά την πρόθεση των Ελλήνων. Λέω «εμείς», ύστερα από πολλά χρόνια πάλι «εμείς», στη συμφορά παραδέχτηκα πάλι τους γονείς μου. Όταν τότε εμφανίστηκε ο ελληνικός στόλος στον ορίζοντα, αυτό ήταν ένα φοβερό θέαμα. Όταν οι καρδιές μας βυθίστηκαν. Όταν οι νέοι άντρες μας προϋπαντούσαν γελώντας, μόνο με την πέτσινη ασπίδα τους, τον εχθρό και πήγαιναν στον σίγουρο θάνατο, καταράστηκα με πάθος όλους τους δικούς μας που ήταν υπεύθυνοι. Αμυντικά έργα! Μια προχωρημένη γραμμή πίσω από ένα οχύρωμα! Χαρακώματα! Τίποτε απ’ όλα αυτά. Αλήθεια, εγώ δεν ήμουνα στρατηγός, όμως καθένας μπορούσε να δει πως οι πολεμιστές μας οδηγούνταν στη ρηχή ακτή, στον εχθρό, για να τους αιματοκυλήσει. Αυτή την εικόνα δεν μπόρεσα ποτέ να την ξεχάσω.

Και ύστερα, την πρώτη μέρα, ο αδερφός μου Τρωίλος.

Πάντα προσπάθησα να μην κρατήσω στη μνήμη μου τον τρόπο που τον σκότωσαν. Και όμως, τίποτε άλλο απ’ αυτό τον πόλεμο δεν χαράχτηκε πιο βαθιά στη μνήμη μου. Και τώρα ακόμα, λίγο πριν με σφάξουν και μένα —και ο φόβος, ο φόβος, ο φόβος με αναγκάζει να σκεφτώ— τώρα ξέρω κάθε καταραμένη λεπτομέρεια του θανάτου του αδερφού Τρωίλου και δε θα είχα χρειαστεί κανένα άλλο θύμα σε ολόκληρο αυτό τον πόλεμο. Περήφανη, πιστή στο βασιλιά, τολμηρή, γεμάτη εμπιστοσύνη στον όρκο του Έκτορα, ότι ούτε ένας Έλληνας δεν θα πατήσει στην παραλία μας, έμεινα στο τέμενος του Απόλλωνα, μπροστά στην Πύλη, απ’ όπου μπορούσε να δεις κανείς μέχρι την ακτή. «Μπορούσε να δει»: Σκέφτομαι, όμως, ότι έπρεπε να πω «μπορεί να δει». Το τέμενος δεν το πείραξαν. Κανένας Έλληνας δεν επιχείρησε κάτι ανόσιο στο ιερό του Απόλλωνα. Όποιος και να στέκεται τώρα εκεί, βλέπει την παραλία, που κάποτε την κυριαρχούσε η Τροία, τώρα σκεπασμένη με ερείπια, σκοτωμένους, πολεμικά σκεύη, και, άμα στρίψει το κεφάλι, την κατεστραμμένη πόλη. Κυβέλη, βοήθα!

Η Μάρπησσα κοιμάται. Τα παιδιά κοιμούνται.

Κυβέλη, βοήθα!

Τότε άρχισε αυτό που ύστερα έγινε συνήθεια: Να στέκομαι και να κοιτάω. Στεκόμουνα, όταν οι άλλοι ιερείς, ανάμεσά τους ο Πάνθοος, πανικοβλημένοι έτρεχαν προς την Τροία. Στεκόμουνα, όταν η Ιεροφίλη, η γηραιά άκαμπτη ιέρεια με τα μάγουλα από πετσί, τρομαγμένη κατέφευγε στο εσωτερικό του ναού. Είδα πως ο αδερφός μου ο Έκτορας, το σκοτεινό σύννεφο, αχ, με το πέτσινο χιτώνιό του! χτυπούσε τους πρώτους Έλληνες που έρχονταν απ’ τα πλοία, περνούσαν περπατώντας τα ρηχά νερά και προσπαθούσαν να κερδίσουν την παραλία της Τροίας. Και αυτούς που ακολουθούσαν τους πρώτους, τους κατέβαλλαν οι Τρωαδίτες μου. Να έχει δίκιο ο Έκτορας; Άφωνες και αρκετά μακριά, έβλεπα να σωριάζονται ανθρώπινες κούκλες. Ούτε σπίθα θριάμβου στην καρδιά μου. Ύστερα φυσικά άρχισε κάτι άλλο, εγώ το έβλεπα.

Μια φάλαγγα Ελλήνων παραταγμένη πολύ πυκνά, σιδηρόφρακτη και με τις ασπίδες γύρω γύρω σαν ένα τείχος δίχως κενά, ορμούσε σαν ένας ομοειδής οργανισμός, με κεφάλι και μέλη, με πρωτάκουστο ούρλιασμα, στην ξέρα. Οι εξαντλημένοι Τρωαδίτες σκότωσαν σε λίγο αυτούς που στέκονταν στις πλευρές. Αυτοί που ήταν στη μέση σκότωσαν έναν πολύ μεγάλο αριθμό από τους δικούς μας. Ο πυρήνας έφτασε στην ακτή, και ο πυρήνας του πυρήνα: ο ήρωας των Ελλήνων, ο Αχιλλέας. Αυτός έπρεπε να περάσει ακόμα κι αν όλοι οι άλλοι σκοτώνονταν. Αυτός πέρασε. «Έτσι το κάνουν», άκουσα να λέω πυρετωδώς στον εαυτό μου: «Όλοι για έναν!» Και τώρα; Έξυπνα δεν επιτέθηκε στον Έκτορα, που τον περιλάβανε οι άλλοι Έλληνες; Αυτός πήρε το αγόρι, τον Τρωίλο, που του τον οδήγησαν οι καλά εκπαιδευμένοι άνθρωποί του, όπως στον κυνηγό το θήραμα. Έτσι το κάνουν. Η καρδιά μου άρχισε να σφυροκοπάει. Ο Τρωίλος στήθηκε απέναντι απ’ τον αντίπαλο. Αγωνιζόταν. Και μάλιστα σύμφωνα με τους κανόνες, έτσι όπως είχε μάθει, όπως αγωνίζονταν ευγενείς με ευγενείς. Πιστά τηρούσε τους κανόνες των αριστοκρατικών αγώνων, στους οποίους διακρινόταν απ’ τα παιδικά του χρόνια. Τρωίλος! Εγώ έτρεμα. Κάθε βήμα του το προϊδεαζόμουν, κάθε στροφή του λαιμού του, κάθε σχήμα που διέγραφε το κορμί του. Όμως ο Αχιλλέας. Ο Αχιλλέας, το κτήνος, δε δέχτηκε την προσφορά του αγοριού. Ίσως να μην κατάλαβε. Ο Αχιλλέας έπιασε το σπαθί του με τα δυο χέρια, το σήκωσε ψηλά πάνω απ’ το κεφάλι του και το άφησε να πέσει αστραπιαία στον αδερφό μου. Πάνε για πάντα οι κανόνες στη σκόνη. Έτσι γίνεται αυτό.

Ο Τρωίλος, ο αδερφός μου, έπεσε. Ο Αχιλλέας, το κτήνος, ήταν από πάνω του. Δεν ήθελα να το πιστέψω· το πίστεψα αμέσως, όπως συχνά, έτσι και τώρα, αηδίαζα με τον εαυτό μου. Αν έβλεπα σωστά, έπιανε τον πεσμένο απ’ το λαιμό. Κάτι γινόταν, που υπερέβαινε την αντίληψή μου, την αντίληψή μας. Όποιος είχε μάτια να δει, το έβλεπε από την πρώτη μέρα: Αυτό τον πόλεμο θα τον χάσουμε. Αυτήν τη φορά δε φώναξα. Δεν τρελάθηκα. Έμεινα εκεί που ήμουνα. Χωρίς να το καταλάβω, έσπασα το πήλινο κύπελλο στα χέρια μου.

Το χειρότερο θα ερχόταν ακόμα, έρχεται. Ο Τρωίλος, ελαφρά θωρακισμένος, ξέφευγε απ’ τα χέρια του Αχιλλέα, στάθηκε στα πόδια του, έτρεχε —ω θεοί! πώς μπορούσε να τρέχει— πρώτα άσκοπα, ύστερα εγώ έγνεφα, φώναζα — βρήκε την κατεύθυνση, έτρεχε προς το μέρος μου, έτρεχε στο ναό. Σώθηκε. Τον πόλεμο θα τον χάσουμε, όμως τούτος ο αδερφός, που αυτήν τη στιγμή μου φαινόταν ο πιο αγαπητός, είχε σωθεί. Έτρεξα να τον συναντήσω, έπιασα το χέρι του, τον τράβηξα μέσα στο εσωτερικό του ναού, μπροστά στην εικόνα του Θεού, εκεί που ήταν σίγουρος. Αγκομαχώντας σωριάστηκε χάμω. Ασθμαίνοντας έφτασε ο Αχιλλέας, που δε χρειαζόταν πια να του δώσω σημασία. Έπρεπε να λύσω το κράνος του αδερφού μου, που αγωνιζόταν να πάρει αέρα, να του βγάλω το θώρακα. Η Ιεροφίλη, η γριά ιέρεια, με βοηθούσε. Ποτέ πιο μπροστά και ποτέ αργότερα δεν την άκουσα να κλαίει. Τα χέρια μου τρέμανε. Όποιος ζει, δε χάθηκε ακόμα. Ούτε εγώ τον έχασα. Εσένα θα σε φροντίσω, αδερφέ, θα σε αγαπήσω και επιτέλους θα σε γνωρίσω. Η Βρισηίδα θα είναι ευτυχισμένη, του ψιθύρισα στ’ αυτί.

Ύστερα ήρθε ο Αχιλλέας, το κτήνος. Η είσοδος του φονιά στο ναό, έτσι όπως στεκόταν στην πόρτα τον σκοτείνιασε. Τί ήθελε αυτός ο άνθρωπος; Τί ζητούσε οπλισμένος εδώ στο ναό; Η πιο φοβερή στιγμή. Εγώ το ήξερα ήδη. Ύστερα γέλασε. Μία μία μου σηκώνονταν όρθιες οι τρίχες της κεφαλής μου, και στα μάτια του αδερφού μου εμφανίστηκε ο απόλυτος τρόμος. Ρίχτηκα πάνω του και σπρώχτηκα κατά μέρος σαν ένα πράγμα από τίποτε. Πώς πλησίαζε αυτός ο εχθρός τον αδερφό; Σαν φονιάς; Σαν πλάνος; Υπήρξε αυτό: δίψα για φόνο και δίψα για έρωτα στον ίδιο άντρα; Επιτρεπόταν να ανεχθεί κάτι τέτοιο ανάμεσα στους ανθρώπους; Το απλανές βλέμμα του θύματος. Το χοροπηδηχτό ζύγωμα του διώχτη, που τώρα τον έβλεπα από πίσω, ένα λάγνο κτήνος. Που έπιασε τον Τρωίλο, το αγόρι, απ’ τους ώμους, που το χάιδευε — τον άοπλο, που εγώ, η δύστυχη, του πήρα το θώρακα! Τον ψηλαφούσε. Γελώντας, όλο γελώντας. Τον έπιασε απ’ το λαιμό. Του έσφιξε το λαρύγγι. Το χοντροκαμωμένο τριχωτό χέρι με τα κοντά δάχτυλα στο λαρύγγι του αδερφού. Έσφιγγε, έσφιγγε… Εγώ, κρεμασμένη στο χέρι του φονιά, που φούσκωναν οι φλέβες του σαν σπάγκοι. Τα μάτια του αδερφού να προεξέχουν από την οφθαλμική κοιλότητα. Και στο πρόσωπο του Αχιλλέα η επιθυμία. Η γυμνή φοβερή αντρίκεια λαιμαργία. — Αν αυτό υπάρχει, είναι όλα δυνατά. Νεκρική σιγή. Εμένα με αποτίναξε, ούτε που μ’ ένιωσε. Τώρα σήκωσε ο εχθρός, το τέρας, μπροστά στα μάτια του ανδριάντα του Απόλλωνα, το σπαθί και χώρισε το κεφάλι του αδερφού μου από το κορμί. Το ανθρώπινο αίμα όρμησε στο βωμό όπως άλλοτε το αίμα των κορμιών των σφαγίων. Το σφάγιο Τρωίλος. Ο χασάπης, φρικώδης και φιλήδονος, κλαίγοντας έφυγε. Ο Αχιλλέας, το κτήνος. Εγώ αναίσθητη πολύ καιρό.

Ύστερα το άγγιγμα. Ένα χέρι που ακούμπησε το μάγουλό μου, που έτσι για πρώτη φορά στη ζωή βρήκε μια φωλιά. Κι ένα βλέμμα που το γνώρισα. Αινείας.

Όλα όσα υπήρξαν πριν ήταν μια χλωμή προαίσθηση, μια ατελής νοσταλγία. Η πραγματικότητα ήταν ο Αινείας. Και ρεαλιστικά και από εθισμό στην πραγματικότητα, ήθελα να κρατηθώ από εκεί. Προς το παρόν δεν μπορούσε εδώ να κάνει τίποτα, είπε. Πήγαινε, του είπα. Αχ, ήξερε να εξαφανίζεται. Δεν τον φώναξα, δεν τον ακολούθησα, δε ρώτησα γι’ αυτόν. Είναι στα βουνά, λέγανε. Μερικοί απέστρεφαν περιφρονητικά το πρόσωπο. Εγώ δεν τον υπερασπιζόμουν. Δε μιλούσα ποτέ γι’ αυτόν. Ήμουνα με κάθε ίνα του κορμιού μου και με την ψυχή μου εκεί. Είμαι εκεί. Αινεία, ζήσε. Την υποστήριξη που παρέχω σε σένα δεν την εγκαταλείπω. Τελευταία δε με κατάλαβες, πέταξες στο θυμό σου το φίδι δαχτυλίδι στη θάλασσα. Όμως εκεί δε φτάσαμε ακόμα. Η συζήτηση μαζί σου θα έρθει αργότερα. Όταν θα τη χρειαστώ. Και θα τη χρειαστώ.

Επέμενα να ακουστώ σαν μάρτυρας για το θάνατο του Τρωίλου στο συμβούλιο. Απαίτησα να τελειώσουν αυτό τον πόλεμο αμέσως. Και πώς; με ρώτησαν σαστισμένοι οι άντρες. Είπα: λέγοντας την αλήθεια για την Ελένη. Με θυσίες, με χρυσό και εμπορεύματα και ό,τι θέλουν. Μόνο να φύγουν. Να αποσυρθεί η λοιμική πνοή της παρουσίας τους. Θα δεχτούμε ό,τι απαιτήσουν. Ότι ο Πάρης, όταν απήγαγε την Ελένη, παραβίασε αυτό που για όλους μας είναι ιερό: το δικαίωμα της φιλοξενίας. Σαν βαριά αρπαγή και βαριά απιστία πρέπει να θεωρούν οι Έλληνες αυτή την ενέργεια. Έτσι διηγούνται στις γυναίκες τους, στα παιδιά τους, στους σκλάβους τους τί έκανε ο Πάρης. Τελειώστε αυτό τον πόλεμο.

Δοκιμασμένοι άντρες έγιναν κάτωχροι. Τρελάθηκα, άκουσα να ψιθυρίζουν. Τώρα έχασε τα λογικά της. Και ο βασιλιάς Πρίαμος σηκώθηκε αργά και βροντοφώναξε ύστερα τρομερά, όπως ποτέ δεν τον είχε ακούσει κανείς να φωνάζει. Η κόρη του! Έπρεπε αυτή, αυτή ανάμεσα σ’ όλους, να είναι εκείνη που θα μίλαγε εδώ, στο συμβούλιο, υπέρ των εχθρών; Αντί να υποστηρίξει καθαρά, δημόσια και δυνατά στο ναό και στην αγορά την Τροία; Εγώ υποστήριξα την Τροία, πατέρα, είπα ακόμα σιγά μ’ ένα τρεμούλιασμα που δεν μπορούσα να συγκρατήσω. Ο βασιλιάς τίναζε τις γροθιές, φώναζε: Αν ξέχασα το θάνατο του αδερφού μου Τρωίλου τόσο γρήγορα! Έξω. Δεν είμαι πια παιδί του. Και πάλι τα χέρια, η μυρωδιά του φόβου. Με απομάκρυναν.

Όπως άκουσα απ’ τον Πάνθοο, στο συμβούλιο τέθηκε για συζήτηση και ο χρησμός που κυκλοφορούσε στους δρόμους της Τροίας: Η Τροία θα μπορούσε να κερδίσει τον πόλεμο μόνο όταν θα γινόταν ο Τρωίλος είκοσι. Όμως ο καθένας ήξερε πως ο Τρωίλος ήτανε δεκαεφτά όταν σκοτώθηκε. Ο Κάλχας ο μάντης, ο Κάλχας ο προδότης στέκεται πίσω απ’ τη διάδοση, ισχυριζόταν ο Εύμολος. Τότε πρότεινε, έτσι μου το είπε ο Πάνθοος, να κηρύξουμε τον Τρωίλο, ύστερα απ’ το θάνατό του, με διάταγμα, είκοσι χρονών. Και ο Εύμολος συμπλήρωσε: να τιμωρείται εκείνος που θα ισχυρίζεται πως ο Τρωίλος ήταν μόλις δεκαεφτά όταν τον σκότωσε ο Αχιλλέας. Εγώ είπα: Τότε να τιμωρήσετε πρώτη εμένα. Ε και; είπε ο Πάνθοος. Γιατί όχι, Κασσάνδρα.

Τότε με προσφώνησε για πρώτη φορά κρύα.

Όμως ο βασιλιάς Πρίαμος αντιστάθηκε. Όχι, είπε, να μην προσβάλλουνε το νεκρό γιο και με ψέματα. Όχι. Αυτός δε συμφωνεί. Έτσι υπήρχαν καιροί, κι εγώ τους γνώριζα, που οι νεκροί ήταν ιεροί, τουλάχιστον σε μας. Η νέα εποχή δε σεβόταν ούτε τους ζωντανούς ούτε τους νεκρούς. Χρειάστηκα αρκετά ώσπου να την καταλάβω. Ήταν ήδη στο κάστρο, πριν έρθει ο εχθρός. Διείσδυσε, ούτε και γω ήξερα πώς, από κάθε σχισμάδα. Σε μας είχε το όνομα Εύμολος.

Το παίρνω απ’ την εύκολη πλευρά, με δίδασκε ο Πάνθοος, ο Έλληνας. Αφόρητος που έγινε ο τρόπος του να κρύβεται πίσω από αδιαφανείς οδηγίες, όμως δεν ήμουνα στο δέρμα του, στο δέρμα ενός Έλληνα. Θυμωμένη τον ρώτησα μια φορά αν σκέφτεται πως θα τον καταδώσω στον Εύμολο. Πώς μπορώ να το ξέρω αυτό; ρώτησε και χαμογέλασε. Άλλωστε! περί τίνος θα μπορούσες να με κατηγορήσεις; Εμείς ξέρουμε και οι δυο! Ο Εύμολος δε χρειαζόταν αιτίες. Χρόνια αργότερα έπεσε φυσικά ο Πάνθοος στα χέρια του, διαμέσου των γυναικών. Τυφλή, τυφλή ήμουνα, που πίσω απ’ το παιχνίδι του δεν έβλεπα τον φόβο. Επειδή δεν έχω πια πολύ χρόνο, δεν αρκεί η αυτοκατηγορία. Τί μ’ έκανε τυφλή, αυτό πρέπει ν’ αναρωτηθώ. Ντροπιαστικό είναι που πίστευα σίγουρα πως η απάντηση είναι ήδη έτοιμη μέσα μου.

Να κατεβώ. Το πλέγμα από κλωνάρια ιτιάς πάνω στο οποίο κάθομαι είναι σκληρό. Μια παρηγοριά! Οι ιτιές είναι απ’ το ποτάμι μας, τον Σκάμανδρο. Το φθινόπωρο, ο πόλεμος είχε ήδη αρχίσει, ερχόταν η Οινόνη και με έπαιρνε να πάμε να κόψουμε ιτιές. Απ’ αυτές έμελλε να φτιάξουν το κρεβάτι μου. Σκοτώνουν το πάθος, έλεγε η Οινόνη με σοβαρό ύφος. Σε στέλνει η Εκάβη! Η Αρήσπη, μου είπε. Η Αρήσπη. Τί ήξερε αυτή η γυναίκα για μένα. Και αυτή η ίδια, λέει η Οινόνη, είχε κοιμηθεί πάνω σε ιτιές. Όλους εκείνους τους μήνες που ο Πάρης ήταν μακριά. Τ’ όνομα του Αινεία ποτέ δεν το ανέφερε. Αφηρημένα άκουγα το άκαρδο παράπονό της για τον Πάρη, που τον χάλασε η ξένη γυναίκα. Τί σχεδίαζε με μένα η Αρήσπη; Ήθελε να με προειδοποιήσει; Να με τιμωρήσει; Καίγοντας από θυμό, ήμουνα ξαπλωμένη πάνω στις ιτιές. Δε βοηθούσα. Αβάσταχτη ήταν η νοσταλγία μου για έρωτα. Μια νοσταλγία που μόνο ένας μπορούσε να την καταπαύσει, γι’ αυτό δεν άφηναν τα όνειρά μου καμιά αμφιβολία. Μια φορά πήρα ένα νεότατο ιερέα, που τον μύησα και με λάτρευε, στο κρεβάτι μου, όπως σχεδόν το περίμεναν από μένα. Έσβησα την πυρά του, έμεινα η ίδια κρύα και ονειρευόμουνα τον Αινεία. Άρχισα να προσέχω το κορμί μου, που, ποιός θα το περίμενε, άφηνε να το κατευθύνουν τα όνειρα.

Δυο φορές ακόμα, θυμάμαι τώρα, είχα να κάνω με την ιτιά: Όταν καθόμουν μόνη στο καλάθι, κι αυτό, πλεγμένο από βίτσες ιτιάς, τόσο πυκνά, που μόνο ελάχιστο φως έφτανε ώς εμένα, και αργότερα, όταν οι γυναίκες, μαζί τους κι εγώ, έβαζαν στις σπηλιές τα γουρουνόπουλα για την Κυβέλη, πάνω στις βέργες της ιτιάς. Τότε ήμουνα ήδη απαλλαγμένη απ’ τους θεούς. Η ιτιά, το τελευταίο μου κάθισμα. Ασυνείδητα άρχισε το χέρι μου να βγάζει μια λεπτή βέργα απ’ το πλέγμα. Είναι σπασμένη όμως, δε θέλει να βγει. Πιο προσεχτικά τώρα θα συνεχίσω να την τραβάω και να την κουνάω. Θέλω να τη βγάλω. Θέλω να την πάρω μαζί μου όταν θα χρειαστεί να κατέβω κάτω.

Τώρα σφάζει η γυναίκα τον Αγαμέμνονα.

Τώρα, σε λίγο, θα έρθει η σειρά μου.

[…]


Christa Wolf. 1986. Κασσάνδρα. Μετ. Θωμάς Νικολάου. Αθήνα: Λιβάνης-"Νέα Σύνορα". Τίτλος πρωτοτύπου: Kassandra (Darmstadt/Neuwied: Luchterhand, 1983).