Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Eugene O’Neill

Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα—Ερινύες

Μετάφραση: Γιώργος Πασχάλης

(απόσπασμα)


ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΡΑΞΗ

Η ίδια σκηνοθεσία με την πρώτη της τριλογίας. Έξω από την έπαυλη των Μαίινονς. Απόγεμα, τρεις μέρες μετά την επισφράγιση της θλιβερής τραγωδίας των Μαίινονς. Το ίδιο βουβό μυστήριο εξακολουθεί να τυλίγει τη βίλα των Μαίινονς. Οι στερνές χρυσαφένιες αχτίνες του ήλιου σκορπίζουν την πορφυρένια ανταύγειά τους στη στοά που θυμίζει Αρχαίο Ελληνικό ναό, χαρίζοντας περίσσια γαλατερή απόχρωση στις καλλίγραμμες κολόνες, κάνοντας πιο έντονο το πράσινο χρώμα στα εξώφυλλα του σπιτιού κι αποτελώντας χαραχτηριστική αντίθεση με τους μαύρους ίσκιους που σκεπάζουν τα πράσινα πεύκα και τους θάμνους. Οι κολόνες ρίχνουν πυκνούς ίσκιους στον τοίχο που ξεπροβάλλει από πίσω. Τα εξώφυλλα και τα παράθυρα του σπιτιού ολάνοιχτα. Ο ήλιος αντανακλά στα τζάμια του πρώτου πατώματος σαν ένα αστραφτερό μάτι που διψάει για εκδίκηση.

Ο Σεθ έρχεται σιγά σιγά από δεξιά, κρατώντας ένα εργαλείο που κόβουν τη χλόη κι ένα πήλινο αγγείο, και καμώνεται πως δουλεύει. Στην πραγματικότητα όμως σκοτώνει τον καιρό του μασώντας ταμπάκο και σιγοτραγουδώντας με την πένθιμη και χαμένη πια, όμορφη φωνή του τη "Σεναντόα".


ΣΕΘ

«Ω, πόσο, Σεναντόα, σε νοσταλγώ,

Αγαπημένο μου ποτάμι,

Ω, Σεναντόα, πόσο νοσταλγώ τα κρουσταλένια σου νερά,

Τώρα που βρίσκουμαι μακριά σου

Και μας χωρίζει η θάλασσα η ατέλειωτη».


«Ω, Σεναντόα, σ’ αγαπώ σαν παιδί μου,

Αγαπημένο μου ποτάμι».

παύει και κοιτάζει αριστερά στον κήπο — κουνάει λυπητερά το κεφάλι του και μονολογεί): Πάλι στον κήπο είναι η Λαβίνια. Μαζεύει λουλούδια όπως πάντα. Μου θυμίζει τη μητέρα της. Έχει γεμίσει όλο το σπίτι με λουλούδια. Κι εγώ νόμισα πως δε θα μάζευε άλλα, ύστερ’ απ’ την κηδεία. Στολίζει το σπίτι με λουλούδια σα να ’ναι τάφος. Σε λίγον καιρό δε θα υπάρχει λουλούδι στον κήπο! >(Αποτραβάει το μελαγχολικό του βλέμμα και ψιθυρίζει με σκοτεινιασμένο πρόσωπο): Πολύ παράξενη σύμπτωση, λέει ο κόσμος, να σκοτωθεί ο Όριν τη στιγμή που καθάριζε το όπλο του. Θα βρούνε πάλι την ευκαιρία να σχολιάσουν αυτή τη συμφορά με το δικό τους τρόπο. Το όνομα Μάιινον τους θυμίζει τον ξαφνικό θάνατο. (Βλοσυρός, με περηφάνια): Μα η Λαβίνια θα τους αποστομώσει θαρρετά. Θα κρατήσει τιμημένο το όνομα των Μαίινονς! Δε θα τολμήσει κανένας να πει το παραμικρό για τη φαμελιά της που ξεκληρίστηκε έτσι τραγικά.


ΛΑΒΙΝΙΑ

(έρχεται από αριστερά. Οι τρεις αυτές μέρες που πέρασαν ήταν αρκετές για να την αλλάξουν και να την κάνουν αγνώριστη. Το κορμί της είναι πιο αδύνατο τώρα. Είναι ντυμένη πάλι στα μαύρα. Το στήθος της δεν ξεχωρίζει πια προκλητικό όπως τη μέρα που γύρισε απ’ το ταξίδι. Στο πρόσωπό της απλώνεται μυστικοπάθεια και μπορούμε να πούμε πως φορεί πάλι μια προσωπίδα που κρύβει τον ψυχικό της κόσμο και που είναι το κυριότερο χαραχτηριστικό των Μαίινονς. Το αδυνατισμένο πρόσωπό της είναι ρυτιδωμένο απ’ τη μεγάλη θλίψη και την αγωνία, και έχει πάρει σκληρή έκφραση. Η ασυνήθιστη σύσπαση των χειλιών της φανερώνει τον πόνο και την πίκρα που δοκίμασε. Κρατάει μια μεγάλη ανθοδέσμη, τη δίνει στον Σεθ και του λέει με φωνή που ξεχειλίζει από ασυνήθιστη απαισιοδοξία):

Πάρε αυτά τα λουλούδια, Σεθ, και πες στη Χάνεϊ να τα σκορπίσει μέσα στο σπίτι. Θέλω να βλέπω αυτό το σπίτι γεμάτο λουλούδια. Περιμένω τον Πήτερ. Το σπίτι πρέπει να’ναι στολισμένο και πρόσχαρο. (Πηγαίνει και κάθεται στο πιο ψηλό σκαλοπάτι — κρατάει καμαρωτό το κορμί της — ακουμπάει στα πλάγια τα χέρια της —τα πόδια της τα έχει το ένα κοντά στο άλλο. Κοιτάζει στο βάθος με το ψυχρό σταθερό βλέμμα της τη ματωμένη δύση).


ΣΕΘ (απομένει ακίνητος με τα λουλούδια, και την κοιτάζει στενοχωρημένος):

Σε βλέπω σ’ αυτή τη στάση κάθε μέρα από τις πέντε το πρωί από τότε που ο Όριν… Κοιμάσαι καθόλου τη νύχτα; (Εκείνη εξακολουθεί να κοιτάζει μπρος της με το σταθερό βλέμμα της σα να μην τον άκουσε. Ο Σεθ συνεχίζει με κολακευτική φωνή): Τι θα ’λεγες, Λαβίνια, αν έφερνα εδώ έξω ένα ντιβάνι για ν’ αναπαυτείς; Ασφαλώς εδώ θα σ’ έπαιρνε λίγο ο ύπνος και θα σε ωφελούσε πολύ.


ΛΑΒΙΝΙΑ

Όχι, σ’ ευχαριστώ, καλέ μου Σεθ. Τώρα περιμένω τον Πήτερ. (Σε λίγο — με περιέργεια): Γιατί δε μου είπες να πάω μέσα ν’ αναπαυτώ; (Ο Σεθ κάνει πως δεν άκουσε την ερώτησή της, κοιτάζοντας αλλού): Με καταλαβαίνεις πολύ καλά, δεν είν’ έτσι; Εσύ άλλωστε αφιέρωσες ένα μεγάλο μέρος της ζωής σου στην υπηρεσία των Μαίινονς! Ξέρεις καλά πως δεν υπάρχει ανάπαυση και ξεγνοιασιά μέσα σ’ αυτό το σπίτι που έχτισε ο παππούς, κάνοντάς το νάο του Μίσους και του Θανάτου!


ΣΕΘ (ψελλίζει):

Σε συμβουλεύω, Λαβίνια, να μη ζήσεις τα υπόλοιπα χρόνια σου μέσα σ’ αυτό το σπίτι! Να παντρευτείς τον Πήτερ και να φύγεις από δω!


ΛΑΒΙΝΙΑ

Ναι! Θα τον παντρευτώ! Κι οι δυο μας θα φύγουμε, κι έτσι θα ξεχάσω αυτό το σπίτι που με φαρμάκωσε μ’ όλες τις θλιβερές εντυπώσεις!


ΣΕΘ

Μιλάς πολύ σωστά, παιδί μου!


ΛΑΒΙΝΙΑ

Θα το κλείσω και θα τ’ αφήσω να ξεθωριάσει στον ήλιο και στη βροχή! Τα πορτρέτα των Μαίινονς θα σαπίσουν κι αυτά στους τοίχους και σιγά σιγά θα ξεθωριάσουν μαζί με τα φαντάσματα των πεθαμένων που θα γυρίσουν πάλι στις ψυχές τους! Έτσι με τον καιρό θα ξεχάσουν όλοι τους Μαίινονς. Είμαι η τελευταία των Μαίινονς και θέλω να ζήσω και να χαρώ τα νιάτα μου! Σε λίγον καιρό θα γίνω κυρία Ναίιλς κι αμέσως θ’ αρχίσει μια καινούρια ζωή για μένα! Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου! (Γέρνει προς τα πίσω και κλείνει τα μάτια της. Ο Σεθ την κοιτάζει πολύ στενοχωρημένος, κουνάει μελαγχολικά το κεφάλι του και φτύνει στο χώμα. Ακούει θόρυβο και κοιτάζει αριστερά).


ΣΕΘ

Λαβίνια, έρχεται η Χέιζελ.


ΛΑΒΙΝΙΑ (ρίχνει μια ματιά προς τα κει τρομαγμένη):

Τι γυρεύει εδώ η Χέιζελ; (Σηκώνεται κι ετοιμάζεται να τρέξει μέσα στο σπίτι, κοντοστέκεται όμως και λέει με αυστηρή φωνή): Εσύ, Σεθ, μπορείς τώρα να συνεχίσεις τη δουλειά σου!


ΣΕΘ

Πηγαίνω… (Φεύγει σιγά σιγά από τις πασχαλιές τη στιγμή που φτάνει η Χέιζελ): Καλησπέρα, Χέιζελ.


ΧΕΪΖΕΛ

Καλησπέρα, Σεθ. (Στέκεται και κοιτάζει τη φίλη της. Η Λαβίνια την ατενίζει αυστηρά. Η Χέιζελ φοράει μαύρα. Το πρόσωπό της είναι λυπημένο και ωχρό. Φαίνεται πως έκλαψε πολύ. Μολαταύτα τη διακρίνει μια αμετάκλητη αποφασιστικότητα καθώς προχωρεί με σταθερό βήμα προς το πρώτο σκαλοπάτι).


ΛΑΒΙΝΙΑ

Τι γυρεύεις εδώ; Έχω αρκετή δουλειά ακόμα, μολονότι κοντεύει να νυχτώσει.


ΧΕΪΖΕΛ (ήσυχα):

Δε θα σε απασχολήσω πολλήν ώρα, Λαβίνια. (Ξαφνικά ξεσπάει): Είναι ψέματα πως ο Όριν σκοτώθηκε κατά λάθος ενώ καθάριζε το πιστόλι του! Εσύ το διέδωσες αυτό για ν’ αποφύγεις ένα σκάνδαλο!


ΛΑΒΙΝΙΑ

Σε συμβουλεύω να σκέφτεσαι καλά αυτά που λές. Είμαι σε θέση ν’ αποδείξω πώς ακριβώς έγινε το κακό. Έπειτα ήταν εδώ κι ο Πήτερ…


ΧΕΪΖΕΛ

Δε με μέλει τι λέει ο κόσμος…


ΛΑΒΙΝΙΑ

Νομίζω πως δε σου πέφτει λόγος να κατηγορήσεις τον Όριν…


ΧΕΪΖΕΛ

Κάθε άλλο! Πώς τολμάς να πεις τέτοιο λόγο; Εγώ κατηγορώ μόνο σένα! Εσύ τον ανάγκασες ν’ αυτοκτονήσει! Ω! Δυστυχώς δεν είμαι σε θέση ν’ αποδείξω την αλήθεια, όπως κι άλλες πολλές αλήθειες που γι’ αυτές ο Όριν μου μίλησε με υπονοούμενα! Ξέρω όμως πως κάποια τρομερή φιλονικία προηγήθηκε εδώ μέσα με σένα και τον αδελφό σου. Εσύ μονάχα φταις για το θάνατο του Όριν!


ΛΑΒΙΝΙΑ (κρύβοντας τον τρόμος της, λέει θυμωμένη):

Τι θα ’λεγε ο Όριν αν ήξερε πως τόλμησες να ’ρθεις μια μέρα ύστερ’ απ’ την κηδεία του για να μου καταλογίσεις ευθύνες για το βαρύ πένθος που με βρήκε;


ΧΕΪΖΕΛ (βλέπει πως είπε περισσότερα απ’ ό,τι έπρεπε, αν και πιστεύει πως έχει το δίκιο με το μέρος της):

Καλά, Λαβίνια. Δε θα σου πω τίποτ’ άλλο. Ξέρω όμως πως καταλαβαίνεις, κάτι το πολύ τρομερό —μην κάνεις πως δε με καταλαβαίνεις— έριχνε σε μεγάλη απόγνωση τον Όριν, καταντώντας τον σχεδόν τρελό!… (Σωριάζεται χάμω και αρχίζει να κλαίει μ’ αναφιλητά): Άμοιρε, Όριν!


ΛΑΒΙΝΙΑ (χωρίς να τα χάσει κοιτάζει με σταθερό βλέμμα μπρος της. Τα χείλη της τρέμουν. Με καταπνιγμένη φωνή ανάμεσα από τα σφιχτοκλεισμένα δόντια της):

Μη λες, μην το λες αυτό!


ΧΕΪΖΕΛ (δε μιλάει για λίγο):

Να με συγχωρείς. Δεν ήρθα εδώ για να σου θυμίσω τον Όριν.


ΛΑΒΙΝΙΑ (ανήσυχη):

Τι θέλεις επιτέλους από μένα;


ΧΕΪΖΕΛ

Να σου μιλήσω για τον Πήτερ!


ΛΑΒΙΝΙΑ (σα να μαντεύει αυτά που θ’ ακούσει — με τρομαγμένη και αυστηρή φωνή):

Να μ’ αφήσεις ήσυχη και μένα και τον Πήτερ!


ΧΕΪΖΕΛ

Όχι! Δε θα σ’ αφήσω να παντρευτείς τον Πήτερ και να του καταστρέψεις τη ζωή! (Με ικετευτικό τόνο): Σε παρακαλώ, σε ικετεύω. Δεν καταλαβαίνεις πως μαζί σου δε θα ευτυχήσει ποτέ; Άθελά σου θα τον κάνεις, χωρίς να το καταλάβει κι ο ίδιος, να συμμεριστεί τις θλίψεις σου και να γίνει σιγά σιγά δυστυχισμένος!


ΛΑΒΙΝΙΑ

Ασφαλώς θα αστειεύεσαι, γιατί δυσκολεύουμαι να σε πιστέψω!


ΧΕΪΖΕΛ

Ξέρω καλά πως ο Πήτερ δεν έχει το χαραχτήρα σου μα όταν σε παντρευτεί, ασφαλώς με τον καιρό θ’ αρχίσει να σκέφτεται σαν και σένα. Δε θα ευτυχήσετε ποτέ, γιατί η ψυχή σου είναι πλασμένη για το πένθος και δε θα σ’ αφήσει ποτέ να συμμεριστείς την ευτυχία που νοσταλγείς κοντά του! (Πάλι με ικετευτική φωνή): Ω, Λαβίνια, δεν πρέπει να καταστρέψεις το μέλλον του Πήτερ! Αν τον αγαπάς αληθινά κι ενδιαφέρεσαι για την ευτυχία του θα μ’ ακούσεις αυτή τη φορά!


ΛΑΒΙΝΙΑ (με άγρια φωνή):

Τον αγαπώ!


ΧΕΪΖΕΛ

Έχει αρχίσει κιόλας να γίνεται δυστυχισμένος εξαιτίας σου!


ΛΑΒΙΝΙΑ

Ψέματα!


ΧΕΪΖΕΛ

Μάλωσε με τη μητέρα για πρώτη φορά στη ζωή του χτες το βράδυ όταν τόλμησε να του πει δυο λόγια. Ο Πήτερ έγινε αλλιώτικος, άλλαξε πολύ για χάρη σου. Πείσμωσε τόσο που μας άφησε μόνες και πήγε να κοιμηθεί στο ξενοδοχείο. Φεύγοντας μάς είπε πως δε θα μας μιλήσει ποτέ πια. Ενώ πριν γυρίσεις απ’ το ταξίδι, λάτρευε τη μητέρα μου και μένα. Ζούσαμε τόσο ευτυχισμένα κι αρμονικά οι τρεις μας… Η καρδιά της μητέρας έχει ματώσει αφάνταστα. Κλαίει με μαύρα δάκρυα. (Μ’ απελπισία): Ω! Λαβίνια, δε θα κάνεις αυτό το κακό γιατί θα τιμωρηθείς σκληρά! Στο τέλος θα σε μισήσει πολύ ο Πήτερ!


ΛΑΒΙΝΙΑ

Όχι!


ΧΕΪΖΕΛ

Ώστε θα ριψοκινδυνέψεις τη ζωή και το μέλλον του Πήτερ, για να τον φέρεις σε αδιέξοδο, να καταντήσει στα χάλια του Όριν, να κάνει καμιά τρέλα σαν και κείνον; Ξέρεις, απάνω στην απελπισία του, όταν μάθει την αλήθεια!…


ΛΑΒΙΝΙΑ (άγρια):

Ποια αλήθεια, ποια αλήθεια αν μάθει; Δεν ξέρεις τι λες!


ΧΕΪΖΕΛ (την ενοχοποιεί με το βλέμμα της):

Εσύ ξέρεις καλύτερα από μένα! Βάλε με θάρρος το χέρι στο μέρος της καρδιάς σου και ρώτησε τη συνείδησή σου, μπρος στο Θεό, αν πρέπει να παντρευτείς τον αδελφό μου!


ΛΑΒΙΝΙΑ (μ’ απελπισία βλέποντας τα εμπόδια να ορθώνονται σαν πελώρια βουνά μπροστά της):

Ναι, μπρος στο Θεό! (Την κοιτάζει κι αφήνει τη μανία της να ξεχειλίσει): Φύγε! Θέλω να μείνω μόνη! Γιατί αλλιώς θα πάρω το πιστόλι του Όριν και θα σε σκοτώσω! (Η οργή της κοπάζει αμέσως κι απομένει ένα ζωντανό πτώμα. Σωριάζεται σε μια καρέκλα).


ΧΕΪΖΕΛ (κάνει λίγα βήματα προς τα πίσω):

Ω! Είσαι δειλή! Δεν έχεις θάρρος! Πώς κατάντησες έτσι, Λαβίνια; Σε νόμισα πολύ πιο δυνατή!


ΛΑΒΙΝΙΑ

Φύγε!


ΧΕΪΖΕΛ

Λαβίνια! (Η Λαβίνια κλείνει τα μάτια της. Η Χέιζελ εξακολουθεί να την κοιτάζει με το ίδιο βλέμμα, ύστερα από λίγο με τρεμάμενη φωνή): Καλά! Φεύγω! Σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη. Είμαι σίγουρη πως θα κάνεις αυτό που σου είπα! Ξέρω πολύ καλά πως κατά βάθος είσαι μια πραγματική απόγονος των Μαίινονς. Δεν μπορεί να ’σαι τόσο αναίσθητη για να μην ξεχωρίζεις το σωστό και το δίκιο απ’ την πραγματική συμφορά και την καταστροφή! (Η Λαβίνια αφήνει να της ξεφύγει ένα πικρό νευρικό γέλιο χωρίς ν’ ανοίξει τα μάτια της): Ύστερα μην ξεχνάς πως μόνο και μόνο για χατήρι σου φρόντισα να μην πέσει εκείνος ο φάκελος στα χέρια του αδελφού μου. Ο Όριν με παρακάλεσε να τον δώσω στον Πήτερ πριν παντρευτείτε. Πάντως μίλησα στον αδελφό μου γι’ αυτόν το φάκελο.


ΛΑΒΙΝΙΑ (χωρίς ν’ ανοίξει ακόμα τα μάτια της μονολογεί):

Γιατί δεν κλείνουν επιτέλους το στόμα τους οι νεκροί! Γιατί δε μας αφήνουν να ησυχάσουμε!


ΧΕΪΖΕΛ (την κοιτάζει τρομαγμένη χωρίς να βρίσκει λόγια να της απαντήσει — όπως κοιτάζει γύρω της σταστισμένη, βλέπει κάποιον να πλησιάζει από αριστερά — με βιαστική φωνή):

Έρχεται! Θα πάω μέσα απ’ την πίσω πόρτα. Δε θέλω να με δει εδώ. (Ετοιμάζεται να φύγει, μα κοντοστέκεται στις πασχαλιές — με οίκτο): Ξέρω πόσο υποφέρεις, Λαβίνια. Δεν αμφιβάλλω όμως πως θα κάνεις το σωστό και το δίκιο αυτή τη φορά. Ο Θεός ασφαλώς θα σε συχωρέσει! (Φεύγει).


ΛΑΒΙΝΙΑ (κοιτάζει προς το μέρος που έφυγε και λέει με σταθερή φωνή):

Δε γυρεύω τη συγγνώμη του Θεού ή κανενός άλλου! Εγώ η ίδια συχώρεσα τον εαυτό μου! (Κλονίζεται και κλείνει πάλι τα μάτια της — με πικρή φωνή): Ασφαλώς θα βρεθεί μια γωνιά και για μένα στον άλλο κόσμο γιατί έκανα μόνο το σωστό και το δίκιο στη ζωή μου! (Έρχεται ο Πήτερ. Είναι θλιμμένος κι απελπισμένος. Περπατάει σιγά — το βλέμμα του καρφωμένο στο χώμα — ξαφνικά βλέπει τη Λαβίνια και προσπαθεί να φανεί εύθυμος).


ΠΗΤΕΡ

Γεια σου, Λαβίνια. (Κάθεται στην άκρη της στοάς, πλάι της. Εκείνη εξακολουθεί να έχει κλειστά τα μάτια της σα να φοβάται να τ’ ανοίξει. Την κοιτάζει μ’ ανησυχία): Έχεις τρομερά καταβληθεί. Υποφέρεις από αϋπνία; (Της χαϊδεύει το χέρι μ’ αδεξιότητα. Το στόμα της παίρνει αλλόκοτη σύσπαση σα να συγκρατεί με δυσκολία τα δάκρυα. Εκείνος την παρηγορεί): Είμαι σε θέση να ξέρω καλύτερα από κάθε άλλον πόσο υπέφερες μέχρι τώρα. Αυτά όμως πια ξεχάστηκαν. Πολύ γρήγορα θα κάνουμε το γάμο μας.


ΛΑΒΙΝΙΑ (χωρίς ν’ ανοίξει τα μάτια της — με νοσταλγία):

Θα μ’ αγαπάς πολύ και δε θ’ αφήνεις τη σκέψη μου να πετά στο θλιβερό παρελθόν;


ΠΗΤΕΡ

Θέλει και ρώτημα! Πρώτ’ απ’ όλα θα σε πάρω απ’ αυτό το πένθιμο σπίτι. Ίσως λέω ανοησίες, μα όταν σκέφτουμαι αυτό το σπίτι, νιώθω κάποιον αόριστο τρόμο, γίνουμαι προληπτικός.


ΛΑΒΙΝΙΑ (χωρίς ν’ ανοίξει ακόμα τα μάτια της — με αλλόκοτο ύφος):

Ναι! Σ’ αυτό το σπίτι δεν μπορεί ν’ ανθίσει η πραγματική αγάπη! Θα φύγουμε οι δυο μας πολύ μακριά και θα ξεχάσουμε τους νεκρούς! Θα εγκαταλείψουμε παντοτινά αυτό το σπίτι κι έτσι θα ξεθωριάσει, θα ερειπωθεί κι αυτό, γιατί για μας θα είναι πεθαμένο και λησμονημένο!


ΠΗΤΕΡ (με πικραμένη φωνή):

Μισώ τόσο πολύ αυτή την πολιτεία και τους ανθρώπους της. Μου φαίνεται πως δε θα ησυχάσω ποτέ, έστω κι αν πάμε στα πέρατα του κόσμου.


ΛΑΒΙΝΙΑ (ανοίγει διάπλατα τα μάτια της και τον κοιτάζει τρομαγμένη):

Πρώτη φορά σ’ ακούω να μιλάς με τόση πίκρα κι απαισιοδοξία, Πήτερ!


ΠΗΤΕΡ (αποφεύγοντας το βλέμμα της):

Έτσι είναι! Κι οι πιο αισιόδοξοι ακόμα γεύονται συχνά το πικρό ποτήρι της απογοήτευσης που καμιά φορά μας προσφέρει η ζωή!


ΛΑΒΙΝΙΑ

Θέλω να μου πεις την αλήθεια: Μάλωσες με τη μητέρα σου και με τη Χέιζελ εξαιτίας μου, ε;


ΠΗΤΕΡ

Πώς το ξέρεις;


ΛΑΒΙΝΙΑ

Πριν από λίγο ήταν εδώ η Χέιζελ.


ΠΗΤΕΡ

Ώστε αυτή σου το ’πε; Την ανόητη! Και γιατί να σου το πει;


ΛΑΒΙΝΙΑ

Απλούστατα δε θέλει με κανέναν τρόπο να παντρευτούμε.


ΠΗΤΕΡ (θυμωμένος):

Τι τιποτένια γυναίκα! Ποιος της έδωσε το δικαίωμα;… (Μ’ ανησυχία καταφέρνει να χαμογελάσει): Ελπίζω να μην έδωσες προσοχή στις ανοησίες της.


ΛΑΒΙΝΙΑ (σα ν’ απαντάει στον εαυτό της, όχι στο φίλο της —θρονιάζεται μεγαλόπρεπα στην καρέκλα της— με φωνή που δε δέχεται αντίρρηση):

Όχι!


ΠΗΤΕΡ

Στα καλά καθούμενα χίλιοι διαβόλοι ξεμυαλίσανε τη μητέρα και τη Χέιζελ. Θα τους περάσει όμως.


ΛΑΒΙΝΙΑ (τον κοιτάζει ερωτηματικά κι ανήσυχα):

Κι αν συμβεί το αντίθετο;


ΠΗΤΕΡ

Θέλοντας και μη θα το πάρουν απόφαση μόλις παντρευτούμε γιατί διαφορετικά πρέπει να με ξεχάσουν!


ΛΑΒΙΝΙΑ (δεν απαντάει αμέσως στα παραπάνω λόγια του. Πιάνει το κεφάλι του και το φέρνει πολύ κοντά στο πρόσωπό της):

Πήτερ! Άσε με να σε καλοκοιτάξω! Υποφέρεις! Το βλέμμα σου το δείχνει! Ενώ πριν ήταν καθάριο κι αγνό και λαμποκοπούσε από αισιοδοξία, τώρα έγινε φιλύποπτο σα να φοβάται τη ζωή! Μήπως φταίω εγώ γι’ αυτό, Πήτερ; Μήπως αρχίζεις να με υποψιάζεσαι; Μήπως βασανίζει τη σκέψη σου το περιεχόμενο του φακέλου που θα σου έδινε η Χέιζελ;


ΠΗΤΕΡ (διαμαρτύρεται):

Όχι! Κάθε άλλο. Δεν άλλαξα! Φαντάζεσαι πως δεν ήξερα ότι ο Όριν δεν ήταν και τόσο καλά στα μυαλά του; Γιατί λοιπόν να δώσω προσοχή;…


ΛΑΒΙΝΙΑ

Μου ορκίζεσαι πως θα μου ’χεις πάντα εμπιστοσύνη;


ΠΗΤΕΡ

Δεν είναι σωστό να μη μου έχεις ακόμα και την παραμικρή εμπιστοσύνη!


ΛΑΒΙΝΙΑ

Και δε θ’ αφήσεις κανέναν να ταράξει την κατοπινή μας ζωή αφού οι δυο μας είμαστε σε θέση ν’ αγκαλιάσουμε την ευτυχία που είναι τόσο κοντά μας; Μου το υπόσχεσαι;


ΠΗΤΕΡ

Σου δίνω το λόγο μου!


ΛΑΒΙΝΙΑ (με μεγαλύτερη απελπισία):

Τότε θέλω να παντρευτούμε αμέσως τώρα! Φοβάμαι τόσο πολύ, Πήτερ! Η ευτυχία ξεγλιστράει τόσο εύκολα από τα χέρια των ανθρώπων… Είσαι σύμφωνος να με παντρευτείς απόψε; Θα φωνάξουμε τώρα αμέσως έναν πάστορα. Θα βγάλω αμέσως τα μαύρα και θα φορέσω ένα φόρεμα με το χρώμα που αγαπάς! Ας παντρευτούμε απόψε, Πήτερ! Φοβάμαι πολύ να περιμένω!


ΠΗΤΕΡ (η έκπληξη του τον κάνει να τα χάσει):

Μα μιλάς στα σοβαρά; Αυτό είναι αδύνατο! Μόλις περάσανε τρεις μέρες που χάθηκε ο Όριν… Όχι, δεν είναι σωστό! Πρέπει να σεβαστούμε τη μνήμη του! (Φιλύποπτα κι άθελα του): Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τρομάζεις επειδή πρέπει να περιμένεις λίγο. Τι το δυσάρεστο μπορεί τάχα να συμβεί μέσα σ’ αυτό το λίγο διάστημα που μεσολαβεί ώς την ευτυχισμένη μέρα του γάμου μας; Εχτός αν στα χειρόγραφα του Όριν υπήρχε τίποτα το σχετικό για τη ματαίωση του γάμου μας…


ΛΑΒΙΝΙΑ (μ’ άγριο τραγικό γέλιο):

Πάλι οι πεθαμένοι μάς χωρίζουν σαν ένα απόρθητο τείχος! Ποτέ δε θα πάψουν να μας τυραννούν, Πήτερ, κι αν ακόμα παντρευτούμε! Εμπιστεύεσαι στα χέρια μου τον εαυτό σου, την ευτυχία σου, όπως τη βλέπεις με τα μάτια της φαντασίας σου! Δεν κάνεις τίποτ’ άλλο από το να εμπιστεύεσαι το είναι σου στους πεθαμένους Μαίινονς. Είναι ματαιότητα, γιατί δεν μπόρεσαν ποτέ οι Μαίινονς να νιώσουν τη βαθιά σημασία της λέξης «αγάπη», γιατί είναι ανάξιοι γι’ αυτή την εμπιστοσύνη που τόσο γενναιόδωρα εσύ τους προσφέρεις! Ξέρω τόσο καλά εγώ τους Μαίινονς! Δε θα μπορέσω να το υποφέρω βλέποντάς σε τρομερά απογοητευμένον εξαιτίας μου, να μ’ αποφεύγεις άθελά σου στο μέλλον, κι αυτό το αγνό και λαμπρό βλέμμα σου να σκοτεινιάζει ξαφνικά και να μην έχει πια καμιά εμπιστοσύνη στη ζωή και στις χαρές της! Σ’ αγαπώ πολύ, Πήτερ, γι’ αυτό δε θέλω να σε κάνω κι εσένα δυστυχισμένο!


ΠΗΤΕΡ (γίνεται πιο ανήσυχος, ενώ οι υποψίες φτερουγίζουν περισσότερο γύρω στη σκέψη του):

Δε σε καταλαβαίνω απόψε! Πού θέλεις να καταλήξεις, καλή μου Λαβίνια; Με κάνεις να νομίζω πως κάτι το πολύ τραγικό σου συμβαίνει…


ΛΑΒΙΝΙΑ (μ’ απόγνωση):

Όχι! απολύτως τίποτα! (Ξαφνικά τον αγκαλιάζει): Όχι! Μην αφήνεις ακόμα τη σκέψη σου να πετάξει στο ανεπανόρθωτο! Περιφρονώ, αψηφώ τους πεθαμένους που εννοούν να με τυραννούν σκληρά! Θέλω ν’ απολαύσω κι εγώ την ευτυχία, έχω το δικαίωμα στη ζωή έστω και για λίγο, έστω για μια στιγμή! Αξίζω αυτή την ευτυχία, όσο μηδαμινή κι αν είναι! Αρκετά έκανα για τους Μαίινονς!… (Η απόγνωσή της κορυφώνεται — τον ικετεύει μ’ άγριο βλέμμα): Μα, Πήτερ! Για ποιο λόγο να περιμένουμε; Εγώ εκείνο που ζητώ, που ζητιανεύω τώρα απ’ τη ζωή, είναι μια στιγμή πρόσκαιρης χαράς —απέραντης αγάπης— για ν’ αντικρίσω θαρραλέα την τραγική μοίρα μου! Μόνο αυτό ζητάω! Για προσπάθησε να φανείς γενναίος, Πήτερ! Για προσπάθησε να ξεχάσεις τη σημασία της λέξης "αμαρτία". Ο έρωτας είναι το ομορφότερο δώρο της ζωής! (Τον φιλεί με πάθος κι απόγνωση): Φίλησέ με κι εσύ! Σφίξε με στην αγκαλιά σου! Προσπάθησε να κάνεις τον εαυτό σου να ποθήσει, έστω και λίγο, το κορμί μου και την ψυχή μου! Προσπάθησε να πιστέψεις πως με λαχταράς τόσο πολύ, που για να με κάνεις δική σου, δε θα δίσταζες να κάνεις και το μεγαλύτερο έγκλημα! Εγώ έκανα το παν για σένα — εγώ θυσιάστηκα για ν’ αποκαταστήσω τη δικαιοσύνη! Πάρε με στην αγκαλιά σου και πήγαινέ με μέσα σ’ αυτό το σπίτι που είναι ο τάφος των Μαίινονς — μη σε τρομάζει αυτό και χάρισέ μου εκεί τον έρωτα που τόσο λαχταρώ! Η αγάπη, ο ανίκητος έρωτας, θα επιβληθεί και θα διώξει από κει μέσα τις βρικολακιασμένες ψυχές των νεκρών! Έτσι μόνο τα νιάτα κι η αγάπη θα τις κάνουν να φύγουν ντροπιασμένες για το αγύριστο πια ταξίδι τους, στο βασίλειο του θανάτου! (Ενώ βρίσκεται στο κορύφωμα της απελπισίας της — με πάθος χωρίς να νιώθει τι λέει): Έλα, προσπάθησε να με ποθήσεις! Σφίξε με στην αγκαλιά σου, Άνταμ!

(Αμέσως συνέρχεται και τρομάζει στη λέξη που τόλμησε να ξεστομίσει — γελάει σαν τρελή): Άνταμ; Γιατί σε φώναξα Άνταμ; Πρώτη φορά ακούω αυτό το όνομα! Μα για στάσου! Το όνομα Άνταμ, η Αδάμ όπως θα λέγαμε, νομίζω πως υπάρχει μόνο στη Βίβλο! (Ξαφνικά απελπίζεται — με τη μεγαλύτερη απογοήτευση): Πάντα, πάντα οι νεκροί ανάμεσά μας! Δεν ωφελεί, δεν ωφελεί, είναι μάταιο!


ΠΗΤΕΡ (ενώ βλέπει σε τι εσωτερική κατάσταση βρίσκεται, νιώθει κάτι να τον διώχνει από κοντά της):

Λαβίνια! Μιλάς τόσο παράξενα! Δεν ξέρεις τι λες! Δυσκολεύουμαι να πιστέψω πως εσύ είσαι η Λαβίνια!


ΛΑΒΙΝΙΑ (με ξεψυχισμένη φωνή):

Δεν μπορώ να σε παντρευτώ, Πήτερ! Δεν πρέπει να ξαναϊδωθούμε! (Εκείνος την κοιτάζει σαν αποβλακωμένος): Γύρισε πάλι στο σπίτι σου. Προσπάθησε να σκορπίσεις τη χαρά στη μητέρα σου και στη Χέιζελ! Να τις κάνεις πάλι ευτυχισμένες. Προσπάθησε να βρεις μιαν άλλη νέα που να σου ταιριάζει και που να μη διστάσεις να την παντρευτείς. Ο έρωτας δεν είναι για μένα! Νίκησαν οι νεκροί!…


ΠΗΤΕΡ (πάνω στην ανείπωτη ταραχή του):

Λαβίνια! Τι είν’ αυτά που λες! Τρελάθηκες! Τ σ’ έκανε ν’ αλλάξεις έτσι ξαφνικά! (Με κακές υποψίες): Ίσως το χειρόγραφο του Όριν, ε; Τι έγραφε; Έχω και γω το δικαίωμα να ξέρω!

(Ενώ εκείνη δεν αποκρίνεται — με περισσότερες υποψίες): Μίλησε τόσο αινιγματικά ο Όριν για την επίδραση που ’χαν πάνω σου εκείνα τα μακρινά νησιά. Μήπως ήθελε να πει κάτι, κάτι σχετικά μ’ εκείνον τον απονήρευτο κι όμορφο ιθαγενή;


ΛΑΒΙΝΙΑ (θίγεται):

Πήτερ! Πώς τολμάς!… (Νομίζοντας πως έτσι θα ξαλαφρώσει): Ναι, είναι αλήθεια αφού επιμένεις τόσο πολύ! Δεν πρόκειται να πω ποτέ ψέματα! Ο Όριν υποπτευόταν πως έγινα δική του! Είν’ αλήθεια, ναι, είναι αλήθεια, χόρτασα το σαρκικό έρωτα μαζί του μέσ’ στο εξωτικό εκείνο περιβάλλον!


ΠΗΤΕΡ (με κατάπληξη τραβιέται από κοντά της — με πληγωμένη καρδιά):

Λαβίνια! Έπαθες διανοητική παράκρουση; Όχι! Όχι! Δε σε πιστεύω! Εσύ, εσύ!… Όχι, όχι!…


ΛΑΒΙΝΙΑ (με σκληρή φωνή):

Γιατί, μήπως δεν είμαι κι εγώ γυναίκα, δεν έχω το δικαίωμα να κάνω ό,τι θέλω; Τον ποθούσα: Ήθελα να με διδάξει τα μυστικά της απέραντης αγάπης, του πραγματικού, του αγνού έρωτα που δεν είναι αμαρτία! Δε δίστασα καθόλου. Έγινα αμέσως δική του! Έγινα η γυναίκα του!


ΠΗΤΕΡ (ανοιγοκλείνει τα μάτια μ’ αδεξιότητα σα να δέχτηκε χαστούκι — την κοιτάζει με πίκρα και θυμό):

Η μητέρα και η Χέιζελ έχουν φαίνεται δίκιο για όσα μου είπαν για σένα! Κατά βάθος είσαι κακιά! Τώρα καταλαβαίνω γιατί αυτοκτόνησε ο Όριν! Ελπίζω να σε τιμωρήσει ο Θεός όπως σου αξίζει! (Την αφήνει και φεύγει βιαστικά χωρίς να κοιτάξει πίσω του).


ΛΑΒΙΝΙΑ (κοιτάζει προς το μέρος απ’ όπου έφυγε — αμέσως με σπαραχτική φωνή πηγαίνει προς τα εκεί):

Πήτερ! Ψέματα! Ψέματα! (Μα στέκεται ξαφνικά και παίρνει το γνωστό της αγέρωχο ύφος. Κοιτάζει προς το μονοπάτι που πήρε ο Πήτερ. Κατόπιν γυρίζει αλλού το βλέμμα της και ψελλίζει με ξεψυχισμένη φωνή): Έχε γεια, Πήτερ. (Ο Σεθ έρχεται από αριστερά. Στέκεται για λίγο και την κοιτάζει με το μελαγχολικό βλέμμα του. Αμέσως αρχίζει με σιγανή φωνή να τραγουδάει το αγαπημένο του τραγούδι, τη "Σεναντόα", κοιτάζοντας θλιμμένα κάτω σα να ψάχνει να βρει κάτι).


ΣΕΘ

"Ω, Σεναντόα, πόσο νοσταλγώ τα κρουσταλλένια σου νερά

τώρα που βρίσκουμαι μακριά σου".


ΛΑΒΙΝΙΑ (χωρίς να τον κοιτάξει ψιθυρίζει τα λόγια του τραγουδιού — με πικρό χαμόγελο):

Όχι, δε βρίσκουμαι πια μακριά, Σεθ. Η θέση μου είναι εδώ, στη σκληρή πραγματικότητα, κάτα από τους ίσκιους των νεκρών Μαίινονς. (Καγχάζει κι ετοιμάζεται να μπει μέσα στο σπίτι).


ΣΕΘ (φοβισμένος απ’ την απελπισία που είναι απλωμένη στο πρόσωπό της, την πιάνει από το μπράτσο):

Μην πηγαίνεις εκεί μέσα, Λαβίνια!


ΛΑΒΙΝΙΑ (με άγριο βλέμμα):

Μη φοβάσαι. Δε μου ταιριάζει το τέλος της μητέρας μου και του Όριν! Αυτό δε θα είναι πραγματική τιμωρία! Έπειτα, δεν απόμεινε κανένας σ’ αυτό το σπίτι για να με τιμωρήσει. Εγώ είμαι η τελευταία των Μαίινονς. Θα τιμωρήσω εγώ η ίδια τον εαυτό μου με τον πιο σκληρό τρόπο που θά βρω εκεί μέσα! Θα ζήσω ολομόναχη μέσα με τους νεκρούς Μαίινονς! Αυτή η τιμωρία είναι μεγαλύτερη κι από φυλακή κι από το θάνατο! Δε θα βγω ποτέ έξω απ’ αυτό το σπίτι, ούτε θα ξαναμιλήσω σε άνθρωπο! Θα κάνεις τον κόπο, Σεθ, να καρφώσεις όλα τα εξώφυλλα για να μην μπαίνει η παραμικρή αχτίδα του ήλιου εκεί μέσα! Θα ζήσω ολομόναχη μέσα σ’ αυτό το κρύο, το σκοτεινό σπίτι, με μόνη συντροφιά τις σκιές των νεκρών Μαίινονς! Θα κρατήσω τα μυστικά τους ώς την τελευταία μου πνοή! Θα τους αφήσω να με τυραννούν με την τρομερή σιωπή τους, ώσπου να ολοκληρωθεί η κατάρα! Έτσι θα πεθάνει μια μέρα κι η τελευταία των Μαίινονς! (Με παράξενο σκληρό χαμόγελο αφήνει τη σκέψη της να πετάξει στα περασμένα): Ξέρω πως οι Μαίινονς θέλουνε να ζήσω πολλά χρόνια ακόμα! Σε μένα έλαχε να πληρώσω τις αμαρτίες των προγόνων μου!


ΣΕΘ (σα να συνεννοείται μαζί της μόνο με την έκφραση του προσώπου της):

Πώς; Δεν άκουσα λέξη απ’ όσα είπες, Λαβίνια. (Κάνει πως ψάχνει πάλι στο χώμα): Δε θυμάμαι πού άφησα κείνο τα ψαλίδι για να κλαδέψω τα δέντρα.


ΛΑΒΙΝΙΑ (γυρίζει απότομα στο μέρος του):

Εμπρός! Μη χάνεις καιρό! Κλείσε τα εξώφυλλα και κάρφωσέ τα καλά!


ΣΕΘ

Ναι, ναι…


ΛΑΒΙΝΙΑ

Και πες στην Άννα να πετάξει όλα τα λουλούδια έξω από το σπίτι!


ΣΕΘ

Ναι, πηγαίνω, πηγαίνω. (Περνάει από κοντά της, ανεβαίνει τα σκαλοπάτια και μπαίνει μέσα στο σπίτι. Έπειτα ανεβαίνει κι η Λαβίνια στο ψηλότερο σκαλοπάτι και στέκεται ακίνητη, σα μαρμάρινο άγαλμα, κοιτάζοντας με το ψυχρό της βλέμμα τη ματωμένη δύση. Ο Σεθ φαίνεται σ’ ένα παράθυρο δεξιά από την κεντρική πόρτα και κλείνει μ’ αποφασιστικότητα και κρότο τα εξώφυλλα. Ο κρότος αυτός της φαίνεται πως είναι η βουβή προσταγή των Μαίινονς και τρέχει μέσα στο σπίτι κλείνοντας πίσω της την πόρτα).


ΑΥΛΑΙΑ


Eugene O’Neill. χ.χ. Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα. Τριλογία - ΙΙI - Ερινύες. Μετ. Γιώργος Ι. Πασχάλης. Αθήνα: Γκοβόστης. Τίτλος πρωτοτύπου: Mourning Becomes Electra, Haunted (1931).