Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Heinrich von Kleist

Πενθεσίλεια

Μετάφραση: Τζένη Μαστοράκη

(απόσπασμα)

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
Μπαίνουν, από τη μια μεριά ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ και ο ΔΙΟΜΗΔΗΣ, κι από την άλλη ο ΑΝΤΙΛΟΧΟΣ, μαζί με ακόλουθους

ΑΝΤΙΛΟΧΟΣ
Χαίρετε, βασιλείς! Τί νέα
απ’ όταν ειδωθήκαμε στην Τροία;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Άσχημα, Αντίλοχε.
Δε βλέπεις πέρα, στην πεδιάδα;
Σαν λύκοι μάνιασαν και πολεμούν
οι δυο στρατοί — οι Έλληνες
κι οι Αμαζόνες. Και, μά τον Δία,
ούτε αυτοί ξέρουν γιατί!
Αν δε βάλει το χέρι του
ο οργισμένος Άρης κι ο Απόλλων,
πάει, όπου να ’ναι θα ξεκληριστούν,
οι λυσσασμένοι, σπαράζοντας
ο ένας τ’ αλλουνού τις σάρκες!
— Φέρτε μου ένα κράνος με νερό!

ΑΝΤΙΛΟΧΟΣ
Να πάρει η οργή!
Τί θέλουν από μας οι Αμαζόνες;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Όπως μας είπε ο Ατρείδης,
ξεκινήσαμε, ο Αχιλλέας κι εγώ,
μ’ όλη τη φάλαγγα των Μυρμιδόνων.
Η Πενθεσίλεια, έλεγαν,
σηκώθηκε απ’ τα δάση της Σκυθίας,
και φέρνει πλήθος Αμαζόνες προς τα δα.
Έρχονται απ’ τα μονοπάτια των βουνών
να λύσουν την πολιορκία της Τροίας.
Κι ύστερα, στις όχθες του Σκαμάνδρου, ακούμε
πως κι ο γιος του Πρίαμου, ο Δηίφοβος,
βγήκε απ’ το Ίλιο μ’ άλλο στρατό
για να προϋπαντήσει τη βασίλισσα.
Παίρνουμε τότε δρόμο να προλάβουμε,
να βγούμε ανάμεσα στους δυο εχθρούς
και στην ανίερή τους συμμαχία.
Περνάμε όλη νύχτα τα στενά
και πάνω που ροδίζει η αυγή,
τί έκπληξη μας περιμένει, Αντίλοχε!
Σε μια ανοιχτή κοιλάδα, εμπρός μας,
βλέπουμε τους άντρες του Δηιφόβου
να χτυπιούνται με τις Αμαζόνες! Κι όπως
ανεμοστρόβιλος ξεσκίζει και σκορπάει τα νέφη,
έτσι κι η Πενθεσίλεια τους Τρώες,
λες και αποφάσισε να τους πετάξει
στον Ελλήσποντο, κι ακόμη παραπέρα,
έξω απ’ της γης τον κύκλο!

ΑΝΤΙΛΟΧΟΣ
Μυστήριο, μά το θεό μας!

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Πυκνώνει ο στρατός μας για να κόψει
τους Τρώες που, φεύγοντας,
έρχονται καταπάνω μας σαν καταιγίδα.
Μας βλέπει ο γιος του Πρίαμου και σταματά,
κι εμείς αποφασίζουμε επιτόπου
να χαιρετίσουμε την αρχηγό των Αμαζόνων.
Στο μεταξύ, έχει κι αυτή ανακόψει
τη νικηφόρα της προέλαση, και λέμε,
πρέπει, μά τον Άδη, τούτη η παρθένα
που έπεσε στη μέση ξένης μάχης,
αρματεμένη ώς τα δόντια κι ουρανοκατέβατη,
πρέπει να πάει με κάποιον απ’ τους δυο!
Κι αφού αποδείχτηκε εχθρός για τους Τευκρούς,
τη θεωρήσαμε δική μας φίλη.

ΑΝΤΙΛΟΧΟΣ
Τί άλλο, μά τη Στύγα;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Πάμε οι δυο μας με τον Αχιλλέα και τη βρίσκουμε.
Στέκει επικεφαλής των κοριτσιών της,
ασάλευτη, και μόνο τ’ άλογό της
κλοτσάει το χώμα και τινάζει
τις πορφυρές και τις χρυσές του φούντες.
Η Πενθεσίλεια κοιτάζει το στρατό μας
μια στιγμή, συλλογισμένη, ανέκφραστη,
λες και μας βλέπει εμπρός της πετρωμένους,
— ώσπου η ματιά της πέφτει στον Πηλείδη,
και πόρωμα βάφει το πρόσωπό της,
ώς κάτω, στο λαιμό,
σα να λαμπάδιασε ο κόσμος γύρω
και φέγγει μες στις φλόγες.
Δίνει μια, ξεπεζεύει, του ρίχνει
ένα βλέμμα σκοτεινό, και μας ρωτάει
ποιός άνεμος μάς φέρνει τόσο επίσημα.
Της λέω τότε, τί χαρά, εμείς οι Αργείοι,
να βρούμε έναν εχθρό των Τρώων,
και πόσο χρήσιμη, για κείνην και για μας,
θα ’ταν μια συμμαχία. Όμως, εκεί που της μιλώ,
προσέχω έκπληκτος πως δε μ’ ακούει.
Γυρίζει απότομα, σα θαμπωμένη,
σε κάποια φίλη που την παραστέκει,
και φωνάζει: «Προθόη! Τί άντρας!»
Τα χάνει η άλλη και σωπαίνει,
ο Αχιλλέας με κοιτάζει και χαμογελά,
κι η Πενθεσίλεια καρφώνει πάλι
το βλέμμα της, σα μεθυσμένη,
στη λαμπερή μορφή του Αιγινήτη,
ώσπου η φίλη σκύβει ντροπαλά και της θυμίζει
πως μου οφείλει ακόμη μιαν απάντηση.
Και τότε, ταραγμένη κι άγρια
και περήφανη συνάμα, μου λέει
πως είναι η Πενθεσίλεια,
βασίλισσα των Αμαζόνων, και η απάντηση
θα μού ’ρθει απ’ τη φαρέτρα της.

ΑΝΤΙΛΟΧΟΣ
Κι ο αγγελιοφόρος σου τα ίδια είπε,
κατά λέξη — αλλά κανείς, σ’ ολόκληρο
το ελληνικό στρατόπεδο, δεν έβγαλε άκρη.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Φεύγουμε, βράζοντας από ντροπή και λύσσα,
ανίκανοι να εξηγήσουμε το επεισόδιο.
Οι Τρώες όμως, παραπλανημένοι,
φαντάζονται πως ευνοεί αυτούς,
πως κάποια παρεξήγηση έγινε
και θύμωσε η Αμαζόνα,
κι αποφασίζουν να της στείλουν κήρυκα
προσφέροντάς της πάλι ό,τι περιφρόνησε:
το χέρι τους και την καρδιά τους.
Μα ο κήρυκας τους δεν προφταίνει
να τινάξει τη σκόνη απ’ τ’ άρματά του,
κι ορμάει η κενταυρίνα, ακράτητη,
σ’ εκείνους και σ’ εμάς μαζί!

Ένας Έλληνας φέρνει νερό.

ΑΝΤΙΛΟΧΟΣ
Ανήκουστο.

ΔΙΟΜΗΔΗΣ
Από τη μέρα εκείνη
μαίνεται η σφαγή στην πεδιάδα.
Και χτες, που ήρθα με τους Αιτωλείς
να ενισχύσω τους δικούς μας,
έπεσε πάνω μας σαν κεραυνός, λες κι έχει
τάμα ν’ αφανίσει όλο το γένος των Ελλήνων.
Μας νίκησε, κι έπιασε τόσους αιχμαλώτους,
που εμάς των άλλων δε μας φτάνουν πια
τα μάτια για να τους αποζητάμε.

ΑΝΤΙΛΟΧΟΣ
Δεν έμαθε κανείς τί θέλει από μας;

ΔΙΟΜΗΔΗΣ
Κανένας. Μάλιστα, πολλές φορές,
αν δεις με τί αλλόκοτη μανία γυρεύει
το γιο της Θέτιδας μέσα στη μάχη,
θα πεις πως έχει εναντίον του
μίσος προσωπικό. Κι ωστόσο,
τις προάλλες, κάποια στιγμή
που η ζωή του βρέθηκε στα χέρια της,
του την ξανάδωσε χαμογελώντας. — Δώρο!

ΑΝΤΙΛΟΧΟΣ
Ποιός του την έδωσε;

ΔΙΟΜΗΔΗΣ
Η βασίλισσα.
Χτες, με το δειλινό,
πάνω που αντάμωναν οι δυο στη μάχη,
μπαίνει ο Δηίφοβος στη μέση, παίρνει
το μέρος της παρθένας, και δίνει μια
πισώπλατα στον Αχιλλέα, τόσο γερά,
που τρίζει η πανοπλία του ν’ ανοίξει.
Η Πενθεσίλεια χλωμιάζει. Αφήνει δυο λεπτά
τα χέρια της να πέσουν, κι έπειτα
τινάζει τα σγουρά της,
ορθώνεται στη ράχη του αλόγου,
και κατεβάζοντας το αστραφτερό σπαθί της
σα να το ξεκολλούσε απ’ το στερέωμα,
του το βυθίζει στο λαιμό.
Κι εκείνος, ο απρόσκλητος, σωριάζεται
στα πόδια του ημίθεου.
Τότε ο Πηλείδης, για ευχαριστώ,
κάνει να της το ανταποδώσει,
μα η άλλη σκύβει, πετάει το χαλινάρι,
χώνεται στη χαίτη του αλόγου
κι αποφεύγει το μοιραίο χτύπημα
— κι έπειτα στρέφει, τον κοιτάζει,
του χαμογελάει, και γίνεται καπνός!

ΑΝΤΙΛΟΧΟΣ
Μυστήριο μέγα!

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Εσύ, τι φέρνεις απ’ την Τροία;

ΑΝΤΙΛΟΧΟΣ
Με στέλνει ο Αγαμέμνων, και ρωτάει
μήπως θα ήταν φρόνιμο να υποχωρήσεις
τώρα που άλλαξαν τα πράγματα. Στόχο μας
έχουμε τα τείχη του Ιλίου, κι όχι
την εκστρατεία μιας ελεύθερης βασίλισσας.
Κι αν πάλι σε καταδιώξει, στάσου
να φτάσατε στην Τροία, και τότε ο Ατρείδης
θα βγει ο ίδιος, μ’ όλο το στρατό,
για να διαπιστώσει επιτέλους
με ποιόν θα πάει τούτη η Σφίγγα!

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μά τον Δία! Αυτό έλεγα κι εγώ!
Πάρτε από δω αμέσως τον Πηλείδη!
— Γιατί, όπως λυμένη σκύλα, με ουρλιαχτά,
χιμάει στα κέρατα του ελαφιού, γαντζώνεται
απ’ το λαιμό του εξαίσιου ζώου με τα δόντια,
κι οι δυο χορεύοντας σκίζουν μαζί
βουνά και ποταμούς, και χάνονται
σε νυχτωμένα δάση — έτσι κι αυτός,
τ’ ορκίζεται, θα κυνηγάει την Αμαζόνα,
ώσπου να την αρπάξει απ’ τα μαλλιά
και να τη ρίξει από την παρδαλή της ζέβρα!

ΔΙΟΜΗΔΗΣ
Ας ενωθούμε πάλι, βασιλείς! Πολύτροπε,
κοίταξε να τον καταφέρεις. Κι αν δεν υποχωρήσει,
δεν πειράζει. — Με δυο Αιτωλείς
τον παίρνουμε στον ώμο, και τον πάμε
σηκωτό στο αργείτικο στρατόπεδο!

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ακολουθήστε με!

ΑΝΤΙΛΟΧΟΣ
Ποιός είν’ αυτός;

ΔΙΟΜΗΔΗΣ
Ο Άδραστος!

Heinrich von Kleist. 1986. Πενθεσίλεια. Μετ. Τζένη Μαστοράκη. Θεσσαλονίκη: Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Τίτλος πρωτοτύπου: Penthesileia. Ein Trauerspiel. (Tübingen, 1807).