Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

James Joyce

Οδυσσέας

Μετάφραση: Λεωνίδας Νικολούζος

(απόσπασμα)


2


— Εσύ, Κόχραν, ποιά πόλη τον κάλεσε;

— Ο Τάραντας, κύριε.

— Πολύ ωραία. Λοιπόν;

— Έγινε μια μάχη, κύριε.

— Πολύ ωραία. Πού;

Το άδειο βλέμμα του αγοριού ρώτησε το άδειο παράθυρο.

Από τις θυγατέρες της μνήμης αφηγημένο. Κι όμως ήταν κάπως σαν να μην το ιστορούσε η μνήμη. Μια φράση τότε, ανυπομονησίας, χτύπος των υπέρμετρων φτερών του Μπλέικ. Ακούω να σωριάζονται όλο το διάστημα, σπασμένα γυαλιά και χτίσματα που γκρεμίζονται και τα χρόνια μια τελευταία, γαλάζια φλόγα. Τί μας απόμεινε μετά;

— Ξεχνώ το μέρος, κύριε. 279 π.Χ.

— Άσκουλον, είπε ο Στέφεν, ρίχνοντας μια μάτια στο όνομα και στην ημερομηνία στο ραβδωμένο με αίμα βιβλίο.

— Μάλιστα, κύριε. Κι είπε: Άλλη μια νίκη σαν κι αυτή και χαθήκαμε.

Αυτή τη φράση ο κόσμος τη θυμόταν. Μια οκνηρή πνευματική ικανοποίηση. Από έναν λόφο, που δεσπόζει σε μια νεκροσπαρμένη πεδιάδα, ένας στρατηγός μιλά στους αξιωματικούς του στηριγμένος στη λόγχη του. Οποιοσδήποτε στρατηγός σε οποιουσδήποτε αξιωματικούς. Τεντώνουν τ’ αυτιά τους.

— Εσύ, Άρμστρογκ, ρώτησε ο Στέφεν. Ποιό ήταν το τέλος του Πύρρου;

— Το τέλος του Πύρρου, κύριε;

— Ξέρω, κύριε. Ρωτήστε μένα, κύριε, φώναξε ο Κόμιν.

— Περίμενε. Εσύ, Άρμστρογκ. Ξέρεις τίποτα για τον Πύρρο;

Μια σακούλα με ψωμάκια παραγεμισμένα με σύκα περίμενε προκλητική μέσα στο χαρτοφύλακα του Άρμστρογκ. Πότε πότε γλιστρούσε κανένα μέσα στις παλάμες του και το καταβρόχθιζε αθόρυβα. Ψίχουλα έμεναν κολλημένα στα σαρκώδη χείλια του. Ζαχαρωμένη, παιδική ανάσα. Ευκατάστατοι άνθρωποι, περήφανοι που ο μεγαλύτερος γιος τους ήταν στο ναυτικό. Βίκο Ρόουντ, Ντάλκεϋ.

— Ο Πύρρος, κύριε; Ο Πύρρος, μια αποβάθρα.

Όλοι γέλασαν. Γέλια τσιριχτά, κακόβουλα, χωρίς ευθυμία. Ο Άρμστρογκ κοίταξε γύρω τούς συμμαθητές του, με μια χαζή ευχαρίστηση στο πρόσωπό του. Σε λίγο θα γελούν ακόμη πιο δυνατά, έχοντας συνειδητοποιήσει την έλλειψη εξουσίας εκ μέρους μου και τα δίδακτρα που πληρώνουν οι μπαμπάδες τους.

— Πες μου τώρα, είπε ο Στέφεν αγγίζοντας τον ώμου του αγοριού με το βιβλίο, τί είναι αποβάθρα.

— Αποβάθρα, κύριε, είπε ο Άρμστρογκ. Ένα πράγμα που προχωρεί μέσα στη θάλασσα. Ένα είδος γέφυρας. Η αποβάθρα του Κίνγκσταουν, κύριε.

Μερικοί ξαναγέλασαν: Χωρίς ευθυμία, αλλά με νόημα. Δυο στον πίσω πάγκο ψιθύρισαν. Ναι. Ήξεραν: χωρίς να ’χουν μάθει ποτέ και χωρίς να ήσαν ποτέ αθώοι. Όλοι. Μελετούσε τα πρόσωπά τους και ζήλευε. Έντιθ, Έθελ, Γκέρτυ, Λίλυ. Τα απαράλλαχτά τους: αναπνοές αρωματισμένες κι αυτές με τσάι και ζαχαρωτά, ανόητος σαρκασμός των μπρασελέδων τους όταν παλεύουν.

— Η αποβάθρα του Κίνγκσταουν, είπε ο Στέφεν. Ναι, μια απογοητευμένη γέφυρα.

Αυτή η φράση έβαλε την απορία στα μάτια τους.

Καλή για τη συλλογή αποφθεγμάτων του Χάινς. Κανείς δεν υπάρχει εδώ που να μπορεί να καταλάβει. Αυτό το βράδυ επιδέξια ανάμεσα σ’ άγριο πιοτό και κουβέντα, για να τρυπήσει την αστραφτερή πανοπλία του μυαλού του. Κι ύστερα; Ένας γελωτοποιός στην αυλή του αφέντη του, που τον καλοπιάνουν και τον περιφρονούν και που στο τέλος κερδίζει τον έπαινο ενός συγκαταβατικού αφέντη. Γιατί όλοι διάλεξαν αυτόν τον ρόλο; Όχι μόνο για το γλυκό χάδι. Και γι’ αυτούς η ιστορία δεν ήταν παρά ένα παραμύθι, σαν τόσα και τόσα που συχνά ακούνε, κι η χώρα τους ένα ενεχυροδανειστήριο.

Αν ο Πύρρος δεν έπεφτε στο Άργος από το χέρι μιας γρια-στρίγγλας, ή αν ο Ιούλιος Καίσαρ δεν είχε μαχαιρωθεί; Δεν γίνεται να διαγραφούν απ’ τη σκέψη μας. Ο χρόνος τούς έχει στιγματίσει με το πυρωμένο σίδερο κι αλυσοδέσει, κι είναι κλεισμένοι στο κελί των αναρίθμητων πιθανοτήτων που έχουν αποτρέψει. Αλλά μπορεί να ήσαν πιθανές αυτές οι πιθανότητες που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν; Ή μήπως πιθανό ήταν μονάχα αυτό που έγινε; Ύφαινε, υφαντή του αγέρα.

— Πέστε μας μια ιστορία, κύριε.

— Ναι, ναι, κύριε, μια ιστορία για φαντάσματα.

— Πού βρισκόμαστε εδώ; ρώτησε ο Στέφεν ανοίγοντας ένα άλλο βιβλίο.

— Μην κλαις άλλο, απάντησε ο Κόμιν.

— Συνέχισε λοιπόν, Τάλμποτ.

— Κι η ιστορία, κύριε;

— Μετά, πρόσταξε ο Στέφεν. Συνέχισε Τάλμποτ.

Ένα μαυριδερό αγόρι άνοιξε ένα βιβλίο και το στήριξε γρήγορα στην πλάτη του χαρτοφύλακά του. Απάγγελνε κομπιάζοντας τους στίχους, κοιτάζοντας με μάτια παραξενεμένα το κείμενο:


Μην κλαις άλλο, λυπημένε βοσκέ,

μην κλαις άλλο γιατί ο Λυκίδας, που γι’ αυτόν θλίβεσαι,

δεν πέθανε, κι ας κείτεται κάτω από το δάπεδο των νερών.


Αυτό λοιπόν πρέπει να ’ναι μια κίνηση, μια πραγματικότητα του πιθανού, όσο ήταν πιθανό. Η φράση του Αριστοτέλη πήρε μορφή μέσα στους κακοδιαβασμένους στίχους και πλημμύρισε τη φιλόμαθη σιωπή στη βιβλιοθήκη της Αγίας Γενεβιέβης, όπου μελετούσε κάθε βράδυ, προφυλαγμένος απ’ την αμαρτία του Παρισιού. Πολύ κοντά του, ένας ντελικάτος Σιαμέζος ήταν βυθισμένος στη μελέτη μιας πραγματείας περί στρατηγικής. Θρεμμένα και τρεφόμενα μυαλά γύρω από μένα: κάτω από κρεμαστές, πυρακτωμένες λάμπες, κουνώντας ανάλαφρα τις κεραίες τους: και στη σκοτεινιά του μυαλού του ένα τέρας αργοκίνητο του κάτω κόσμου, δισταχτικό, εχθρός της μέρας, σέρνει τις τερατώδεις, λεπιδόστρωτες πτυχές του. Η σκέψη είναι η σκέψη της σκέψης. Φως γαληνεμένο. Η ψυχή είναι με μια λέξη ό,τι υπάρχει: η ψυχή είναι η μορφή των μορφών. Γαλήνη ξαφνική, απέραντη πυρακτωμένη: μορφή των μορφών.

Ο Τάλμποτ επανέλαβε:


— Με τη βοήθεια Εκείνου που περπάτησε στα κύματα. Με τη βοήθεια Εκείνου…


— Γύρισε τη σελίδα, είπε ήσυχα ο Στέφεν. Δεν βλέπω τίποτα.

— Ορίστε, κύριε; ρώτησε ο Τάλμποτ, απλά σκυμμένος μπροστά.

Το χέρι του γύρισε τη σελίδα. Στύλωσε το κορμί του και συνέχισε πάλι, έχοντας τώρα μόλις θυμηθεί. Εκείνον που περπάτησε πάνω στα κύματα. Κι εδώ η σκιά του σκεπάζει κι αυτές τις δειλές καρδιές, και την καρδιά και τα χείλη του χλευαστή, και τα δικά μου. Σκεπάζει τ’ ανήσυχα πρόσωπα εκείνων που του παρουσίασαν το νόμισμα του φόρου. Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ. Βλέμμα αργό από μάτια σκοτεινά, μια πρόταση αινιγματική να υφάνουν μάτια σκοτεινά, μια πρόταση αινιγματική να υφάνουν πάλι και πάλι οι αργαλειοί της εκκλησιάς. Αληθινά.


Αίνιγμα, μαντέψτε το.

Ο πατέρας μου μού ’δωσε σπόρους να σπείρω.


Ο Τάλμποτ έκλεισε το βιβλίο του και το πέταξε μέσα στο χαρτοφύλακά του.

— Σας ρώτησα όλους σας; ρώτησε ο Στέφεν.

— Μάλιστα, κύριε. Χόκεϋ στις δέκα, κύριε.

— Μισή μέρα, κύριε, Πέμπτη.

— Ποιός μπορεί ν’ απαντήσει σ’ ένα αίνιγμα; ρώτησε ο Στέφεν.

— Ένα αίνιγμα, κύριε; Ρωτήστε εμένα, κύριε.

— Α, ρωτήστε εμένα, κύριε.

— Ένα δύσκολο, κύριε.

— Αυτό είναι το αίνιγμα, απάντησε ο Στέφεν.


Ο πετεινός λάλησε

ο ουρανός ήταν γαλανός.

Οι καμπάνες του καλού Θεού

κτυπούσαν έντεκα.

Είναι ώρα, γι’ αυτή τη φτωχή ψυχή

να πάει στους ουρανούς.

Τί είναι;


— Τί, κύριε;

— Πάλι, κύριε. Δεν ακούσαμε.

Τα μάτια τους άνοιγαν διάπλατα, καθώς ο Στέφεν επαναλάμβανε. Μετά από λίγη σιωπή μίλησε ο Κόχραν:

— Τί είναι, κύριε; Εμείς δεν το βρίσκουμε.

Ο Στέφεν, νιώθοντας μια φαγούρα στο λαιμό του, απάντησε:

— Είναι η αλεπού που θάβει τη γιαγιά της κάτω από ένα πριναρόθαμνο.

Σηκώθηκε και ξέσπασε σ’ ένα δυνατό, νευρικό γέλιο κάνοντας τα παιδιά να φωνάξουν από φόβο.

Ένα μπαστούνι χτύπησε την πόρτα και μια φωνή ακούστηκε στο διάδρομο:

— Χόκεϋ.

Σκορπίστηκαν γλιστρώντας απ’ τους πάγκους τους, ή πηδώντας τους. Γρήγορα εξαφανίστηκαν κι από την αποθήκη έφθανε μέχρι τ’ αυτιά του το κροτάλισμα των μπαστουνιών κι η φασαρία που έκαναν τα παπούτσια τους κι οι γλώσσες τους.

Ο Σάρτζεντ, ο μόνος που ’χε μείνει πίσω, τον πλησίασε αργά, μ’ ένα ανοιχτό τετράδιο στο χέρι. Τ’ ανακατεμένα μαλλιά του κι ο κοκκαλιάρικος λαιμός του μαρτυρούσαν μια κάποια δισταχτικότητα και μέσα απ’ τους αχνισμένους φακούς κάτι αδύναμα μάτια κοιτούσαν παρακλητικά. Πάνω στ’ άχρωμο αναιμικό μάγουλό του, υπήρχε μια απαλή κηλίδα μελανιού, σε σχήμα ημερομηνίας, πρόσφατη κι υγρή σαν το σάλιο σαλιγκαριού.

Του ’δειξε το τετράδιό του. Η λέξη Αθροίσματα ήταν η επικεφαλίδα. Από κάτω κατρακυλούσαν νούμερα και στο τέλος της σελίδας μια στραβή υπογραφή με πεταχτές γραμμές και μια μουντζούρα. Κύριλ Σάρτζεντ: τ’ όνομά του κι η σφραγίδα του.

— Ο κύριος Ντήιζυ μού είπε να τα ξαναγράψω όλα και να σας τα δείξω, κύριε.

Ο Στέφεν ακούμπησε τις άκρες του βιβλίου. Ματαιότης.

— Καταλαβαίνεις, πώς να το κάνεις, τώρα, ρώτησε ο Στέφεν.

— Από το έντεκα μέχρι το δεκαπέντε, απάντησε ο Σάρτζεντ. Ο κύριος Ντήιζυ είπε πως θα ’πρεπε να το αντιγράψω στον πίνακα, κύριε.

— Μπορείς να το κάνεις μόνος σου; ρώτησε ο Στέφεν.

— Όχι, κύριε.

Άσχημος και μηδαμινός. Αδύναμος λαιμός κι αχτένιστα μαλλιά και μια κηλίδα από μελάνι, σάλιο σαλιγκαριού. Κι όμως κάποια τον είχε αγαπήσει, τον είχε πάρει μέσα στην αγκαλιά της και στην καρδιά της. Χωρίς αυτήν η ράτσα των ανθρώπων θα τον είχε συνθλίψει κάτω από το πέλμα της, ένα λιωμένο, πολτοποιημένο σαλιγκάρι. Είχε αγαπήσει το αδύνατο, νερουλιασμένο αίμα του, που διοχετεύθηκε απ’ το δικό της. Ήταν λοιπόν αυτό πραγματικό; Το μόνο αληθινό πράγμα στη ζωή; Το σώμα της μάνας του πεσμένο μπρούμυτα κι ο φλογερός Κολούμπανος καβάλα μέσα στον ιερό ζήλο του. Δεν ήταν πια ο σκελετός ενός κλαδιού που τρέμει καθώς καίγεται στη φωτιά, μια μυρωδιά από ροδόξυλο και βρεγμένες στάχτες. Τον είχε σώσει απ’ τα πόδια που συντρίβουν κι είχε εξαφανιστεί χωρίς καλά καλά να ’χει υπάρξει καθόλου. Μια φτωχή ψυχή που έφυγε στον ουρανό: και σε μια γη γεμάτη ρείκια, κάτω από άστρα που τρεμοσβήνουν μια αλεπού, η κόκκινη ταγγάδα των λεηλασιών της στη γούνα της, με μάτια λαμπερά, άσπλαχνα, έσκαβε μες στη γη, αφογκραζόταν, ξανάριχνε μέσα το χώμα, αφογκραζόταν, έσκαβε και ξανάσκαβε.

Καθισμένος δίπλα του ο Στέφεν έλυνε το πρόβλημα. Αποδείχνει αλγεβρικά ότι το φάντασμα του Σαίξπηρ είναι ο παππούς του Άμλετ. Ο Σάρτζεντ έριχνε λοξά βλέμματα μέσ’ απ’ τα χαμηλωμένα ματογυάλια του. Μπαστούνια του χόκεϋ κροτάλιζαν μέσα στην αποθήκη. Το κούφιο χτύπημα της μπάλας κι οι φωνές ερχόντουσαν απ’ το γήπεδο.

Κατά μήκος της σελίδας τα σύμβολα ξετύλιγαν τον βαρύ μαυριτάνικο χορό τους, μασκαράτα χαρακτήρων, με τα παράξενα μικρά καπέλα τους, από τετράγωνα σε κύβους. Δώστε τα χέρια, προχωρήστε, υποκλιθείτε στη ντάμα σας: έτσι: σατανάδες, γεννημένοι από τη φαντασία των Μαυριτανών. Έφυγαν κι αυτοί απ’ τον κόσμο τούτο, ο Αβερρόης κι ο Μωυσής Μαϊμονίδης, δείχνοντας μέσ’ απ’ τους κοροϊδευτικούς καθρέφτες τους τη σκοτεινή ψυχή του κόσμου, μια σκοτεινιά που λάμπει μέσα στο φως και που το φως δεν την έχει καθόλου καταλάβει.

— Καταλαβαίνεις, τώρα; Θα μπορέσεις να κάνεις το δεύτερο μόνος σου;

— Μάλιστα, κύριε.

Με μεγάλες τρεμουλιαστές μολυβιές ο Σάρτζεντ αντέγραψε τα δεδομένα. Περιμένοντας πάντα για μια λέξη βοήθειας το χέρι του προχωρούσε ευσυνείδητα τα ασταθή σύμβολα. Ένα απαλό χρώμα ντροπής τρεμόσβηνε κάτω απ’ την κιτρινισμένη επιδερμίδα του. Amor matris: γενική υποκειμενική και αντικειμενική. Με το αδύνατο αίμα της και το ξινισμένο γάλα της τον είχε θρέψει κι είχε κρύψει τις φασκιές του απ’ τα μάτια των ανθρώπων.

Σαν αυτόν ήμουν κι εγώ. Οι ίδιοι κυρτοί ώμοι, η ίδια αδεξιότητα. Είναι η δικιά μου παιδική ηλικία που σκύβει κοντά μου. Πολύ μακριά για να τη φτάσει το χέρι μου, έστω και με τις άκρες των δαχτύλων. Η δικιά μου είναι μακριά κι η δικιά του μυστική σαν τα μάτια μας. Μυστικά σιωπηλά, πέτρινα βασιλεύουν μέσα στα σκοτεινά παλάτια, στις καρδιές μας: τύραννοι που ’ναι πρόθυμοι να εκθρονιστούν.

Η πρόσθεση τελείωσε.

— Είναι πολύ απλό, είπε ο Στέφεν, καθώς σηκωνόταν.

— Μάλιστα, κύριε. Ευχαριστώ, απάντησε ο Σάρτζεντ.

Στέγνωσε τη σελίδα μ’ ένα φύλλο λεπτό στυπόχαρτο και πήγε το τετράδιο πίσω στο θρανίο του.

— Θα ’ταν καλύτερα να πάρεις το μπαστούνι σου και να πας έξω με τους άλλους, είπε ο Στέφεν συνοδεύοντας μέχρι την πόρτα την άχαρη σιλουέτα.

— Μάλιστα, κύριε.

Στο διάδρομο ακούστηκε τ’ όνομά του. Τον φώναζαν απ’ το γήπεδο.

— Σάρτζεντ!

— Τρέξε, είπε ο Στέφεν. Ο κύριος Ντήιζυ σε φωνάζει.

Στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας και παρακολουθούσε το αργοκίνητο πλάσμα να σπεύδει στο φτωχικό γήπεδο, όπου αντιμάχονταν υψωμένες φωνές. Είχαν χωρισθεί σε ομάδες κι ο κύριος Ντήιζυ ερχόταν δρασκελώντας με τα γκετοφορεμένα πόδια του πάνω στο πυκνό γρασίδι. Καθώς έφτανε στο κτίριο του σχολείου οι φωνές, που μάλωναν τον ξαναφώναξαν. Έστριψε το θυμωμένο άσπρο μουστάκι του.

— Τί συμβαίνει πάλι; έλεγε και ξανάλεγε φωνάζοντας χωρίς ν’ ακούει.

— Ο Κόχραν κι ο Χάλλινταιυ είναι στην ίδια ομάδα κύριε, του φώναξε ο Στέφεν.

— Περιμένετε, αν θέλετε, στο γραφείο μου για μια στιγμή, μέχρι ν’ αποκαταστήσω την τάξη εδώ, παρακάλεσε ο κύριος Ντήιζυ.

Και διασχίζοντας πάλι το γήπεδο με ύφος σπουδαίο, η γέρικη φωνή του ακούσθηκε να φωνάζει μ’ αυστηρότητα:

— Τί τρέχει; Τί είναι πάλι;

Οι δυνατές φωνές τους τού επιτέθηκαν απ’ όλες τις μεριές. Όλοι μαζί τον περικύκλωσαν, ενώ ο εκτυφλωτικός ήλιος ξέβαφε το μέλι απ’ τα κακοβαμμένα μαλλιά του.

Στο γραφείο πλανιόταν μαγιάτικος αέρας, ανάκατος με τη μυρουδιά από το φθαρμένο καστανόχρωμο δέρμα που έντυνε τις καρέκλες του. Όπως την πρώτη μέρα, που παζάρευε μαζί μου εδώ. Όπως ήταν στην αρχή, είναι και τώρα. Ο δίσκος με τα νομίσματα των Στιούαρτ πάνω στο ντουλάπι, άτιμος θησαυρός ενός βάλτου: και πάντα τέτοιος θα ’ναι. Κι αναπαυτικά βολεμένοι μέσα στην κουταλοθήκη από κόκκινο βελούδο, ξεθωριασμένοι οι δώδεκα απόστολοι, που κήρυξαν το λόγο του Θεού σ’ όλους τους ειδωλολάτρες: και εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν.

Βιαστικό περπάτημα πάνω στην πέτρα της εισόδου και στο διάδρομο. Φυσώντας και ξεφυσώντας το λεπτό μουστάκι του, ο κύριος Ντήιζυ σταμάτησε στο τραπέζι.

— Πρώτα να τακτοποιήσουμε τους μικρολογαριασμούς μας, είπε.

Έβγαλε απ’ το παλτό του ένα πορτοφόλι τυλιγμένο μ’ ένα δερμάτινο λουρί. Τ’ άνοιξε μ’ ένα κτύπημα και πήρε από μέσα δύο χαρτονομίσματα, το ένα κολλημένο στη μέση, και τ’ ακούμπησε προσεχτικά στο τραπέζι.

— Δύο, είπε, κι αφού ξανατύλιξε με το λουρί το πορτοφόλι του το εξαφάνισε.

Και μετά το χρηματοκιβώτιό του για το χρυσάφι. Ο Στέφεν άπλωσε το αμήχανο χέρι του πάνω απ’ τα όστρακα που ήσαν σωριασμένα μέσα στο κρύο πέτρινο βάζο: κοχλίες κι αχηβάδες και όστρακα λεοπάρδαλης: κι αυτό με τις σπείρες που μοιάζει με τουρμπάνι εμίρη κι εκείνο εκεί, η αχιβάδα του Αγίου Ιακώβου. Η συλλογή ενός γέρου προσκυνητή, νεκρός θησαυρός άδεια όστρακα.

Ένα σόβεριν έπεσε αστραφτερό και καινούριο, πάνω στο χοντρό, μάλλινο τραπεζομάντιλο.

— Τρία, είπε ο κύριος Ντήιζυ παίζοντας με το μικρό του χρηματοκιβώτιο. Αυτά τα πράγματα είναι χρήσιμο να τα έχει κανείς. Κοίτα. Εδώ είναι για τα σόβεριν. Εδώ για τα σελίνια, για τα εξάπενα, για τις μισές κορόνες. Κι εδώ για τις κορόνες. Κοίτα.

Έκανε να πηδήσουν δυο ακόμη κορόνες και δυο σελίνια.

— Τρεις λίρες και δώδεκα σελίνια. Φαντάζομαι να συμφωνείς.

— Ευχαριστώ, κύριε, είπε ο Στέφεν, μαζεύοντας τα χρήματα ντροπαλά και βιαστικά και ρίχνοντας τα σε μια τσέπη του παντελονιού του.

— Δεν χρειάζονται ευχαριστίες, είπε ο κύριος Ντήιζυ. Τα κέρδισες με τον ιδρώτα σου.

Το χέρι του Στέφεν, ελεύθερο πάλι, ξαναγύρισε στ’ άδεια όστρακα. Σύμβολο επίσης της ομορφιάς και της δύναμης. Ένας σωρός μέσα στην τσέπη μου. Σύμβολα λερωμένα απ’ την λαιμαργία και την αθλιότητα.

— Μη τα κουβαλάς, έτσι, πάνω σου, παρατήρησε ο κύριος Ντήιζυ. Θα σου πέσουν πουθενά και θα τα χάσεις. Δεν έχεις παρά ν’ αγοράσεις μια απ’ αυτές τις μηχανές θα τις βρεις πολύ χρήσιμες.

Απάντησε κάτι.

— Η δικιά μου θα ’ταν άδεια συχνά, απάντησε ο Στέφεν.

Το ίδιο δωμάτιο, η ίδια ώρα, η ίδια σοφία: κι εγώ ο ίδιος. Τρεις φορές μέχρι τώρα. Τρεις βρόχοι με περιβάλλουν. Λοιπόν. Μπορώ να τους σπάσω αυτή τη στιγμή αν το θελήσω.

— Επειδή δεν κάνεις οικονομία, απάντησε ο κύριος Ντήιζυ, με το δάχτυλο ψηλά. Δεν ξέρεις ακόμη τί είναι το χρήμα. Το χρήμα είναι δύναμη, όταν θα ’χεις φτάσει στα χρόνια μου. Ξέρω, ξέρω. Αν ήξερε η νιότη. Αλλά τί λέει κι ο Σαίξπηρ; Φτάνει το πορτοφόλι να ’χεις καλά γεμάτο.

— Ιάγκο, μουρμούρισε ο Στέφεν.

Σήκωσε τα μάτια απ’ τ’ ακίνητα όστρακα και συνάντησε το βλέμμα του γέρου.

— Αυτός ήξερε τί εστί χρήμα, συνέχισε ο κύριος Ντήιζυ. Έκανε χρήματα. Ποιητής μεν, αλλά Εγγλέζος. Ξέρεις ποιά είναι η περηφάνια των Εγγλέζων; Ποιά είναι η πιο περήφανη λέξη, που θ’ ακούσεις από στόμα Εγγλέζου;

Ο άρχοντας της θάλασσας. Τα κρύα σαν τη θάλασσα μάτια του αγνάντευαν τον άδειο κόλπο: η ιστορία φταίει: πάνω σε μένα και στα λόγια μου, χωρίς μίσος.

— Ότι στην αυτοκρατορία τους, ο ήλιος ποτέ δεν δύει, απάντησε ο Στέφεν.

— Μπα! έκανε ο κύριος Ντήιζυ. Αυτό δεν είναι εγγλέζικο. Ένας Κέλτης, ένας Κέλτης της Γαλλίας το είπε. Χτυπούσε το χρηματοκιβώτιο με το νύχι του αντίχειρά του.

— Θα σου πω, είπε με ύφος σοβαρό, ποιό είναι το σπουδαιότερο καύχημα. Πλήρωσα ό,τι όφειλα.

Γενναίε άνθρωπε, γενναίε άνθρωπε.

Πλήρωσα όσα όφειλα. Ποτέ δε δανείστηκα ούτε σελίνι στη ζωή μου. Το καταλαβαίνεις; Δεν οφείλω τίποτα. Το καταλαβαίνεις;

Ο Μάλλιγκαν, εννέα λίρες, τρία ζευγάρια κάλτσες, ένα ζευγάρι πέδιλα, γραβάτες. Ο Κέρραν, δέκα γκινέες. Ο Μακ Καν, μια γκινέα. Ο Φρεντ Ράιαν, δυο σελίνια. Ο Τεμπλ, δυο γεύματα. Ο Ράσσελ, μια γκινέα, τα Ξαδέρφια, δέκα σελίνια, ο Μπόμπι Ρέυνολντς, μισή γκινέα, ο Κόχλερ, τρεις γκινέες, η κυρία Μακ Κέρναν νοίκι πέντε εβδομάδων. Τα λεφτά που ’χει στην τσέπη είναι άχρηστα.

— Για την ώρα όχι, απάντησε ο Στέφεν.

Ο κύριος Ντήιζυ γέλασε με αγαλλίαση καθώς έβαζε στη θέση του το χρηματοκιβώτιό του.

— Ήμουνα βέβαιος γι’ αυτό, είπε χαρούμενα. Αλλά κάποια μέρα θα πρέπει να το καταλάβεις. Είμαστε ένας λαός γενναιόδωρος αλλά πρέπει να ’μαστε και δίκαιοι.

— Φοβάμαι αυτές τις μεγάλες λέξεις, απάντησε ο Στέφεν, που μας κάνουν τόσο δυστυχισμένους.

Για μερικές στιγμές, το βλοσυρό βλέμμα του κυρίου Ντήιζυ έμεινε στυλωμένο στην καλοσχηματισμένη, ογκώδη σιλουέτα ενός άντρα, πάνω απ’ το τζάκι: Άλμπερτ Έντουαρντ, Πρίγκιψ της Ουαλλίας.

— Με περνάς για κανένα απολίθωμα, για κανένα γέρο Τόρυ, ξανάρχισε η σκεφτική φωνή του. Έχω δει τρεις γενιές απ’ την εποχή του Ο’Κόννελ. Θυμάμαι το λιμό. Ξέρεις πως οι μυστικοί πορτοκαλιστές δούλεψαν για τη διχοτόμηση είκοσι χρόνια πριν αναμειχτεί ο Ο’Κόννελ και τον καταγγείλουν οι επίσκοποι του δόγματός σας σαν δημαγωγό; Εσείς οι Φήνιανς ξεχνάτε ορισμένα πράγματα.

Δοξασμένη, ευλαβική κι αθάνατη ανάμνηση. Ο οίκος του Αδάμαντος στην Άρχαμ, την υπέροχη, σημαιοστολισμένος με πτώματα παπιστών. Οι Εγγλέζοι σφετεριστές, πάνοπλοι, βραχνόφωνοι και μασκοφορεμένοι, ετοιμάζουν τον όρκο. Ο φανατισμένος Βορράς κι η νομοταγής Βίβλος τους. Κουρεμένοι επαναστάτες, παραδοθείτε!

Ο Στέφεν έκανε μια σύντομη χειρονομία.

— Κι εγώ έχω αίμα επαναστάτη στις φλέβες μου, συνέχισε ο κύριος Ντήιζυ. Με τη μεριά της ρόκας. Αλλά κατάγομαι από τον σερ Τζων Μπλάκγουντ που ψήφισε υπέρ της ενώσεως. Είμαστε όλοι Ιρλανδοί, όλοι γιοι βασιλιάδων.

— Αλίμονο, έκανε ο Στέφεν.

— Per vias rectas, ήταν το έμβλημά του, εξακολούθησε ο κύριος Ντήιζυ ατάραχος. Ψήφισε υπέρ της ενώσεως και μάλιστα φόρεσε τις ψηλές του μπότες για να πάει με τ’ άλογα απ’ το Αρντς-οβ-Ντάουν στο Δουβλίνο και να ψηφίσει.


Κάλπαζε, κάλπαζε, κάλπαζε,

άλογο δυνατό,

στο βραχόδρομο

που πάει για το Δουβλίνο.


Ένας αυταρχικός γαιοκτήμονας, έφιππος, με τις ψηλές αστραφτερές του μπότες. Ωραίος καιρός σερ Τζων. Ωραίος καιρός, εντιμότατε… Καιρός… Καιρός… Δυο ψηλές, κρεμαστές μπότες χοροπηδούν στο δρόμο τους για το Δουβλίνο. Κάλπαζε, κάλπαζε, κάλπαζε — κάλπαζε, κάλπαζε άλογο δυνατό.

— Α, καλά που το θυμήθηκα, είπε ο κύριος Ντήιζυ. Θα ’θελα να μου κάνετε μια χάρη κύριε Δαίδαλε, εσείς που έχετε σχέσεις με τον κόσμο της λογοτεχνίας. Έχω ένα γράμμα εδώ, για τον τύπο. Καθίστε μια στιγμή. Θέλω μονάχα ν’ αντιγράψω το τέλος.

Πλησίασε στο γραφείο κοντά στο παράθυρο, τράβηξε δυο φορές την καρέκλα του και διάβασε πεταχτά μερικές λέξεις, απ’ τη σελίδα που ήταν τοποθετημένη στον κύλινδρο της γραφομηχανής του.

— Καθίστε. Με συγχωρείτε, πέταξε πάνω απ’ τον ώμο του, οι υπαγορεύσεις της κοινής λογικής. Μια στιγμή μόνο.

Κάτω απ’ τα πυκνά του φρύδια, η ματιά του έτρεχε στο χειρόγραφο, που ήταν δίπλα του και μουρμουρίζοντας άρχισε να χτυπά αργά τα σκληρά πλήκτρα της γραφομηχανής, ξεφυσώντας όταν έπρεπε να σηκώσει τον κύλινδρο για να σβήσει κάποιο λάθος.

Ο Στέφεν κάθισε αθόρυβα μπροστά στην πριγκιπική παρουσία. Ολόγυρα στους τοίχους κρέμονταν μέσα στα κάδρα τους εικόνες νεκρών αλόγων, που στέκονταν υποταχτικά, με τα υπάκουα κεφάλια τους ψηλά: το Ριπάλς του λόρδου Χάστινγκς, το Σότοβερ του δούκα του Ουεστμίνστερ, το Σέυλον του δούκα του Μπώφορτ, Grand Prix de Paris, 1866. Μικροκαμωμένοι αναβάτες στις ράχες τους, με τα μάτια άγρυπνα για το σήμα. Έβλεπε τις ταχύτητές τους, καθώς ποντάριζε στα χρώματα του ρήγα κι ένωνε τις φωνές του με τις κραυγές του πλήθους που χάθηκε.

— Τελεία, σήμανε στα πλήκτρα του ο κύριος Ντήιζυ. Μόνο μια σύντομη διασάφηση αυτού του σπουδαίου θέματος…

Εκεί που ο Κράνλυ με οδήγησε για να πλουτίσω γρήγορα, τρέχοντας πίσω απ’ τα φαβορί του, ανάμεσα απ’ τα ξεφωνητά των στοιχηματιστών, πάνω στους πάγκους τους, την ταγγάδα της καντίνας κι όλον αυτό το βόρβορο, τον ρευστό και παρδαλό. Φέαρ Ρέμπελ στο ζευγάρι: δέκα προς ένα οι άλλοι. Προσπερνούσαμε τους παίχτες των ζαριών και τους παπατζήδες τρέχοντας πίσω απ’ τις οπλές των αλόγων ακολουθώντας τα κασκέτα και τα σακάκια που ανταγωνίζονταν, αφήνοντας πίσω αυτή τη χοντροπρόσωπη γυναίκα, την κυρία ενός χασάπη, που βούταγε το διψασμένο μουσούδι της μέσα σ’ ένα κομμάτι πορτοκάλι.

Από το γήπεδο αντήχησαν οι διαπεραστικές κραυγές των μαθητών κι ένα κελαρυστό σφύριγμα.

Πάλι: ένα γκολ. Βρίσκομαι ανάμεσά τους, μέσα σ’ αυτό το ανακάτεμα από κορμιά, που παλεύουν, το κονταροχτύπημα της ζωής. Θες να πεις εκείνο το στραβοπόδικο μαμόθρεφτο με την αρρωστιάρικη όψη; Κονταροχτυπήματα, κουρνιαχτός και βουή μαχών, τα παγωμένα ξερατά των σφαγμένων, κλαγγές διασταυρούμενων κονταριών και λογχών δολωμένων με ανθρώπινα άντερα, αιματοβαμμένα.

— Αυτό ήτανε, είπε ο κύριος Ντήιζυ καθώς σηκωνότανε.

Πλησίασε στο τραπέζι καρφιτσώνοντας τα φύλλα του. Ο Στέφεν σηκώθηκε.

— Ανέπτυξα το θέμα μου με τα λιγότερα δυνατά λόγια, είπε ο κύριος Ντήιζυ. Πρόκειται γι’ αυτή την επιζωοτία, που τη λένε πόνο του ποδιού και του στόματος. Για ρίξε του καμιά ματιά. Δεν είναι δυνατό να υπάρξει διαφορετική γνώμη επ’ αυτού.

Μπορώ να σας ζητήσω να το δεχτείτε στις στήλες σας; Εκείνο το δόγμα του Laissez faire, τόσο συχνά στην ιστορία μας. Το βοδεμπόριό μας. Η μοίρα όλων των παλιών μας βιομηχανιών. Η σπείρα του Λίβερπουλ που σαμποτάρισε το σχέδιο του λιμανιού του Γκολγουέι. Ευρωπαϊκή ανάφλεξη. Φορτώματα σταριού που διαπλέουν τη στενή θάλασσα του καναλιού. Η υπερσυντέλικη απάθεια του υπουργείου γεωργίας. Ας μου συγχωρεθεί μια κλασική παρένθεση. Κασσάνδρα. Από μια γυναίκα που δεν άξιζε περισσότερο από τη φήμη της. Για να έρθουμε στο προκείμενο θέμα.

— Δεν τους χαρίζω κάστανα, ε; παρατήρησε ο κύριος Ντήιζυ καθώς ο Στέφεν συνέχιζε την ανάγνωση.

Ασθένεια του ποδιού και του στόματος. Γνωστή σαν παρασκεύασμα του Κοχ. Ορός και ιός. Ποσοστό ανοσοποιημένων αλόγων. Ρίντερπεστ. Τα άλογα του αυτοκράτορα στο Μούρζεστεγν, κάτω Αυστρία. Κτηνίατροι. Κύριος Χένρυ Μπλάγκουντ Πράις. Ευγενική προσφορά ένα δίκαιο δοκίμιο. Υπαγορεύσεις της κοινής λογικής. Πρόβλημα μεγίστης σπουδαιότητος, Με όλη τη σημασία της λέξης αρπάζει τον ταύρο απ’ τα κέρατα. Με τις ευχαριστίες μας για τη φιλοξενία των στηλών σας.

— Θέλω να δημοσιευθεί και να διαβαστεί, είπε ο κύριος Ντήιζυ. Θα δείτε πως στο δεύτερο ξέσπασμα θα κηρύξουν αποκλεισμό στα Ιρλανδέζικα βοοειδή. Και μπορεί να θεραπευθεί. Την έχουν ήδη θεραπεύσει. Ο ξάδερφός μου, Μπλάγκουντ Πράις, μου γράφει πως εκεί στην Αυστρία οι ειδικοί την παρακολουθούν και τη γιατρεύουν κανονικά. Προσφέρονται νά ’ρθουν κι εδώ. Προσπαθώ ν’ αποκτήσω επιρροή στο υπουργείο. Προς το παρόν θέλω να δοκιμάσω τη δημοσιότητα. Περιβάλλομαι από εμπόδια, από… μηχανορραφίες, από… παρασκηνιακές επιρροές, από…

Πριν ακουστεί η φωνή του, με μια κίνηση γεροντική τίναξε τον δείκτη του χεριού του στον αέρα.

— Θυμήσου τα λόγια μου, κύριε Δαίδαλε, είπε. Η Αγγλία βρίσκεται στα χέρια των Εβραίων. Σ’ όλες τις ανώτερες θέσεις: στην οικονομία της, στον τύπο της. Κι αυτοί αποτελούν τα σημεία της παρακμής ενός έθνους. Οπουδήποτε μαζευτούν κατατρώνε τη ζωτική δύναμη του έθνους. Το βλέπω να ’ρχεται αυτά τα χρόνια. Οι Εβραίοι έμποροι ήδη βρίσκονται επί το έργον της καταστροφής. Είναι βέβαιο, όσο βέβαιο είναι ότι εμείς στεκόμαστε εδώ αυτή τη στιγμή. Η γηραιά Αγγλία πεθαίνει.

Απομακρύνθηκε με γρήγορα βήματα και τα μάτια του πήραν μια γαλάζια ζωή καθώς διέσχιζαν μια πλατιά ηλιαχτίδα. Έριξε ένα βλέμμα ολόγυρα και ξαναγύρισε.

— Πεθαίνει, είπε, αν δεν είναι ήδη νεκρή.


Το κράξιμο της πόρνης

από δρόμο σε δρόμο

της γηραιάς Αλβιόνας

θα υφάνει το σάβανο.


Τα μάτια του διάπλατα ατένιζαν εκστασιασμένα, αυστηρά μέσα απ’ την ηλιαχτίδα όπου είχε σταθεί.

— Έμπορος, παρατήρησε ο Στέφεν είναι εκείνος που αγοράζει φτηνά και πουλά ακριβά, είτε Εβραίος είναι, είτε εθνικός, δε συμφωνείτε;

— Αμάρτησαν ενάντια στο φως, απάντησε σοβαρός ο κύριος Ντήιζυ. Και μπορείς να δεις το σκοτάδι μέσα στα μάτια τους. Αυτός είναι ο λόγος που μέχρι σήμερα ακόμη περιπλανώνται πάνω στη γη.

Στα σκαλοπάτια του Χρηματιστηρίου του Παρισιού οι άνθρωποι με τις χρυσωμένες επιδερμίδες μετρούν τις τιμές με τ’ αδαμαντοποίκιλτα δάχτυλά τους. Φλυαρίες παπιών. Μυρμήγκιαζαν μέσα στο ναό θορυβώδεις και γελοίοι με τα κεφάλια τους γεμάτα δολοπλοκίες κάτω απ’ τα κακοφτιαγμένα μετάξινα καπέλα τους. Όχι δικά τους: αυτά τα ρούχα, αυτές οι κουβέντες, αυτές οι κινήσεις. Τα βαριά αργοκίνητα μάτια τους διαψεύδανε τις λέξεις, τη ζέση των αθώων χειρονομιών τους· αλλά ήξεραν πως τα μίση σωρεύονταν ολόγυρά τους κι ήξεραν τη ματαιότητα της προσπάθειας. Μάταιη υπομονή που σωριάζει και θησαυρίζει. Ο χρόνος χωρίς αμφιβολία θα τα σκόρπιζε όλα. Ένας θησαυρός σωριασμένος στην άκρη του δρόμου, που οι διαβάτες λεηλατούν κι εξανεμίζουν. Τα μάτια τους γνώριζαν τα χρόνια της περιπλάνησης και, υπομονετικοί, γνώριζαν τα στίγματα της φυλής τους.

— Και ποιός δεν έχει; είπε ο Στέφεν.

— Τί θες να πεις; ρώτησε ο κύριος Ντήιζυ.

Έκανε ένα βήμα μπροστά και στάθηκε δίπλα στο τραπέζι. Το κάτω σαγόνι του κρεμόταν λίγο λοξά, απορημένο. Αυτή είναι η σοφία των γέρων; Περιμένει ν’ ακούσει μια λέξη από μένα.

— Η ιστορία, είπε ο Στέφεν, είναι ένας εφιάλτης, από τον οποίο προσπαθώ να ξυπνήσω.

Απ’ το γήπεδο υψώθηκαν οι κραυγές των αγοριών. Ένα σφύριγμα κελαρυστό: γκολ. Κι αν αυτός ο εφιάλτης σού έδινε μια κλωτσιά στα πισινά;

— Οι βουλές του Δημιουργού δεν είναι οι δικές μας, είπε ο κύριος Ντήιζυ. Όλη η ιστορία κινείται προς ένα μεγάλο σκοπό, την αποκάλυψη του Θεού.

Ο Στέφεν έδειξε απότομα το παράθυρο με τον αντίχειρα, λέγοντας:

— Νά ο Θεός.

Ουράααα! Άιιιιι! Ρρρουουίιιι!

— Τί; έκανε ο κύριος Ντήιζυ.

— Μια κραυγή στο δρόμο, εξήγησε ο Στέφεν, σηκώνοντας τους ώμους του.

Ο κύριος Ντήιζυ χαμήλωσε το βλέμμα του και κράτησε σφιχτά για λίγο τα πλευρά της μύτης του ανάμεσα στα δάχτυλά του. Σήκωσε πάλι το βλέμμα του παρατώντας τη μύτη του.

Εγώ είμαι πιο ευτυχισμένος από σένα, είπε. Έχουμε διαπράξει πολλά λάθη και πολλές αμαρτίες. Μια γυναίκα έφερε την αμαρτία στον κόσμο. Για μια γυναίκα, που δεν άξιζε περισσότερο από τη φήμη της, την Ελένη, τη γυναίκα του Μενέλαου, που του το ’σκασε, οι Έλληνες πολέμαγαν δέκα χρόνια στην Τροία. Μια άπιστη γυναίκα ήταν που έφερε πρώτη τους ξένους, εδώ στην ακτή μας, του Μακ Μάρραιη γυναίκα, κι ο εραστής της ο Ρούρκε, ο πρίγκιπας του Μπρέφινι. Μια γυναίκα ήταν πάλι που προκάλεσε τη πτώση του Πάρινελ. Πολλά λάθη, πολλές αμαρτίες αλλ’ όχι κι η αμαρτία των αμαρτιών. Είμαι αγωνιστής τώρα στη δύση της ζωής μου. Αλλά θα πολεμήσω για το σωστό μέχρι το τέλος.


Γιατί το Άλστερ θα πολεμήσει

και το δίκαιό του θα νικήσει.


Ο Στέφεν σήκωσε ψηλά τα φύλλα που ’χε στο χέρι.

— Λοιπόν, κύριε, άρχισε.

— Προβλέπω, είπε ο κύριος Ντήιζυ, πως δεν θα μείνεις εδώ για πολύ σ’ αυτή τη δουλειά. Δεν γεννήθηκες για καθηγητής, έτσι πιστεύω. Ίσως να κάνω και λάθος.

— Μάλλον για μαθητής, απάντησε ο Στέφεν.

Και τί περισσότερο θα μάθεις εδώ;

Ο κύριος Ντήιζυ κούνησε το κεφάλι του.

— Ποιός ξέρει; είπε. Για να μαθαίνει κανείς, πρέπει να είναι ταπεινός. Αλλά ο μεγάλος δάσκαλος είναι η ζωή.

Ο Στέφεν θρόισε πάλι τα φύλλα.

— Όσο γι’ αυτά, ξανάρχισε.

— Ναι, είπε ο κύριος Ντήιζυ. Έχετε εκεί δυο αντίγραφα. Αν μπορέσετε δημοσιέψτε τα αμέσως.

Τέλεγκραφ. Άιρις Χόμστεντ.

— Θα προσπαθήσω, υποσχέθηκε ο Στέφεν, και θα σας ενημερώσω αύριο. Ξέρω λίγο δυο εκδότες.

— Τέλεια, φώναξε ζωηρά ο κύριος Ντήιζυ. Έγραψα χθες βράδυ στον κύριο Φιλντ, τον βουλευτή. Θα γίνει σήμερα μια συγκέντρωση του συνδικάτου των βοδεμπόρων στο ξενοδοχείο Σίτυ Άρμς. Τον παρακάλεσα να διαβάσει το γράμμα μου στη συγκέντρωση. Εσείς κοιτάξτε, αν μπορέσετε να το δημοσιεύσετε στις δυο εφημερίδες σας. Ποιές είναι;

Δε Ίβνιν Τέλεγκραφ…

— Αυτή φτάνει, είπε ο κύριος Ντήιζυ. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Τώρα θα πρέπει ν’ απαντήσω σ’ αυτό το γράμμα απ’ τον εξάδερφό μου.

— Καλημέρα, κύριε, χαιρέτησε ο Στέφεν, βάζοντας τα φύλλα στην τσέπη του. Σας ευχαριστώ.

— Τίποτα, απάντησε ο κύριος Ντήιζυ καθώς έψαχνε τα χαρτιά του πάνω στο γραφείο του. Θα ’θελα να σπάσω κανένα κοντάρι με σένα, παρ’ όλα τα γεράματά μου.

— Καλημέρα σας, κύριε, επανέλαβε ο Στέφεν κι υποκλίθηκε.

Πέρασε την ανοιχτή είσοδο κι ακολούθησε το χαλικόστρωτο μονοπάτι κάτω απ’ τα δέντρα, ακούγοντας τα ξεφωνητά και το τρίξιμο των μπαστουνιών που έφταναν απ’ το γήπεδο. Τα λιοντάρια ξαπλωμένα στις κολόνες καθώς έβγαινε απ’ την πύλη: φόβητρα ξεδοντιασμένα. Κι όμως θα τον βοηθήσω στη μάχη του. Ο Μπακ Μάλλιγκαν θα με βαφτίσει με κανένα καινούριο όνομα: ο βάρδος ο ταυρο-ευεργέτης.

— Κύριε Δαίδαλε!

Τρέχει πίσω μου. Όχι άλλα γράμματα, ελπίζω.

— Μια στιγμή.

— Μάλιστα, κύριε, είπε ο Στέφεν επιστρέφοντας στην πύλη.

— Θα ’θελα μόνο να σας πως αυτό. Η Ιρλανδία, λένε, έχει την τιμή να είναι η μόνη χώρα που δεν κατεδίωξε του Εβραίους. Και ξέρεις γιατί;

Συνοφρυώθηκε μέσα στο λαμπερό αέρα.

— Γιατί, κύριε; ρώτησε ο Στέφεν, προσπαθώντας να χαμογελάσει.

— Γιατί ποτέ δεν τους επέτρεψε να μπουν, εξήγησε ο κύριος Ντήιζυ με στόμφο.

Ένα γέλιο πνιχτό πήδηξε σαν μπάλα απ’ το λαιμό του, τραβώντας πίσω του μια υπόκωφη αλυσίδα από φλέματα. Έκανε γρήγορα μεταβολή, βήχοντας, γελώντας, κουνώντας τα χέρια του ψηλά στον αέρα.

— Ποτέ δεν τους άφησε να μπουν, ξαναφώναξε μέσα απ’ τα γέλια του χτυπώντας το γκετοφορεμένο πόδι του πάνω στο χαλίκι του μονοπατιού. Αυτός είναι ο λόγος.

Ανάμεσα απ’ το ψηφιδωτό των φύλλων, ο ήλιος έριχνε πάνω στους σοφούς ώμους του ψήγματα χρυσού, νομίσματα που χόρευαν.


James Joyce. χ.χ. Οδυσσέας. Μετ. Λεωνίδας Νικολούζος, Γιάννης Θωμόπουλος. Αθήνα: Παϊρίδης.