Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Hugo von Hofmannsthal

Ηλέκτρα

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Χατζόπουλος

(απόσπασμα)


[…]

Στο πλατύ παράθυρο παρουσιάζεται η μορφή της Κλυταιμνήστρας. Μέσα στη ζωηρή λάμψη των πυρσών το χλωμό, φουσκωμένο πρόσωπό της φαίνεται χλωμότερο απάνω από το καταπόρφυρο φόρεμα. Ακουμπά σε μιαν εμπιστεμένη της ντυμένη φόρεμα βαθύ μενεξεδένιο και σ’ ένα βάκτρο φιλδισένιο και πετραδοστόλιστο. Μια κίτρινη μορφή με μαύρα μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω, ίδια σαν Αιγύπτισσα, με πλακωτό πρόσωπο όμοιο με φιδιού ορθοσηκωμένου κρατά την ουρά του φορέματός της. Η βασίλισσα είναι ολοσκέπαστη με πετράδια και φυλαχτά. Τα μπράτσα της γεμάτα βραχιόλια, τα δάχτυλά της αλύγιστα από τα δαχτυλίδια. Τα βλέφαρα των ματιών της φαίνονται υπερβολικά μεγάλα και δείχνει πως βάζει όλα τα δυνατά της να τα κρατεί ανοιχτά.

Η Ηλέκτρα στέκει ασάλευτη με το πρόσωπο γυρισμένο προς αυτό το παράθυρο. Η Κλυταιμνήστρα ανοίγει απότομα τα μάτια, βγαίνει στο παράθυρο τρέμοντας από θυμό και δείχνει με το βάκτρο την Ηλέκτρα.


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

(στο παράθυρο)

Τί θέλεις; Δέτε ωστόσο εκεί! για δέτε! Πώς σηκώνεται ορθή με φουσκωμένο το λαιμό και μου σφυρίζει με τα γλωσσίδια της! Και το αφήνω αυτό να γίνεται ανεμπόδιστα στο σπίτι μου! Να μπορούσε θα με σκότωνε με τις ματιές. Ω θεοί, τί με βαραίνετε έτσι; Τί με αφανίζετε; Γιατί να παραλύσει μέσα η δύναμή μου, γιατί αν και ζωντανό κορμί να είμαι σα λιβάδι χέρσο κι η τσουκνίδα αυτή φυτρώνει μέσαθέ μου και τη δύναμη δεν έχω να την ξεριζώσω! Γιατί να το παθαίνω αυτό, αιώνιοι θεοί;


ΗΛΕΚΤΡΑ

Οι θεοί! Μα είσαι δα θεά η ίδια. Είσαι ό,τι είναι κι αυτοί.


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Ακούσατε; νιώσατε τί μιλεί;


Η ΕΜΠΙΣΤΕΜΕΝΗ

Πως και συ είσαι από το αίμα των θεών.


Η ΠΟΥ ΤΗΣ ΚΡΑΤΑ ΤΗΝ ΟΥΡΑ

(σφυριχτά)

Το νόημά της είναι δολερό.


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

(ενώ κλείνει τα βαριά της βλέφαρα)

Σα να το έχω ξανακούσει. Και μόνο σα να το λησμόνησα πολύν, πολύν καιρό. Με γνωρίζει καλά. Όμως ποτέ κανείς δεν ξέρει τί έχει μες το νου.

(Η εμπιστεμένη και κείνη που της κρατά την ουρά ψιθυρίζουν μεταξύ τους)


ΗΛΕΚΤΡΑ

Δεν είσαι πια η ίδια εσύ. Τα σκουλήκια κρεμιούνται ολοένα γύρω σου. Ό,τι σου ψιθυρίζουνε στο αυτί χωρίζει σε δυο το στοχασμό σου κι έτσι πας πάντα σου τρεκλίζοντας, είσαι πάντα σου σα να ονειρεύεσαι.


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Θέλω να κατέβω κάτω. Αφήστε με, θέλω να μιλήσω μαζί της. Δεν είναι σήμερα σιχαμερή. Μιλεί σα γιατρός. Οι ώρες τα έχουν όλα στο χέρι τους. Κάθε πράμα μπορεί να μας δείξει μιαν υποφερτή όψη έπειτα από τη φοβερή.

(Φεύγει από το παράθυρο και παρουσιάζεται στην πόρτα, η εμπιστεμένη στο πλευρό της, εκείνη που της κρατά την ουρά πίσω της, κατόπι τους πυρσοί)


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

(από το κατώφλι)

Γιατί με ονόμασες θεά; Μιλείς από κακία έτσι; Έχε το νου σου. Μπορούσε να είναι η τελευταία μέρα που βλέπεις το φως αυτό κι ανασαίνεις τον αέρα αυτόν ελεύτερα.


ΗΛΕΚΤΡΑ

Αλήθεια, αν δεν είσαι συ θεά, τότε πού βρίσκονται οι θεοί; Δεν ξέρω άλλο τίποτε στον κόσμο να με ανατριχιάζει τόσο, όσο άμα συλλογίζομαι πως το κορμί αυτό ήταν η σκοτεινή πύλη όθε γλίστρησα στο φως του κόσμου. Στην αγκαλιά αυτή έγειρα γυμνή; Σ’ αυτά τα στήθη μ’ έχεις σηκωμένη; Έτσι έχω και συρθεί απ’ τον τάφο του πατέρα μου έξω, έπαιξα στα σπάργανα στον τόπο που σκοτώσαν τον πατέρα μου! Είσαι ένας κολοσσός που απ’ τα χαλκά του χέρια δεν ξέφυγα ποτέ. Μου κρατείς το χαλινάρι πάντα. Με δένεις όπου θέλεις. Μου ξέβρασες σαν η θάλασσα μια ζωή, έναν πατέρα και αδέλφια: και κατάπιες σαν η θάλασσα μια ζωή, έναν πατέρα και τ’ αδέρφια. Δεν ξέρω αν θα πεθάνω ποτέ μου από άλλο τίποτε — παρά αν εσύ πεθάνεις.


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Τόσο με σέβεσαι; Κάποια ντροπή δε σου απομένει;


ΗΛΕΚΤΡΑ

Πολλή, πολλή. Μου γγίζει την καρδιά ότι γγίζει τη δική σου. Βλέπεις με πειράζει να βλέπω τον Αίγισθο τον άντρα σου να φορά τις παλιές χλαμύδες του πατέρα μου, του πεθαμένου καθώς ξέρεις, του πρώην βασιλιά. Με πειράζει αλήθεια: βρίσκω πως δεν του πηγαίνουν. Βρίσκω πως του είναι πολύ πλατιές στο στήθος.


Η ΕΜΠΙΣΤΕΜΕΝΗ

Δε μιλεί όπως στοχάζεται.


Η ΠΟΥ ΤΗΣ ΚΡΑΤΑ ΤΗΝ ΟΥΡΑ

Κάθε λόγος της είναι ψευτιά.


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

(οργισμένη)

Δε θέλω ν’ ακούσω τίποτε. Ό,τι βγαίνει από το στόμα σας είναι μονάχα ο ανασασμός του Αιγίσθου. Δε θέλω να μουρμουρίζω σε όλα. Άμα μου μιλεί ό,τι μ’ ευχαριστεί ν’ ακούω, θέλω ν’ ακούω ό,τι αυτή μιλεί. Ποιά είναι η αλήθεια κανένας δεν το βρίσκει. Κανείς στη γη δεν ξέρει την αλήθεια για ένα κάποιο αποκρυμμένο πράμα. Δεν είναι στη φυλακή κάποιοι που λένε πως εγώ είμαι φόνισσα κι ο Αίγισθος δολοφόνος; Κι άμα σας ξυπνώ τη νύχτα, καθεμιά από σας δε μιλεί κατιτίς άλλο; Δε φωνάζεις εσύ πως είναι τα βλέφαρά μου φουσκωμένα, πως είναι το συκώτι μου άρρωστο και πως όλα έρχονται μόνο απ’ το άρρωστο συκώτι; και δε μου ψιθυρίζεις εσύ στο άλλο αυτί πως είδες δαιμόνους με μακριές σουβλερές μύτες να μου βυζαίνουν το αίμα; δε μου δείχνεις τα σημάδια στη σάρκα μου, και δε σε ακούω εγώ και σφάζω, σφάζω, σφάζω θύματα το ένα απάνω στο άλλο; Δε με σέρνετε στο θάνατο με τους λόγους σας και τους αντίλογους; Δε θέλω πια ν’ ακούω: τούτο είναι αλήθεια, εκείνο ψέμα. Αν ένας λέει κάτι ευχάριστο κι ας είναι αυτός η θυγατέρα μου, ας είναι κείνη εκεί, θέλω να σκίσω απ’ τη ψυχή μου όλες τις σκέπες και ν’ αφήσω να με φτάσει, όθε κι αν έρχεται, το φύσημα απαλού αεριού, όπως κάνουν οι άρρωστοι που καθισμένοι αποβραδίς σιμά στη λίμνη παραιτούν στο δροσερό αέρι τις πληγές τους και κάθε πρήξιμο και δε στοχάζονται άλλο παρά πώς να βρουν ξαλάφρωμα. Έτσι θέλω μια φορά και γω ν’ αρχίσω να νοιάζουμαι μονάχη για τον εαυτό μου. Αφήστε με μόνη μαζί της.

(Ανυπόμονη, νεύει με το βάκτρο της εμπιστεμένης και κείνης που της κρατά την ουρά να μπούνε μέσα. Αυτές χάνονται δισταχτικά στην πόρτα. Κι οι πυρσοί χάνονται και μόνο από μέσα, από το διάδρομο πέφτει στην αυλή μια λάμψη αδύνατη και φωτίζει πού και πού τις μορφές των δυο γυναικών).


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

(ύστερα από σιωπή)

Δεν περνώ καλά τις νύχτες. Ξέρεις τίποτε για τα όνειρα;


ΗΛΕΚΤΡΑ

(πηγαίνοντας κοντά)

Ονειρεύεσαι, μητέρα;


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Δεν έχεις άλλα λόγια να μη παρηγορήσεις; Λύσε τη γλώσσα σου. Ναι, ονειρεύομαι. Ναι, όποιος αρχίζει να γερνά ονειρεύεται. Μόνο μπορεί κανείς να διώξει τα όνειρα. Τί στέκεις στο σκοτάδι; Πρέπει μόνο κανένας να υποτάξει κάθε δύναμη, όπου κι αν είναι σκορπισμένη. Υπάρχουν τελετές. Πρέπει να υπάρχουν για όλα οι σωστές τελετές. Έχει πολύ να κάνει με τί τρόπο λέει κανένας ένα λόγο και μια φράση. Και ποιά ώρα ακόμα. Κι αν είναι χορτάτος ή νηστικός. Κάποιοι πεθάναν γιατί μπήκαν στο λουτρό την ώρα που δεν έπρεπε.


ΗΛΕΚΤΡΑ

Έχεις στο νου σου τον πατέρα μου;


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Γι’ αυτό είμ’ έτσι φορτωμένη με πετράδια. Γιατί φωλιάζει δίχως άλλο στον καθένα μια δύναμη. Πρέπει μόνο κανείς να ξέρει πώς να τη μεταχειριστεί. Φτάνει να ήθελες, μπορούσες να πεις κάτι που θα με ωφελούσε.


ΗΛΕΚΤΡΑ

Εγώ, μητέρα, εγώ;


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Ναι, συ! γιατί είσαι γνωστική. Στο κεφάλι σου είναι γερά όλα. Μιλείς για παλιά πράματα έτσι σα να έχουν γίνει χτες. Μα εγώ είμαι σάπια. Συλλογίζομαι, όμως μέσα μου σωριάζονται όλα το ένα απάνω στο άλλο. Κι όταν ανοίγω το στόμα, νά ο Αίγισθος φωνάζει κι ό,τι μου φωνάζει μού είναι τόσο μισητό, θέλω να εναντιωθώ και να είμαι δυνατότερη απ’ τα λόγια του — όμως δε βρίσκω να πω τίποτε! Δε βρίσκω τίποτε! Δε βρίσκω ακόμα, αν το είπε σήμερα εκείνο που με κάνει να τρέμω από θυμό, αν το είπε σήμερα ή εδώ και πολλά χρόνια· έπειτα ζαλίζομαι, δεν ξέρω άξαφνα ποιά είμαι, κι αυτό είναι η φρίκη, αυτό είναι να γκρεμίζεσαι ολοζώντανη στο χάος, κι ο Αίγισθος! ο Αίγισθος με περιπαίζει και γω δε βρίσκω τίποτε να πω, δε βρίσκω να πω τα πράματα τα τρομερά που θα τον κάνανε να σώπαινε και να κοιτάζει τη φωτιά χλωμός καθώς και γω. Εσύ όμως έχεις λόγια. Μπορούσες να πεις πολλά που θα μου κάνανε καλό. Αγκαλά κι ένας λόγος δεν είναι παρά λόγος μόνο! Τί είναι δα μια ανάσα! κι όμως όταν κείτομαι με ανοιχτά μάτια, σέρνεται ανάμεσα μέρας και νύχτας κάτι απάνω μου, κάτι που δεν είναι λόγος, δεν είναι πόνος, δε με συντρίβει, δε με πνίγει, με αφήνει να κείτουμαι όπως είμαι, και στο πλευρό μου εκεί κείτεται ο Αίγισθος και κει, εκεί είναι η κουρτίνα: όλα με κοιτάζουν, σα να ήταν από αιώνες των αιώνων: τίποτε δεν είναι, ούτε βραχνάς, κι ωστόσο είναι όλα τόσο τρομερά ώστε η ψυχή μου ποθεί να κρεμαστεί και κάθε μέλος του κορμιού μου διψά το θάνατο κι ωστόσο ζω κι ούτε άρρωστη δεν είμαι: νά, με βλέπεις: φαίνομαι άρρωστη; Μπορεί λοιπόν κανένας να χαθεί σαν ψοφίμι σαπισμένο; μπορεί να λιώσει άμα δεν είναι ολότελα άρρωστος; να λιώσει με άγρυπνα τα φρένα, να φαγωθεί σα φόρεμα απ’ το σκόρο; Κι έπειτα κοιμούμαι κι ονειρεύομαι, ονειρεύομαι! πως στα κόκαλά μου λιώνει το μεδούλι και ξανασηκώνομαι τρεκλίζοντας κι ούτ’ ένα από τα δέκα του νερού δεν έχει αδειάσει στην κλεψύδρα, και κείνο που γελά σαρκαστικά αποκάτω απ’ την κουρτίνα δεν είναι η αχνή αυγή, όχι, είναι πάντα ο πυρσός μπροστά στην πόρτα που παίζει τρομαχτικά σαν κάτι ζωντανό και μου παραφυλά τον ύπνο. Δεν ξέρω ποιοί είν’ αυτοί που μου τα κάνουν κι αν κατοικούν ψηλά ή κάτω κάπου — άμα σε βλέπω εσέ να στέκεις όπως τώρα, φαντάζομαι πως έχεις το μέρος σου σ’ αυτά. Όμως ποιά είσαι εσύ; Δεν ξέρεις να πεις μήτ’ ένα λόγο, άμα σε ακούει κανείς. Ποιόν θα ωφελούσε ή θα έβλαφτε τόσο πολύ αν ζεις ή όχι; Τί με κοιτάς έτσι κατάματα; Δε θέλω να με κοιτάζεις έτσι. Αυτά όμως τα όνειρα πρέπει να πάψουν. Όποιος κι αν τα στέλνει: κάθε δαίμονας μας παραιτά, άμα τρέξει το σωστό αίμα.


ΗΛΕΚΤΡΑ

Καθένας!


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Κι αν ήταν ν’ άνοιγα τις φλέβες κάθε ζώου που σέρνεται ή πετά και να ξυπνώ στου αιμάτου τον αχνό και να πέφτω να κοιμούμαι σε καταχνιά ολοκόκκινη σαν τους λαούς της τελευταίας Θούλας: δε θέλω να ονειρεύομαι άλλο.


ΗΛΕΚΤΡΑ

Σαν πέσει το σωστό το θύμα κάτω απ’ το πελέκι, τότε δε θα ονειρεύεσαι άλλο.


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

(πηγαίνοντας κοντά της)

Ξέρεις λοιπόν εσύ με ποιό ιερό ζώο —


ΗΛΕΚΤΡΑ

Μ’ ένα ανίερο!


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Που είναι δεμένο μέσα;


ΗΛΕΚΤΡΑ

Όχι! γυρίζει ελεύτερο.


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

(με λαχτάρα)

Και ποιά είναι η τελετή;


ΗΛΕΚΤΡΑ

Τελετή παράξενη, που πρέπει να εκτελεστεί σωστά.


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Λέγε λοιπόν!


ΗΛΕΚΤΡΑ

Δεν μπορείς να με μαντέψεις;


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Όχι, γι’ αυτό ρωτώ. Ονόμασε το θύμα.


ΗΛΕΚΤΡΑ

Μια γυναίκα.


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

(με μεγαλύτερη λαχτάρα)

Καμιά απ’ τις δούλες μου για πες! Κανένα παιδί; καμιά απάρθενη γυναίκα; καμιά που γνώρισε άντρα;


ΗΛΕΚΤΡΑ

Ναι, που γνώρισε!


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Κι η θυσία πώς; και ποιά ώρα; και πού;


ΗΛΕΚΤΡΑ

Όπου κι αν είναι, όποια ώρα την ημέρα και τη νύχτα.


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Λέγε τον τρόπο! Πώς θα γίνει; πρέπει εγώ μονάχη —


ΗΛΕΚΤΡΑ

Όχι. Τώρα δε θά ’βγεις στο κυνήγι εσύ με δίχτυ και πελέκι.


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Τότε ποιός; ποιός θα κάμει τη θυσία;


ΗΛΕΚΤΡΑ

Ένας άντρας.


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Ο Αίγισθος;


ΗΛΕΚΤΡΑ

(γελά)

Μα σου είπα: ένας άντρας!


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Ποιός; Αποκρίσου μου. Κανείς εδώ μέσα; ή πρέπει νά ’ρθει κάποιος ξένος;


ΗΛΕΚΤΡΑ

(κοιτάζοντας χάμω, σα χαμένη)

Ναι, ναι, ένας ξένος. Μα εννοείται από εδώ μέσα.


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Μη μου λες αινίγματα. Ηλέκτρα, άκουσέ με. Χαίρομαι που σήμερα σε βρίσκω δίχως πείσμα μια φορά. Αν οι γονείς είναι σκληροί, τα παιδιά τούς αναγκάζουν να είναι. Δεν υπάρχει σκληρός λόγος που πίσω να μην παίρνεται, κι η μάνα όταν κάνει κακόν ύπνο, φαντάζεται το τέκνο της καλύτερα σε κλίνη αντρός παρά στις αλυσίδες.


ΗΛΕΚΤΡΑ

(απομέσα της)

Το τέκνο όμως ανάποδα: θα ήθελε τη μάνα καλύτερα νεκρή παρά στην κλίνη.


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Τί ψιθυρίζεις; Σου λέω δεν υπάρχει πράμα που να μένει ανάλλαχτο. Μην όλα δεν περνούν εμπρός στα μάτια μας κι αλλάζουνε σαν ένα σύννεφο; Και μεις οι ίδιοι, εμείς! κι οι πράξες μας! Πράξες! Εμείς και πράξες! Τί λόγια που είναι. Είμαι λοιπόν εγώ που το έκαμα; Κι ανίσως! το έκαμα, το έκαμα! Το έκαμα! Τί λόγο μου βάζεις μες στα δόντια! Εδώ έστεκε κείνος που γι’ αυτόν πάντα μιλείς, εδώ έστεκε κείνος και δω έστεκα εγώ και κει ο Αίγισθος και τα βλέμματα από τα μάτια σμίγαν: όμως δεν είχε γίνει ακόμα! κι έπειτα άλλαξε του πατέρα σου το βλέμμα σβήνοντας τόσο αργά, τόσο φριχτά, μα πάντα κρεμασμένο στο δικό μου — κι έγινε πια: ανάμεσα δε μένει τόπος! Πρώτα ήταν πριν, έπειτα πέρασε, — στο ανάμεσα δεν έχω κάμει τίποτε.


ΗΛΕΚΤΡΑ

Όχι, ό,τι έγινε κει ανάμεσα το έκαμε μόνο το πελέκι.


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Πώς βρίσκεις με τα λόγια!


ΗΛΕΚΤΡΑ

Όχι τόσο γερά, ούτε τόσο γοργά όσο εσύ με το πελέκι.


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Δε θέλω ν’ ακούσω τίποτε γι’ αυτό. Σώπα. Αν ο πατέρας σου έβγαινε σήμερα μπροστά μου — μπορούσα να μιλώ μαζί του, όπως μιλώ με σένα εδώ. Μπορεί ίσως ν’ ανατρίχιαζα, μπορεί όμως και να πήγαινα σιμά του χαδευτικά και να έκλαιγα, όπως άμα ανταμώνουνε δυο παλιοί φίλοι.


ΗΛΕΚΤΡΑ

(απομέσα της)

Φριχτό, μιλεί για το φόνο, σα να ήταν μάλωμα πριν από το δείπνο.


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Πες της αδερφής σου, όταν με βλέπει, να μη φεύγει σαν τρομαγμένος σκύλος στο σκοτάδι. Πες της να με χαιρετά καλότροπα όπως πρέπει και να μου αποκρίνεται ήσυχα. Τότε δεν ξέρω αλήθεια τί θα μ’ εμπόδιζε να σας παντρέψω και τις δυο πριν μπει ο χειμώνας.


ΗΛΕΚΤΡΑ

Και τον αδερφό; Δεν παίρνεις τον αδερφό στο σπίτι, μάνα;


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Σου το έχω εμποδισμένο να μιλείς για κείνον.


ΗΛΕΚΤΡΑ

Ώστε τον φοβάσαι;


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Ποιός το λέει αυτό;


ΗΛΕΚΤΡΑ

Μάνα, τρέμεις!


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Ποιός φοβάται έναν κουτό;


ΗΛΕΚΤΡΑ

Πώς;


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Λένε, τραυλίζει· κείτεται με τους σκύλους στην αυλή και δεν μπορεί να ξεχωρίσει άνθρωπο από ζώο.


ΗΛΕΚΤΡΑ

Το παιδί ήτανε γερό.


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Λένε πως του δώσαν άθλια κατοικία και συντροφιά τα ζώα της αυλής.


ΗΛΕΚΤΡΑ

Α!


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

(με κατεβασμένα βλέφαρα)

Έστειλα πολύ χρυσάφι και ξανά χρυσάφι, έπρεπε να τον περιποιούνται σα βασιλόπουλο.


ΗΛΕΚΤΡΑ

Λες ψέματα! Έστειλες χρυσάφι για να τον πνίξουν.


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Ποιός σου το είπε;


ΗΛΕΚΤΡΑ

Το βλέπω στα μάτια σου. Μα βλέπω και στην τρεμούλα σου πως είναι ακόμα ζωντανός. Πως μέρα νύχτα δε συλλογίζεσαι άλλο παρά εκείνον. Πως την καρδιά σου την ξεραίνει η φρίκη, γιατί ξέρεις: θά ’ρθει.


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Μη λες ψέματα! Τί με νοιάζει για όποιον λείπει από το σπίτι; Ζω εδώ μέσα κι είμαι η βασίλισσα. Δούλους έχω πολλούς να φυλάγουνε τις πύλες και φτάνει να θελήσω βάζω τρεις οπλισμένους να κάθονται με μάτια ορθάνοιχτα εμπρός στην κάμαρά μου. Ό,τι μιλείς μήτε το ακούω. Δεν ξέρω ακόμα ποιός είν’ αυτός που λες. Δε θα τον δω ποτέ μου: τί με νοιάζει να μάθω αν ζει ή όχι; Μ’ ένα λόγο βαρέθηκα να τον ονειρεύουμαι. Τα όνειρα είναι αρρώστια, τρώνε τη δύναμη και γω θέλω να ζήσω και να είμαι η βασίλισσα. Δε θέλω να με πιάνουν τέτοια ξαφνικά, να κάθουμαι δω σαν καμιά πρόστυχη και να διηγούμαι πώς περνώ τις νύχτες. Είμαι το ίδιο σαν άρρωστη κι οι άρρωστοι φλυαρούν για την αρρώστια τους, αυτό είναι όλο. Μα δε θέλω να είμαι πλέον άρρωστη. Και σένα (σηκώνει το βάκτρο κατά την Ηλέκτρα) θα σου βγάλω στο φως με κάθε τρόπο το σωστόν το λόγο. Προδόθηκες πως ξέρεις ποιό είναι το σωστό το θύμα, ακόμα και τις τελετές που θα μου κάμουνε καλό. Αν δεν τα πεις με τη θέλησή σου, θα τα πεις δεμένη. Αν δεν τα πεις χορτάτη, θα τα πεις πεινώντας. Τα όνειρα είναι κάτι που μπορεί κανένας να τα διώξει. Όποιος βασανίζεται απ’ αυτά και δεν βρίσκει μέσο να γιατρευτεί, είναι μωρός. Θα το βρω ποιός πρέπει να ματώσει για να κερδίσω πάλι τον ύπνο μου.


ΗΛΕΚΤΡΑ

(πηδώντας από το σκοτάδι ίσια απάνω της, πάντα πιο κοντά της, πάντα φοβερότερη)

Ποιός πρέπει να ματώσει; Ο σβέρκος σου, άμα σε πιάσει ο κυνηγός. Νά, σ’ έπιασε: μα μόνο στην τρεχάλα! Ποιός σφάζει θύμα που κοιμάται! Σε ξεπετά, σε κυνηγά μες στο παλάτι! κάνεις δεξιά, βρίσκεις την κλίνη! κάνεις ζερβά, αφρίζει το λουτρό σαν αίμα! το σκοτάδι κι οι πυρσοί ρίχνουν ψηλά σου μαυροκόκκινα δίχτυα θανάτου —

(Η Κλυταιμνήστρα τρέμοντας από άφωνη φρίκη, κάνει να φύγει μέσα. Η Ηλέκτρα την τραβά από το φόρεμα προς το προσκήνιο. Η Κλυταιμνήστρα πηγαίνει πίσω προς τον τοίχο. Τα μάτια της είναι ορθάνοιχτα, το βάκτρο πέφτει από τα χέρια της)

Ήθελες να φωνάξεις, μα ο αέρας πνίγει την αγέννητη κραυγή και την αφήνει να πέσει βουβή χάμω, σα να ’χασες το νου τεντώνεις το λαιμό, νιώθεις την κόψη να σου αστράφτει βαθιά ώς την έδρα της ζωής, μα εκείνος δε σου δίνει το χτύπημα: δεν τέλειωσε ακόμα η τελετή. Σε τραβά από τις πλεξίδες των μαλλιών σου, κι όλα σωπαίνουν, ακούς μονάχα στα πλευρά σου να χτυπά η ίδια σου καρδιά: η ώρα αυτή απλώνεται μπροστά σου σαν κατασκότεινη άβυσσο από χρόνια — η ώρα αυτή σου είναι δοσμένη να μαντέψεις τί νιώθουν οι ναυπηγημένοι, άμα η μαυρίλα της συννεφιάς και του θανάτου τρώγει τις μάταιες κραυγές τους, η ώρα αυτή σου είναι δοσμένη να ζηλέψεις όλους όσοι είναι αλυσόδετοι στους τοίχους μες στις φυλακές, όλους όσοι στο βυθό των πηγαδιών κράζουν το θάνατο σα λυτρωτή —γιατί και συ η ίδια κείτεσαι κλεισμένη τόσο μες στο εγώ σου, σα να ήταν αυτό η πυρωμένη κοιλιά χάλκινου ζώου— κι έτσι, όπως τώρα, δεν μπορείς να βγάλεις κραυγή! Και γω στέκω κοντά σου: δεν μπορείς να πάρεις τη ματιά αποπάνω μου, σπαράζεις πάντα θέλοντας να μαντέψεις ένα λόγο στο σιωπηλό μου πρόσωπο, κυλάς τα μάτια μες στις κόχες, γυρεύεις κάτι να στοχαστείς, θέλεις τα δόντια τρίζοντας να κατεβάσεις τους θεούς απ’ τα νυχτερινά τα νέφη: οι θεοί είναι στο δείπνο! Έτσι όπως τότε που έπνιγες τον πατέρα κάθονται στο δείπνο κι είναι κουφοί σε κάθε αγκομαχητό. Μόνο ένας μισότρελος θεός, το Γέλιο, μπαίνει στην πόρτα τρεκλιστά: θαρρεί πως παίζεις χωρατά, ερωτικά παιχνίδια με τον Αίγισθο, μα βλέπεις ευθύς την πλάνη του, γελά σπαρταριστά και χάνεται μεμιάς. Αλλά και σένα σου φτάνει πια. Η χολή σου στάζει στην καρδιά πικρή, ψοφώντας θέλεις ένα λόγο να στοχαστείς, θέλεις ν’ αφήσεις κάτι ακόμα να σου φύγει, μόνο ένας λόγος αντίς τα ματωμένα δάκρυα που μπορεί και χύνει κι ένα ζώο σαν ξεψυχά: μα νά με, εγώ στέκω μπροστά σου και με ξυλιασμένα μάτια διαβάζεις τώρα τον τεράστιο λόγο, που είναι γραμμένος στην όψη μου: γιατί στην όψη μου είναι σμιγμένη η όψη του πατέρα κι η δική σου, κι έτσι με το βουβό μου στάσιμο έπνιξα εκεί τον τελευταίο σου λόγο, η ψυχή είναι κρεμαστή στο βρόχο που έχεις δέσει η ίδια, το πελέκι πέφτει με βουητό και γω στέκομαι κει και σε βλέπω να πεθαίνεις τέλος! Τότε πια δε θα ονειρεύεσαι, τότε δεν έχω χρεία πια να ονειρεύομαι και γω, κι όποιος θα μείνει ζωντανός, θ’ αλαλάζει και θα μπορεί να χαίρεται που ζει.

Στέκουν κοιτάζοντας στα μάτια η μια την άλλη, η Ηλέκτρα σε άγριο μεθύσι, η Κλυταιμνήστρα αγκομαχώντας φοβερά. Τη στιγμή αυτή φωτίζεται ο διάδρομος κι η εμπιστεμένη της Κλυταιμνήστρας έρχεται τρεχάτη και της ψιθυρίζει κάτι στο αυτί. Η Κλυταιμνήστρα φαίνεται στην αρχή σα να μη νιώθει. Σιγά σιγά όμως συνέρχεται. Νεύει: Φώτα! Έρχονται υπηρέτριες με πυρσούς και στέκουν πίσω της. Η Κλυταιμνήστρα νεύει: Πιο πολλά φώτα! Έρχονται κι άλλες υπηρέτριες με πυρσούς και στέκουν όλες αποπίσω της σε τρόπο που η αυτή γεμίζει φως και μια κοκκινοκίτρινη αναλαμπή πλημμυρά τους τοίχους. Τώρα αλλάζει σιγά σιγά το πρόσωπο της Κλυταιμνήστρας κι η αγωνία της φρίκης γίνεται άγριος θρίαμβος. Νεύει και της ξαναψιθυρίζουν στο αυτί το μήνυμα που της φέραν πριν, χωρίς να πάρει από την Ηλέκτρα τα μάτια ούτε μια στιγμή. Χορτασμένη ώς το λαιμό από άγρια χαρά απλώνει και τα δυο χέρια με φοβέρα στην Ηλέκτρα. Η εμπιστεμένη της σηκώνει από χάμω το βάκτρο, της το δίνει, κι η Κλυταιμνήστρα ακουμπώντας σ’ αυτό και στην εμπιστεμένη τρέχει γοργά, ανυπόμονα στο σπίτι, μαζεύοντας το φόρεμά της όπως ανεβαίνει τα σκαλιά. Οι υπηρέτριες με τους πυρσούς την ακολουθούνε σαν κυνηγημένες.


ΗΛΕΚΤΡΑ

(σ’ αυτό το μεταξύ)

Μα τί της λένε; χαίρεται! Το κεφάλι μου! Δεν μπορώ να νιώσω. Γιατί χαίρεται;


ΧΡΥΣΟΘΕΜΗ

(έρχεται στην αυλόπορτα ουρλιάζοντας δυνατά σαν πληγωμένο ζώο)


ΗΛΕΚΤΡΑ

Χρυσόθεμη! Τρέξε, τρέξε, χρειάζομαι βοήθεια. Πες μου κάτι που να μπορεί κανένας να χαρεί!


ΧΡΥΣΟΘΕΜΗ

(με κραυγή)

Ο Ορέστης! Ο Ορέστης πέθανε!

[…]


Hugo von Hofmannsthal. 1927. Ηλέκτρα. Μετ. Κωνσταντίνος Χατζόπουλος. Β΄ έκδοση. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος "Ελευθερουδάκης Α.Ε.". Τίτλος πρωτοτύπου: Elektra (1903).