Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Marie Goudot

Η ωραία Ελένη

Μετάφραση: Τριάδα Καραγιώργη

(απόσπασμα)


5

ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΑΛΟΓΟ

Το τέχνασμα του Σίνωνα1


Ο Έκτορας ήταν νεκρός. Ο Έκτορας, ο βράχος, το προπύργιο της πόλης. Και η Ελένη μισούσε τον εαυτό της περισσότερο από κάθε άλλη φορά και την αγάπη της για τον Πάρη: Εκείνη κι εκείνος, ο Τρώας άντρας της, ήταν υπεύθυνοι για όλα. «Θα έπρεπε να έχουμε πεθάνει και οι δύο. Εμείς, όχι ο Έκτορας!»

Η Ελένη γνώριζε καλά πια, όπως η Κασσάνδρα και τ’ αδέρφια της, ότι αυτή τη φορά ο πόλεμος ήταν χαμένος. Εκείνο που δεν μπορούσε να μαντέψει ήταν το πότε και το πώς θα ερχόταν το τέλος της πόλης.

— Κυνώπις, φάτσα σκύλας, θρηνολογούσε, ελεεινολογώντας η Ελένη τον εαυτό της πάνω απ’ το πτώμα του Έκτορα. Κυνώπις, σκύλα, εσύ που δεν ξέρεις άλλο απ’ το να μηχανεύεσαι τη συμφορά, επαναλάμβανε όσο διαρκούσε η πολύωρη κηδεία, αντικρίζοντας τον πόνο του Πρίαμου και όλης της οικογένειας.

Τίποτα πια, κανένα γεγονός δεν μπορούσε να αναστρέψει τα πράγματα και να τη βγάλει από τη θλίψη της. Στο εξής δε θα ήξερε πια τί θα πει χαρά. Έμεινε ασυγκίνητη ακόμα κι όταν άκουσε για την εκδίκηση του Πάρη, την προσοχή με την οποία ο θεός Απόλλωνας τον οδήγησε να κατευθύνει το βέλος του στο αδύνατο, το μόνο θνητό σημείο του κορμιού του Αχιλλέα, τη φτέρνα του, εκπληρώνοντας αυτό που από χρόνια ο αντίπαλός του γνώριζε: πως ο θάνατος τον περίμενε στην Τροία. Από την εφηβεία του ακόμα ο μεγάλος ήρωας είχε διαλέξει να πεθάνει τόσο νέος, προτιμώντας το χίλιες φορές από μια ζωή μεγάλη μα στερημένη απ’ τη δόξα.

Δεν ξέρω πια μήτε να κλάψω, έλεγε καμιά φορά εμπιστευτικά η Ελένη στην Ανδρομάχη.

Έλεγε την αλήθεια. Και η επιβεβαίωση των λόγων της δεν άργησε να έρθει.

Ακόμα κι όταν έμαθε ότι ο Πάρης πληγώθηκε από τα βέλη του Φιλοκτήτη και είδε να φέρνουν το πτώμα του, θρηνούσε σκεπάζοντας το πρόσωπο και τα μαλλιά της με στάχτες, μα ούτε και τότε ούτε ποτέ άλλοτε ένιωσε απελπισία παρόμοια μ’ εκείνην που την κατέκλυσε μπροστά στο πτώμα του Έκτορα.


*

Ο Αχιλλέας ήταν νεκρός! Οι στάχτες του, αξεχώριστες απ’ τις στάχτες του Πάτροκλου, αναπαύονταν μέσα σε μια χρυσή λάρνακα2.

Κανένας άλλος πολεμιστής ανάμεσα στους Έλληνες δεν μπορούσε να τους αντικαταστήσει.

Αλλά κι ο Έκτορας, που ήταν η δύναμη της πόλης, δεν υπήρχε πια. Ωστόσο, παρά το πένθος που τύλιγε την πόλη, παρά τη βεβαιότητα που είχε μόνιμα εγκατασταθεί στις ψυχές των Τρώων πως δεν υπήρχε διέξοδος, πως βάδιζαν γοργά προς την καταστροφή, υπήρχαν στιγμές ελπίδας μες στα τείχη.

Μα τίποτα δεν ήταν τόσο δυνατό εκείνη την άφεγγη νύχτα όσο το σούσουρο που σηκώθηκε πως οι Έλληνες τα μάζευαν, στοιβάζοντας όλα τους τα υπάρχοντα στα καράβια: όπλα, άρματα, άλογα…

Οι πιο νέοι ήδη φώναζαν:

— Σε λίγο ο κάμπος θα ’ναι άδειος!

— Σε λίγο η θάλασσα θα ξαναγίνει γαλάζια!

— Θα μπορούμε να λέμε πως είμαστε νικητές ενός πολέμου ενάντια σ’ ολόκληρη την Ελλάδα.

Οι Έλληνες να εγκαταλείψουν τον πόλεμο; Ν’ απαρνηθούν τις βλέψεις τους στον Ελλήσποντο; Να υποχωρήσουν μπροστά στους βαρβάρους;

Όταν τ’ άκουσε αυτά, η Ελένη δε χρειάστηκε να κοιτάξει την Κασσάνδρα, για να προαισθανθεί κι η ίδια τα μαύρα σύννεφα που σκοτείνιαζαν τα μάτια της προφήτισσας. «Είναι αστείο το πόσο νιώθω κοντά της κάποιες φορές», σκέφτηκε, ενώ εκείνη την καλούσε με το χέρι της από μια γωνιά της ταράτσας να πλησιάσει.

Η Κασσάνδρα είχε ένα παράξενο χαμόγελο στα χείλη.

— Εσύ δεν μπορείς να δεις τη σκιά που προχωρά προς το βουνό. Αλλά εγώ γνωρίζω…

— Ο Αινείας, ο ξάδερφός σου; ρώτησε δειλά η Ελένη, θαυμάζοντας ταυτόχρονα την ήμερη ομορφιά της Κασσάνδρας καθώς μιλούσε.

— Ναι, ο Αινείας. Ένα πλοιάριο τον περιμένει από την άλλη μεριά του Ακρωτηρίου. Αν ήξερες πόσο τον αγαπούσα, πόσο θα μου λείψει… Εκείνος δε με φοβόταν ποτέ, ούτε τον τρόμαζαν οι προβλέψεις και τα οράματά μου. Καταλάβαινε αυτά που εγώ είχα κάτω απ’ τα μάτια μου, την ώρα που οι άλλοι δεν έβλεπαν ακόμα τίποτα. Εδώ, για παράδειγμα, χρειάζεται να είσαι ιέρεια του Απόλλωνα για να μαντέψεις ότι, απ’ τη στιγμή που σκοτώθηκε ο Αχιλλέας, οι Έλληνες θα συνέχιζαν τον πόλεμο με άλλα μέσα, διαφορετικά;

Η Κασσάνδρα σταμάτησε για μια στιγμή κι έπειτα εξακολούθησε, ξεκολλώντας από το στόμα της αργά τη μια λέξη μετά την άλλη:

— Όχι πια με τη δύναμη, αλλά με πονηρά τεχνάσματα.

— Ο Αινείας, όμως, πού πήγε;

— Φεύγει, εγκαταλείπει την πόλη. Και δεν τον σπρώχνει ο φόβος του θανάτου. Θα απορήσεις ίσως, μα πρόκειται για θεϊκή εντολή: Πρέπει να φύγει, για να θεμελιώσει μια καινούρια Τροία, αλλού, πολύ μακριά από δω. Και θα πετύχει. Οι Τρώες θα συνεχίσουν να ζουν από δω και πέρα σε μια άλλη, ξένη γη…

— Μα τότε, Κασσάνδρα, εσύ προλέγεις κάτι πολύ ευχάριστο για σας…

— Και λοιπόν; Δε νομίζεις κι εσύ ότι χόρτασα πια από αίμα και θάνατο; Αυτές είναι ιστορίες των Ελλήνων. Σε λίγο, πηγαίνοντας εκεί, θα μπορέσεις να τους μεταφέρεις τη διάψευση όλων όσα έλεγαν εις βάρος μας…

«Να τους μεταφέρω; Σε λίγο; Ο πόλεμος, λοιπόν, φτάνει στο τέλος του;» αναρωτήθηκε η Ελένη.

Μα πριν ακόμα προλάβει ν’ αντιδράσει, η Κασσάνδρα μπήκε τρέχοντας στο εσωτερικό του παλατιού.


— Ελάτε να δείτε!

Με την αυγή οι ίδιες κραυγές αντηχούσαν παντού:

— Η θάλασσα είναι άδεια.

— Έφυγαν όλοι απ’ τον κάμπο!

Για πρώτη φορά ύστερα από τόσο καιρό μπορούσαν να βγουν από τα τείχη δίχως φόβο. Πολλοί έσπευσαν.

Ο χώρος ήταν ακόμα γεμάτος από υπολείμματα φαγητού και το έδαφος γεμάτο ίχνη από τις συγκρούσεις. Ανθρώπινη παρουσία καμιά, εκτός από έναν άντρα, καθισμένο στην αμμουδιά, ανάμεσα σε σπασμένα άρματα και κουπιά, που περισσότερο μάντευαν την ύπαρξή τους παρά τα έβλεπαν μες στην πυκνή πρωινή ομίχλη.

Η Ελένη ήταν σκεφτική και ανήσυχη.

Πιο πολύ όμως θορυβήθηκε όταν άκουσε τον Έλληνα να μιλά για την κατάστασή του. Τον είχαν ξεχάσει οι άλλοι, είπε, πάνω στη βιάση τους να φύγουν. Μάλιστα, τον είχαν ξεχάσει!

— Το όνομά μου είναι Σίνων. Με άφησαν μόνο μου εδώ, να συλλογίζομαι και να μετρώ…

Ο τόνος της φωνής του, η όψη του προκαλούσαν λύπηση. Κάποιοι απ’ τους Τρώες κάθισαν γύρω του και τον άκουσαν να λέει πως οι Έλληνες φεύγοντας άφησαν ένα δώρο για τη θεά Αθηνά:

— Για να έχουν την προστασία της θεάς στο ταξίδι του γυρισμού τους.

Τέτοια έλεγε, μα μόλις που ακουγόταν από τις ερωτήσεις, που έπεφταν γύρω του βροχή.

— Τα φόρτωσαν όλα στα καράβια τη νύχτα;

— Έφυγαν;

— Για πάντα;

Οι ερωτήσεις δε σταμάτησαν, παρά μόνο όταν ο Σίνων, γυρίζοντας τους κάλεσε να δουν προσεκτικά.

Πίσω του ένα παράξενο αντικείμενο αναδυόταν μέσα απ’ την ομίχλη. Είχε σχήμα γιγάντιου τέρατος. Μάντευες τις οπλές του, τα πόδια, την κοιλιά του, μια τεράστια ουρά…

— Ένα ξύλινο άλογο. Αυτό είναι το δώρο τους για τη θεά, είπε.

Και, σταματώντας σε κάθε λέξη, σαν να φοβόταν μην προδώσει κάποιο μυστικό που είχε χρέος ν’ αποσιωπήσει, ο Σίνων πρόσθεσε:

— Όπως το κατασκεύασαν, είναι πολύ μεγάλο για την πύλη της πόλης σας. Μα πρέπει να το περάσετε μέσα. Να το πάτε μέχρι το ναό της Αθηνάς, σαν να είναι δική τους αλλά και δική σας προσφορά. Τότε μόνο η σύρραξη θα λήξει οριστικά. Τρώες, η νίκη είναι στο χέρι σας.

— Ναι!… φώναξαν εν χορώ τα παιδιά.

— Είναι το άλογο που σηματοδοτεί το τέλος του πολέμου, το τέλος της ελληνικής απειλής!

Τότε η Ελένη είδε έναν άνθρωπο να σηκώνεται. Ήταν κατάχλωμος. Τον είχε μόνο ακουστά. Ήταν ο Λαοκόων,3 ένας από τους ετεροθαλείς αδερφούς του Πάρη, πολύ πιο μεγάλος στα χρόνια.

— Όχι: φώναξε εκείνος. Μην κάνετε τίποτα. Αν τολμήσετε…

Δεν πρόλαβε να αποτελειώσει τη φράση του. Η φωνή του πνίγηκε και τότε οι κραυγές της χαράς από το πλήθος διπλασιάστηκαν.

— Μην ακούτε τον Έλληνα, ψεύδεται, παρενέβη και η Κασσάνδρα με τη σειρά της. Θα το μετανιώσετε!

Πολύ αργά.

Οι Τρώες ανέβαιναν τρέχοντας προς την πόλη κατά δεκάδες. Ακούγονταν κιόλας οι χτύποι από τις πέτρες που γκρέμιζαν για να μεγαλώσουν την πύλη και να χωρέσει να περάσει το άλογο.

«Το μνημείο του Ίλου, η πύλη που το προστατεύει, δεν πρέπει να καταστραφεί, αλλιώς η Τροία…» Η Ελένη θυμήθηκε τα πρώτα λόγια που της είχε πει ο Πάρης όταν πρωτομπήκαν στην πόλη. Τώρα καταλάβαινε το τέλος της φράσης που εκείνος δεν είχε συμπληρώσει: «…αλλιώς η Τροία θα χαθεί». Την ίδια στιγμή άκουγε μέσα της να ηχούν τα λόγια που η Κασσάνδρα μόλις την προηγούμενη μέρα είχε προφέρει: «Ο πόλεμος θα συνεχιστεί, όχι πια με τη δύναμη, αλλά με πονηρά τεχνάσματα».


Μα καθώς το άλογο έμπαινε τώρα στην πόλη, δεμένο με χοντρά καραβόσκοινα, σέρνοντάς το σαν να ’ταν πλοίο, ζητωκραυγές και τραγούδια ακούγονταν από παντού. Τί όμορφο και μεγάλο που ήταν! Και τ’ αυτιά του! Το στόμα του! Μαζί με το βάρος του ξύλου του κουβαλούσε κι όλες τις μυρωδιές από τα πεύκα και τα έλατα του όρους Ίδα. Η ουρά του, όπως κατέβαινε κατά μήκος των ποδιών του, έμοιαζε με κλαδί αμπέλου.

— Το άλογο αυτό δεν είναι άδειο. Μέσα του κουβαλά το θάνατο της Τροίας! φώναζε η Κασσάνδρα.

Και, για να δώσει μεγαλύτερη ισχύ στα λόγια της, πέταξε πάνω του ένα τσεκούρι. Το τσεκούρι στριφογύρισε στον αέρα, για να καρφωθεί στην αριστερή πλευρά του ζώου.

Το ξύλινο άλογο τρέμισε κι άφησε να ξεφύγουν από μέσα του κάποια μουρμουρητά.

Η Ελένη όμως είχε την εντύπωση ότι μόνο εκείνη και η Κασσάνδρα το πρόσεξαν. Η νεαρή κόρη βρισκόταν χωρίς άλλο στο κέντρο της αλήθειας, προλέγοντας τη γέννα του αλόγου, τις συμφορές που κουβαλούσε μέσα του.

Η ξύλινη κοιλιά, λοιπόν, ήταν γεμάτη Έλληνες; Ναι, η Ελένη ήταν σχεδόν σίγουρη τώρα δίχως ωστόσο να ξέρει τί να κάνει. Να βοηθήσει τους Τρώες αποκαλύπτοντάς τους την απάτη των εχθρών τους; Να βοηθήσει τους Έλληνες ανεβαίνοντας στα τείχη και κάνοντας σήμα σ’ εκείνους που —αυτό ήταν βέβαιο— περίμεναν κρυμμένοι πίσω από τα βράχια του Σκάμανδρου, έτοιμοι να κάνουν την εμφάνισή τους την κατάλληλη στιγμή;»

«Κόρη μου, σχεδόν κόρη μου!…» Τα λόγια του Πρίαμου ξανάρχονταν στη μνήμη της και την εμπόδιζαν να πάρει απόφαση.

Σαν χαμένη η Ελένη κάθισε σε μια πέτρα. Κοίταξε γύρω της. Νεαρές Τρωαδίτισσες ξετύλιγαν τις μαντίλες απ’ το λαιμό τους και τις έδεναν στα ξύλινα πόδια του αλόγου. Άλλες τοποθετούσαν λουλούδια στην ουρά του ή πετούσαν στεφάνια με πράσινα φύλλα στο κεφάλι του. Και με τί ενθουσιασμό πάσχιζαν να στολίσουν το παράξενο «δώρο»! Καθεμιά έκανε ό,τι μπορούσε.

«Οι κόρες του Πρίαμου και οι ξαδέρφες τους, φίλες μου εδώ και δέκα χρόνια!… Μοιράστηκα τη ζωή τους, τα μυστικά τους. Πρέπει να κάνω κάτι γι’ αυτές, για την Τροία!»

Γεμάτη με τόσες και τόσες αναμνήσεις, σηκώθηκε και εγκατέλειψε την αριστερή πλευρά του αλόγου, όπου τα παιδιά έπιαναν τις ξύλινες ρόδες του προσπαθώντας να σκαρφαλώσουν πάνω του.

Περιφερόταν χωρίς να ξέρει τί να κάνει. Κι έπειτα, ξαφνικά, στάθηκε κάτω από την κοιλιά του ζώου, όχι μακριά απ’ τα ρουθούνια του, τα μόνα ανοίγματα στο ξύλο μαζί με τα μάτια του.

«Τώρα», είπε μέσα της η Ελένη. «Ήρθε η στιγμή να χρησιμοποιήσω το χάρισμά μου να μιμούμαι φωνές.»

Κι αμέσως άρχισε να ψιθυρίζει το όνομα του πρώτου πολεμιστή που περνούσε συχνά απ’ το παλάτι του Μενέλαου:

— Άντικλε, εγώ είμαι, η Λαοδάμεια, η γυναίκα σου. Αχ, Άντικλε, Άντικλε, κατέβα ή απάντησέ μου!

Δεν πήρε απάντηση, αλλά άκουσε αναστεναγμούς και ήχους από μετακινήσεις σωμάτων στο εσωτερικό. Στάθηκε κι αφουγκράστηκε. Υπήρχε όντως αναταραχή μέσα στην ξύλινη κοιλιά. Θα άνοιγε;

Έπειτα, αλλάζοντας τον τόνο της φωνής της, εξακολούθησε:

— Διομήδη, ναι, με αναγνωρίζεις, είμαι η αγαπημένη σου Αιγιαλεία…

Επανέλαβε τη φράση, μα του κάκου. Τί κρίμα! Πάντως, είχε κάνει ό,τι μπορούσε για τους Τρώες. Ούτε πιο λίγο ούτε πιο πολύ. Με το ένα πόδι στο ένα στρατόπεδο, με το άλλο στο άλλο. Οι θεοί όμως δεν έδειξαν διάθεση να προστρέξουν σε βοήθειά της, δεν έδωσαν κανένα σημάδι.

Τριγμοί και αναστεναγμοί ανθρώπων από το σώμα του αλόγου. Τους είχε ακούσει. Ήταν πια σίγουρη πως η Κασσάνδρα έλεγε την αλήθεια. Με την πρόφαση του δώρου, οι Έλληνες έστελναν με το Δούρειο Ίππο το θάνατο στην πόλη. Η τελική πτώση της Τροίας έφτανε.

Σε λίγο, σιγουρεμένοι πλέον, οι Τρώες γύρισαν στα σπίτια τους ν’ αναπαυθούν. Και τότε η κοιλιά του ίππου άνοιξε, ξερνώντας σκάλες, σκοινιά και άντρες αρματωμένους — με επικεφαλής τον Οδυσσέα, το Διομήδη και το μάντη Κάλχα.

Πίσω απ’ τα βράχια του Σκάμανδρου δεν άργησαν να φανούν και οι υπόλοιποι Έλληνες. Κι όλοι μαζί έβαλαν φωτιά στα σπίτια, στην πόλη, αλλά κι έξω απ’ αυτήν, στη γειτονική πεδιάδα, για να επαληθευτεί έτσι το όνειρο που η Εκάβη είχε δει πριν από τη γέννηση του Πάρη. Οι άντρες σφαγιάζονταν, ενώ οι γυναίκες, αφού συγκεντρώθηκαν κάπου στο Σκάμανδρο, διαλέγονταν από τους Αχαιούς, για να τις μεταφέρουν στη χώρα τους, λάφυρα ζωντανά.


*

Οι Έλληνες έκαναν ό,τι περνούσε απ’ το χέρι τους για να ξεθεμελιώσουν την πόλη, ώστε να μην μπορέσει να αναγεννηθεί από τις στάχτες της, ούτε απ’ τα παιδιά των Τρώων ούτε απ’ τα εγγόνια τους.

Με το ένα πόδι στο κάθε στρατόπεδο. Μέχρι το τέλος. Η Ελένη μοιραζόταν την τύχη των γυναικών, που τις είχαν συγκεντρώσει έξω απ’ τα τείχη, στην κοιλάδα του Σκάμανδρου, κάτω από έναν καταματωμένο ουρανό, υπακούοντας, όπως κι εκείνες, στη σάλπιγγα. Μα δίχως να παίρνει μέρος στο θρήνο και στο πένθος τους, ούτε κι όταν έβλεπε να τις σέρνει κάποιο χέρι εχθρικό.

Η Τροία είχε ηττηθεί από το σύνολο των Ελλήνων. Χωρίς να χάσει όμως το κουράγιο της. Αυτό επαναλάμβαναν τα στόματα των γυναικών, καθώς τις διάλεγαν τη μια μετά την άλλη: την Εκάβη ο Οδυσσέας, την Ανδρομάχη ο Νεοπτόλεμος, την Κασσάνδρα ο βασιλιάς των βασιλιάδων. Κι ήταν εκείνη που θρηνούσε πιότερο από τις άλλες, χορεύοντας πένθιμα πάνω στην άμμο, όσο που πάτησε το πόδι της στο καράβι του Αγαμέμνονα: «…Και ρημαγμένη ακόμα από τις φλόγες, η Τροία θα μείνει αθάνατη στη μνήμη των ανθρώπων».

Η Ελένη τις κοιτούσε από απόσταση. Κανένας απ’ τους πολεμιστές δεν έτρεξε προς το μέρος της για να την πάρει. Σε λίγο όμως θα ’ρχόταν ο Μενέλαος, κι εκείνη δε θα είχε τί άλλο να κάνει, από το να ζητήσει τη συγγνώμη του και να φύγει μαζί του για την Ελλάδα.

[...]


Marie Goudot. 2003. Η ωραία Ελένη. Μετ. Τριάδα Καραγιώργη. Αθήνα: Κέδρος. Τίτλος πρωτοτύπου: Hélène de Troie (Paris: L’École des loisirs, 2002).



1. Ο Σίνων είναι ο Έλληνας που έμεινε στον κάμπο, με σκοπό να πείσει τους Τρώες να δεχτούν το Δούρειο Ίππο μέσα στην πόλη τους κι έπειτα να ειδοποιήσει, ανάβοντας φωτιά, τους Έλληνες, που προσποιήθηκαν ότι έλυσαν την πολιορκία της Τροίας και, αφήνοντας δώρο το ξύλινο άλογο στη θεά Αθηνά, έφυγαν. Ο Σίνων ήταν ξάδερφος του Οδυσσέα. Το όνομά του σημαίνει "βλαπτικός".

2. Σαρκοφάγος, τεφροδόχος, θήκη λειψάνων.

3. Ο Λαοκόων ήταν μάντης. Μάντεψε ότι το ξύλινο άλογο έκρυβε κάτι ύποπτο και, όταν είδε τους Τρώες να μελετούν πώς θα το μπάσουν στην πόλη, προσπάθησε να τους μεταπείσει. Είπε ακόμα εκείνο το περίφημο: "Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας". Την ίδια όμως στιγμή δυο φίδια βγήκαν από τη θάλασσα και τον έπνιξαν μαζί με τους δυο γιους του.