Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Yvan Goll

Ο νέος Ορφέας

Μετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης


στην Claire
Ορφέα
μουσικέ του φθινοπώρου
μεθυσμένε από μούστο αστρικό
ακούς σήμερα πιο δυνατά
το τρίξιμο που κάνει η γη καθώς γυρίζει;
Σκούριασε ο άξονάς της
Κάθε πρωί και κάθε βράδυ πετούν κορυδαλλοί ψηλά στον ουρανό
μάταια ψάχνοντας να βρουν το άπειρο
λιοντάρια πλήττουν
ρυάκια παρακμάζουν
και τα μη με λησμόνει θέλουν ν’ αυτοκτονήσουν

Κουράστηκε η φύση η καλή
αραίωσε το οξυγόνο των αιώνιων δασών
παθαίνουμε ασφυξία στο όζον των κορυφών
βρέχει το σύννεφο και λαχταρά τη λάσπη
Ο άνθρωπος επιστρέφει πάντα στους ανθρώπους

Παντοτινό μας πεπρωμένο
η Ευρυδίκη:
η γυναίκα η ακατανόητη ζωή
ο καθείς κι ένας Ορφέας

Ορφέας: και ποιός δεν τον γνωρίζει;
1 και 78 ψηλός
68 κιλά
μάτια καστανά
μέτωπο στενό
σκληρό καπέλο
πιστοποιητικό γεννήσεως στην τσέπη του σακακιού
καθολικός
συναισθηματικός
δημοκρατικός
μουσικός το επάγγελμα

Έχει ξεχάσει την Ελλάδα
το πρωινό άσμα της αλκυόνας
το σκοτεινό πένθος των κέδρων
το γάμο των ανθέων
και την απλόχερη φιλία των ρυακιών

Τί να του κάνουν σήμερα οι αίγαγροι και οι γεντιανές
οι άνθρωποι είναι μίζεροι και δυστυχείς
έτσι που ζουν φυλακισμένοι μες στον Άδη
σε τσιμεντένιες πόλεις
από χαρτί και λαμαρίνα
Αυτός πρέπει να τους λευτερώσει
αυτούς τους άπορους που δεν έχουνε
φεγγάρια ανέμους και πουλιά

Κύριε, μείνε ακίνητος
εσύ με το καλοραμμένο σμόκιν
Στοπ: Δείξε μου την καρδιά σου!
Κεντροευρωπαϊκός πολιτισμός
με στέψεις αυτοκρατόρων
οικοδομικούς συνεταιρισμούς
αγώνες μποξ

Ω σύγχρονέ μου, αξιότιμε κύριε!
Ο Ορφέας ήρθε σε σένα
από τους ελληνικούς λοφίσκους
στο χωματόδρομο της καθημερινής ζωής
είναι ο καινούριος ποιητής

Τον βρίσκεις όπου υπάρχουνε χείλη διψασμένα
όπου χτυπούν καρδιές πεινασμένες
σε σκεπάζει με τη μουσική όπως μ’ έναν ζεστό μανδύα
πάνω στην παγκόσμια οδύνη

Ο Ορφέας ψάλλει την άνοιξη στους ανθρώπους
κάθε Τετάρτη ανάμεσα μιάμιση και δυόμισι
σαν συνεσταλμένος δάσκαλος της μουσικής
ελευθερώνει ένα κορίτσι απ’ τη φιλαργυρία της μαμάς του

Το βράδυ στο βαριετέ του κόσμου
ανάμεσα σε νεαρές Αμερικάνες και τον Άνθρωπο-Φίδι
το κουπλέ με θέμα την αγάπη είναι το τρίτο νούμερο

Τα μεσάνυχτα ένας κλόουν
στο απαστράπτον τσίρκο
ξυπνά τους κοιμισμένους με το μεγάλο του ταμπούρλο

Τις Κυριακές μπροστά σ’ ενώσεις παλαιών πολεμιστών
στη δρύινη σάλα του χορού
ο μαέστρος των τραγουδιών που μιλούν για ελευθερία

αδύνατος οργανοκρούστης
παίζει το όργανο γλυκά για τα παιδιά του Ιησού

Σε όλα τα κοντσέρτα των συνδρομητών
με μουσική του Γκούσταβ Μάλερ
απάνθρωπα σαρώνει τις καρδιές

Στον συνοικιακό κινηματογράφο στο κλειδοκύμβαλο του πόνου
συνοδεύει τη χορωδία των προσκυνητών
που θρηνεί τη δολοφονία της Παρθένου—

Γραμμόφωνα
πιανόλες
εκκλησιαστικά όργανα ατμού
παίζουν τη μουσική του Ορφέα

Στον πύργο του Άιφελ
στις 11 Σεπτεμβρίου
δίνει μια ασύρματη συναυλία

Ο Ορφέας αναγνωρίζεται ως μεγαλοφυΐα:
ταξιδεύει από χώρα σε χώρα
πάντα με βαγκόν λι
ζητάει χίλια μάρκα
για να βάλει την υπογραφή του
σε ποιητικά λευκώματα

Απ’ την Αθήνα πάει στο Βερολίνο
διασχίζει το γερμανικό πρωινό
περιμένει στο σταθμό της Σιλεσίας
Ευρυδίκη! Ευρυδίκη!
Νά την η πολυπόθητη, η πολυαγαπημένη
με την παλιά ομπρέλα της
και τα κουρελιασμένα γάντια
Τούλι σκεπάζει το καπέλο της
κι έχει βάλει πολύ κραγιόν πάνω στα χείλη
όπως τότε
άμουση
δίχως ψυχή
Ευρυδίκη: η αλύτρωτη ανθρωπότης!

Και ο Ορφέας κοιτάζει γύρω του
κοιτάζει γύρω του — και θέλει να τη σφίξει στην αγκαλιά του

Να τη φέρει για τελευταία φορά από τον Κάτω Κόσμο!
Απλώνει το χέρι
υψώνει τη φωνή
αλλά ματαίως! Τα πλήθη δεν τον ακούνε πια
τρέχουν στον Άδη, στην καθημερινή ζωή και στον πόνο!

Μονάχος ο Ορφέας στην αίθουσα αναμονής
κομματιάζει μ’ ένα πιστόλι την καρδιά του!

1918

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. 1998. Ορφέας και Ευρυδίκη στην ποίηση του εικοστού αιώνα. Επιλογή κειμένων Ελένη Βαροπούλου. Αθήνα: Οργανισμός Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.