Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Johann Wolfgang von GOETHE

Ιφιγένεια εν Ταύροις: Δράμα σε πράξεις πέντε

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Χατζόπουλος

(απόσπασμα)

ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ
ΣΚΗΝΗ Α΄
Ιφιγένεια - Ορέστης

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Δυστυχισμένε, τα δεσμά σου λύνω
μοίρας πιο θλιβερότερης σημάδι.
Η λευτεριά που δίνει το ιερό είναι,
σαν της ζωής του βαριά αρρώστου, θανάτου
μηνυτής. Δεν μπορώ, ούτε θέλω ακόμα
να πιστέψω πως είσαστε χαμένοι!
Με χέρι φονικό πώς θα μπορούσα
να σας τάξω στο θάνατο! Κι όσο είμαι
ιέρεια ’γω της θεάς, κανένας, όποιος
κι αν είναι, δεν μπορεί την κεφαλή σας
να ’γγίξει. Αλλά κι αν αρνηθώ το χρέος,
που ο βασιλιάς άγρια απαιτεί, διαλέγει
μιαν άλλη απ’ τις παρθένες μου και τότε
μένει η θερμή μου ευχή μόνος βοηθός σας.
Τιμημένε συντοπίτη! Αν κι ο δούλος,
που έχει τους πατρικούς θεούς αγγίξει
στη γωνιά μας, καλόδεχτος μας είναι
στον ξένον τόπο, εγώ με ποιά χαρά μου
πρέπει εσάς να δεχτώ, που την εικόνα
των ηρώων, που έχω μάθει απ’ τους γονιούς μου
να σέβουμαι, μού φέρνετε και μέσα
την καρδιά μου δροσίζετε με νέα
κι όμορφη ελπίδα!

ΟΡΕΣΤΗΣ
Επίτηδες σωπαίνεις
γνωστικά γένος κι όνομα; Ή μπορώ
να μάθω ποιά θεόμοιαστη αντικρίζω;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Θα με γνωρίσεις. Τώρα λέγε ό,τι
μισά απ’ τον αδερφό σου άκουσα μόνο,
το τέλος εκεινών, που από την Τροία
γυρνώντας, στο κατώφλι τους βουβά
σκληρή, αδόκητη μοίρα τούς εδέχτη.
Μικρή με φέραν στο ακρογιάλι τούτο,
μα τη δειλή ματιά καλά θυμούμαι,
που με φόβο και ξάφνιασμα είχα ρίξει
σ’ αυτούς τους ήρωες. Ξεκινούσαν σάμπως
ν’ άνοιγε ο Όλυμπος και να ’στελνε κάτω
τις μορφές του λαμπρού και πανάρχαιου κόσμου,
του Ιλίου φοβέρα, και πιο απ’ όλους ήταν
θαυμαστός ο Αγαμέμνονας. Ω πες μου!
Στο σπίτι του πατώντας, από δόλο
της συμβίας του έχει πέσει και του Αιγίσθου;

ΟΡΕΣΤΗΣ
Το είπες!

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Αλί σου, δύστυχη Μυκήνα!
Έτσι έσπειραν τα εγγόνια του Ταντάλου
κατάρα σε κατάρα με γεμάτα
άγρια χέρια! Κι ολέθρια, ως τα ζιζάνια,
κεφάλια σειώντας, και χιλιάδες σπόρους
τινάζοντας, φονιάδες συγγενείς
σε τέκνα τέκνων γέννησαν για αιώνιο
αλληλοσπαραγμό! — Φανέρωσέ μου
εκείνο που απ’ τους λόγους του αδερφού σου
γοργά το σκότος μού έκρυψε του τρόμου.
Πώς ο γιος ο στερνός του τρανού γένους,
το γλυκό τέκνο, που έχει να εκδικήσει
τον πατέρα του, ο Ορέστης πώς εσώθη
τη μέρα της σφαγής; Μην όμοια τύχη
στου θανάτου τον τύλιξε τα δίχτυα;
Γλίτωσε; Ζει; Ζει η Ηλέκτρα;

ΟΡΕΣΤΗΣ
Ζουν.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Χρυσέ ήλιε,
τις πιο όμορφές σου αχτίδες δάνεισέ μου,
για χάρη απίθωσέ τις μπρος στο θρόνο
του Δία! Γιατί φτωχή εγώ και άφωνη είμαι.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Με τη βασιλική γενιά αν σε δένουν
φιλοξενίας δεσμοί ή στενότεροι άλλοι,
καθώς η ωραία χαρά σου το προδίνει,
τότε δάμασε, κράτα την καρδιά σου!
Γιατί σκληρό για έναν που χαίρεται είναι
το ξαφνικό το κύλημα στη λύπη.
Μονάχα του Αγαμέμνονα το τέλος
ξέρεις, βλέπω.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Μην τούτο δε μου φτάνει;

ΟΡΕΣΤΗΣ
Έμαθες μόνο τη μισή τη φρίκη.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Τι να σκιαχτώ άλλο; Ο Ορέστης ζει κι η Ηλέκτρα.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Και για την Κλυταιμνήστρα δεν φοβάσαι;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ούτ’ ελπίδα ούτε φόβος τη λυτρώνει.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Κι αυτή άφησε τον τόπο της ελπίδας.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Μετανιωμένη, το αίμα της μονάχη
λυσσώντας έχυσε;

ΟΡΕΣΤΗΣ
Όχι, από το ίδιο
το αίμα της ωστόσο βρήκε τέλος.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Καθαρότερα μίλει, μη μ’ αφήνεις
να συλλογιούμαι. Το άγνωστο τα μαύρα
φτερούγια χιλιοπανωτά χτυπά
στη φοβισμένη κεφαλή μου γύρω.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Διαλέξαν οι θεοί λοιπόν εμένα
για μηνυτή μιας πράξης, που ποθούσα
μες στο βασίλειο το άφωνο της νύχτας
να κρυβόταν; Χωρίς το θέλημά μου
με βιάζει το γλυκό σου στόμα. Ωστόσο
και θλιβερά αν ζητήσει, θα τα λάβει,
Σαν έπεσε ο πατέρας, για να σώσει
τον αδερφό της έκρυψε η Ηλέκτρα
κι ο θειος του ο Στρόφιος πρόθυμα τον πήρε,
τον ανάθρεψε πλάι με το δικό του
γιο, τον Πυλάδη, που έπλεξε τριγύρω
στο νιόφερτο δεσμούς φιλίας ωραίους.
Κι ως μεγαλώναν, μέσα τους κι ο πόθος
μεγάλωνε, το φόνο να εκδικήσουν
του βασιλιά. Αναπάντεχοι, ντυμένοι
ξενικά, στη Μυκήνα φτάνουν, τάχα
το μήνυμα πως φέρνουν του θανάτου
του Ορέστη με τη στάχτη του. Η βασίλισσα
τους δέχεται και μπαίνουν. Στην Ηλέκτρα
ο Ορέστης φανερώνεται και κείνη
του φυσά της εκδίκησης τη φλόγα,
που η ιερή της μητέρας παρουσία
την έπνιξε. Κρυφά τον πάει στον τόπο
που είχε ο πατέρας πέσει, που του αιμάτου
του αδιάντροπα χυμένου παλιό χνάρι
με αχνές έβαφε αράδες, υποψία
γεμάτες, τις συχνά πλυμένες πλάκες.
Του ιστορά με την πύρινή της γλώσσα
πώς το μιαρό κακούργημα είχε γίνει,
την άθλια και δουλόπρεπη ζωή της,
των προδοτών των τυχερών το θράσος
και ποιοί τ’ αδέρφια κίντυνοι προσμέναν
από τη μάνα που έγινε μητριά τους·
εδώ του δίνει το παλιό λεπίδι,
που φρύαξε στο γένος του Ταντάλου,
κι η Κλυταιμνήστρα πέφτει από γιου χέρι.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Αθάνατοι, που πάντα σε νέα νέφη
μακάριοι ζείτε την καθάρια μέρα,
για τούτο με χωρίσατε απ’ τον κόσμο
τόσα χρόνια, κοντά σας με φυλάτε
τόσο, το παιδικό μού δώσατ’ έργο
την πύρα της ιερής φωτιάς να τρέφω,
την ψυχή μου, παρόμοια με τη φλόγα,
σε αδιάκοπη θεόσεβη λαμπράδα
μου σύρατε ψηλά στα δώματά σας,
μονάχα για να νιώσω του σπιτιού μου
πιο αργά και πιο βαθιές τις φρίκες; — Λέγε
για τον άμοιρο! Πες για τον Ορέστη!

ΟΡΕΣΤΗΣ
Ω ας είχα να σου πω το θάνατό του!
Πώς βράζοντας απ’ το αίμα της σφαγμένης
ανέβηκε το πνεύμα της μητέρας
και στις πανάρχαιες της νυχτιάς τις κόρες
κράζει: «Ο φονιάς της μάνας μη σας φύγει!
Στον κακούργο χιμάτε! Είναι ταμένος
σε σας!» Ακούν αυτές κι η βαθουλή τους
ματιά με δίψα αϊτού κοιτάζει γύρω.
Ταράζονται στις μαύρες τις σπηλιές τους
κι απ’ τις γωνίες αγάλια οι σύντροφοί τους,
ο Δισταγμός και το Μετάνιωμα, έξω
σέρνουνται. Απ’ τον Αχέροντα ανεβαίνει
μπρος τους καπνός και μες στο ανταριασμένο
στριφούλισμά του ο στοχασμός της πράξης
γυρνά άκοπα συγχύζοντας του ενόχου
το κεφάλι. Κι αυτές, που το χαμό έχουν
έργο, πατούν τη γη τη θεοσπαρμένη,
όθε παλιά τις έδιωξε κατάρα.
Το γλήγορό τους πόδι το φευγάτον
κυνηγά και του δίνουν ησυχία
μονάχα για να τον τρομάξουν πάλι.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Άθλιε και συ είσαι σε παρόμοια θέση
και νιώθεις τί τραβά ο δυστυχισμένος.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Τί μου λες; Ποιά ονομάζεις όμοια θέση;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Του αδερφού σε βαραίνει και σε ο φόνος·
το ξέρω απ’ το μικρότερο αδερφό σου.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν το βαστώ, ω ψυχή μεγάλη, να ’σαι
με τον ψεύτικο λόγο απατημένη.
Ένας ξένος στο δόλο μαθημένος,
ύφαμα ας πλέκει πλανερό στα πόδια
του ξένου για παγίδα: Ανάμεσό μας
αλήθεια ας είναι!
Είμ’ ο Ορέστης και το ένοχο κεφάλι
γέρνει στον τάφο και ζητά το θάνατο:
μ’ όποια μορφή κι αν θέλει, καλώς νά ’ρθει!
Όποια κι αν είσαι, λυτρωμό και σένα
και του φίλου μου θέλω· εμέ όμως όχι,
Χωρίς να θέλεις, φαίνεται, εδώ μένεις·
τρόπο φυγής ζητάτε, εμέν’ αφήστε.
Το κορμί μου νεκρό ας ριχτεί απ’ το βράχο,
ώς τη θάλασσα το αίμα μου ας αχνίσει,
στο βάρβαρο γιαλό κατάρα ας φέρει!
Μα εσείς γυρίστε στην ωραία Ελλάδα,
μια νέα ζωή χαρούμενη ν’ αρχίστε!
(Κάνει πέρα).

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ω πληρωμή, του πιο τρανού πατέρα
κόρη πιο ωραία, μου κατεβαίνεις τέλος!
Πώς στέκεσαι θεόρατη μπροστά μου!
Μόλις σου φτάνει η ματιά μου τα χέρια,
που με στεφάνια και καρπούς γεμάτα
τους θησαυρούς του Ολύμπου φέρνουν κάτω.
Καθώς ο βασιλιάς από το πλήθος
γνωρίζεται των δώρων —γιατί του είναι
λίγο ό,τι γι’ άλλους είναι πλούτος—
έτσι και σεις, θεοί, απ’ τα φυλαγμένα,
ετοιμασμένα με καιρό και γνώση
χαρίσματα γνωρίζεστε. Τι μόνο
σεις το καλό μας ξέρετε· το κράτος
του μέλλοντος το διάπλατο θωρείτε,
όταν τη θέα μάς κρύβει κάθε βράδυ
ο πέπλος της αντάρας και των άστρων.
Ακούτε ατάραχοι, όταν σας ζητούμε
παιδικά το γληγόρεμα των πόθων·
μα το χέρι σας άγουρους δεν κόβει
τους ουράνιους χρυσούς καρπούς· κι αλί του,
που ακράτητος στο πείσμα σας τους φάει
ξινούς για θάνατό του. Ω μην αφήστε
την ευτυχία, που χρόνους καρτερούσα,
κι ούτε τη στοχαζόμουν, σαν τον ίσκιο
του πεθαμένου φίλου μου να φύγει
κούφια, αφήνοντας τρίδιπλο τον πόνο!

ΟΡΕΣΤΗΣ
(πηγαίνοντας και πάλι κοντά της)
Αν τους θεούς για σε και τον Πυλάδη
καλείς, μη μελετήσεις τ’ όνομά μου!
Τον κακούργο, που σμίγεις, δεν τον σώζεις·
συμφορά μόνο παίρνεις και κατάρα.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Στη μοίρα σου είν’ η μοίρα μου δεμένη.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Όχι! Μόνο, αυσυντρόφευτο άφησέ με
να πάω στους πεθαμένους! Κι αν ακόμα
το φονιά με τον πέπλο σου σκεπάσεις,
από των πάντα ακοίμητων το μάτι
δεν τον φυλάς, κι η παρουσία η δική σου,
ω ουράνια, μόνο απόμερα τις σπρώχνει.
δεν τις διώχνει. Τ’ αδιάντροπα χαλκά τους
πόδια το άγιο το δάσος να πατήσουν
δεν τολμούν· όμως ακούω μακρόθε κει
και δω το άγριό τους γέλιο. Έτσι προσμένουν
λύκοι γύρω απ’ το δέντρο, όπου ο διαβάτης
σκαρφάλωσε. Εκεί απόξω μονιασμένες
ησυχάζουν· μα αν βγω απ’ αυτό το δάσος,
τότε, τα φιδωτά κεφάλαια σειώντας
κι ολούθε σκόνη υψώνοντας, πετιούνται
και χιμούνε στο θύμα τους.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Μπορείς,
Ορέστη, ένα γλυκό ν’ ακούσεις λόγο;

ΟΡΕΣΤΗΣ
Για ένα φίλο των θεών φύλαξέ τον.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Αυτοί σου δίνουν φως ελπίδας νέας.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Σε καπνό μέσα βλέπω το αχνό θάμπος
του Αχέροντα στον Άδη να μου φέγγει.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Μια αδερφή έχεις μόνο, την Ηλέκτρα;

ΟΡΕΣΤΗΣ
Γνώρισα μόνο αυτή· η καλή της μοίρα,
που εμάς φριχτή μας φάνηκε, την πρώτη
απ’ του σπιτιού μας τα δεινά νωρίς
την πήρε. Ω μη ρωτάς, και συ μη σμίγεις
τις Ερινύες! Φυσούν απ’ την ψυχή μου
χαιρέκακα τη στάχτη· δεν αφήνουν
τα στερνά δαυλιά μέσα μου να σβήσουν
της πυρκαϊάς του γένους μας. Αιώνια,
επίτηδες λοιπόν συδαυλισμένη
και θρεμμένη με θειάφι από τον Άδη,
θα καίει η φωτιά μαρτύριο στην ψυχή μου;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Φέρνω γλυκό θυμίαμα στη φλόγα.
Ω, της αγάπης την αγνή πνοή
σιγοφυσώντας, άφησε του στήθους
να σου δροσίσει τη φωτιά! Ακριβέ μου,
Ορέστη, δεν μπορείς ν’ ακούσεις; Σου έχει
τόσο στις φλέβες το αίμα σου ξεράνει
η συνοδειά των τρομερών δαιμόνων;
Περνά, ως απ’ το κεφάλι της Γοργόνας
το κορμί σου γητειά και το πετρώνει;
Αν το χυμένο μητρικό αίμα κράζει
με μουγγή φωνή κάτω προς τον Άδη,
της αγνής αδερφής η ευχή δεν πρέπει
βοηθούς θεούς από ψηλά να κράξει;

ΟΡΕΣΤΗΣ
Κράζει! Κράζει! Τον όλεθρό μου θέλεις;
Μην κρύβεται καμιά Ερινύα σε σένα;
Ποιά είσαι συ, που η φωνή σου μου ταράζει
τόσο φριχτά στα βάθη τους τα σπλάχνα;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Της καρδιάς σου τα τρίσβαθα το λένε:
Ορέστη, εγώ είμαι! Δες την Ιφιγένεια!
Ζω!

ΟΡΕΣΤΗΣ
Συ;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Αδερφέ μου!

ΟΡΕΣΤΗΣ
Ω, άφησέ με! Φύγε!
Άκουσέ με, μη γγίξεις τα μαλλιά μου!
Φωτιά άσβηστη αποπάνω μου πετιέται,
σαν απ’ της Κρέουσας τον πέπλο. Άφησέ με!
Σαν ο Ηρακλής, θέλω γω ο ανάξιος, μόνος
θάνατο ντροπιασμένο να πεθάνω.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Δε θα χαθείς! Ω να μπορούσα μόνο
ν’ άκουα από σε ήσυχο ένα λόγο! Ω λύσε
το δισταγμό μου, ασφάλισε και μένα
την ευτυχία, τη χρόνια ικετεμένη.
Ένας τροχός από χαρά και θλίψη
στην ψυχή μου γυρνά. Απ’ τον ξένον άντρα
η φρίκη με μακραίνει· μα τα σπλάχνα
ορμητικά στον αδερφό με σέρνουν.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Ναός του Βάκχου εδώ είναι και μανία
την ιέρεια αχαλίνωτη κυριεύει;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ω άκου με! Ω δες πώς ύστερ’ από τόσον
καιρό στην ευτυχία η καρδιά μου ανοίγει,
του πιο ακριβού, που έχει για μένα ακόμα
ο κόσμος, το κεφάλι να φιλήσω,
στην αγκαλιά, που απλωνόταν στους άδειους
τους ανέμους, να σφίξω εσέ! Ω άφησέ με!
Τι τόσο λαγαρή απ’ τον Παρνασσό
δεν τρέχει η βρύση η αστείρευτη στους βράχους
προς τη χρυσή πηδίζοντας κοιλάδα,
όσο η χαρά αναβρύζει απ’ την καρδιά μου
κι ως θάλασσα ευτυχίας με πλημμυρίζει.
Ορέστη! Ορέστη! Αδερφέ μου!

ΟΡΕΣΤΗΣ
Ωραία νύμφη,
σε σένα και στα χάδια σου δε δίνω
πίστη. Η Άρτεμη σεμνές ιέρειες θέλει·
το ντροπιασμένο ιερό εκδικιέται.
Το χέρι σου από μένα πάρε! Αν θέλεις
ένα νέο ν’ αγαπήσεις σώζοντάς τον
και τη γλυκιά ευτυχία να του προσφέρεις,
την καρδιά σου στο φίλο μου ας γυρίσεις,
τον άξιο! Κάπου εκεί στο μονοπάτι
του βράχου τριγυρνά· πήγαινε βρες τον
και δείξε του το δρόμο· εμέ λυπήσου!

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ησύχασε, αδερφέ, και γνώρισέ με!
Της αδερφής την καθαρή κι ουράνια
χαρά σαν πόθο ανίερο μη τη βρίζεις!
Ω πάρτε του την πλάνη απ’ τ’ άγρια μάτια,
η στιγμή της χαράς της πιο μεγάλης
να μη μας κάνει δύστυχους τριπλά!
Η αδερφή σου η χαμένη χρόνους είμαι.
Απ’ το βωμό μ’ έχει η θεά αρπαγμένη
και δω μ’ έχει γλιτώσει στο ιερό της.
Εσύ σκλάβος, φερμένος για θυσία,
στην ιέρεια απαντάς την αδερφή σου.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Δυστυχισμένη! Ας δει λοιπόν ο ήλιος
τις τελευταίες φρίκες του σπιτιού μας!
Δεν είναι η Ηλέκτρα εδώ; Ν’ αφανιστεί
κι αυτή μαζί με μας κι έτσι η ζωή της
για πιο βαριά δεινά να μη μακραίνει!
Ε, ιέρεια! Στο βωμό σ’ ακολουθώ.
Ο φόνος του αδερφού είναι πια συνήθεια
αρχαία του παλιού γένους· και σας έχω
χάρη, θεοί, γιατί με χάνετε άτεκνο.
Κι άκου, μην αγαπάς πολύ τον ήλιο,
μήτε και τ’ άστρα· έλα μαζί μου κάτω
στο σκοτεινό βασίλειο! Σαν τους δράκους
τους γεννημένους σε θειαφένια βάλτα,
που πολεμώντας τη γενιά τους ένας
τον άλλον τρώει, χάνεται μόνο τ’ άγριο
γένος· μαζί μου έλα άτεκνη κι αθώα!
Με σπλάχνος με κοιτάς; Μη, μη! Με τέτοιες
ματιές ζητούσε η Κλυταιμνήστρα δρόμο
στου γιου της την καρδιά· μα το υψωμένο
χέρι του ήβρε το στήθος της. Η μάνα
έπεσε! — Έβγα, οργισμένο πνεύμα! Κύκλο
κλείστε, Ερινύες, ολόγυρα και δέτε
το ευφρόσυνο το θέαμα, το στερνό,
το φριχτότερο που έχετε ετοιμάσει!
Δεν της τροχίζει εκδίκηση και μίσος
το μαχαίρι· η γλυκιά αδερφή άθελά της
με θυσιάζει. Μην κλαις! Δε φταις! Δεν έχω
από παιδί άλλο τίποτε αγαπήσει,
ως θα μπορούσα ν’ αγαπήσω εσένα.
Σήκωσε το μαχαίρι, μη λυπάσαι,
σκίσε τα στήθη αυτά κι άνοιξε δρόμο
στα ποτάμια που βράζουν εδώ μέσα!
(Πέφτει λιποθυμισμένος.)

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Τόση ευτυχία και τόση συμφορά
μόνη δεν τη βαστώ. Πού είσαι, Πυλάδη;
Ακριβέ, τη βοήθεια σου πού νά ’βρω;
(Φεύγει ψάχνοντας.)

ΣΚΗΝΗ Β΄

ΟΡΕΣΤΗΣ
(ενώ ξυπνά από τη ζάλη του κι ανασηκώνεται)
Ένα ακόμα! Απ’ τα κύματα της Λήθης
το στερνό δροσισμού ποτήρι δώσ’ μου!
Ο σπασμός της ζωής από το στήθος
ξεπλένεται σε λίγο· στην πηγή
της Λησμονιάς σε λίγο αφιερωμένο
το πνεύμα μου τρέχει ήσυχο σε σας
σκιές, μες στην αιώνια αντάρα. Αφήστε
καλόβολες να βρει στη σιγαλιά σας
δροσιά της γης ο γιος ο πλανεμένος! —
Ποιό ψιθύρισμ’ ακούω μέσα στους κλώνους;
Ποιά βοή από το θάμπωμα εκεί φτάνει;
Βγήκαν κιόλα να δουν το νιοφερμένο!
Ποιοί είν’ αυτοί που γελούνε μεταξύ τους,
λαμπροί, σα συναγμένο βασιλιάδων
γένος; Ειρηνικά πηγαίνουν γέροι
και νιοι, γυναίκες μ’ άντρες· με αθανάτων
και μεταξύ τους όμοιες είναι οι ειδές τους.
Ναι, οι πρόγονοι του γένους μου είναι. — Ο Ατρέας
με το Θυέστη φιλικά μιλώντας
πάει· γύρω του χαδεύονται τ’ αγόρια.
Έχτρα εδώ πια δεν είναι ανάμεσό σας;
Η εκδίκηση ως το φως του ηλιού έχει σβήσει;
Τότε και γω καλόδεχτος σας είμαι
και να σμίξω μπορώ με τη γιορτή σας.
Γεια σας πατέρες! Σας κράζει ο Ορέστης,
απ’ τη γενιά σας άντρας στερνός·
ό,τι εσείς σπείρατε έχει θερίσει:
βαριοκατάρατος κατέβη εδώ.
Μα εδώ αλαφρότερα είναι τα βάρη:
Πάρτε τον, πάρτε τον στη συντροφιά σας! —
Σε, Ατρέα, τιμώ και σε, Θυέστη:
Σβήστηκε απ’ όλους μας η έχτρα εδώ. —
Πού είν’ ο πατέρας μου, που μια μονάχα
φορά τον είδα; — Συ είσαι, πατέρα;
με τη μητέρα μαζί μιλείς;
Της Κλυταιμνήστρας το χέρι αν πιάνεις,
μπορεί κι ο Ορέστης να πάει κοντά της
και να της πει: Το γιο σου δες! —
Στη γη στο σπίτι μας το σύνθημα ήταν
πάντα του φόνου ο χαιρετισμός,
και τις χαρές του πέρ’ απ’ τη νύχτα
έχει το γένος του αρχαίου Ταντάλου.
Μη χαιρετάτε και με καλείτε!
Στο πρώτο φέρτε με, στον πρόγονό μου!
Ναι, πού είναι ο γέροντας; Να τον ιδώ,
το πολυσέβαστο, άξιο κεφάλι,
που συνεδρίαζε με τους θεούς.
Σα να διστάζετε, γυρνάτε κείθε;
Τί είναι; Ο θεόμοιαστος μην υποφέρει;
Οϊμέ! οι υπερδύναμοι του έχουν χαλκέψει
στ’ αντρεία τα στήθη σκληρά μαρτύρια
με σιδερένιες σφιχτά αλυσίδες.
[...]

Johann Wolfgang von Goethe. [1910] 1916. Ιφιγένεια εν Ταύροις. Μετ. Κωνσταντίνος Χατζόπουλος. 2η έκδ. αναθ. Αθήνα: Εστία. Τίτλος πρωτοτύπου: Iphigenie auf Tauris (1786).