Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Dante Alighieri

Η Θεία Κωμωδία—Κόλαση

Μετάφραση: Ανδρέας Ριζιώτης

(απόσπασμα)

Άσμα XXVI

Χαρά σε σένα, Φλωρεντία, που τ’ όνομά σου είναι γνωστό
πάνω από θάλασσες κι από στεριές,
και μες στην κόλαση είναι ξακουστό!
Πέντε σπουδαίους πολίτες σου βρήκα εδώ
ανάμεσα στους κλέφτες· τούτο με κάνει να ντραπώ
και τη δική σου την τιμή διόλου δεν τη δοξάζει.
Μ’ αν αληθεύει πως της αυγής τα όνειρα βγαίνουν,
σύντομα θα το μάθεις πόσο λυσσομανούν
το Πράτο και οι ρέστοι και τη δική σου συφορά προσμένουν.
Κι αν είχε κιόλας το κακό συμβεί, νωρίς δε θα ’τανε.
Μακάρι να ’χε γίνει ό,τι να γίνει πρέπει!
πιότερο θε να πικραθώ όσο η ζωή μου τρέχει.
Τα σκαλοπάτια πήραμε ν’ ανεβαίνουμε
που στον κατεβασμό είχαμε από το φόβο μας χλωμιάσει,
ο οδηγός μου πήγαινε μπροστά, τραβώντας με κατόπι,
το μονοπάτι το μοναχικό ακολουθώντας,
ανάμεσα ’πο πέτρες κοφτερές, προεξοχές του βράχου
όπου τα πόδια των χεριών ζητήσουν τη βοήθεια.
Πόνεσα τότε και ξανά πονώ
αυτό που είδα σαν αναλογιστώ,
και πιότερο φρενάρω την καπατσοσύνη,
για να μην τρέχει εκεί που η αρετή δεν τηνε κατευθύνει·
μη με φθονήσει το καλό μου αστέρι
ή όποιος άλλος την αξιοσύνη μού ’χει φέρει.
Όπως ο χορικός που στην κορφή του λόφου ξαποσταίνει
βλέπει κάτω στον κάμπο να λάμπουνε πυγολαμπίδες
εκεί που αμπελουργεί και σπέρνει,
την εποχή που αυτός που τον κόσμο φωτίζει
την όψη του από μας για λίγο τηνε παίρνει,
την ώρα που η μύγα στον κώνωπα τη θέση της τη δίνει:
με τόσες φλόγες ελαμπύριζε ο όγδοος ο λάκκος
όπως τον είδα όταν κατέβηκα
εκεί που εφάνηκε ο βυθός του.
Κι όπως αυτός που τον εκδικηθήκαν οι αρκούδες
είδε το άρμα του Ηλία που ανέβαινε ψηλά,
σαν τ’ άλογα κατά τον ουρανό σηκώθηκαν ορθά, και
μη μπορώντας πια με τη ματιά του να τ’ ακολουθήσει,
δεν έβλεπε παρά μονάχα μια φωτιά,
που ανέβαινε σαν συννεφάκι που πετά στη δύση:
έτσι η κάθε φλόγα στου λάκκου το έμπα πήγαινε
χωρίς καμιά να δείχνει τί μέσα είχε κρυμμένο,
ενώ στα σωθικά της είχε έναν κολασμένο,
Πά’ στο γιοφύρι στέκομουν ορθός για να κοιτώ,
κι αν δε σκεφτόμουν κάποιο βράχο να κρατώ,
χωρίς κανένα σπρώξιμο κάτω θε να ’χα πέσει.
Κι ο οδηγός μου, που είδε την τόση ταραχή μου,
γυρίζει και μου λέει: «Στις φλόγες μέσα είν’ οι ψυχές·
η κάθε μια στη φλόγα που την καίει τυλιγμένη».
«Δάσκαλε», του λέω, «όπως σ’ ακούω να μιλάς
νιώθω πιο σίγουρος· το ’χα κιόλας προσέξει,
πες μου όμως τώρα: ποιός είναι μες σ’ εκείνη τη φωτιά,
που από πάνω της στα δυο είναι χωρισμένη
και μοιάζει σα να ξεπηδά απ’ την πυρά
που ο Ετεοκλής κι ο αδερφός του ήταν βαλμένοι;»
Και μου απαντά: «Κει μέσα βασανίζονται
Οδυσσέας και Διομήδης, όπου μαζί μοιράζονται
την καταδίκη, όπως μοιράστηκαν τη θεία οργή·
μέσα στη φλόγα τους πληρώνεται τ’ αλόγου η συμβουλή
την πόρτα που άνοιξε στο σπόρο τον ευγενικό να βγει
που απ’ αυτόν κρατάει των Ρωμαίων η φυλή.
Πληρώνεται κι η πονηριά που κάνει ακόμη και νεκρή
να κλαίει τη Δηιδάμεια, τον Αχιλλέα που έχει στερηθεί.
Πληρώνεται ακόμη του ξόανου της Παλλάδας η κλοπή».
«Αν μέσ’ από τις φλόγες τους μπορούνε να μιλήσουν»,
του λέω, «δάσκαλε, σε παρακαλώ
και σε θερμοπαρακαλώ με χίλια παρακάλια,
μη μου αρνηθείς εδώ να περιμένω
να πλησιάσει η φλόγα η διπλή,
απ’ την επιθυμία, κοίτα με, προς τη μεριά της γέρνω!»
«Άξια πολλού επαίνου είναι η επιθυμία σου»,
μου λέει, «γι’ αυτό τη δέχομαι·
το στόμα σου όμως κράτησε κλειστό.
Άσε να τους μιλήσω εγώ μια κι έχω καταλάβει
τί επιθυμείς να μάθεις, γιατί, όντας Έλληνες,
μπορεί να μη θελήσουν στα λόγια σου ν’ αποκριθούν».
Σαν έφτασε κοντά η φλόγα και του οδηγού μου εφάνη
ο χρόνος και ο τόπος πως ήτανε σωστός,
τον άκουσα μ’ αυτά τα λόγια να μιλάει:
«Ε! σεις που μέσα είσαστε κι οι δυο στην ίδια φλόγα,
αν είχα αξία για σας μικρή ή μεγάλη σαν τη ζωή μου
έγραψα για σας τους υψηλούς μου στίχους,
άλλο μην κινηθείτε, παρά ένας από σας ας πει
σε ποιά μεριά του κόσμου βρήκε τη θανή».
Της φλόγας της αρχαίας η πιο μεγάλη γλώσσα
να τρέμει άρχισε μ’ ένα μουρμουρητό
όπως μια φλόγα που άνεμος τηνε δέρνει·
την κορφή της μετά πηγαινοφέρνοντας
σα να ’ταν τούτη που μιλούσε,
έβγαλε έξω φωνή και είπε:
«Σαν έφυγα απ’ την Κίρκη που πάνω από ένα χρόνο
εκεί κοντά με κράτησε στης Γαέτας τα μέρη,
πριν έτσι τη βαφτίσει ο Αινείας,
ούτε του γιου τα χάδια, ούτε η συμπόνια
για τον γέρο πατέρα, ούτε η αγάπη που χρωστούσα
στην Πηνελόπη για να τη γλυκάνω
νίκησαν τη λαχτάρα που είχα εντός μου
όλο τον κόσμο να τον σεργιανίσω
και των ανθρώπων την αξία και τα πάθη να γνωρίσω·
τον ωκεανό τον ανοιχτό βγήκα να κατακτήσω
μ’ ένα μοναχικό σκαρί και μ’ ένα τσούρμο
τόσο δα μικρό, που πάντα μού ’μενε πιστό.
Στη μια μεριά φάνηκαν τ’ ακρογιάλια ώσμε την Ισπανία,
κι από την άλλη το Μαρόκο και το νησί των Σάρδων,
και τ’ άλλα τα νησιά που βρέχει τούτη η θάλασσα.
Εγώ, κι οι σύντροφοί μου, γέροι πια,
φτάσαμε στο στενό το πέρασμα
που ο Ηρακλής είχε σημαδεμένο,
άνθρωπος πιο μακρά ποτέ να μην πηγαίνει·
απ’ τα δεξιά, άφησα τη Σεβίλλη πίσω μου,
κι είχα απ’ τ’ αριστερά μου αφήσει και το Θέουα.
“Αδέρφια”, είπα, “ύστερα ’πό τόσα μίλια στη θάλασσα,
κι από τόσους κινδύνους, φτάσατε πια στη δύση,
και τώρα πια που μια μικρή
μας μένει μόνο βάρδια απ’ το ταξίδι της ζωής,
δε θ’ αρνηθείτε να γνωρίσετε τον ακατοίκητο τον κόσμο,
του ήλιου το μονοπάτι ακολουθώντας.
Την καταγωγή σας να σκεφτείτε:
σαν κτήνη δε γεννηθήκατε να ζείτε,
παρά τη γνώση και την αρετή ν’ ακολουθείτε”.
Μ’ αυτή τη σύντομη δημηγορία για το ταξίδι
τόσο άναψα ενθουσιασμό στους σύντροφούς μου,
που με μεγάλη δυσκολία τους κρατούσα·
και στην ανατολή γυρίζοντας την πρύμνη,
φτερά κάναμε τα κουπιά με πέταγμα παρακιδυνεμένο,
πάντα τραβώντας νοτιοδυτικά.
Του άλλου πόλου τη νύχτα βλέπαμε τ’ αστέρια
γιατί ο δικός μας πόλος είχε πια χαθεί,
κάτω απ’ του πόντου τη γραμμή.
Του φεγγαριού το κάτω μέρος πέντε φορές το είδαμε
αναμμένο και άλλες πέντε μάς έμεινε σβηστό,
σ’ αυτό το επικίνδυνο ταξίδι αφότου μπήκαμε,
όταν ξεπρόβαλε μπροστά μας θεόρατο και σκούρο
ένα βουνό, σ’ απόσταση μεγάλη, κι ήταν τόσο ψηλό
όπου ποτέ μου άλλο δεν είδα σαν αυτό.
Σε λύπη γύρισε η πρώτη μας χαρά,
σαν εγεννήθηκε απ’ εκεί ένας σίφουνας,
που το σκαρί μας χτύπησε στην πλώρη.
Τρεις φορές το ’κανε τα γύρω να γυρίσει·
την τέταρτη η πρύμνη ορθώθηκε ψηλά
κι η πλώρη γύρισε και βούτηξε βαθιά, τί έτσι είχε θελήσει
κάποιος άλλος, και μας σκεπάσανε του πόντου τα νερά».

Dante Alighieri. 2002. Η Θεία Κωμωδία. Κόλαση. Μετ. Ανδρέας Ριζιώτης. Αθήνα: Τυπωθήτω-Γιώργος Δάρδανος. Τίτλος πρωτοτύπου: La Divina Commedia: Inferno (1555).