Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Γιάννης Ρίτσος

ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ


I

Τα μονοπάτια της Βοιωτίας το Σεπτέμβρη,
κάτι κατσικόδρομοι στο σούρουπο με το χνούδι της καταχνιάς,
στ’ αγκάθια πούπουλα από σκοτωμένα πουλιά,
ο γερο-Θηβαίος με την αγκλίτσα του —όχι ο παλιός—
τίποτα απ’ τους Επτά επί Θήβας κι απ’ τα βαθιά ονόματα,
ονόματα βαθιά σαν τα ξερά πηγάδια στην αυλή με τις πλάκες,
κι ούτε το ακόντιο, μα το ξερό κοντάρι μπηγμένο στ’ αμπέλι,
κι ο ήλιος της δύσης χωματένιος, όχι η ασπίδα του Αχιλλέα,
ένα σκουτέλι πήλινο στο σοφρά του φτωχόσπιτου,
λίγα ραδίκια, δυο ελιές κι η ερημιά της πέτρας.

Θέλω να κοιτάξω αλλού για να μη βλέπω τα μάτια σου που λείπουν — είπε.
Ερημιά του πρώτου άστρου.
Η μεγάλη σιωπή, το μεγάλο πιθάρι, το μεγάλο κρεβάτι,
το καπνισμένο κόνισμα κι ο σταυρός της φαμίλιας στο δείπνο,
ο ίσκιος απ’ τα χέρια της φαμίλιας στο σανιδένιο χώρισμα,
το μαχαίρι πάνου στο ψωμί,
το λάδι και το κρασί στην αποθήκη,
το χώμα στα νύχια του χωριάτη
και το κλειστό σου πρόσωπο ασάλευτο πάνου στα χρόνια.

II

Ανάβει ένα σύγνεφο, τάμα στην Παναγιά του δειλινού,
ένα νησιώτικο παράθυρο γυρίζει τα μάτια του στη θάλασσα
— αλλιώτικη θάλασσα μέσα στο τζάμι που βραδιάζει.
Σπασμένο κιονόκρανο μες στις τσουκνίδες,
ο μεγάλος χρόνος στους ώμους των γερόντων,
καθόλου θάνατος σ’ αυτό τον τόπο.
Ένα πρωινό στον Πόρο ακούσαμε να πέφτει ένα σύκο έξω απ’ την ιστορία.
Ο ψαράς δεν ήξερε τίποτα για τον Όμηρο.
Η μήνις του Αχιλλέα κι ο Πάτροκλος —ξέραμε—
βούτηξε ο ναύτης απ’ τα βράχια ολόγυμνος, Ιούλιο μήνα,
ο ίδιος ναύτης που τον βλέπαμε το απόγευμα στην προκυμαία με στραβά το κασκέτο του.
Ύστερα είχε φεγγάρι —μια φεγγαράδα αιωνιότητα
πάνου απ’ τα κατάρτια της Τροίας και τα σταμνιά της Αίγινας.

ΠΟΡΟΣ, Καλοκαίρι 1939

Γιάννης Ρίτσος. [1964] 1982. Ποιήματα Γ΄ (1939-1960). 15η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.