Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Άρης Αλεξάνδρου

Αντιγόνη


(απόσπασμα)


ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ

ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ

(Άδεια σκηνή μ’ αχνό φωτισμό. Μπαίνει η Αντιγόνη απ’ τα δεξιά. Απ’ τ’ αριστερά, γυναίκες).


ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Τον δικό μου τον σκοτώσαν Γερμανοί. Έμεινα μονάχη μ’ έναν κλειστό σουγιά. Ο δικός μου πέθανε σ’ ένα κελί. Έμεινα μονάχη με τις δαχτυλιές του στο τραπέζι. Γυρίζαμε στις καμάρες, μ’ ένα γέλιο αντρικό κάπου καταχωνιασμένο, σαν τα παλιά νομίσματα που δεν τα παίρνει πια ο μπακάλης. Εύκολα γνωρίζεσαι με μια γυναίκα που πασχίζει ν’ ανοίξει το σουγιά —με μια γυναίκα, που δε σκουπίζει το τραπέζι να μη χαθούν οι δαχτυλιές του.— Και λίγο λίγο, ακουμπήσαμε το χέρι στον ώμο που ακουμπούσε στο δικό μας χέρι. Και λίγο λίγο ξεχαστήκαν τ’ αρσενικά ονόματα. Δεν ξανάπαμε πια: Ο δικός μου. Λέγαμε: Το χώμα μας.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Λίγο χώμα θέλω να του δώσω. Λίγη ζεστασιά μέσα στο χώμα και μέσα στις καρδιές μας.


ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Πρόσεξε μη μείνεις ολομόναχη. Μένοντας μόνη, πεθαίνεις.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ελάτε μαζί μου λοιπόν. Ελάτε να τον θάψουμε, μην τον φάνε τα τσακάλια.


ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Ο Νικόδημος διάταξε να μείνει άταφος. Ο Νικόδημος πολεμάει τους Γερμανούς. Οι Γερμανοί σκοτώσανε τον άντρα μου. Ο δικός μου πέθανε σ’ ένα κελί. Είμαι με το μέρος του Νικόδημου. Ό,τι λέει, σωστά ειπωμένο.

(Σβήνουν τα φώτα. Ένας προβολέας πέφτει στο μέρος που στεκόντουσαν οι γυναίκες κι όπου τώρα είναι ένας άντρας στο κρεβάτι του. Η Αντιγόνη τον κλωτσάει και τον σκουντάει).


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ξύπνα!


Ο ΑΝΤΡΑΣ

Ε; Πώς; Τί τρέχει; Συναγερμός;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ναι. Δηλαδή όχι. Οι Γερμανοί δεν επιτεθήκανε ακόμα.


Ο ΑΝΤΡΑΣ

Ε, λοιπόν; Άσε με να κοιμηθώ.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ο Ανδρόνικος μένει άταφος.


Ο ΑΝΤΡΑΣ

Καλά κάνει.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Δεν είναι σωστό. Δεν ήταν προδότης. Για το δίκιο δεν πολεμάμε; Για την αλήθεια δεν σκοτωνόμαστε;


Ο ΑΝΤΡΑΣ

Και πού το ξέρεις —πώς τολμάς και το λες πως δεν ήταν; Αφού τον καταδίκασε τ’ ανταρτοδικείο, αφού εκτελέστηκε— αφού εσύ, μωρή, εσύ δεν είπες το πυρ;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Με παρακάλεσε. Όμως προδότης δεν ήταν. Ό,τι άλλο θέλεις, προδότης όχι. Να πάμε να τον θάψουμε. Να του ρίξουμε μια χούφτα χώμα —έτσι— όχι για κείνονε που δεν τον νοιάζει πια —για μας— για να το δείξουμε στους άλλους —στον εαυτό μας πρώτα, πως καταλαβαίνουμε, βλέπουμε.


Ο ΑΝΤΡΑΣ

Ου, με παρασκότισες! Παράτα με ήσυχο να κοιμηθώ μια στάλα. Έχε χάρη που βαριέμαι τώρα με τη νύστα που έχω, αλλιώς θα πήγαινα γραμμή στον Νικόδημο. Όποιος φροντίζει για προδότες, όποιος τους μιλάει, είναι κι ατός του προδότης.

(Γυρίζει απ’ τ’ άλλο πλευρό κι ο προβολέας σβἠνει. Αμέσως ύστερα φωτίζει μιαν άλλη μεριά της σκηνής όπου κοιμάται μια γυναίκα. Η Αντιγόνη την πλησιάζει και την σκουντάει).


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ξύπνα!


Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Τι συμβαίνει; Βάλαν φωτιά στο σπίτι;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ναι... δηλαδή όχι... Εγώ είμαι η Αντιγόνη.


Η ΓΥΝΑΙΚΑ

(Τρίβοντας τα μάτια της). Α, εσύ, η νοσοκόμα, η γραμματιζούμενη. Λοιπόν;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ο Ανδρόνικος μένει άταφος. Όπου να’ ναι θα κατέβουν τα τσακάλια να τον φάνε. Σκέφτηκα, είναι κρίμα απ’ το Θεό.


Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Ποιό Θεό; Εσύ δε μας το ’πες πως δεν υπάρχει Θεός;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Θέλω να πω δεν είναι σωστό. Τον εκτελέσανε με την κατηγορία πως ήταν προδότης, ενώ δεν ήταν και λοιπόν θέλω να με βοηθήσεις να πάμε να τον θάψουμε.


Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Μπα; Να σε βοηθήσω, ε; Τώρα με θυμήθηκες; Τόσα χρόνια μήτε που καταδεχόσουνα να μιλήσεις μαζί μας, με μας τις παρακατιανές, εσύ βλέπεις έκανες στην πόλη. Τέλειωσες και το γυμνάσιο, πού να καταδεχτείς να μας πεις μια κουβέντα. Μόνο κείνα που σου λέγανε να μας πεις, εκείνα μας έλεγες, μας έκανες πάντα τη δασκάλα... Μα, γιά στάσου. Και τι σε κόφτει εσένα αν μένει άταφος ο Ανδρόνικος; Κι ο δικός μου ο Φώτης μήπως βρέθηκε κανείς να τον θάψει; Λένε πως οι Γερμανοί τον κάνανε σαπούνι. Α, σα να μου φαίνεται πως είχε δίκιο η Μαριώ όταν μου’ λεγε πως τα ’χες με τον Ανδρόνικο. Γι’ αυτό σε κόφτει τόσο πολύ και σκίζεσαι, ε; Τώρα τον θυμήθηκες; Ε, μά την πίστη μου, αυτό είναι απ’ τ’ άγραφα. Τον σκοτώνεις καλά καλά, λες το πυρ και τώρα σου καπνίζει να τον θάψεις και θες να βάλεις και μένα σε μπελάδες. Παράτα με. Όπως στρώσεις θα κοιμηθείς. Και το καλό που σου θέλω, παράτα τα όλ’ αυτά και τράβα να κοιμηθείς, έστω κι έτσι που ’στρωσες. Άλλο απ’ τον ύπνο δεν μας έμεινε τίποτα πια. (Γυρίζει απ’ τ’ άλλο πλευρό κι ο προβολέας σβήνει. Αμέσως ύστερα φωτίζει τη μέση της σκηνής. Η Αντιγόνη μόνη της).


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Λοιπόν, δε μένει άλλο παρά να προχωρήσω. Δεν έχει νόημα τώρα πια να κοντοστέκουμαι και να μιλάω κι η φωνή μου ν’ αντηχεί σα να λέει στα δέντρα : «Θα σας το πω αργότερα». Τώρα πια που το ξέρω πως ποτέ δε θα ’ναι τόσο φουντωμένη η πασχαλιά, τώρα πια που το ξέρω πως φεύγω χωρίς ποτέ αργότερα.


ΣΚΗΝΗ ΕΝΑΤΗ

(Κελί φυλακής. Και οι τρεις τοίχοι κι η σκεπή. Στο βάθος παράθυρο με κάγκελα. Οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου πέφτουν πλάγια στον αριστερό τοίχο όπου είναι κι η πόρτα. Κάτω απ’ το παράθυρο, λίγα άχερα. Η Αντιγόνη κάθεται και με τα μαλλιά λυτά, χυμένα στην πλάτη. Μπαίνει ο Κλέαρχος με μια φέτα ψωμί κι ένα πιάτο).


ΚΛΕΑΡΧΟΣ

Σου ’φερα να μασήξεις. (Τ’ απιθώνει χάμω).. Δεν έχεις όρεξη ε; Πού να ’χεις. Ποτέ μου δεν το πολυχώνεψα — τι τους πιάνει και ταΐζουνε ανθρώπους που ’ναι να πεθάνουν σε μια νύχτα. Φαίνεται όμως πως εφτούνο είναι το πρέπο. (Παύση). Σαν το καλοσκεφτείς όλοι το ίδιο είμαστε. Εσύ ξέρεις στα σίγουρα την ώρα και τον τόπο. Κάτι είναι κι αυτό.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ίσως.


ΚΛΕΑΡΧΟΣ

Ίσως, μπορεί, μάλλον, περίπου. Περπατάμε ολοχρονίς κι όλο χάνουμε το μονοπάτι. (Παύση). Δε μου λες αλήθεια γιατί το ’κανες;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ποιό;


ΚΛΕΑΡΧΟΣ

Τι σου μπήκε λέω κι έθαψες τον Αντρόνικο; Έτσι κι αλλιώς ήταν πεθαμένος. Ένας πεθαμένος δε σκοτίζεται ποιός θα τον φάει. Άμα ρώταγες εμένα θα διάλεγα τα όρνια. Ξεμπερδεύεις μιαν ώρα αρχύτερα.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Τι σημασία έχει;


ΚΛΕΑΡΧΟΣ

Ξέρω κι εγώ; Μπορεί να βαρέθηκα κει απόξω να σε φυλάω. Να ’μαι πάντα όξω από κάπου και κάτι να φυλάω. (Παύση). Τί σ’ έκοφτε το κουφάρι;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ήθελα να πω μιαν αλήθεια. Ίσως αυτό να σημαίνει λέω την αλήθεια: Θάβω ένα κουφάρι.


ΚΛΕΑΡΧΟΣ

Τα πολλά σου γράμματα σου κάναν το κεφάλι κεραμιδαριό. Δε λέω. Τα λόγια μας είναι λειψά. Δε μας φτάνουν να μιλήσουμε. Άκουσα πως κάπου κει πέρα απ’ τις θάλασσες έχουν, λέει, ξέχωρη λέξη για τη νιογέννητη κατσίκα, ξέχωρη σαν είναι ενός χρονού, ξέχωρη σαν μείνει ένα χρόνο χωρίς να γκαστρωθεί, ξέχωρη —. Όμως οι λέξεις είναι άλλο πράμα. Τώρα εσύ βάλθηκες να μιλήσεις με κουφάρια. Με γεια σου, με χαρά σου δηλαδή και να με συμπαθάς που χώνω τη μύτη μου — όμως, είναι πολύς ο κόπος, πώς το θέλεις. Να σκάβεις λάκκους, να παραχώνεις, να φτυαρίζεις — και καλά ο ιδρώτας, που θα χύσεις. Αμ, πού να βρεθούν και τα κουφάρια; Εγώ να πούμε, θα ’πρεπε να βρω μιαν ολόκληρη χώρα πεθαμένους για να πω αυτά που είπα.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μια φορά μιλάς έτσι.


ΚΛΕΑΡΧΟΣ

Ναίσκε. Αυτούνο είναι που ’θελα να πω. Όλα τα κόπια δε θα λογάριαζα, αν ήτανε να μίλαγα κατά πώς μου γουστάριζε. Όμως εδώ λες ένα λόγο κι ύστερις χρατς! Κόβεις το λαιμό σου. Είναι δουλειές αυτές. (Παύση). Βάζω στοίχημα πως το μετάνιωσες.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Πριν αρχίσω ακόμα το ’χα μετανιώσει.


ΚΛΕΑΡΧΟΣ

Τότε γιατί το ’κανες;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(Πολύ απλά). Όχι. Σου ’τυχε ποτέ να πιεις κρασί;


ΚΛΕΑΡΧΟΣ

Ναι — πριν απ’ τον πόλεμο.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Και θύμωσες ποτέ σου πάνω στο κρασί;


ΚΛΕΑΡΧΟΣ

Έκανα και καβγά.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Γιά προσπάθησε να θυμηθείς όταν σήκωσες το χέρι σου —


ΚΛΕΑΡΧΟΣ

Ε, καλά. Έτσι γίνεται πάντα. Είχα σηκώσει το ποτήρι μου κι έλεγα να το φέρω ήσυχα ήσυχα στο στόμα να πιω τις τελευταίες γουλιές και τότες, σαν κάτι να μ’ άδραξε το χέρι κι είδα το ποτήρι να χτυπάει στο μούτρο του Νικόλα. Κι ήταν φίλος μου ο Νικόλας. Φάγαμε ψωμί και πολεμήσαμε μαζί. Παλικάρι απ’ τα λίγα ο Νικόλας. (Παύση). Ήσουνα μεθυσμένη; Αυτό θες να πεις;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Κάτι τέτοιο. Κάτι μ’ είχε αδράξει και μένα. Κάτι που δεν ήξερα πώς αλλιώς να το πω και το είπα αλήθεια. Μ’ άδραξε και το πίστευα.


ΚΛΕΑΡΧΟΣ

Πάλι μου τα ’μπλεξες. Άμανε το πίστευες τότες το ’θελες. Δε σ’ άδραξε κανείς.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αυτό θα πει πιστεύω. Νιώθω πως κάτι μ’ αδράχνει και δε μπορώ να ξεφύγω.

(Παύση). Κουφόβραση απόψε. (Βγάζει το αμπέχονο της και μένει μ’ ένα σκισμένο πουκάμισο).


ΚΛΕΑΡΧΟΣ

(Αφού την κοιτάξει για λίγο). Κρίμα στα νιάτα σου. (Παύση). Αν ρωτάς εμένα, θα ’κανα μιαν αυτοκριτική. Στην ανάγκη θα ξέθαβα και το κουφάρι. Όπως και να το κάνεις είναι για λύπηση να πάει χαμένο τέτοιο κορμί μεσοκαλόκαιρο. Να δεις που ο Νικόδημος θα σε σχωρέσει αν πεις πως έφταιξες. Δεν το ’πε καθαρά, μα είμαι σίγουρος. (Παύση). Να πήγαινες τουλάχιστο από σφαίρα Γερμανού. Χαλάλι. (Κάθεται κοντά της). Άκου, αν θες να φύγεις —


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Να πάω πού;


ΚΛΕΑΡΧΟΣ

Να ζήσεις. Λες να μην έχεις να πας πουθενά; Έχεις ολόκληρο χινόπωρο μπροστά σου, χειμώνα — ώς τον Απρίλη στα σίγουρα. (Την πλησιάζει και της πιάνει το χέρι).

Διάβασα τις προάλλες μια φυλλάδα. Στη Βαστίλια, λέει, είχανε μια πριγκιπέσα κι ήταν να της πάρουν το κεφάλι. Τους είπε τότε πως είναι γκαστρωμένη. Την άφησαν κι έζησε. Μπορείς να ζήσεις ώς τον Απρίλη. Ώς τότε μπορούν να γίνουν χίλια δυο. Ώς τότες θα δεις τον ήλιο τρακόσες τόσες φορές, θα φας ψωμί, θα πιεις νερό, θ’ ανασαίνεις, θα κοιμάσαι μαζί μου —


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(Με σιχασιά). Μαζί σου!


ΚΛΕΑΡΧΟΣ

Θέλω το καλό σου. Έτσι κι αλλιώς θα πεθάνεις. Κι εγώ κι εσύ κι όλοι μας. Γιατί βιάζεσαι να πεθάνεις; Θα γίνουμε σκουλήκια και κοπριά. Αλλά γιατί από τώρα; Χαράμισες τη ζωή σου και δεν έμαθες. Δεν έζησες. Δε σου ’μεινε καιρός.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μαζί σου!


ΚΛΕΑΡΧΟΣ

Το βλέπω. Το αίμα σου χτυπάει χοχλακιστό στα μηνίγγια, τα μάτια σου λάμπουνε. Τα χείλη σου είναι υγρά. Με θέλεις. (Η Αντιγόνη τον φτύνει). Και το σάλιο σου ακόμα. Είν’ ένα σάλιο αραιό σαν αυτό που βγάζει η γλώσσα όταν τη δαγκώνεις πάνω στο φιλί. (Παύση).


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Με σένα; Πρέπει να γίνει με σένα;


ΚΛΕΑΡΧΟΣ

Μ’ όποιον να ’ναι. Μα ποιόν άλλον θα βρεις; Δεν υπάρχει άλλος. Θέλουμε πάντα εκείνον που υπάρχει.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Και — και θα μ’ αφήσουν να γεννήσω;


ΚΛΕΑΡΧΟΣ

Ναι. Θα ζήσεις μήνες πολλούς. Θα ζήσουμε μαζί. Θα σου φέρω φρέσκο άχερο. Λυχνάρι για τις νύχτες. Θ’ αφήσω μισάνοιχτη την πόρτα ν’ ανασαίνεις μια στάλα δροσιά.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Και θα περιμένουν;


ΚΛΕΑΡΧΟΣ

Ναι. Θα μας περιμένουν. Το λέει η φυλλάδα.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Και το παιδί; Τι θα γίνει το παιδί;


ΚΛΕΑΡΧΟΣ

Θα ζήσει. Τα παιδιά δεν ξέρουν. (Την αγκαλιάζει).


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Όχι. Όχι.


ΚΛΕΑΡΧΟΣ

Όχι ακόμα; Τι περιμένεις; Μια νύχτα μάς μένει.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(Εντελώς ψύχραιμη). Άδικα μπαίνεις στον κόπο. Και δίχως σου θα γίνω μητέρα.


ΚΛΕΑΡΧΟΣ

(Πετιέται απάνω). Σκύλα. Και μου τριβέλιζες το μυαλό μ’ αλήθειες και φούμαρα! Με ποιόν μωρή; Ποιανού είναι το μούλικο;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Του Ανδρόνικου.


ΚΛΕΑΡΧΟΣ

Μαζί μάς προδίνατε λοιπόν. Σκρόφα! Και σου άνοιξα τα μάτια. Φτου! Αμ θα το πω του Νικόδημου. Αυτός δεν τα σηκώνει κάτι τέτοια. Δεν πάει να το λέει η φυλλάδα. Εσύ θα πεθάνεις. Αύριο κιόλας ο λαός θα σε λιώσει κάτω απ’ τη φτέρνα του. Σαν οχιά. [...]


Άρης Αλεξάνδρου. 1960. Αντιγόνη. Θεατρικός διάλογος. Αθήνα: Καινούρια εποχή.