Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Γιάννης Ρίτσος

Αίας


(Ένας μεγαλόσωμος, πολυδύναμος άντρας κείτεται χάμου στο πάτωμα, ανάμεσα σε σπασμένα πιατικά, κατσαρόλες, σφαγμένα ζώα, γάτες, σκυλιά, κότες, αρνιά, κατσίκια, ένα άσπρο κριάρι δεμένο όρθιο στον πάσσαλο, ένα γαϊδούρι, δυο άλογα. Φοράει μιαν άσπρη νυχτικιά σκισμένη, καταματωμένη —κάτι σαν αρχαίος χιτώνας— που αφήνει ακάλυπτο σχεδόν το ρωμαλέο του σώμα. Δείχνει κουρασμένος, σαν μόλις να συνέρχεται από ολονύχτιο μεθύσι. Στο πρόσωπό του μια έκφραση ανημπόριας και θλίψης, ολότελα αταίριαστη, και μάλιστα ανάρμοστη, με τις σωματικές του διαστάσεις, τους προτεταμένους μυώνες στους βραχίονες, στους μηρούς, στις κνήμες. Μια γυναίκα, με ξαφνικά χαρακτηριστικά, χλωμή, ξαγρυπνισμένη, τρομαγμένη, κι ίσως μυστικά οργισμένη, στέκεται αμίλητη μπροστά στην πόρτα. Η στάση της κάπως παράξενη — σα να κρύβει πίσω της ένα μικρό παιδί. Έχει ξημερώσει απ’ ώρα. Έξω θα πρέπει να ’χει δυνατό φως. Εδώ, μια άρρωστη ανταύγεια σέρνεται στους τοίχους απ’ τις κλεισμένες γρίλιες. Ακούγονται στο δρόμο φωνές απ’ τους οπωροπώλες, τους τροχιστάδες, τους ιχθυοπώλες, και λίγο πιο κάτω στ’ ακρογιάλι φωνές ναυτών που πλένουν και συγυρίζουν τ’ αραγμένα καράβια. Ο άντρας ασάλευτος καταγής. Δεν ξέρεις πού κοιτάει, τί βλέπει. Μιλάει αργά, κουρασμένα και πότε πότε πυρετικά ή και κάπως φοβισμένα):

Γυναίκα, τί κοιτάς; Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα,
βούλωσε τις χαραματιές, μπαίνουν κακά μαμούδια, σαύρες,
μπαίνουν μεγάλες μύγες και γέλια κρυφά. Κοίτα, στον τοίχο,
μια μαύρη μύγα, μαύρη, μαύρη, μεγαλώνει, μαυρίζει τη μέρα,
μαύρον αγέρα ρουθουνίζει, — σκέπασέ την με το χέρι σου, σκότωσέ την,
δεν μπορώ ναν τη βλέπω. Τί πέτρωσες έτσι; Ε, λοιπόν, κοίταξέ με —

Εγώ ειμαι ο δυνατός, ο αδάμαστος, — πολύ με φορτώσατε μ’ εγκώμια,
πολύ με βαρύνατε, με πνίξατε, —ένας ένας σας κι όλοι μαζί κρεμασμένοι
απ’ το λαιμό μου— με πνίξατε. Νά το έργο σας. Χαρείτε το. Κανένας
δε μου το συχωρνάει να ’μαι μιαν ώρα κι εγώ κουρασμένος· κανένας
δε μου το συχωρνάει να ’μαι άρρωστος. Εσείς, τα δικά σας
τα πιο μικρά σας βάσανα, μεγαλωμένα, μου τα ρίχνατε στη ράχη —
όλο παράπονα και κλάψες: — ξελογιάστηκε η δούλα μ’ ένα ναύτη,
η άλλη φοράει μεταξωτό πουκάμισο, η άλλη βάφει τα μάτια της μεγάλα,
η άλλη βάφει κυκλαμινιά τα νύχια της, η τρίτη, η μικρότερη,
σήκωσε κότσο τα μαλλιά της, ξέχασε μες στη σκάφη το σαπούνι·
τα μαρούλια μαράγκιασαν· λιγόστεψε το κάρβουνο· τα βάσανά σας
ναν τ’ αραδιάζετε την ώρα του δείπνου, κείνη τη γαλήνιαν ώρα
που σταματάνε οι μάχες κι οι καυγάδες, κι ο καθένας γυρεύει
μια στάλα λησμοσύνη, απογέρνοντας στις πρώτες ανάγκες του κορμιού του,
ανάμεσα στα πιάτα, στα ποτήρια που αχνοφέγγουν ήμερα κάτω απ’ τους λύχνους —
κι εσείς συνέχεια να μορφάζετε, να λαχανιάζετε, να κουνάτε τα χέρια,
ανοίγοντας ένα πελώριο στόμα, καταπίνοντας τον αέρα, τ’ αστέρια
κι ένα μικρό αστρουλάκι πονηρό, σαν ασημένιο ρεβίθι, και να λέω
τώρα θα της σταθεί στο φάρυγγα, θα φτερνιστεί, θα πνιγεί, θα σωπάσει.

Ακόμα και την ώρα του έρωτα, τη νύχτα, στο κρεβάτι, ξάφνου
ν’ αναθυμόσαστε που ξεχαστήκαν στην αυλή τα μανταλάκια της πλύσης
και θα σαπίσουν απ’ την υγρασία. Αχ, ανόητες, έτσι
μας διώχνετε έξω απ’ το κρεβάτι, έξω απ’ το σπίτι, έξω απ’ τον κόσμο,
έξω απ’ το πραχτικό, σοφό μυαλό σας, το δοκιμασμένο
με συνταγές μαγειρικής, γλυκών, ποτών, φαρμάκων· έξω
από την ίδια τη ζωή με τα μικρά, ιερά, καθημερινά συμβάντα,
με τα μικρά, χεροπιαστά αντικείμενα που ξεκουράζουν απ’ τ’ άπιαστα μεγάλα.

Εμένα δε με ρώτησε ποτέ κανένας σας πού στρέφει το μυαλό μου και το μάτι, ποιούς τρόμους,
ποιές αδικίες, ποιούς φθόνους αντικρίζω (ο ατρόμητος, βλέπετε) ή έστω
αν με πονάει το δόντι ή το κεφάλι, σάμπως να μην έχω
δόντια κι εγώ ή κεφάλι, παρά πέτρα ή σκέτο αγέρα. Τί κοιτάζεις, έτσι;
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.
Κι η μαύρη μύγα, νά τη, στου βοδιού το κέρατο τα νύχια της τροχίζει.

Ε, νά, λοιπόν, ο δυνατός εγώ, ο αδάμαστος· — κοιτάχτε με. Κανένας
μερίδιο απ’ τα δικά μου βάσανα δε ζήτησε ποτέ του. Εσείς οι αθώοι,
οι πονηροί, οι απελπισμένοι κι υστερόβουλοι, για μένα
άλλο δεν είχατε από θαυμασμό συφερτικό, καθόλου αγάπη,
μονάχα θαυμασμό απαιτητικό. Θυμώνετε κιόλας από πάνω
για κάθε μου ανημπόρια, σάμπως να σας πρόδωσα. Και σας πρόδωσα, αλήθεια,
μια και τον εαυτό μου έχω προδώσει. Νά με, σωριασμένος εδώ χάμου· κι οι εχθροί μου
να με περιγελάνε, να κρυφογελάνε. Χτες, όλη νύχτα,
παραμονεύαν, κυκλοφέρναν το σπίτι· με βλέπαν. Κοιτούσαν
απ’ τα παντζούρια, απ’ τις κουρτίνες, απ’ τις κλειδαρότρυπες, απ’ τα ντουλάπια —
άκουγα τα τριξίματα στο πάτωμα, τις γραντζουνιές στον τοίχο. Σαν βγήκα
κρυφτήκανε πίσω απ’ τα δέντρα. Με παραμονεύαν. Ένα άσπρο φεγγάρι,

άσπρο σαν το χασέ, τεράστιο, ανέβαινε απ’ την Ίδη· μια άσπρη πάχνη
μου σκέπασε τα μάτια· ξεχάστηκα, —τί ήταν;— ένα άσπρο μαντίλι
όπως παιδιά που παίζαμε τυφλόμυγα στη Σαλαμίνα, δίχως να καταλαβαίνεις
ποιός κι από πού να σε φωνάζει μ’ αλλαγμένη φωνή, σάμπως να ’σαι
μέσα σε μια μεγάλη, σκοτεινή εκκλησία μες στο λιοπύρι, κι οι εικόνες
χλωμές, ψηλές, κάτι μιλάνε μεταξύ τους χαμηλόφωνα για σένα —
ένα πελώριο φίδι, ένα λιοντάρι μ’ ένα αγκάθι στο πέλμα,
ένα κομμένο κεφάλι στο δίσκο, δυο μάτια σκιασμένα,
ένα ολομόναχο μεγάλο μάτι, γενειάδες, το αίμα που στάζει
απ’ την άκρη της λόγχης, καπνός, καμένη δάφνη, τα μικρά κουδούνια. Είπα να κάνω πίσω —

Ποιό ’ναι το μπρος; ποιό το πίσω; Το φεγγάρι είχε ασβεστώσει το δρόμο·
έλαμπε ολάκερος ο δρόμος, κι εγώ φαινόμουν πελώριος· με βλέπαν
από παντού. Πώς να γυρίσω; Ακόμα κι η σκιά μου
μ’ είχε παρατημένον —είχε λιώσει στη λάμψη του ασβέστη—
εκτός αν ήταν αλάτι. Μεγάλα χταπόδια, ξερά, σταυρωμένα
επάνω σε καλάμια, κρεμόνταν στους τοίχους. Το σπαθί μου
πότε μεγάλωνε λαμποκοπώντας ασήκωτο, φωτίζοντάς με ακέριον
κι άλλοτε μίκραινε πολύ σα βγαλμένο, παιδιάστικο νύχι.
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.

Όλα τα σπίτια κλειδωμένα, — εμένα μ’ είχαν κλείσει απ’ όξω. Χάλκινοι χαλκάδες
γυαλίζανε στις πόρτες. Μεγάλα στεφάνια από βαρέλια
κυλούσαν απ’ τους λόφους· — με παγίδευαν. Το τεράστιο φεγγάρι κύκλους κύκλους
άνοιγε ξεροπήγαδα να πέσω μέσα. Δεν μπορούσα
μήτε να περπατήσω μήτε να σταθώ. Κι ακούγονταν τα βήματά μου
στο καλντερίμι ξένα, αγύριστα, προδοτικά, ώσπου κάτω στο λιμάνι
ακούστηκε να σέρνουν μια αλυσίδα, και σωπάσαν τα πάντα.

Τότε μου κλείσαν όλα τα περάσματα· — σκοινιά λιωμένα, κρότοι μεταμφιεσμένοι·
επάνω στους καταυλισμούς είχαν σβήσει οι φωτιές· τριγύρω οι μάντρες
σπίθιζαν με μικρά τσιμπούκια πήλινα. Μεγάλες προσωπίδες
κρεμόντανε στον αέρα, — κι ήταν αυτοί, στις αυλές των γειτόνων,
αυτοί, με χαρτονένιες αποκριάτικες μουτσούνες, παρασταίνοντας
τα βόδια, τα γαϊδούρια, τ’ άλογα, τα πρόβατα, — δεν μπορούσανε πια να μου ξεφύγουν·
περπατούσαν στα τέσσερα κάνοντας τα τετράποδα — δε μουγκανίζαν·
μπουσουλούσαν στο χώμα σαν τεράστια βρέφη. Η σιωπή καμπυλωνόταν
επάνω μου σα γυάλινη καμπάνα, — φοβόμουν μην τη σπάσω. Και ξάφνου,
άκουσα από χιλιάδες μυστικές γωνιές να μου φωνάζουν φρικτό τ’ όνομά μου,
πάλι και πάλι τ’ όνομά μου, βουίζοντας μέσα στα λούκια, μέσα στ’ άδεια πιθάρια,
μες στις λεκάνες των αποχωρητηρίων, μες στους καπνοδόχους· τ’ όνομά μου
άλλοι μακριά με γυναικείες φωνές κι άλλοι κοντά μου με φωνή βροντώδη
μιμούμενοι την ίδια τη φωνή μου «ο Αίας, ο Αίας, ο Αίας»,
με μιαν ανόητη κομπορρημοσύνη «ο Αίας, ο Αίας», τόσο
που μίσησα για πάντα τ’ όνομά μου, — ω, πια, να μην τ’ ακούω,
κανένας να μην το προφέρει πια· να μείνω ανώνυμος, λησμονημένος,
δεμένος κάτω απ’ την κοιλιά του αλόγου μου. Δεν άντεξα τότε,
σήκωσα το σπαθί μου, χτύπησα, τους μάντρωσα όλους,
τους έσυρα εδώ μέσα —κοίταξέ τους— κι ήτανε τα ζώα ετούτα.
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.

Γυναίκα, τί κοιτάς μ’ αυτό το βλέμμα; Η μύγα — σκότωσέ τη.
Δεν είμαι τάχατε άνθρωπος κι εγώ; Γιατί, λοιπόν; Όλη τη νύχτα
με παραμόνευες κι εσύ πίσω απ’ την πόρτα, ναι, μαζί με το παιδί μου, —
μ’ έδειχνες στο παιδί, να δει το σώριασμά μου· — όχι, όχι,
του ’κλεινες με τις δυο παλάμες σου τα μάτια, μη με δει. Όλη νύχτα,
χάλκινα βέλη σφηνωμένα στους τοίχους, τρέμαν αντηχώντας
κάθε ήχο πολλαπλάσιο — βήμα, την ανάσα, το σφυγμό μου,
το τρίψιμο των ρούχων μου στα γόνατά μου, στο στέρνο, — πώς να ξεφύγεις;
από τί πρώτα να προφυλαχτείς; Οι εχτροί μου είχαν καρφώσει τα βέλη,
κρυφές κεραίες, να παρακολουθούν την κίνησή μου. Τους έπιασα. Τον έναν
τον άρπαξα απ’ τ’ αυτί. Τον τραβούσαν για να δω. Λαστιχένιο τ’ αυτί του
μάκραινε, μάκραινε, καθώς τον τραβούσα, κι εκείνος έμενε πάντα εκεί πέρα.

Άλλος μου κάρφωσε τα δόντια στο μηρό —λυσσασμένο σκυλί·— παμπόνηροι Ατρείδες, —
κι ο Τεύκρος να λείπει στα βουνά. Φώναξα: Τεύκρο, Τεύκρο·
φωνή δε βγήκε. Ξαναφώναξα. Κάτω απ’ τα πόδια μου έχανα τη γης. Δεν είχα
να κρατηθώ από πουθενά, μήτε απ’ την ίδια μου τη ζώνη —
καθώς την έψαχνα τυφλά, το ’νιωσα ξάφνου πως ήταν κομμένη
κι αντί να με κρατήσει, την κρατούσα στο χέρι
σάμπως γδαρμένη ουρά ενός άγνωστου, απίθανου ζώου.
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.

Έφυγε τούτη η νύχτα. Αλάφρωσα. Μη φοβάσαι γυναίκα.
Βγήκα ξανά το χάραμα. Σ’ είδα που στέκοσουν άγρυπνη στην πόρτα.
Κατέβηκα κάτου στ’ ακρογιάλι, πριν ξυπνήσουν οι ναύτες,
πήρα στη φούχτα μου νερό κι έβρεξα τα μελίγγια μου. Τί μικροί, θε μου,
τί μικροί που ’μαστε μπροστά στον απέραντο κόσμο που ξυπνάει,
μπρος στο γαλήνιο, αθάνατο φως. Κι ένιωσα ξάφνου να μικραίνει
όλη η κατάρα κι ο τρόμος της νύχτας· — έτσι μικρός, μαζεμένος
ανάμεσα στα βράχια, με μιαν όμορφη, αθόρυβη θλίψη,
μια λύπηση για τον εαυτό μου, — να κοιτάζω τ’ ασάλευτα καράβια,
να βλέπω πάλι, και να ξέρω πως βλέπω, —χαιρόμουν,— και ν’ ακούω.

Μια βάρκα είχε ένα κόκκινο ζωνάρι γύρω γύρω· τ’ αντιφέγγισμά της
μες στο νερό πιο κόκκινο και δροσερό σαν μια φωτιά σβησμένη·
κι είπα ξανά: «σαν μια φωτιά σβησμένη» · — μια γλυκιά αναγάλλια
μου ξέσφιξε τα δόντια και τα γόνατα γι’ αυτό το «σαν», — που μπορούσα
να βάζω πάλι το ’να πράγμα δίπλα στ’ άλλο, να μιλώ, να μεταλλάζω, —
«σαν μια φωτιά σβησμένη», και δε μ’ έκαψε. Τί ήμερα που ακουγόταν
μοναχικό το τρίξιμο των σανιδιών και των σκοινιών με την ανάσα του νερού, — γαλήνιο
τρίξιμο αόρατων κουπιών και σκαρμών, μια μυστική κωπηλασία
παίρνοντας με μακριά, λησμονημένον, χωρίς όπλα καθόλου.

Τότε σηκώθηκε κοντά μου ένα κοπάδι γλάροι — με στέγασε μια άσπρη
τρεμάμενη αψίδα, — πράες, ανάλαφρες, ευγενικές φτερούγες
σαλεύοντας στον αέρα καταφατικά — μεγάλες φιλικές παλάμες
χειροκροτώντας άηχα τη σιωπή, χτυπώντας με στον ώμο
μ’ εμπιστοσύνη πάλι, — ναι, μια νέα εμπιστοσύνη. Λοιπόν, μη λυπάσαι.

Σε βεβαιώνω είμαι ήσυχος τώρα· — ούτε το θάνατο των άλλων
ούτε και το δικό μου αποζητώ. Δε με νοιάζει καθόλου
η απάτη των θεών κι η αυταπάτη μου, μήτε κι η χλεύη
των συμπολεμιστών μου, — είμαι μακριά, δε με φτάνει. Τί να τα κάνω
τ’ άσκοπα λάφυρα και τη μεγάλη ασπίδα και το δόρυ;
Να φυλαχτείς από τί; Και με τί τρόπο; Δε με λυγίσανε οι Τρώες —
τίποτα ο φόβος δεν είναι του εχθρού μπροστά στο φόβο του φίλου
που ξέρει τις κρυφές πληγές κι εκεί σημαδεύει. Κειτόμουν στ’ ακρογιάλι
κοιτάζοντας το χάραμα χλωμό, σκιερό, χωρίς το βάρος
καμιάς αναμονής κι ελπίδας. Η καρδιά του ανθρώπου
είναι μια νοτισμένη ρίζα μες στο χώμα, υπομονετική, κρυμμένη
τόσο βαθιά, —πλησιάζει η άνοιξη— μπορεί και πάλι να πετάξει βλαστάρια.

Είδα τις τέντες να γυαλίζουν απ’ την αυγινή υγρασία· — ένα φέγγος
σταχτί και ρόδινο σερνόταν σαν ανάρρωση στις πέτρες. Θυμόμουν
άλλα πρωινά, μακρινά, ανυποψίαστα, γεμάτα βιασύνη και κρότους
από άγκυρες, κουπιά, καζάνια, τροχαλίες, όταν οι ναύτες
αγουροξυπνημένοι κατουρούσαν στ’ ακρογιάλι, αράδα αράδα,
κι εκείνο το τριανταφυλλένιο φέγγος, στον ορίζοντα, στα περιγιάλια,
στα χέρια τους, στο πρόσωπό τους, στο φαλλό τους, έτρεμε σα μαγεμένο
τόσο που σκύβαμε άθελά μας στο νερό να δούμε το είδωλό μας
κι ερωτευόμασταν ξανά το σώμα μας μες στην αδέσμευτη παλικαριά του
ώσπου ξεπρόβαινε απ’ τη θάλασσα θεόρατο το φάσμα του ήλιου
κι αποξεχνιόμαστε ξανά μέσα στις μάταιες ξιπασιές και τις μάχες.

Δε θέλω τίποτε απ’ αυτά —ποιό τ’ όφελος τάχα;— να μου λείπουν.
Σαν ψέματα μου φαίνονται οι παλιοί μου οι άθλοι. Τα έπαθλα όλα
που ήταν για μένα, τα σφετεριστήκαν οι άλλοι
με δόλιους κλήρους και δωροδοκίες· όταν εγώ, την ώρα που κρινόταν η ζωή των Ελλήνων
έριξα μες στην περικεφαλαία όχι νωπούς σβόλους χώμα
μα το μεγάλο, ευδιάκριτο, γαμήλιο δαχτυλίδι μου και βγήκα πρώτος
άντικρυ στον εχθρό σώμα με σώμα. Κι όταν πάλι
καιγόνταν τα καράβια κι ο καπνός κι οι φλόγες ανεβαίναν στα ουράνια
τόσο που νόμιζες πως καιγόταν η θάλασσα, τότε που ο Έκτορας
χιμούσε ακράτητος πάνω απ’ τους τάφρους, πάλι εγώ
του στάθηκα πρώτος μπροστά. Δεν τα θυμούνται τάχα οι Ατρείδες·
αυτοί μονάχα για τα λάφυρα και τα έπαθλα νοιάζονται. Λοιπόν, ας τα νέμονται
με πονηριές, μ’ απάτες και με φόβους — ώς πότε; Μια μέρα
κι εκείνοι θα σταθούν γυμνοί μπροστά στη νύχτα και στο μακρύ της δρόμο·
σε τίποτα δε θα τους χρησιμέψει πια η κλεμμένη ασπίδα, όσο ωραία και μεγάλη.

Λίγο πιο πάνω απ’ τ’ ακρογιάλι, λόφοι ολόκληροι, σαπίζουν
τα ρούχα των νεκρών πολεμιστών· σκεβρώνουν τα παπούτσια, σκουριάζουν οι πόρπες
απ’ τις μεγάλες υγρασίες και τις βροχές· λίγο λίγο έχει γίνει
ένα στρώμα παχύ, μαλακό· με την άνοιξη ξεπροβαίνουν κει πέρα
χιλιάδες πολύχρωμα αγριολούλουδα — μπορεί να παίρνουνε τα χρώματά τους
από κείνα τα ρούχα των νεκρών. Αν περπατήσεις πάνω τους θα νιώσεις
κάποια βαθιά, γαλήνια μαλακότητα — όχι αυτή της φθοράς και της αραίωσης, όχι,
μιαν άλλη μαλακότητα, του τελειωμένου και του ανύπαρκτου. Δαγκώνεις ένα φύλλο
κι αυτό δεν έχει γεύση. Κόβεις ένα λουλούδι· το κοιτάζεις·
βλέπεις μέσ’ απ’ τα πέταλά του ένα διάφανο τοπίο στο χρώμα και στο σχήμα
του λουλουδιού· — όλα είναι κοίλα, σε βαθιά κοιλότητα· μπορεί μ’ ένα βήμα
να περάσεις αντίπερα με τις ήσυχες λεύκες και τ’ άσπρο ποτάμι.

Αυτοί που φύγαν γυρίζουν αθόρυβα κοντά μας, απ’ τους δρόμους
τους πιο κοντινούς, πάνω απ’ τους λόφους με τα λιόδεντρα, μέσ’ απ’ τ’ αμπέλια, —
τους είδα όπως γυρνούσα σπίτι. Μου έγνεφαν. Οι καπνοδόχοι
ήταν σα μαύρα αγάλματα πάνω στις στέγες. Περνούσαν
σκοτεινοί, σκοτεινοί και μουγγοί, σαν τα δέντρα της όχθης γραμμένα
στο φωτεινό κομμάτι των νερών. Ένα άσπρο φεγγάρι
στέκεται πάνω τους ολημερίς — δεν τους φωτίζει. Διασχίζουν το δρόμο,
κοιτούν μες στα ψιλικατζίδικα τις καραμέλες σκεπασμένες με τουλπάνι,
κοιτούν τις χαρτονένιες κούκλες με τους σπάγγους, τα τσιγάρα, τα σπίρτα,
τα τσιμπιδάκια, τις εφημερίδες — δε διαβάζουν μήτε τους τίτλους. Κοιτιούνται
στη σκονισμένη βιτρίνα του ψωμάδικου. Σαν ξερά χόρτα
τους πέφτουν τα μαλλιά στα μάγουλα, στο πηγούνι, στους ώμους.

Τα χέρια τους είναι μακριά και μαραμένα —δεν μπορούν να κρατήσουν
ασπίδες και τόξα— μήτε που το σκέφτονται· μήτε διορθώνουν
την έκφραση των χαλαρών χειλιών τους. Ανεξέλεγκτοι, αόρατοι,
μ’ εκείνη την ευφρόσυνη αυστηρότητα χυτή στη στάση τους, αρμονισμένη
με την ωραία κίνησή τους, με την έλλειψη κάθε αδημονίας,
με τον αργό, διαρκή χρόνο τους. Απρόσβλητοι. Τους ζήλεψα.

Στη γέφυρα διασταυρωθήκαν μ’ ένα μπουλούκι τσιγγάνων. Κανένας
δεν τους διέκρινε. Μονάχα που το θρόισμα απ’ τα κίτρινα φουστάνια
σταμάτησε μεμιάς, κι οι μύλοι του καφέ σπιθίσαν άξαφνα
με χρυσοκόκκινες σπίθες. Τα εφτά κατάμαυρα άλογα
έσκυψαν το κεφάλι τους στο χώμα· τέντωσαν το αυτί. Μονάχα
η θεόρατη αρκούδα με τους κρίκους στάθηκε στα πισινά της πόδια
καταμεσής στη γέφυρα, εμποδίζοντας την κίνηση του κόσμου.

Δεν έλεγε να το σαλέψει από κει, —κοίταζε πίσω, οσμιζόταν τον αέρα—
μια μυρωδιά από θειάφι και λιβάνι και σταφύλι. Τα μάτια της
μεγάλα, μαύρα, αδιαπέραστα. Χρειάστηκε να της τραβήξουν
πολλές φορές το λουρί· σηκώσανε και τα μαστίγια. Έφυγε
στρέφοντας κάθε τόσο το κεφάλι πίσω, βλέποντας μαζί μου.

Ο ίσκιος ενός πουλιού πέρασε τότε μπρος στα πόδια μου —δε σήκωσα τα μάτια·—
συμπάθεια μακρινή και συχώρεση. Κι ευχήθηκα μέσα μου
λίγη γαλήνη — όχι δόξα, όχι δόξα. Πάρτε τα τούτα τα σφαγμένα αρνιά και τα βόδια —
αρνιά και βόδια, ναι· — κι εχθροί μου αλώβητοι να με χλευάζουν.
Πάρτε τα από δω πέρα — δεν μπορώ να τα βλέπω. Αχ, έτσι πάντα,
όλη τη δύναμή μου ξόδεψα πολεμώντας φαντάσματα, κερδίζοντας νίκες
ολότελα φανταστικές, κυριεύοντας χρυσές πολιτείες
ανύπαρκτες, ανύπαρκτες, ανύπαρκτες. Λοιπόν, αρνιά και βόδια. Τίποτ’ άλλο.

Χτες, όλη νύχτα, τ’ άκουγες κι εσύ τα θλιβερά μουγκανητά τους.
Κοίταξε τούτο τ’ άσπρο κριάρι, — τί ήσυχα, τί λυπημένα
τα μάτια του, θε μου, —ένας μικρός Αϊ-Γιάννης— αυτά με διδάξαν
την ήμερη ταπεινοσύνη. Ας γελούν όσο θέλουν οι Ατρείδες
με τις τυφλές «ανδραγαθίες» μου, και με τις άλλες τις πραγματικές εκείνες
που κάποτε έπραξα για την Ελλάδα και τους Έλληνες, — μια μέρα θα με θυμηθούνε.

Ας μη με θυμηθούνε. Τί πειράζει τάχα; Εμένανε μου φτάνει
αυτό που βρήκα, χάνοντας τα πάντα. Σε λίγο
θα βγω να πλυθώ στο ποτάμι, να πλύνω το σπαθί μου. Θα ’ταν όμορφο
να βαλσαμώναμε τούτα τα ζώα, —προπάντων τούτο το άσπρο κριάρι—
μα πώς να διατηρήσουμε την έκφρασή του; Μες στα μάτια του φέγγει
η πόρτα σμικρυμένη, το πρωινό, δυο φύλλα
και μια μικρή κουκκίδα λάμψη — ίσως και να ’ναι η κρήνη
όπου ποτίζονταν τ’ άλογα του Αχιλλέα. Πέταξέ τα από δω· — τί τα κρατάς ακόμα;
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.

Άκου, — γελάνε πάλι στην αυλή. Δεν είναι; Σώπα. Σώπα.
Γυναίκα, κρυώνω. Φέρε μια κουβέρτα. Σκέπασέ με.
Δεν κάνει κρύο αλήθεια; Σου χτυπάνε και σένα τα δόντια;
Τί καλά θα ’ταν να μικραίνεις, να μικραίνεις, να μικραίνεις,
ασάλευτος, κουλουριασμένος όλος, σκεπασμένος, κρυμμένος
κάτω απ’ την πεσμένη ασπίδα σου, σκουριασμένη κι αυτή απ’ τις βροχές και τ’ αλάτι,
με τις παλιές ηρωικές παραστάσεις της όλες σβησμένες, κι έτσι από μέσα
να σφίγγεις το λουρί της προς τη γης ώσπου να γίνεις ένα με το χώμα —

Αχ, και να στήνεις όλην ώρα τ’ αυτί μη και περάσει κάποιος
μη και κλωτσήσει κατά λάθος την ασπίδα, κι ο ήχος του μετάλλου, πλάι στ’ αυτί σου,
γκλαν γκλαν, κλαγγή μεγάλη· το αίμα σου μεμιάς θ’ αδειάσει· μες στις φλέβες
θα τρέχει μόνο η τρομερή κλαγγή, σημαίνοντας ατέλειωτα βαθιά σου
γκλαν, γκλαν, κάνοντας έτσι απ’ όλους ακουστή τη συστροφή σου, κάνοντας περίβλεπτο
το σχήμα της ταπείνωσής σου· — αυτόν τον ήχο τον ακούω, με κυριεύει
σαν προδοσία του ίδιου του εαυτού μου από τον ίδιο τον εαυτό μου,
τον ίδιο αυτόν που ’χα γυμνάσει και στεριώσει
με την απάτη και την περηφάνια του αήττητου θάρρους — ποιό θάρρος,
όταν μας κυβερνάει πιο μέσα η ξένη μας ζωή κι ο ξένος θάνατός μας;
Όχι, καμιά ταπείνωση δεν είναι. Αν νικήθηκα, νικήθηκα
όχι απ’ ανθρώπους, μόνο απ’ τους θεούς. Καμιά νίκη ούτε ήττα δεν είναι δική μας.
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.

Αχ, τίποτε δικό μας· — ό,τι φτιάχνουμε κι ό,τι είμαστε, άλλος
μας το ’δωσε και μας το παίρνει πίσω· — ξένος, άγνωστος, χωρίς τη θέλησή μας.
Και τούτη η μύγα βουίζει, βουίζει — σκότωσέ τη. Ένα ξένο ποδάρι
χτύπησε πάλι την πεσμένη ασπίδα. Ακούς; Γκλαν, γκλαν, —η ασπίδα·—
γκλαν, γκλαν· — πάει, πέρασε. Δεν ήταν τίποτα. Πάρε και την κουβέρτα. Δεν κρυώνω.
Μονάχα αυτή η βουή στα μελίγγια μου εδώ, κι η σκιά στον τοίχο —
γυρνάει, γυρνάει γρανάζι το γρανάζι γύρω ολόγυρα, ξαναγυρνάει.

Θέλω να θυμηθώ κάτι καλό — μια μέρα λιόλουστη στη Σαλαμίνα
τότε που καλαφάτιζαν τα νέα σκαριά στο ακροθαλάσσι, και στον αέρα
κυμάτιζε η μοσκοβολιά του πλανισμένου ξύλου, και πιο πάνω στον μικρό πευκώνα
φρενιάζαν τα τζιτζίκια. Θέλω. Δεν μπορώ. Κόβεται η θύμηση στη μέση·
όλα βουλιάζουνε σ’ αυτό το χάσμα· μόνο τ’ άσκημα μένουν απ’ όξω —
το κλεφτοφάναρο του εχτρού στα μάτια σου την ώρα που κοιμάσαι,
το σίδερο στα πόδια, το καμάκι στο μελίγγι, οι κραυγές των πληγωμένων
τη νύχτα μες στη λαγκαδιά, μαζί με τα τσακάλια, κι η κραυγή η δική μου
φτασμένη από μακριά στο ίδιο τ’ αυτί μου. Δεν μπορώ. Κοιτάζω ολόγυρα. Δε βλέπω.

Θέλω να δω πάνω απ’ τις ράχες τούτων των σφαγμένων ζώων. «Ένα δέντρο», λέω·
«ένα δέντρο», αποκρίνομαι. Αυτό. Τίποτ’ άλλο. Χάνεται το δέντρο. Δεν ήταν.
Ακόμη και το σώμα μου, απαράδεχτο, να μην το αγγίξω —
μια σιχασιά — ξένο, άγνωστο· μια οσμή τραγίσια· — τί ’ναι τ’ ανθρώπινο σώμα;
Οι πόροι, τρύπες τρύπες, κοιτώντας κατά μέσα σ’ ένα γλιτζερό σκοτάδι·
το τρίχωμα τραχύ, σάμπως καμένα σκοίνα· πίσω απ’ τα σκοίνα
σαπίζει ένα μεγάλο αγνώριστο ψοφίμι με γερά σαγόνια,
γυμνά σαγόνια, ξασπρισμένα κιόλας, δυνατά σφιγμένα
σε μορφασμό γενικής δυσφορίας κι αστείας απειλής. Κι αυτό το σφίξιμο
των άσπρων σαγονιών με τα πελώρια δόντια, είναι το μόνο
σημάδι περηφάνιας και τιμής, σε τούτον τον ακόκαλο χαλαρό κόσμο.

Τί να τις κάνεις πια τις δόξες, τα έπαθλα, τα εγκώμια. Τίποτα δεν είναι.
Τίποτα κι η αποτυχία κι η χλεύη. Χάνονται κι αυτά μαζί μας.
Δε ζήτησα ποτέ μου σκλάβους, θαυμαστές, υποτελείς. Μόνο έναν άντρα θέλω
σαν ίσος με ίσο να τα πούμε· — πού ’ναι τος; Μονάχα ο θάνατός μας
είναι του καθενός μας ο ίσος. Όλα τ’ άλλα πρόχειρη λάμψη,
συμβιβασμοί, προσχήματα, εθελοτυφλίες.

Γυρίζοντας εδώ, παρατηρούσα τα ίχνη απ’ τις παλιές φωτιές στα γρασίδια —
κλαδιά καμένα, στάχτες, κάρβουνα, καπνιές· δίπλα πεσμένες οι μεγάλες σούβλες
απ’ τις θυσίες και τα υπαίθρια συμπόσια. Οι σωροί των μεγάλων κοκάλων
λευκάζανε στο χάραμα μ’ ένα λευκό ασημένιο
της μνήμης ή του αγέννητου — απέραντα πράο και με κάποια περηφάνια
απτόητη, ενός μακρινού μνημείου για τους απόντες — δηλαδή για μας τους ίδιους,
και τα χορτάρια ήταν κίτρινα ώς πέρα, παρότι πιο κάτω
η θάλασσα λαμποκοπούσε ανόητα ρόδινη, επιβάλλοντας πάλι
απ’ την αρχή μια κίνηση — την κίνησή της και την κίνησή μας.

Τότε θυμήθηκα τη Σαλαμίνα — κάτι ωχρά πρωινά με ομίχλη και ψιχάλα
που έσβηναν όλα μες στο χρόνο — βάρκες, άγκυρες, κρασοπουλειά, ψαροπωλεία
κι έφεγγε μόνο ο δρόμος ασημένιος, ολομόναχος, προχωρώντας αόριστα κάπου,
στρίβοντας κάθε τόσο, ξαναστρίβοντας για ν’ αποφύγει αόρατα εμπόδια
ή για την ίδια του ευχαρίστηση, μ’ εκείνο το άσπρο ασημένιο.

Στο σπίτι, βρήκα τη μητέρα καθισμένη στην τραπεζαρία,
σκυφτή, στοχαστική, περνώντας σε λεπτή κλωστή μαργαριτάρια
λευκά, γαλαζωπά, ασημένια. «Τί θα τα κάνεις, μητέρα;» της είπα.
Κι εκείνη: «Θα τα ρίξω στο πηγάδι». Χαμογέλασε. «Μα τότε
γιατί τ’ αρμαθιάζεις;». Την κοιτούσα. Δε σήκωσε τα μάτια. «Κείνη που θα τα φορέσει
έτσι τα θέλει», αποκρίθηκε. Και μονομιάς κατάλαβα
πως μέσα σε κάθε πηγάδι, και μέσα μας, είναι μια όμορφη γυναίκα πνιγμένη,
μια πνιγμένη γυναίκα που δε λέει να πεθάνει, κι ούτε ξέρω τί σημαίνει,
καρτερική, καρτερική, κάτω απ’ το θόρυβο που κάνουν τ’ άλογα, τ’ αμάξια, τ’ άρματά μας.

Άνοιξε τα παράθυρα, άνοιξε την πόρτα, ξεμαντάλωσε τη μάντρα.
Δεν είναι τίποτα. Θα βγω για λίγο να πλυθώ στο ποτάμι. Πες στον Τεύκρο —
Αλήθεια, πού ’ναι ο Τεύκρος; Τεύκρο, Τεύκρο. Πάρτε τα κι αυτά τα ζώα.

Πάω να πλυθώ, να πλύνω το σπαθί μου· — ίσως και βρω έναν άντρα να τα πούμε.
Τί όμορφη μέρα, —ω φέγγος του ήλιου, ποτάμι χρυσό— Γεια σου, γυναίκα.

(Φεύγει. Η γυναίκα μένει ασάλευτη πλάι στην πόρτα. Ακούγεται βουερό καμπάνισμα, σαν κάποιο σφυρί να χτύπησε έναν μετάλλινο δίσκο κρεμάμενον σε μια άλλη κάμαρα. Ίσως ένα αόρατο πόδι να χτύπησε την πεσμένη ασπίδα με τις εφτά αδιαπέραστες δίπλες. Ο ήχος συνεχίζεται. Μπαίνουν οι υπηρέτες. Μαζεύουν τα σφαγμένα ζώα. Και τ’ άσπρο κριάρι με τα λυπημένα μάτια. Έρχεται αμίλητη μια ψηλή, χοντροκόκαλη δούλα με μια μεγάλη σκούπα. Σαρώνει τα σπασμένα πιατικά, τ’ αποτσίγαρα, τα πατημένα μπρίκια. Το μαύρο της λυτό μαντίλι τής κρύβει το πρόσωπο. Φεύγει. Το δωμάτιο άδειασε. Φάνηκε μονομιάς πολύ μεγάλο. Ο ήχος του μετάλλινου δίσκου σώπασε. Τώρα ακούγονται πολύ καθαρά έξω οι φωνές του δρόμου, η κίνηση του λιμανιού — γερανοί, τροχαλίες, αλυσίδες. Κι άξαφνα μπαίνει τρέχοντας ένας ναύτης. «Ο αφέντης», λέει· "πάει ο αφέντης· — το σπαθί μπηγμένο στα πλευρά του". Η γυναίκα ασάλευτη στην πόρτα· κι η ψηλή δούλα, στο βάθος του διαδρόμου, ορθή, πετρωμένη, με τα δυο της χέρια ακουμπισμένα στο ξύλο της μεγάλης σκούπας).

ΛΕΡΟΣ, ΣΑΜΟΣ, Αύγουστος 1967–Ιανουάριος 1969

Γιάννης Ρίτσος. [1972] 2009. Ποιήματα ΣΤ΄: Τέταρτη διάσταση (1956–1972). 25η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.