Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Δημήτρης Χατζής

Μικρό σχόλιο για την Ιφιγένεια εν Αυλίδι


(αποσπάσματα)


Στο σ. Νίκο Γουλανδρή

Ι

Η Ιφιγένεια εν Αυλίδι είναι το τελευταίο του δράμα. Του Ευριπίδη. Αυτουνού που τον φάγανε τα σκυλιά — και δικαιότατα βέβαια, τέτοιον αντίχριστον, κακόψυχο και χολεριασμένον άνθρωπο. Σε προχωρημένη ηλικία βρισκότανε γράφοντάς το, κοντά στο τέλος. Έρημος πια, μόνος, εξόριστος ή αυτοεξόριστος, κάπου ψηλά στα μέρη τα βορεινά, τα βαρβαρικά, κοιτάζοντας αποκεί τη μεγάλη του Αθήνα, γνήσιο τέκνο της, να μικραίνει τώρα μέσα στην αρπάγη της παρακμής. Όλα μικραίνουν με τον καιρό.

Η απελπισιά του κι η πίκρα του, εκείνη η κακία του, ξεχύνονται τώρα σε τούτη την τραγωδία του, χωρίς ελπίδα καμιά για κανένα, παρηγοριά, γλυκασμό. Όλα ξεφτίζουν αυτά, μικραίνουν με τον καιρό. Η πίκρα μονάχα — μονάχα αυτή μεγαλώνει.

Γυρίζει τα κουρασμένα του μάτια, πέρα απ’ την Αθήνα, το ξανακοιτάζει τώρα όλο το θαύμα το ελληνικόν. Το θαύμα... έχει μικρύνει κι αυτό.

Εκείνοι οι θεοί των Ελλήνων; Οι ολύμπιοι, οι μακάριοι; Αλλοπρόσαλλα κι άμυαλα πλάσματα. Παίζουν με την ανθρώπινη αδυναμία, διασκεδάζουν με τα παθήματα, τα καμώματα των ανθρώπων. Τί μπορεί να τους έφταιξε η Ιφιγένεια, και θέλουν τώρα τον θάνατό της; Δεν είναι εκείνος του Προμηθέα που ορθώθηκε ενάντια στο κράτος τους — είναι ένας θάνατος άδικος, αδικαιολόγητος, πέρα για πέρα παράλογος. Ποτές του αυτός δεν τους πολυπίστεψε. Τώρα πια δεν τους παραδέχεται, τους αρνιέται αυτούς τους θεούς. Η απάρνησή τους θα ’ναι και η βάση της τραγωδίας του αυτής.

Κοιτάζει πάρα κάτω, πίσω, τους Έλληνες του μεγάλου μύθου. Μικραίνουν τώρα κι αυτοί.

Ο Αγαμέμνων. Ο μέγας πολέμαρχος, ο πρώτος ανάμεσά τους. Παλιοτόμαρο. Δεν πιστεύει σε τίποτα. Φοβάται μονάχα. Φοβάται τον Κάλχα, φοβάται τον αδερφό του και πάνω απ’ όλα φοβάται το πλήθος. Του ζητούν τη θυσία. Γράφει τότε στην Ιφιγένεια νά ’ρθει να τον βρει στο στρατόπεδο, τάχα πως θα την παντρέψει με τον Αχιλλέα. Και, πονηράκιας, Ρωμιός, της στέλνει το δεύτερο μήνυμα, μυστικά, να μην έρθει. Αν έρθει, είναι εντάξει με το παιδί του, δεν το θυσίασε αυτός, οι θεοί το θελήσανε. Αν φτάσει το δεύτερο μήνυμα, πάλι είναι εντάξει και με θεούς και με ανθρώπους — δε φταίει αυτός που δεν ήρθε.

Ο Μενέλαος ο αδερφός του, ο άλλος Ατρείδης. Το κατασκοπεύει κανονικά. Του πιάνει το δεύτερο μήνυμα, το έχει στο χέρι. Το φοβερίζει πως θα πάει να το διαβάσει σ’ όλο το στράτευμα. Κάθαρμα. Δεν το νοιάζουν αυτόν οι θεοί, δεν πονάει το παιδί που το θυσιάζουν, δεν το πολυλογαριάζει το πλήθος αυτός. Τον Οδυσσέα φοβάται μονάχα. Το αρχηγιλίκι μονάχα να μη το χάσουμε. Τί διστάζεις; του λέει, τα ίδια κάνουν όλοι για τα μεγάλα αξιώματα.

Ο Οδυσσέας, η αλεπού, το Σισύφειον σπέρμα. Δεν ησυχάζει και δω. Ξεσηκώνει τον όχλο —πάντοτε αυτός με τον όχλο. Πανούργος, φιλόδοξος, ο μέγας αδίστακτος. Τους μυρίστηκε πως κάπου κολώσαν οι Ατρείδες. Δεν το θυσιάζουνε το κορίτσι; Τους το πήρε το αρχηγιλίκι. Το θυσιάζουν; Δεν γλυτώνουν ποτές απ’ την Κλυταιμνήστρα.

Ο Αχιλλέας ύστερα. Ο ήρωας των ηρώων, ο λαμπρός νυμφίος. Ένας τσόγλανος, ένας λεμές — και κρίμα που ο Ευριπίδης δεν τις ήξερε τότε τις λέξεις αυτές. Θα τις εύρισκε να ταιριάζουν. Δεν χρειάζεται να του θυμηθεί τα κοριτσίστικα καμώματα στη Σκύρο. Του φτάνει που τον βλέπει εδώ: Ορκίζεται να βρεθεί στο βωμό, να ’ναι κρυμμένος εκεί, να ορμήσει αποκεί την τελευταία στιγμή και να το σώσει τ’ αθώο το πλάσμα — τί δεν υπόσχεται ο νταής. Και το σκάει την τελευταία στιγμή, ένας δειλός, τιποτένιος, ανάξιος, που τον τρομάζει το μανιασμένο πλήθος κι αυτόν. Κινδύνεψα, λέει, να με πετροβολήσουν και μένα. —Και οι Μυρμιδόνες σου, τί τους έχεις; —Αυτοί πρώτοι θα με κομμάτιαζαν. Και λευτερώνεται, καταχαίρεται, βολεύεται μέσα του μια χαρά, όταν εκείνη του λέει πως δεν τον χρειάζεται — αυτό το λόγο της περίμενε απ’ την αρχή.


[...]

Αυτή.

Απροστάτευτη, ανυπεράσπιστη μέσα σ’ αυτά τα θηρία. Δεν είναι Αντιγόνη, που εναντιώνεται σε κάποια εξουσία και θανατώνεται απ’ αυτήν, άδικα ή δίκαια, Κλυταιμνήστρα, Ηλέκτρα, Φαίδρα, Μήδεια, Αγαύη, Νεοπτόλεμος που θα σκοτώσουν, θα σκοτωθούν για τη ζωή τη δική τους, για μια ζωή τελοσπάντων, όπως τη νιώθουν, όσο τη νιώθουν όπως τη μπορούν. Αυτή ’ναι το θύμα. Το θύμα μονάχα και τίποτα άλλο. Το αρνί του Θεού, ο αμνός του Κυρίου που θα πουν αργότερα.

Απληροφόρητη, ανίδεη, ανυποψίαστη, ανώριμη, άσχετη με κάθε τι άλλο, έξω απ’ αυτή τη μικρή της την ύπαρξη, ανεύθυνη για τη ζωή και το θάνατο, την ευτυχία, τη δυστυχία των άλλων — στολίζεται για το δικό της υμέναιο. Να δοθεί σ’ αυτόν με το κορμάκι της εφηβείας της — ο νους της δεν πάει πέρα απ’ αυτό, δεν έχει να πάει. Και στολίζεται.

Το παραπέτασμα σχίζεται κάποια στιγμή. Βλέπει. Δεν είναι για τον υμέναιο που στολίζεται. Ο πατέρας της κατεβάζει τα μάτια, ο Αχιλλέας το σκάει, το πλήθος έξω φωνάζει, ο Κάλχας ετοιμάζει τα σύνεργα της σφαγής. Κανένας δεν είναι δίπλα της. Μια μάνα μονάχα —η αναμάρτητη ακόμα— αδύναμη, ανίσχυρη από τότε που γίνηκε ο κόσμος, να προστατέψει το σπλάχνο της που το σέρνουνε στη σφαγή.

Παρακαλάει. Μάταια τα παρακάλια. Κανείς ποτέ κανενός δεν τ’ ακούει, τις προσταγές μονάχα ξέρουν οι ανθρώποι ν’ ακούνε. Έρχεται ο θρήνος. Πουλιά χτυπημένα οι υπέροχοι στίχοι του ανοίγουνε τα φτερά τους και ματωμένα πέφτουν στο χώμα. Μάταιος είναι ολονών μας ο θρήνος —δυστυχισμένο μες στην ανάγκη είναι τ’ ανθρώπινο γένος— εδώ μέσα στο θρήνο το λέει.

Η ώρα κοντεύει. Τη βγάζουν. Για το βωμό, το θυσιαστήριο. Την παίρνουν. Την πήρανε. Προχωρούν. Γλυτωμός δεν υπάρχει. Ο Ευριπίδης το ’ξερε πάντα — τώρα που φτάνει στο τέλος, μπορεί κι αυτή να το βλέπει. Τώρα μονάχα —τότε— κι αυτή κι ο καθένας μας.

Και τότε — κάτι γίνεται τότε μες στην παρθένα ψυχή της. Η πομπή προχωρεί μέσ’ απ’ το πλήθος που μαίνεται — απαίτησε τη θυσία, περιμένει τώρα το θέαμα. Ναι — κάτι γίνεται μέσα της. Τώρα που ο θρήνος, τα παρακάλια φανήκανε μάταια, όταν ελπίδα δεν έμεινε πια. Να τον πεθάνει, λοιπόν, τον αναπότρεπτο θάνατό της, που τόσο τον θέλουν. Μα να τον πεθάνει αυτή, με τη δική της τη θέληση πια. Για να φυσήξουν οι ούριοι άνεμοι. Να κινηθούνε τα πλοία των Αχαιών. Να πάνε στην Τροία και να νικήσουν, να πάρουν πίσω και την Ελένη. Να τον πεθάνει το θάνατό της —σαν πράξη ζωής— της δικής της.

Και θα περάσει τότε μπροστά τους, μπροστά στους δειλούς αυτούς ήρωες, τους μικρούς βασιλιάδες, τους μάντηδες θεών ανισόρροπων αποφασισμένη γι’ αυτόν τον θάνατο που τον ορίζει πια με τη θέλησή της, στητή, με τα στεφάνια ακόμα του υμέναιου στο κεφάλι της, χωρίς το θρήνο, χωρίς τα μάταια παρακάλια — μη με τραβήξετε απ’ τα μαλλιά στο θυσιαστήριο, τ’ ανασηκώνω μονάχη μου, να πέσει σωστά το μαχαίρι σας...


Από πολύ παλιά βάζουν αυτή του την τραγωδία μέσα στις καλύτερες δημιουργίες του Ευριπίδη: Βγαίνοντας όπως βγαίνει μέσ’ από κείνο το πλαίσιο της άρνησης, η θετική μορφή της Ιφιγένειας, υψώνει πάνω απ’ αυτό κυριαρχική την τελική κατάφαση για την εκστρατεία — για τη ζωή των ανθρώπων, τη μοίρα τους.

Κάποιοι κριτικοί και φιλόλογοι έχουν ωστόσο μια αντίρρηση — και την έχει κι ο δάσκαλος ο σωστός όταν θα κάνει την ερμηνεία και του την προβάλλουν οι μαθητές του: Εκείνο το «και τότε κάτι γίνεται στη νεανική της ψυχή» δε βρίσκουν να ’ναι μ’ επάρκεια δοσμένο κι εξηγημένο μέσα στο έργο. Η θυσία, η αυτοθυσία που περιμένουμε κι απαιτούμε απ’ άλλα πρόσωπα, σα μια πράξη συνέπειας προκαθορισμένη απ’ όλη τους τη ζωή, δεν μπορεί να ’ναι αυτονόητη για τη μικρούλα την Ιφιγένεια. Θα χρειαζόταν, λοιπόν, να υπάρχει μια εξήγηση εδώ, πώς φτάνει σ’ αυτήν και γιατί. Και δεν υπάρχει. Είναι ένας κρίκος που λείπει — τί έγινε στην ψυχή της, πώς γίνεται. Χωρίς αυτόν, αυθαίρετη βλέπουν την ξαφνική μεταπήδηση της τελευταίας στιγμής απ’ την απόγνωση στην εθελούσια θυσία —και τί εθελούσια;— οι άλλοι την έχουν αποφασίσει.

Ακριβώς γι’ αυτή της την ανεπάρκεια σ’ αυτό το σημείο, δεν βάζουν αυτή του την τραγωδία μέσα στις καλύτερες του Ευριπίδη. Συγκολλημένο το βρίσκουν αυτό το μέρος, σαν ξένο, παρένθετο, αντιφατικό στ’ αρνητικό πνεύμα του έργου μ’ αυτή την εύκολη λύση: Μέσα στην τόση μεγαλοσύνη της, η Ιφιγένεια που σφάζεται από τους άλλους, βολεύεται μια χαρά βολεύοντας η ίδια κι αυτούς που τη σφάζουν.

Καταλήγουν έτσι να πιστεύουν πως μόνο τα πρώτα μέρη της τραγωδίας, ώς το θρήνο της Ιφιγένειας, τ’ αρνητικά του μονάχα είναι τα γνήσια του Ευριπίδη. Βρίσκοντάς την μισοτελειωμένη, την συμπλήρωσε εκείνος ο ομώνυμος ανιψιός του —ή γιος του— κι έβαλε αυτός και τα μεγάλα τα λόγια με τον πανηγυριώτικο πατριωτισμό τους, για να τους στηρίξει λίγο τους πολίτες της Αθήνας που βούλιαζε πια. Όλο το μέρος αυτό της κατάφασης, της εθελούσιας θυσίας δε βρίσκουν να ’ναι στα μέτρα του

Εγώ; Δεν έχει βέβαια καμιά σημασία τί σκέφτομαι εγώ — μα δε θα συμφωνούσα μαζί τους. Υπάρχει, νόμιζα πάντοτε μια τελική κατάφαση στον Ευριπίδη πέρα απ’ την άρνηση, μέσα απ’ την άρνηση — και με το έγκλημα ακόμα, την τρέλα, την πτώση του ανθρώπου. Δε μπορούσα ακόμα να την καθορίσω τότε, γράφοντας αυτό το σχεδίασμα — και μέσα στο έργο του γενικά και μέσα σ’ αυτή του την τραγωδία.


ΙΙ

Τελευταίες μέρες του Δεκέμβρη του ’44. Οι ηγέτες μας είχανε δώσει την εντολή να «εκκενώσουμε» την Αθήνα— συν γυναιξί και τοις τέκνοις, μας είπαν. Κανένας δεν ήξερε τότε γιατί, δεν το ξέρει και τώρα. Ήταν συνέχεια και συνέπεια, το επιστέγασμα των ατέλειωτων παραλογισμών μας. Η αντίσταση συντριβότανε πια στην Ελλάδα μέσα σε κατακλυσμό από ερείπια, διαψεύσεις, θυσίες που φαινόνταν ανώφελες, ανθρώπινα θύματα και τα μεγάλα μας όνειρα που σκορπίζαν. Όλα μικραίνανε, ξαναπαίρνοντας τις ανθρώπινες διαστάσεις τους μέσα στο πλαίσιο της ήττας.


[...]

Οι μεγάλες διώξεις αρχίσαν σε λίγο, τα δικαστήρια, τα στρατοδικεία, οι θανατικές καταδίκες, σε λίγο αρχίζανε κι οι εκτελέσεις. Και ο νέος εκείνος της Έλσιανης, ο συνοδοιπόρος της υποχώρησης, ήταν από τους πρώτους πρώτους που ντουφεκίστηκαν. Είχε πράγματι γυρίσει στο χωριά του, το ’χε πει και κει πως τέλειωσε μ’ αυτά της αντίστασης και τα όνειρα, θα κοιτάξεις τη δουλειά του — κι απόμεινε κει και την κοίταζε. Με τον τρόπου που γινόντανε τότε τα πράγματα, τον κατηγορήσανε για εγκλήματα φοβερά το Δεκέμβριο — γι’ αυτό τον κατέβασαν στην Αθήνα. Και με τον τρόπο που γινόντανε τότε τα πράγματα γρήγορα-γρήγορα τον στήσαν μπροστά στο απόσπασμα.

Και ο άνθρωπος αυτός που τα ’χε αρνηθεί όλα αυτά και που το ’πε και στο δικαστήριο, ορκίστηκε πως δεν έκανε τίποτα, έκλαψε και παρακάλεσε να τον λυπηθούν, έφερε τους χωριανούς του και το βεβαίωσαν, την τελευταία στιγμή της εκτέλεσής του πέρασε πέρα απ’ τον άδικο θάνατο, σήκωσε το χέρι του ν’ αποχαιρετήσει τα σπασμένα μας όνειρα, όρθωσε το κορμί του και ζητωκραύγασε —αυτός— για το ΕΑΜ, την αντίσταση...


Τόσο καλά που μπορούσα να ξέρω γι’ αυτόν, ξανάβλεπα εδώ τη μεταπήδηση εκείνη της Ιφιγένειας από την έσχατη απελπισιά στην κατάφαση, από την άδικη θανάτωση στην εθελούσια θυσία. Και σκέφτηκα τότε πως κάπου εδώ μέσα πρέπει να βρίσκεται εκείνος ο κρίκος ο μυστικός που λείπει ή δε λείπει στην τραγωδία. Η εναντίωση στην ανθρώπινη μοίρα είναι ο κρίκος. Και βρίσκεται μέσα στο θύμα και πάει πιο πέρα απ’ αυτό, δένεται με τη ζωή των άλλων, τη συνέχεια της ζωής, την αξία της. Αυτή ’ναι η κατάφαση του Ευριπίδη: Μια τελική κατάφαση που πέρασε όλο το δρόμο της απελπισιάς και της άρνησης, ξαναγυρίζοντας στους ανθρώπους.

Και — οι θεοί θα τους δώσουνε κάποτε και τους ούριους άνεμους — ακόμα και για να παίξουνε πάλι. Τα πλοία των Αχαιών θα κινήσουν — πέρα απ’ την Αυλίδα αρμενίζοντας. Θα φτάσουνε κάποτε σε κείνη την Τροία. Οι ανυπόμονοι της Αυλίδας —παλληκαράδες και μάντηδες κι όχλοι— θα ’χουνε πια τον πόλεμο που τόσο λαχτάρησαν. Θα νικούνε και δε θα νικούνε — έτσι όπως γίνεται πάντα. Θα τσακώνονται ωστόσο και μεταξύ τους για πλιάτσικα και γυναίκες, γι’ αρχηγιλίκια, για τ’ άρματα τα χρυσά, ποιός θα τα πάρει. Θ’ ατιμαστούν με το δόλο, θα λερωθούνε με τη σφαγή που θα κάνουν — και θα ’ναι ο ίδιος αυτός που θα την πει και τη σφαγή στις Τρωάδες του. Και θα γυρίσουνε κάποτε κι από κει, αιώνιοι νικητές, αιώνια νικημένοι μέσα στο τίποτα της ανθρώπινης μοίρας — αυτής της μοίρας που δίνει το πλαίσιο της τραγωδίας του.

Έτσι νομίζω θα το ’λεγε αυτός, είτε το τέλειωσε είτε δεν τέλειωσε ο ίδιος το μέρος εκείνο της εθελούσιας θυσίας. Όταν κοιτάζεις απ’ την κορφή τη δική του τη ζωή των ανθρώπων, ανάξια τη βλέπεις ολόκληρη. Μπορείς να την αρνηθείς — όλα μικραίνουν, ξεφτίζουν. Αυτός τολμάει και την αρνιέται. Δεν μένει τίποτα.

Και μένει. Μια Ιφιγένεια πάντοτε. Αθώα κι ανυποψίαστη, ασήμαντη, αδιάφορη, όσο θα βρίσκεται μέσα στους άλλους. Να την ξεκινάει αυτή με την εθελούσια θυσία της τη νικηφόρα τους εκστρατεία της Τροίας. Και μένει. Εκείνος ο άπραγος νέος της Έλσιανης. Να την δικαιώνει αυτός την τσακισμένη εκστρατεία μας της αντίστασης, εξιλεώνοντας όλους, αυτός στηρίζοντας με κείνο το ύστατο χαίρε, το νικημένο της κόσμο στις σκληρές δοκιμασίες που τον περίμεναν.

Σωστά, λοιπόν, πολύ σωστά θυσιασμένοι και κείνη και τούτος σε μια καινούργια πάντοτε Αυλίδα, μιας εκστρατείας αιώνιας.


Δημήτρης Χατζής. 1976. Σπουδές. Αθήνα: Κείμενα.