Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Αριστομένης Προβελέγγιος

Φαίδρα


(αποσπάσματα)

ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

ΤΡΟΦΟΣ
Κάθισ’ εδώ στο φως και στον αέρα.
Γιατί να μένεις κλεισμένη;

ΦΑΙΔΡΑ
Τίποτε πλέον δεν μ’ ευφραίνει.
Για μένα του κακού φωτίζ’ η μέρα.

ΤΡΟΦΟΣ
Έξω στο φως ανοίγετ’ η ψυχή.

ΦΑΙΔΡΑ
Το φως δεν λάμπει για το δυστυχή

ΤΡΟΦΟΣ
Δέσποινα, μ’ απελπίζεις και με θλίβεις.
Φανέρωσέ μου ό,τι στο στήθος κρύβεις.

ΦΑΙΔΡΑ
Φαίδρα, βασίλισσα δυστυχισμένη,
από την πρώτη λάμψη σου ένας ίσκιος μένει.

ΤΡΟΦΟΣ
Είμ’ η τροφός σου, σ’ έχω εγώ βυζάξει,
εγώ στα χέρια μου σ’ έχω βαστάξει.

ΦΑΙΔΡΑ
Αχ, ένα πάθος που χαρά στον κόσμο φέρνει,
σαν άγρια θάλασσα με συνεπαίρνει!

ΤΡΟΦΟΣ
Λόγοι μονάχα, σκοτεινοί σού φεύγουν λόγοι.
Ειπέ μου το. Ποιό ’ναι το πάθος που σε τρώγει;
(Η Φαίδρα, σαν να μην ακούει, προχωρεί λίγο και κοιτάζει πέρα κατά τα όρη).

ΤΡΟΦΟΣ (μόνη της)
Κι αν το υποπτεύομαι, πώς να τολμήσω
την υποψία μου να ξεστομίσω;

ΦΑΙΔΡΑ
Δάση, που απλώνεσθε ώς τα πόδια του βουνού,
όρη, που γράφεσθε στα βάθη τ’ ουρανού,
αχ, να μπορούσα ελεύθερη να σας διαβαίνω,
στον ίσκιο ν’ αναπαύομαι το μυρωμένο
μ’ αγάπης όνειρα και στοχασμούς
και με λαχτάρας ανυπόμονους παλμούς!
Κι έξαφνα, μες στου δάσους τη σιγή,
να κράζουν, να περνούν εμπρός μου οι κυνηγοί,
ακράτητοι, περήφανοι και ωραίοι,
από το μέτωπό των ο ιδρώς να ρέει,
το μάτι των από την ορμή των να σπιθίζει,
κι εκείνος, πιο ’μορφος απ’ όλους, να καθίζει
κοντά μου! Το κεφάλι του να γέρνει
στο στήθος μου! Στην αγκαλιά του να με παίρνει,
με τα φιλιά του να με πνίγει, να πεθαίνω
από ηδονή στο στόμα του τ’ αγαπημένο!

ΤΡΟΦΟΣ (Τρομαγμένη)
Βασίλισσα, τί λέγεις; Τ’ είν’ αυτά;

ΦΑΙΔΡΑ
Ψυχής αρρωστημένης παραμιλητά.

ΤΡΟΦΟΣ
Σαν παλαιό τραγούδι μοιάζουν.

ΦΑΙΔΡΑ
Σε πόνο σημερνό ταιριάζουν.

ΤΡΟΦΟΣ
Αλλ’ έρωτα τα λόγια φανερώνουν.

ΦΑΙΔΡΑ
Την πονεμένη μου καρδιά αλαφρώνουν.

ΤΡΟΦΟΣ
Ω, πώς το μάντεψα!

ΦΑΙΔΡΑ
Και ποιός δεν το γνωρίζει;
Ο αγέρας, που η πνοή μου τον φλογίζει,
η γη που με σηκώνει,
ο τάφος, που θα με πλακώνει.
Αχ, ένας δεν το ξεύρει μόνο!

ΤΡΟΦΟΣ
Λοιπόν αγάπης έχεις πόνο;
Και το ’κρυβες; Και πάσχεις; Κι είσαι νέα,
κι είσαι βασίλισσα και ωραία;

ΦΑΙΔΡΑ
Κι αν με στολίζει της βασίλισσας κορόνα,
σαν μια φτωχή κλίνω στον έρωτα το γόνα.

ΤΡΟΦΟΣ
Κλίνεις στον έρωτα το γόνα,
μα βασιλεύεις στης αγάπης τον αγώνα.

ΦΑΙΔΡΑ
Λέγεις εγώ πως βασιλεύω,
αφού να χάσω τη ζωή μου κινδυνεύω; —
Χάνομαι, τρέμω, όταν τον αντικρύσω.
Ποτέ να του το ειπώ δεν θα τολμήσω!

ΤΡΟΦΟΣ
Πώς; Τόση αγάπη, κι αγωνία τόση,
κι ακόμη δεν του το ’χεις φανερώσει;
Και ξεύρεις, αν κι εκείνος σε λατρεύει
κι άδικα πάσχεις κι υποφέρεις;
Κι αν σ’ αγαπά και πάσχει, μη το ξέρεις;
Πες του το. Αγάπη την αγάπη τη γιατρεύει.

ΦΑΙΔΡΑ
Δεν μ’ αγαπά. Το βλέπω και το νιώθω.
Ω, κάλλιο ν’ αποθάνω από τον πόθο.

ΤΡΟΦΟΣ
Είν’ από τον έρωτα η ζωή πιο ποθεινή. —
Μα ποιός, λοιπόν, ποιός είν’ αυτός,
που τόσην ευτυχία την καταφρονεί;
Ποιός είν’ αυτός ο αγέρωχος θνητός;

ΦΑΙΔΡΑ (Σαν να μιλεί μόνη της. Με στεναγμό)
Έρως, που τρέμει ν’ αντικρύσει την ημέρα,
Έρως, που ολέθρου μέσα του βογκά φοβέρα!

ΤΡΟΦΟΣ (οπισθοχωρεί και πιάνει το κεφάλι της)
Ω, κεραυνός, θαρρώ, μ’ έχει κτυπήσει! —
πώς η καρδιά σου έχει παραστρατήσει;
(Την πιάνει από το χέρι, κοιτάζει γύρω της. Σιγά)
Ο Ιππόλυτος;

ΦΑΙΔΡΑ
Με σφάζει τ’ όνομά του,
τ’ όνομα της αγάπης μου και του θανάτου!

ΤΡΟΦΟΣ
Αχ, κάποιο της γενιάς σου αρχαίο κρίμα
πληρώνεις συ, τ’ αθώο θύμα.

ΦΑΙΔΡΑ
Είμαι της ίδιας της καρδιάς μου θύμα,
πληρώνω της καρδιάς μου κρίμα.

ΤΡΟΦΟΣ
Είναι το θέλημα της Αφροδίτης
και πρέπει να υποταχθείς στη θέλησή της.
Σ’ έβγαλε στον αγώνα, θεν’ αγωνισθείς.
Πρέπει μ’ απόφαση και τόλμη να οπλισθείς.
Αν έκαμες το κρίμα να τον αγαπήσεις,
αλλ’ είν’ επίσης κρίμα και να σιωπήσεις.
Η αγάπη τη χαρά και τη ζωή μάς δίνει.
Συ καταδίκασες τον εαυτό σου στην οδύνη.
Ο άτολμος άδοξα τελειώνει.
Τον τολμηρόν η νίκη στεφανώνει.

ΦΑΙΔΡΑ
Η Άρτεμις στην καρδιά του βασιλεύει.
Έρως θνητής δεν τονε κυριεύει.

ΤΡΟΦΟΣ
Άλλο θεάς λατρεία, κι άλλο γυναικός.
Όσον αγνός κι αν είναι και παρθενικός,
αλλ’ είναι νέος, κι η νεότης απαιτεί
τα δίκαιά της. Ο θνητός θέλει θνητή.
Θέλει της ηδονής τη μέθη και τη ζάλη
σ’ αγαπημένης γυναικός αγκάλη.
Ω, μίλησέ του! Μια σου λέξις φθάνει
τη νέα του καρδιά να την τρελάνει.

ΦΑΙΔΡΑ
Αν μ’ αποκρούσει, θα πεθάνω από ντροπή.

ΤΡΟΦΟΣ
Καλύτερα, παρά να σε πεθάν’ η σιωπή.

[...]

ΠΡΑΞΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
[...]

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Βασίλισσα, μ’ εκάλεσες;

ΦΑΙΔΡΑ
(Θέλει να σηκωθεί, αλλά τρέμει και σιωπά. Αλλ’ αμέσως συνέρχεται)
Τόσον καιρό
είμ’ άρρωστη. Και μάταια καρτερώ
νά ’λθεις να ιδείς αν ζω ή πεθαίνω.

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Απ’ τις θεράπαινες μαθαίνω.
Δεν ήθελα να γίνομαι οχληρός.

ΦΑΙΔΡΑ
Είσαι περήφανος σ’ εμένα και σκληρός.

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Αυτά ’ν’ αισθήματα σ’ εμένα ξένα.
Περήφανος, σκληρός — δεν είμαι σε κανένα.

ΦΑΙΔΡΑ
Αλλά δεν έπρεπε και για τα μάτια μόνο
να ’ρχεσαι να με βλέπεις; — Μα σε δικαιώνω.
Βέβαια — κάθε προγονός μισεί
τη μητρυιά του. Εξαίρεση δεν κάνεις συ.

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Μίσος κρυφό για μένα βόσκει στο παλάτι

ΦΑΙΔΡΑ
Ω παιδικής απλότητος απάτη! —
Ποιές σε μισούν, ποιές σ’ αγαπούν καρδιές,
πώς θα το μάθεις σε βουνά και λαγκαδιές;

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Ποιός αγαπά και ποιός μισεί τον προγονό,
ω το γνωρίζει και λαγκάδι και βουνό!

ΦΑΙΔΡΑ (σηκώνεται)
Άδικε!

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Κάποιος άλλος μ’ αδικεί

ΦΑΙΔΡΑ
(Κάνει ένα βήμα προς τα οπίσω και φέρνει το χέρι στην καρδιά της, σαν να εδέχθηκε πληγή, και πέφτει στην κλίνη σαν αποσταμένη και στυλώνει χάμω τα μάτια της)

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Δέσποινα φεύγω —

ΦΑΙΔΡΑ (χωρίς να σηκώσει τα μάτια)
Πήγαινε — μ’ αρκεί.

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
(Πηγαίνει να φύγει.— Η Φαίδρα σηκώνεται με βία).

ΦΑΙΔΡΑ
Στάσου! — Τα λόγια σου ήτανε φαρμακωμένα.
(Τον πλησιάζει)
Αχάριστε! Και τ’ είδες από μένα;
Ποιάν έχθρα; Ποιά διάθεση κακή;

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Δεν είδα και διάθεση καμία φιλική.
Όσες φορές μ’ εσυναντούσες,
φίδι πως έβλεπες θαρρούσες,
τα μάτια σου χαμήλωνες με ταραχή
κι ευθύς με βήμα μ’ έφευγες ταχύ.

ΦΑΙΔΡΑ
Αν υποψία δεν σ’ ετύφλωνε και πλάνη,
θα διάβαζες στην όψη μου τη μαύρη αλήθεια,
που κρύβεται δειλή στα στήθια.

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Στην όψη σου η καρδιά σου εφάνη.

ΦΑΙΔΡΑ
Ιππόλυτε, κι αν άλλη αιτία,
από την υποψία σου εναντία,
μ’ εβίαζε να φαίνομαι άλλη
παρ’ ό,τι πράγματ’ είμαι; Σφάλλει
όποιος από την όψη μόνον κρίνει.

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Μάντεως δώρον σ’ όλους ο θεός δεν δίνει.

ΦΑΙΔΡΑ
Αλλ’ η καρδιά μας, όταν αγαπά, μαντεύει.
Κι έχθρα για μένα την καρδιά σου φαρμακεύει.
Κι αγαπητός είσαι σ’ εμένα τόσο!
(Τον πιάνει από το χέρι)
Πώς θέλεις την αγάπη μου να φανερώσω;
(Γύρω στο λαιμό του ρίχνει τα χέρια της)

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Βασίλισσα —

ΦΑΙΔΡΑ
Άφησέ με
τον πάγο της καρδιάς σου να τον λιώσω.

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Πώς τρέμεις. —

ΦΑΙΔΡΑ
Κράτησέ με —στήριξέ με—

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Είσ’ άρρωστη — να κράξω την τροφό σου τρέχω.

ΦΑΙΔΡΑ
Άλλην αρρώστια — της καρδιάς αρρώστιαν έχω.
(Με πάθος)
Για σένα είμ’ άρρωστη.

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Δεν σε καταλαβαίνω.

ΦΑΙΔΡΑ
Για σε — για σε πεθαίνω!
(Ο Ιππόλυτος την σπρώχνει με οργή και αποστροφή. Η Φαίδρα βρίσκεται στα πόδια του)

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Σ’ εμένανε; Στου ανδρός σου το παιδί
τα μάτια σου έχεις ρίξει τ’ αναιδή;
Σ’ εμένα αυτά τα λόγια τ’ ασελγή;
Κι ακόμα δεν ανοίγ’ η γη
τα βάραθρά της τ’ αχανή!
Ω Λάμια, που υποκρίνεσαι την ασθενή,
το θύμα σου να συγκινήσεις,
κι ανύποπτο, κι ανίδεο να το κλείσεις
στη λαίμαργή σου την αγκάλη!
Φρίκης, οργής με κυριεύει ζάλη! —
Μακράν τ’ ανόσιά σου χέρια!
Ζήτησ’ αλλού τ’ αντάξιά σου ταίρια! —
Πατέρα μου και βασιλιά,
ποιόν έχεις αγκαλιά!

ΦΑΙΔΡΑ (Σύρνεται στα πόδια του)
Ιππόλυτε, μη με καταφρονήσεις!
Θύματα δεν εζήτησα. — Είμ’ εγώ το θύμα.
Το θύμα τ’ αξιοδάκρυτο είμ’ εγώ.
Αχ, άκουσέ με και θα μ’ ελεήσεις!
Είχα θανάτου αγώνα με το κρίμα.
Επέθαινα με θάνατο αργό.
Μάταια προσπαθούσα τη φωτιά να σβήσω.
Του κάκου ορκίσθηκα να σιωπήσω.
Ήθελ’ αγνή στον Άδη να κατέβω,
αμίσητη από σένα, που λατρεύω.
Αλλ’ η καρδιά μου αγνή δεν έχει μείνει.
Πάθος, λαχτάρα, πυρετός, παραφροσύνη,
ηδυπαθείας όνειρα στην αγκαλιά σου. —
(Ο Ιππόλυτος κινείται να φύγει)
Μη φεύγεις —σε ικετεύω— στάσου.
Ω μοιχαλίς χωρίς μοιχόν,
αλλ’ από κάθε μοιχαλίδ’ απεχθεστέρα!
Ναι, μοιχαλίς, ώς στης ψυχής σου τον μυχόν!
Πώς ένας γιος θ’ ατίμαζεν ένα πατέρα,
πώς να το φαντασθείς έχεις τολμήσει;
[...]

ΠΡΑΞΙΣ ΤΡΙΤΗ
ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ
ΘΗΣΕΥΣ
Το μίασμα έχει φύγει;
Όσο το σκέπτομαι, τόσ’ ο θυμός με πνίγει. —
Ο γιος μου εμένα —τη χαρά μου, την τιμή!—
Ω! Δεν θα ησυχάσω, παρά τη στιγμή,
που θενά μάθω πως ετιμωρήθη.

ΦΑΙΔΡΑ
Αγώνα έχω στα στήθη.
Δεν ήθελα να σπρώξω τον πατέρα
από του πατρός την τιμωρία πέρα,
που όσ’ αυστηρή, κι όσο σκληρή κι αν είν’ ακόμη,
μες στη σκληρότητα έχει τη συγγνώμη.
Γιατί τον Ποσειδώνα να επικαλεσθείς;
Γιατί στην εξορία να μην αρκεσθείς;
Φοβούμαι το αίμα, που όσο δίκαια κι αν χυθεί,
αίμα ζητεί, για εκδίκηση βοά.
Αχ! Η ψυχή μου αγωνιά.
Με θάνατον ο γιος σου αν θα τιμωρηθεί,
φοβούμαι μην η συμφορά του
θα γίνει αρχή κι άλλου θανάτου.

ΘΗΣΕΥΣ
Ω! Μη φοβείσαι. Δεν είν’ άδικ’ οι θεοί.
Τον πάσχοντα ελεεί
και τιμωρεί τον ένοχον, όπως του πρέπει,
η θεία Δίκη, που τα πάντα βλέπει.
Θα τιμωρήσει ο Ποσειδών τον ασεβή.
(Φαίνεται Άγγελος ερχόμενος)

ΦΑΙΔΡΑ (τον δείχνει με το δάκτυλό της)
Νομίζω πως το απαίσιον έχει συμβεί.
(Ο Θησεύς και η Φαίδρα στρέφονται προς τον Άγγελον. Η Φαίδρα κλονίζεται και στηρίζεται στην τροφό της)

ΑΓΓΕΛΟΣ
Θησεύ, δεν ήθελα να σε λυπήσω.
Θα προτιμούσα να γυρίσω πίσω.
Τον κακόν άγγελο καθένας τον μισεί.

ΘΗΣΕΥΣ
Γλήγορα, λέγε.

ΑΓΓΕΛΟΣ
Θα τ’ ακούσεις βασιλιά.

ΦΑΙΔΡΑ
Τρέμω!

ΑΓΓΕΛΟΣ
Βασίλισσα, θενά χαρείς εσύ!
Ο προγονός σ’ αφήκε γεια.

ΦΑΙΔΡΑ
Αχ!
(Γέρνει το κεφάλι στον ώμο της τροφού)

ΘΗΣΕΥΣ
Τον ευρήκ’ η θεία τιμωρία.
[...]

ΦΑΙΔΡΑ
Η πλάνη ώς σήμερα σ’ είχε τυφλώσει
κι η αλήθεια τώρα σε τρομάζει.
Η Φαίδρα που είχε γύρω σου την πλάνη απλώσει,
η Φαίδρα τώρα την αλήθεια ξεσκεπάζει. —
Ένοχος είμ’ εγώ — κι εγώ ’μαι εκείνη,
που εζήτησα ν’ αποπλανήσω,
κι ετόλμησα, αχ! η αθλία να συκοφαντήσω
την αρετή κι ευσέβεια και σωφροσύνη! —
Κι ο ταπεινός εσύ, ζηλότυπος πατέρας,
αντί τα πάθη σου, σαν βασιλιάς, να χαλινώσεις,
άστοργος ήλθες ν’ αποτελειώσεις
το καταχθόνιον έργον μιας μεγαίρας!

(Ο Ιππόλυτος σ’ όλη την εξομολόγηση της Φαίδρας είχε σηκώσει το κεφάλι και άκουε με αγωνία και τρομάρα, κι είχεν απλώσει το χέρι του τρεμάμενο, σαν να ήθελε να την κάμει να σιωπήσει. Στα τελευταία λόγια της αφήκε πόνου στεναγμό κι έπεσε και πέθανε).

ΦΑΙΔΡΑ
Κείται νεκρός! Κι είμεθα μεις οι δολοφόνοι!
Ω δάκρυα, χυθείτε,
ω στήθη σπαραχθείτε.
Νεκρώσετέ με, αβάστακτοί μου πόνοι!
(Πέφτει απάνω στο νεκρό)

ΘΗΣΕΥΣ
Εγώ πατέρας και φονιάς; —
Ω Ποσειδών, δώσ’ μου τον γιο μου πίσω!
ή πότισέ με το νερό της λησμονιάς,
να μη παραφρονήσω!
(Προς τη Φαίδρα)
Και συ; Ποιός Άδης, ποιός; σ’ εξέβρασε στη γη;
Φύγε! Στα σκότη του Ταρτάρου χώσου!
Μακράν τα χέρια τα θεοστυγή
από το θύμα σου —

ΦΑΙΔΡΑ
Κι απ’ το δικό σου.

ΘΗΣΕΥΣ
Οχιά φαρμακερή — και ζεις ακόμα!
και φαρμακεύεις με το βδελυρό σου στόμα!
(Σύρει το φως)
Απόθανε! —
(Η τροφός πέφτει στα πόδια του. Οι θεράποντες τον κρατούν).

ΦΑΙΔΡΑ
Όχι, από τ’ απάνθρωπό σου χέρι!
αλλ’ απ’ το τίμιο μαχαίρι
εκείνου, που τόσον έχω αδικήσει,
αχ, τόσον αγαπήσει!
(Σύρνει το κυνηγετικό μαχαίρι του Ιππολύτου και φονεύεται απάνω στο νεκρό του).
[...]

Αριστομένης Προβελέγγιος. Φαίδρα. Αθήνα: Ι. Ν. Σιδέρης.