Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Ανδρέας Λασκαράτος

Καβγάς μεταξύ Αγαμέμνονος και Αχιλλέως


Έτσι τους είπε ο Κάλχας που τον είχανε
μάντη τους, και αυλικόν ονειροκρίτη.
Μα τότες εσηκώθηκ’ Αγαμέμνονας
οπού του εξινοφάνηκε το μάντεμα,
και τον εστραβοκοίταξε και του ’πε,
Μάντη κακέ, που όλο κακά σκαφίζεσαι!
Ποτέ καλό δε βγαίνει από το στόμα σου!
Και ως και τώρα μας λες πως εξαιτίας μου
μάς οργίσθηκ’ ο Απόλλωνας, που αρνήθηκα
να δώσω τη Χρυσίδα του πατέρα της.
Δεν την έδωσα, ναι, και την προτίμησα
από την Κλυταιμνήστρα τη γυναίκα μου,
γιατί σέρνει μακρύτερο το στράσινο,
χωρίς βούρκους πολλούς και πολλά τσάχαλα.
Γιατί έχει μαλλιά τόσα στο κεφάλι της
και δικά της, και ξένα πολυμάζωχτα.
Κι ως και την τρίτσα τη φορεί στη μύτη της·
κι όχι, σαν παλαιούθε, στο κεφάλι της.
Ετούτες είναι χάρες αξετίμωτες!...
Κι όμως ας πάνε. Εγώ τα ξεγκαινιάζομαι
όλα τούτα τα θέλγητρα τση εντέλειας,
για να γέν’ η ευχαρίστηση του Απόλλωνα,
και να πάψει από μας τώρα τα βέλη του.
Μα έτσι κιόλας εσείς το γληγορότερο
να μου ετοιμάσετε άλλα αντάξια λάφυρα,
για να μην είμ’ εγώ μόνος αβράβευτος·
εγώ, που ’μαι καλύτερος απ’ όλους σας.
Και τ’ αποκρίθηκ’ ο Αχιλλέας με πείσμα·
Σερέτη Ατρείδη, τακουνά, τσιφούτη!...
Πού να ’βρομε άλλα λάφυρα καινόρια,
τώρα που εμοιραστήκανε τα πρώτα;
Κι ήθελε σου φανεί καλά καωμένο
ναν τα βάλομε ξάναρχα όλα κάτου,
για νά βγει πάλε μερτικό για σένα;
Αϊ, φέρτην τώρα, δώστην τη Χρυσίδα·
κι αν κάμει ο Θειος να πάρουμε την Πόλη,
σου δίνουμε τρεις, τέσσαρες, για δαύτη.
Μα κι εκείνος παρόμοια θυμωμένος,
Βρωμόπαιδο, του λέει, γλιδαχιλλέα,
τίνος τα λες ευκειά τα παιδιαρόλογα;
Να δώσω ετούτη πο ’χω μες στο χέρι
και να προσμένω να μου δώσετε άλλες!...
Όμορφα, μα το Θειο, την εστοχάστηκες.
Εσύ καλά ζεστός μες στο κρεβάτι σου
με την αγαπητή συντρόφισσά σου,
κι εγώ να ξεπαγιάζω στο δικό μου,
άγρυπνος, έρμος, να μετράω τα τράβα!...
Και πάλε, αν έτσι θέλει η τύχη, ας είναι·
εγώ τη δίνω· μα έρχομαι και παίρνω
ή τη δική σου κόρη τη Βρυσίδα,
ή άλλου κανενός ότινος θέλω,
και δε με γνοιάζει εμένανε α χολιάσετε.
Μα τούτα, κι άλλα, έπειτα τα λέμε.
Τώρα ρίξτε στη θάλασσα τη βάρκα,
και βάλτε κουπολάτες διαλεμμένους,
και τηνε δίνω, ας είναι, τη Χρυσίδα.
Και ναν τη συντροφέψουνε και δύο
γομπαλέοι, θρησκόμορφοι γερόντοι,
ο παπά Ροκαγγής κι ο Θοδωράκης,
ναν τηνε πάνε, γέμου, καταυόδιο.
Μα τότες κι ο Αχιλλέας τον αρκινάει·
μασκαρά, πρωτοκλέφτη, γε του Ατρέα,
Γγεζουίτη, αναμάρτητε, ρεντίκολε,
πώς κανείς από μας να σε στιμάρει,
αφού αθρωπιά δεν έχεις λιματίδα;
Μήπως εγώ ήρτα, βρε, μες στην Τρωάδα
από έχθρητα δική μου για τσου Τούρκους;
Εμέ, και τί μο ’κάμαν οι Τρωαδίτες;
Τίποτις, μά το ναι· μα ήρτα για σένα,
σγούρδε, σερέτη, αλείτουρε, μασώνο,
και για τον κερατά τον αδερφό σου.
Ετούτα δεν τα βάνεις εις το νου σου·
μόνε μου λες πως θά ’ρθεις να μου πάρεις
και τη μπουκιά μου μέσ’ από το στόμα!
Κάθε που εμείς μοιράζουμε τα λάφυρα,
εσύ έχεις το σωρό τον πλέα μεγάλο,
και τα πουλιό καλύτερα κομμάτια.
Κι εγώ π’ όλον το μόχθο του πολέμου,
κι όλα τ’ ανδραγαθήματα τα τόσα,
τα κάνουνε τα χέρια τα δικά μου,
λαβαίνω ένα μικρό χαρισματάκι,
κι αυχαριστιώμαι, κι άλλο δε γυρεύω!
Μα τώρα πάω κι εγώ καλειά μου εδώθε.
Καημένε, να σου λείψουν τα νερά μου,
και τότες ναν τα ιδώ τα λάχανά σου.
Μα ο Ατρείδης κι εκείνος θυμωμένος,
Στο διάολο, λέει, καυγαντσή, μιλόρδο,
που ’ρτες να μου σκοτίσεις το κεφάλι.
Δε σ’ έχω χρεία. Έχω τόσους άλλους
καπιτάνιους εδώ καλύτερούς σου·
κι α δε δικούνε τούτοι, έχω το Δία,
που ξέρει, και γνωρίζει από γυναίκες,
και θα με πάει να πάρω την Ελένη.
Και συ, μιλόρδο, βάλ’ τη στράτα ομπρός σου
και γύρισε στη Φθα σου να τρως βρούβες·
ή κιόλες σύρε κρύψου μες στη Σκύρο,
να σε ντυούνε γυκαίκια οι γυναικούλες.
Μα να ξέρεις πως θά ’ρτω να σου πάρω
τη φλασκομάγουλη όμορφη Βρυσίδα·
για να μάθεις στην άλλη να ’χεις τάξη,
να φέρνεις σέβας στσου καλύτερούς σου,
και να μην αυθαδιάζει και κάθ’ άλλος
ίσια προς ίσια να μιλεί μ’ εμένα.
Έτσ’ είπε, κι ο Αχιλλέας εκοντοστάθηκε,
τί να κάμει; να βγάλει το σπαθί του
ναν τόνς σκίσει από τ’ απάνου ώς κάτου,
ή να βαστάξει το θυμό του ακόμη;...
Κι εκεί που ’χε το χέρι του στη φούχτα
με απόφαση να κάμει αντραγαθίες,
κατεβαίνει ουρανώθε όλο με μίας
η Αθηνά, σταλμένη από την Ήρα,
οπού αγάπαε παρόμοια και τους δύο,
και το ’πιασε το χέρι και τον κράτησε.
Εσάστισ’ ο Αχιλλέας σ’ εκείν’ τη θέα,
κι έκαμε το σταυρό του και της είπε·
Σε γνωρίζω, Αθηνά, ’πό το σινιό σου
πως είσ’ εκείνη που ’σαι· και θε’ να ’λθες
να ιδείς ετουτουνού του φαντασμένου,
του ξιπόλητου λιάπη-Βασιλέα
τα υπερήφανα λόγια και τσ’ αυθάδειες.
Μα θυμήσου και τούτο που σου λέω·
θά ’ρτει ώρα που θε νά ’βρει το μπελιά του
ετούτος ο σκηφτρούχος Βασιλιάκης.
Κι η Αθηνά — Ήλθα απάνουθε σταλμένη
καλανθρωπιά να βάλω ανάμεσό σας.
Μ’ έστειλε η Ήρα που ’ναι πικραμένη
και λυπάται πολύ για το θυμό σας.
Στέκει ξεμπρατσωμένη και κοιτάζει
στο παρεθύρι τ’ Ουρανού και βλιάζει.
Βλιάζει, γιατί πολύ σας αγαπάει,
και παρόμοια σας έχει στην ψυχή της.
Μόνο βρίστον και συ κι άστον κι ας πάει.
Κάμε καθώς σου λέω για πινομή της.
Φώναξέ του βρισιές, κι άλλα μαλώματα·
λόγια όσα θέλεις πες, μα μη καμώματα.
Και τσ’ αποκρίθηκ’ ο Αχιλλέας και τσ’ είπε·
Πρέπει, Κυράδες Θεές, να σας ακούσω,
μόλον που ’μαι και πάρα θυμωμένος·
γιατί βλέπω κι εγώ πως όποιος θέλει
ναν την περνάει καλούτσικα στον Κόσμο,
πρέπει να προσκυνάει και να λατρεύει
τους Θεούς που λατρεύει κι ο Μακράκης.
Είπε, κι άμπωσε μέσα στο θηκάρι
το φοβερό σπαθί του, και με μίας
επέταξ’ η Αθηνά κι επήε καλειά της.
Μα τότες αρκινάει λυσσομανώντας
κι αφρίζοντας να βρίζει τον Ατρείδη.
Μεθύστακα, του λέει, σγούρδο, σκυλαύτη,
Γκολφινόμοιε, ψειρή, κομπολογάτε,
που στο έργο σου και συ τώρα πουλιέσαι
σα υπουργός, σα νομάρχης, σαν ταμίας,
σαν τελώνης, σα δήμαρχος, σαν κλήτορας,
σαν κριτής, σα γραφιάς, σαν κάθε υπάλληλος
των χίλιων οχτακόσιων εβδομήντα.
Και τα σκεπάζεις όμως σαν τη γάτα...
Και καυχέσαι πως έχεις σκεπασμένες
εκει-αποκάτου αρετές και χάρες!...
Εσύ ποτέ στον πόλεμο δεν ήρτες,
εκεί που εγώ χτυπιώμαι σα λιοντάρι.
Μα προτιμάς να στέκεις τρυπωμένος.
Και ν’ αρπάζεις τα κόπια τα δικά μας.
Μα σου το λέω και τώρα, και στ’ ορκίζω
ναι, μά τη Δραπανιώτισσα, που ρίχτει
τα σμπάρα και ξαφνίζει τσου πλακιώτες·
και μά την Παλαιόχτιστη που ιδρώνει
ίδρωτα κρύον, γιατ’ είναι μαρμαρένια·
μά την Κεχριονιώτισσα, που φεύγει
και πάει στην Μπαρμπαριά και φέρνει σκλάβους·
και μά την Περλιγγού, που δεν κουνιέται
γιατί τσ’ έχουν τριγύρου ρεστελάδες,
θά ’ρτει μέρα που θα με αποζητήσεις·
θα μεταγνώσεις για το κάμωμά σου,
και θα πεις, αχ εκειόν τον Αχιλλέα
που ’ν ’ το καλύτερό μου παλικάρι,
τον έχω αδικημένον και διωγμένονε.
Είπε, κι έκατσε απάνου στη γιακέτα του
που ’χε στη γη απλωμένη για τη νότια,
γιατί ήταν ο καιρός αποβρεχτάρης
κι ετρέχανε διάρροιες και συνάχια.
Μα τότες μπαίνει ο Νέστορας στη μέση.
Ο Νέστορας, εκειός ο ξακουσμένος
πρώτος μπαλιγαδόρος μες στην Πύλο,
οπού έκανε στους δύστυχους Πυλιώτες
τη μέρα νύχτα, και τη νύχτα μέρα.
Κι εμπόριε ναν τους δώσει ένα ραπάνι
για γαρούφαλο· δεύτερος Λομπάρδος!...
«Αι, παιδιά, λέει, τ’ είν’ τούτες οι αναγούλες;
Μη θέλετε να κάμετε τσου Τούρκους
να χαρούνε γρικώντες πως μαλώνετε;
Μη θα ξανανεώσετ’ εδώ τώρα
τα παλαιά των προπατόρωνέ μας,
του Βινιεράτου, που το ενάντιο κόμμα
για βρισιά τον εφώναζε Λομπάρδο·
και του Βαντόρου, οπού οι άλλοι πάλε
του εφωνάζανε Λιούρη; Α, μα εκείνοι,
εκείν’ οι αθρώποι δε μεταγεννιώνται!
Εκειός ο Βινιεράτος! τί αθρωπάτσος!
Μεγαλόσωμος, όμορφος, λεβέντης;
ήρωας για εκλογές και Δημαρχίες!
Ούτε πο ’μεινε οπίσω κι ο Βαντόρος.
Στεγνός αλήθεια, μα ήτανε νευρώδης.
Όχι ψηλός, μα δύναμη γιομάτος·
κι εβάσταε πάντα απάνου του ριβόλβερ
όχι για να σκοτώσει, ο Θειος-φυλάξει,
μόνε γιατί τ’ αρέσανε τα σμπάρα.
Εκείν’ ήτανε αθρώποι! μ’ από κείνους
δε γεννιώνται πουλιό τώρα στον κόσμο.
Θυμώμαι τότες ήρτανε στα χέρια
η πλέμπα κι η αρκοντιά για πινομή τους·
κι εύγε τους, γιατί τ’ άξιζε το πράμα.
μ’ ακούστε με, γιατί είστενε κι οι δύο
νεότεροί μου. Φτιάστε τα, ησυχάστε·
και μιμούμενοι εκείνους και σεις τώρα,
για να ιδούν και οι δικοί σας πως τα εφτιάστε
εβγάτε και σεις όξου αλλαμπρατσάντε.»

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΑΒΓΑ

Οι άνωθεν δύο ύστεροι Κύριοι δεν θα τους κακοφανεί ελπίζω ότι εμελέτησα το όνομά τους σε μίαν αθώαν αστειότητα. Οι Κύριοι τούτοι μού είναι παρομοίως αγαπητοί και σεβαστοί, επειδή παρομοίως αξιαγάπητοι και αξιοσέβαστοι. Το συμβάν τους μου εχρειαζότουνε για την παρωδία μου, και δεν ενόμισα χρειαζόμενο ν’ αποσιωπήσω, ή ν’ αλλάξω τα ονόματά τους.

Ανδρέας Λασκαράτος. 1981. Τα ποιήματα. Εισαγωγή-Επιμέλεια: Εμμ. Ι. Μοσχονάς. Αθήνα: Οδυσσέας.