Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Θοδωρής Καλλιφατίδης

Ο Άγιος Ηρακλής


(απόσπασμα)


[…]

Ήταν την εποχή που βασίλευε στη Θήβα ο Λάιος. Είχε πάρει χρησμό από τους Δελφούς ότι ο πρωτότοκος γιος του θα τον σκότωνε, γι’ αυτό δεν πλησίαζε τη νεαρή κι όμορφη γυναίκα του Ιοκάστη, παρόλο που εκείνη, αγνοώντας το χρησμό, τον δελέαζε με ματιές, χάδια και λόγια.

Μα ένα βράδυ, μεθυσμένος κι ασυλλόγιστος, δεν άντεξε. Πήγε στο κρεβάτι της. Εννιά μήνες αργότερα η Ιοκάστη γέννησε ένα αγόρι. Όλοι περίμεναν μεγάλες χαρές, μα ο Λάιος έπεσε σε θλίψη. Βλέποντας τον γιο του, έβλεπε το θάνατό του. Και πήρε την πικρή απόφαση. Ένας έμπιστος βοσκός ανέλαβε να πετάξει το μικρό αγόρι σε μια χαράδρα του Κιθαιρώνα, αφού πρώτο το σημαδέψει τρυπώντας τους αστραγάλους του με καυτό σίδερο και ενώνοντάς τους με χρυσή αλυσίδα.

Έτσι κι έγινε, αλλά την τελευταία στιγμή ο βοσκός το λυπήθηκε και, αντί να το πετάξει στη χαράδρα, το ακούμπησε κάτω από ένα θάμνο κι έφυγε. Δυο μέρες αργότερα το βρήκαν Κορίνθιοι βοσκοί. Βλέποντας τη χρυσή καδένα, κατάλαβαν ότι είχαν να κάνουν με παιδί από βασιλική γενιά και το πήραν μαζί τους, για να το προσφέρουν δώρο στη βασίλισσά τους, που προς μεγάλη λύπη της ήταν άτεκνη.

Εκείνη το ανέθρεψε σαν να ήταν δικό της. Οι πληγές στα πόδια επουλώθηκαν, αλλά ένα πρήξιμο στους αστραγάλους παρέμεινε. Γι’ αυτό του έδωσε το όνομα Οιδίπους, δηλαδή αυτός με τα πρησμένα πόδια.

Τα χρόνια πέρασαν κι ο Οιδίποδας έγινε ένας όμορφος άντρας, δυνατός και γρήγορος. Άντρες και γυναίκες τον ήθελαν. Αμέσως άρχισαν τα κουτσομπολιά. Κανείς δεν ήξερε από πού κρατούσε η σκούφια του. Αυτή ήταν η μοίρα τους; Να κυβερνηθούν από ένα μπάσταρδο;

Ο Οιδίποδας δεν άργησε να μάθει τί κυκλοφορούσε για λογαριασμό του. Ρώτησε τους γονείς του, δίχως να πάρει απάντηση. Δεν απέμενε παρά να μάθει ο ίδιος την αλήθεια. Δεκαεννιά χρόνων ταξίδεψε μόνος του στο μαντείο των Δελφών. Η Πυθία δεν του αποκάλυψε την αλήθεια. Τον συμβούλεψε μόνο να μην ξαναγυρίσει στην πατρίδα του.

— Γιατί;

— Γιατί θα σκοτώσεις τον πατέρα σου και θα μοιραστείς το κρεβάτι της μητέρας σου.

Ο Οιδίποδας δεν ήξερε τί να κάνει. Περιπλανιόταν στα βουνά με βαριά καρδιά δυο μέρες. Αγαπούσε τους γονείς του και θα έκανε τα πάντα να αποφύγει τη μοίρα του. Η Πυθία είχε δίκιο. Το καλύτερο ήταν να μην ξαναγυρίσει ποτέ στην Κόρινθο, την πόλη του με τα όμορφα στενά, τα ωραία σπίτια και πάνω απ’ όλα την Ακρόπολη, όπου συνήθιζε να κάθεται τα απογεύματα με τους φίλους του κοιτάζοντας το ηλιοβασίλεμα, ενώ οι ελιές γυάλιζαν σαν ασήμι στο λοξό φως. Θα έπρεπε να γίνει ένας ξένος για πάντα, περιπλανώμενος από πόλη σε πόλη χωρίς ποτέ να ξαναδεί το μέρος που είχε στην καρδιά του.

Την τρίτη μέρα ανέβηκε στο άρμα του, που το τραβούσαν δύο μαύρα πουλάρια, κι έφυγε από τους Δελφούς χωρίς να ξέρει για πού. Άφησε τα άλογα να τον πηγαίνουν, ο δρόμος ήταν στενός, από τη μια μεριά βράχια κι από την άλλη βαθιές χαράδρες. Για μια στιγμή σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να τελειώσει τις μέρες του εκεί, να ξαπλώσει κάτω από ένα πεύκο και με τον ήλιο στα μάτια να κόψει τις φλέβες του. Όμως ήταν νέος ακόμα. Εκείνος μεν μπορεί να ήθελε να πεθάνει, αλλά το κορμί του δεν ήθελε.

Έτσι πέρασε όλη η μέρα. Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει, όταν ξαφνικά παρουσιάστηκε ένα άρμα από την αντίθετη μεριά. Το έσερναν έξι άσπρα άλογα κι ένας μεγαλόσωμος νεαρός ηνίοχος το οδηγούσε με σίγουρο χέρι. Πίσω του καθόταν ένας ηλικιωμένος που φαινόταν να κοιμάται.

Ο δρόμος δεν τους χωρούσε και τους δύο. Κάποιος έπρεπε να παραμερίσει, όσο γινόταν, με κίνδυνο να πέσει στο γκρεμό.

Ο Οιδίποδας ήταν βασιλόπουλο, δεν είχε μάθει να υπακούει άλλον εκτός από τον πατέρα του, και απαίτησε να του ανοίξουν δρόμο. Ο ηνίοχος έγινε πυρ και μανία, χτύπησε με το ξίφος το ένα από τα άλογα του Οιδίποδα κι είπε κάτι για τη μάνα που τον έκανε. Ο Οιδίποδας τον σκότωσε με το δόρυ του χωρίς να κουνηθεί από τη θέση του.

Τον επιβάτη δεν τον πείραξε. «Φύγε, γέροντα, σέβομαι τα χρόνια σου» του είπε, μα εκείνος δεν έφυγε. Αντίθετα, έβγαλε ένα βαρύ ξίφος και του επιτέθηκε. Ήταν φανερό πως κάποτε πρέπει να ήταν σπουδαίος πολεμιστής, μα όχι πια. Πεθαίνοντας είχε μια σκέψη στο μυαλό του. Λάθος ήταν ο χρησμός. Δεν τον σκότωσε ο γιος του, αλλά ένας άγνωστος.

Τρεις μέρες αργότερα ο Οιδίποδας έφτασε στη Θήβα. Έξω από τη βόρεια πύλη ένα αναστατωμένο πλήθος τον εμπόδισε να μπει. Είχαν συμβεί φοβερά πράγματα. Πρώτα απ’ όλα βρέθηκε ο βασιλιάς τους δολοφονημένος στο βουνό. Από την άλλη, η τερατόμορφη Σφίγγα, ένα τέρας που λεγόταν ότι είχε έρθει από την Αίγυπτο, έτρωγε τους ανθρώπους ζωντανούς. Ήδη είχε καταβροχθίσει ένα σωρό κόσμο, μεταξύ άλλων και έναν από τους γιους του βασιλιά. Για κάποιο λόγο όμως δεν πείραζε τις γυναίκες.

Ο Οιδίποδας ανέβηκε στο τείχος για να τη δει. Ήταν τεράστια κι η σκιά της απλωνόταν από τη μια άκρη της πλατείας ώς την άλλη. Εκείνη δε ακριβώς τη στιγμή μαστίγωνε με την ουρά της έναν νεαρό, που βογκούσε γοερά.

Έντρομος κατέβηκε από το τείχος κλείνοντας με τις παλάμες τ’ αυτιά του για να μην ακούει τις φωνές του δύστυχου θύματος. Κάτι παρόμοιο δεν είχε ξαναδεί. Το πρόσωπο της Σφίγγας ήταν γυναικείο. Το φαρδύ στήθος, τα πόδια κι η ουρά ήταν λιονταριού. Στα πλευρά φύτρωναν δύο μεγάλα, μαύρα φτερά αετού. Επιπλέον, μιλούσε τη γλώσσα των ανθρώπων, αν και συνήθως στεκόταν σιωπώντας, κάτι που τους φόβιζε ακόμα περισσότερο. Πάντα άλλαζε λίγες κουβέντες με τα θύματά της. Κανείς όμως δεν ήξερε τί έλεγε.

Η νύχτα άρχισε να πέφτει και δεν τολμούσαν να μπουν στην πόλη τους, γιατί η Σφίγγα έβλεπε το ίδιο καλά και στο σκοτάδι.

Ο Οιδίποδας δεν είχε σκοπό να καθίσει με σταυρωμένα χέρια, αλλά ήταν κουρασμένος από το ταξίδι και νηστικός. Κάποιος του έδωσε λίγο ψωμί, ένας άλλος ένα κομμάτι κρέας, ένας τρίτος μια κανάτα κρασί. Χορτασμένος πήγε για ύπνο κι όταν ξύπνησε το επόμενο πρωί, είχε ήδη πάρει την απόφασή του.

— Μπαίνω μέσα, τους είπε.

Προσπάθησαν χωρίς αποτέλεσμα να τον εμποδίσουν. Φρόντισε να έχει τον χαμηλό ήλιο πίσω του, όταν τον σταμάτησε η Σφίγγα. Τα μάτια της ήταν γαλάζια με χρυσές ίριδες σαν γάτας, μα γάτα δεν ήταν.

— Πρώτα πρέπει να απαντήσεις σε μια ερώτηση, του είπε με μια χαδιάρα φωνή που τον ανατρίχιασε.

— Θα προσπαθήσω.

— Τί είναι εκείνο που, χωρίς να αλλάζει, έχει τέσσερα πόδια το πρωί, δύο το μεσημέρι και τρία το βράδυ;

Δεν ήξερε από πού του ήρθε η απάντηση, σαν να μην υπήρχε άλλη λέξη στο μυαλό του.

— Ο άνθρωπος.

Μετά έγινε κάτι, που ήταν δύσκολο να το πιστέψει κανείς. Ο κόσμος που παρακολουθούσε τα γεγονότα από μακριά είδε τη Σφίγγα έξαλλη να ανεβαίνει πηδώντας στην ακρόπολη και, φτάνοντας στο ψηλότερο σημείο, να πέφτει στο κενό. Ακούστηκε ένας τρομακτικός γδούπος, η γη άνοιξε και το τέρας εξαφανίστηκε στα βάθη της. Μετά ο κρατήρας ξανάκλεισε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.

Ένα χρόνο αργότερα φύτρωσε στο ίδιο σημείο ένα δέντρο που η Θηβαίοι δεν το είχαν ξαναδεί στα μέρη τους. Το ονόμασαν φοίνικα από το ιερό όρνιο της μακρινής Αιθιοπίας που γεννιόταν μόνο του.

Εκείνος ο φοίνικας μεγάλωσε τόσο πολύ, που η σκιά του κάλυπτε την πλατεία από τη μια άκρη ώς την άλλη και τους θύμιζε τη Σφίγγα και τον Οιδίποδα που τους είχε ελευθερώσει από κείνη.

Ήδη από την πρώτη μέρα οι Θηβαίοι ανακήρυξαν τον Οιδίποδα σωτήρα τους και διοργάνωσαν μια μεγάλη γιορτή προς τιμήν του. Ο Κρέοντας, που ήταν αδελφός της συζύγου του δολοφονημένου βασιλιά και τον είχε αντικαταστήσει, ήθελε να μάθει πώς βρήκε την ορθή απάντηση.

— Μα είναι φανερό. Ο άνθρωπος πηγαίνει με τα τέσσερα σαν μωρό, δηλαδή το πρωί, στέκεται στα δύο του πόδια όταν μεγαλώσει, δηλαδή το μεσημέρι, κι όταν γεράσει, δηλαδή το βράδυ, στηρίζεται σε ένα μπαστούνι έχοντας έτσι τρία πόδια, απάντησε ο Οιδίποδας.

— Εγώ δεν θα την έβρισκα ποτέ μου. Έχω τρία πόδια συνέχεια, χαχάνισε ο Κρέοντας με νόημα. Οι δύο άντρες αισθάνθηκαν άμεση συμπάθεια ο ένας για τον άλλον κι ο Κρέοντας κατά γενική απαίτηση παραχώρησε στον Οιδίποδα όχι μόνο το θρόνο αλλά και τη χήρα του προηγούμενου βασιλιά.

— Μα αυτή θα μπορούσε να είναι μάνα μου, διαμαρτυρήθηκε ο Οιδίποδας χωρίς να ξέρει πόσο δίκιο είχε.

Η Ιοκάστη είχε κλείσει τα τριάντα τρία, εντούτοις καμιά γυναίκα δεν της παράβγαινε σε ομορφιά. Είχε κάνει τα παιδιά της σε νεαρή ηλικία και οι τοκετοί είχαν αφήσει το κορμί της αναλλοίωτο. Το πρόσωπο φωτιζόταν από δύο κατάμαυρα μάτια, που δεν τους ξέφευγε τίποτα.

Ήδη από τη γαμήλια εορτή είχε την αίσθηση ότι κάτι ήταν λάθος. Κάτι στην κορμοστασιά του νέου της άντρα, κάτι στη ματιά του, της θύμιζαν τον αδικοσκοτωμένο άντρα της.

Πέφτοντας η νύχτα οι νιόπαντροι αποτραβήχτηκαν στην κάμαρά τους κι η Ιοκάστη ήταν τόσο ερεθισμένη και μεθυσμένη, που δεν σκεφτόταν άλλο παρά τις χαρές που θα της έδινε ο νεαρός σύζυγος. Ήταν μια ευτυχισμένη νύχτα που την ακολούθησαν και πολλές άλλες.

Έκαναν τέσσερα παιδιά, δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Ο Οιδίποδας τα αγαπούσε όλα, μα πιο κοντά του ήταν η Αντιγόνη, η νεότερη κόρη του, επαναστάτρια και ανοιχτόμυαλη, ταυτόχρονα όμως τρυφερή κι αφοσιωμένη.

Ο χρησμός επαληθεύτηκε. Ο Οιδίποδας είχε σκοτώσει τον πατέρα του και είχε παντρευτεί τη μάνα του χωρίς να το ξέρει. Και συνέχιζε να ζει ευτυχισμένος. Ώς πότε αυτά τα εγκλήματα θα παρέμεναν ατιμώρητα;

Μια μέρα κυνήγησε ένα μεγάλο αγριογούρουνο και το βράδυ, γυρίζοντας σπίτι κουρασμένος, ζήτησε λίγο ζεστό νερό για να πλύνει τα πόδια του. Η Ιοκάστη προσφέρθηκε να του τα πλύνει η ίδια. Έτσι είδε τα σημάδια.

Η αλήθεια είχε πάρει το χρόνο της. Είκοσι χρόνια κοιμόταν στο ίδιο κρεβάτι με τον γιο της. Δεν υπήρχε λόγος να του πει τίποτα, ήταν κι εκείνος θύμα των θεών. Αλλά και να συνεχίσει τη ζωή της όπως πριν, δε γινόταν. Του σκούπισε τα πόδια προσποιούμενη ότι όλα ήταν όπως πάντα. Μετά κατέβηκε στην πλατεία και κρεμάστηκε στον μεγάλο φοίνικα.

Ο Οιδίποδας αναρωτιόταν απελπισμένα: Γιατί; Γιατί τον πρόδωσε έτσι η γυναίκα του; Μόνο ένας μπορούσε να τον βοηθήσει να καταλάβει. Ο τυφλός μάντης Τειρεσίας.

— Επειδή σκότωσες τον πατέρα σου και ατίμασες τη μητέρα σου.

— Δεν μπορεί λοιπόν κανείς να αποφύγει τη μοίρα του; ρώτησε ο Οιδίποδας καταρρακωμένος.

Όχι, δεν μπορεί. Την ίδια νύχτα έβγαλε τα μάτια του με τη χρυσή βελόνα της γυναίκας του. Τα παιδιά του δεν άντεξαν την όψη του. Η Αντιγόνη όμως τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε έξω από την πόλη, γιατί δεν άντεχε να μείνει εκεί ούτε μια μέρα παραπάνω, και τον πήγε στην Αθήνα, όπου τυφλός και άθλιος έζησε λίγα χρόνια ακόμα. Μετά το θάνατό του η Αντιγόνη γύρισε πίσω στη Θήβα.

Οι δύο αδελφοί της κυβερνούσαν την πόλη από ένα χρόνο ο καθένας. Τελικά όμως ο μεγαλύτερος εξόρισε τον μικρότερο, που μετά από λίγο καιρό επέστρεψε με στρατό για να διεκδικήσει το θρόνο.

Οι πολιορκητές έκαιγαν και ρήμαζαν την ύπαιθρο, σε λίγο δεν υπήρχε τίποτα φαγώσιμο. Ο Αμφιτρύωνας προσπάθησε στην αρχή να μείνει αμέτοχος. Ο πόλεμος αυτός δεν ήταν θέμα δικό του, εκείνος ήταν ξένος κι είχε γυναίκα και παιδιά να σκεφτεί. Τελικά όμως αναγκάστηκε να πάρει θέση. Αν ο εχθρός καταλάμβανε την πόλη, ήταν πολύ πιθανό να ξερίζωναν την οικογένειά του ή να τους πουλούσαν σκλάβους.

Η Αλκμήνη παιδευόταν όλη μέρα να βρει κάτι για να ταΐσει τα παιδιά της. Οι καιροί ήταν δύσκολοι για όλους. Ο Κρέοντας, που εκείνη την εποχή λειτουργούσε σαν αντιβασιλιάς, δεν έβλεπε άλλη λύση από το να συμβουλευτεί τον τυφλό μάντη. Μπορούσε να γίνει κάτι για να αλλάξει η κατάσταση;

Ναι. Αν θυσίαζε τον πρωτότοκο γιο του, όλα θα πήγαιναν καλά. Μόλις το άκουσε αυτό, ο Κρέοντας έπεσε σε βαθιά απελπισία και παραλίγο να σφάξει τον γέροντα μάντη. Για κανέναν λόγο δε θα σκότωνε το ίδιο του το σπλάχνο.

Η συμβουλή όμως του Τειρεσία έγινε γνωστή. Στην αρχή όλοι τη βρήκανε απάνθρωπη, μετά άρχισαν να σκέφτονται ότι δεν ήταν τόσο παράλογη. Κάθε μέρα σκοτώνονταν νέοι άντρες. Τί σημασία είχε μια ζωή παραπάνω; Τελικά έφτασαν να είναι οργισμένοι με τον Μενοικέα, τον νεαρό γιο του Κρέοντα, που επέμενε να ζει ενώ η πόλη του αφανιζόταν. Οι φίλοι του τον απέφευγαν, στην πλατεία όλοι βουβαίνονταν μόλις τον έβλεπαν. Κάθε μέρα η μοναξιά του μεγάλωνε. Στο τέλος δεν άντεξε.

Ένα πρωί, πριν βγει ο ήλιος, ανέβηκε στα τείχη. Η μάχη δεν είχε αρχίσει ακόμη. Οι οπλίτες του εχθρού έτρωγαν πρωινό. Πολλοί απ’ αυτούς δε θα είχαν επιζήσει ώς το βράδυ. Πολλοί συμπατριώτες του το ίδιο. Και την ευθύνη την έφερε αυτός. Έβγαλε το κοντό, κοφτερό μαχαίρι και με μια γρήγορη, αποφασιστική κίνηση έκοψε το λαιμό του. Ο Αμφιτρύωνας, που ήταν επιφυλακή, έτρεξε κοντά του, μα ήταν αργά.

Η τύχη του πολέμου γύρισε. Ο μάντης αποδείχτηκε για μία ακόμα φορά σωστός και η φήμη του απλώθηκε ακόμα περισσότερο. Οι μάχες έγιναν ισοδύναμες και πιο σκληρές, με μεγάλες απώλειες και για τις δύο μεριές. Οι πολιορκητές δεν μπορούσαν να καταλάβουν την πόλη κι οι πολιορκούμενοι δεν μπορούσαν να διασπάσουν τον κλοιό. Κάτι έπρεπε να γίνει, κι έγινε.

Οι δύο αδελφοί συμφώνησαν να λύσουν την αντιδικία τους σε μονομαχία. Μάχονταν όλο το πρωί. Ήταν κι οι δύο επιδέξιοι και γρήγοροι κι είχαν τον ίδιο δάσκαλο: τον πατέρα τους Οιδίποδα.

Σε μια στιγμή επιτέθηκαν ταυτόχρονα κι οι δύο και τα κατάφεραν να αλληλοσκοτωθούν, που ήταν η χειρότερη λύση, γιατί ο πόλεμος ξανάρχισε με ακόμα μεγαλύτερη βιαιότητα από πριν. Όμως αυτή τη φορά οι Θηβαίοι υπερίσχυσαν, καταδίωξαν τους αντιπάλους τους και σκότωσαν τους περισσότερους.

Ο Κρέοντας ανέλαβε ξανά βασιλιάς. Το πρώτο που έκανε ήταν να θάψει με μεγάλες τιμές όσους Θηβαίους είχαν πέσει στον πόλεμο, ενώ οι νεκροί του εχθρού θα παρέμεναν άταφοι να τους φάνε τα θηρία.

Πολλοί δε συμφωνούσαν. Οι νεκροί απαιτούσαν σεβασμό. Αλλά κανείς δεν τολμούσε να διαμαρτυρηθεί. Μόνο η Αντιγόνη τόλμησε.

[…]


Θοδωρής Καλλιφατίδης. 2011. Ο Άγιος Ηρακλής. Αθήνα: Γαβριηλίδης.