Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Γιώργος Θεοτοκάς

Αργώ


(απόσπασμα)


[…]

Πρέπει να δώσω μερικές πληροφορίες για το φοιτητικό σωματείο, που είχε πρόεδρο το Μανόλη Σκυριανό.

Το σωματείο αυτό λεγότανε, συμβολικά, ρομαντικά, ίσως κάπως παιδικά, Αργώ. Το έμβλημά του ήταν ένα καραβάκι με κουπιά. Ο σκοπός του: Κανείς δεν ήξερε το σκοπό, μα φαντάζεται ο καθένας πως ο σκοπός της Αργώς είναι κάπου πολύ μακριά, στο τέρμα ενός μεγάλου ταξιδιού. Κι ίσως ίσως, εκείνο που τραβούσε τα μέλη του σωματείου, να ήταν κυρίως αυτό τούτο το ταξίδι, ανεξάρτητα από κάθε σκοπό.

Η Αργώ ιδρύθηκε μες στη μεγάλη άψη των πολέμων, από μερικούς νεαρούς που δε χώνευαν καθόλου τους καθηγητές τους κι ήθελαν να αλλάξουν πολλά πράματα στο Πανεπιστήμιο και παραέξω. Στην αρχή ήταν ένας όμιλος από φοιτητές ανικανοποίητους και δυσαρεστημένους, που γύρευαν μεταρρυθμίσεις, γλωσσικές, εκπαιδευτικές, πολιτικές, ακόμα και κοινωνικές. Γρήγορα μαζεύτηκαν ίσαμε εκατό και βάλθηκαν να κάνουν διαλέξεις αναμεταξύ τους, να συζητούν με πολλή θέρμη όλες τις τρέχουσες θεωρίες, να τυπώνουν, αραιά και πού, λαθραία περιοδικά και φυλλάδες, με συγκεχυμένες ριζοσπαστικές κατευθύνσεις. Σαν ιδρύθηκε η Αργώ, οι άλλοι φοιτητές ονόμασαν κοροϊδευτικά τα μέλη της Αργοναύτες κι ο τίτλος έπιασε και συνηθίστηκε.

Με τον καιρό αυτό το σωματείο έγινε το κέντρο των πνευματικών ανησυχιών της φοιτητικής νιότης και, εξαιτίας αυτής της φύσης του, δεν είχε βέβαια καμιάν ιδεολογική συνοχή. Υπήρχαν περίπου τόσες ιδεολογίες όσα και μέλη, αν μπορούν να ονομαστούν ιδεολογίες οι ακαθόριστες τάσεις αυτών των παιδιών. Στις Γενικές Συνελεύσεις σχηματιζότανε, για λόγους καθαρά εκλογικούς, μερικοί όμιλοι ή κόμματα, που διαλυότανε ευθύς αμέσως, εξόν από τον όμιλο των κομμουνιστών που διατηρούσε πάντα κάποιαν εξωτερική ενότητα, μολονότι κι αυτός ήταν υποδιαιρεμένος σε λογιώ λογιώ σχολές. Όλα τα λοιπά πολιτικά και κοινωνικά προγράμματα είχαν τους αντιπροσώπους τους μες στην Αργώ: βασιλικοί, εθνικιστές, φιλελεύθεροι, δημοκρατικοί, αγροτικοί, σοσιαλδημοκρατικοί κλπ. Αλλά μ’ αυτά τα πολιτικοκοινωνικά ρεύματα διασταυρωνότανε ειδών ειδών διανοητικές και αντιδιανοητικές τάσεις, που αυξάνανε εκεί μέσα στη σύγχυση των ιδεών. Υπήρχαν Αργοναύτες νεοκαντιανοί, εγελιανοί, μπερξονιστές, νιτσεϊτσές, κι άλλοι που κήρυτταν με θόρυβο τη χρεωκοπία της επιστήμης, και πολλοί που δεν ήθελαν να ακούσουν τίποτα από όλα αυτά και γύρευαν ιδέες πιο πρωτότυπες. Δεν έλειπαν φυσικά κι οι λογοτεχνικές σχολές, αφού πρόκειται για Έλληνες. Συναντούσες εκεί μέσα οπαδούς της δημοτικής παράδοσης, του ρεαλισμού, της προλεταριακής τέχνης, φίλους του Ντοστογέβσκυ, του Σολωμού, του Παλαμά, του Καβάφη, του Βαλερύ, του André Gide, του Bernard Shaw, του Πιραντέλο, του Ρίλκε, συμβολιστές, νεορομαντικούς, νεοκλασικούς, αρχαιολάτρες, φουτουριστές, και πολλά άλλα πράματα που δεν μπορεί κανείς να τα θυμάται. Ο Ψυχάρης είχε φανατικούς φίλους και αδιάλλακτους εχθρούς. Αρκετοί Αργοναύτες θαύμαζαν το Βενιζέλο κι άλλοι καταδικάζανε το δυτικό πολιτισμό και περίμεναν τη σωτηρία του κόσμου από την Ασία. Κι άλλοι πάλι έλεγαν πως προορισμός της Νέας Ελλάδας είναι να σταθεί στο σταυροδρόμι των πολιτισμών και να συγχωνεύσει, σε μιαν ανώτερη σύνθεση, τις καλύτερες εκδηλώσεις του δυτικού και του ανατολικού πνεύματος.

Ωστόσο, μες σ’ αυτήν την απερίγραπτη ανακατωσούρα των ιδεών και των συναισθημάτων, χάραζε κάποια κοινή φιλοδοξία, συνειδητή ή ασυνείδητη, κάποιος κοινός πόθος ή μεράκι ή παράπονο, που ένωνε όλα αυτά τα ανήσυχα παιδιά. Πίεζε την καρδιά τους η τραγική μοίρα του ελληνικού γένους, το βάρος του μεγάλου ονόματος, η ιδέα της ανυπαρξίας της Ελλάδας στη σύγχρονη πνευματική ζωή του κόσμου. Αισθανότανε την ανάγκη να κλωτσήσουνε τη ρουτίνα που τους σκέπαζε, να λυτρωθούνε από ένα στείρο παρελθόν, να ξανοιχτούνε στο πέλαγος, να ζήσουνε ξανά τη ζωή του πνεύματος, όχι πια σαν ταπεινοί μιμητές των μεγάλων προγόνων και σαν καθυστερημένοι μαθητές των ξένων, μα σαν εξερευνητές, σαν κατακτητές, σαν αληθινοί Έλληνες. Στα μάτια τους, το καραβάκι της Αργώς ταξίδευε κιόλας προς τις μεγάλες θάλασσες και τις μεγάλες φουρτούνες, προς το άγνωστο, προς το Χρυσόμαλλο Δέρας, που τους σαγήνευε και τους ενθουσίαζε, χωρίς να μπορούν να το καθορίσουν. Το Χρυσόμαλλο Δέρας. Το ξύπνημα του ελληνικού πνεύματος, η δημιουργία, η Αναγέννηση, η Δόξα…


Γιώργος Θεοτοκάς. 1987. Αργώ. Τόμ. Α΄-Β΄. 10η έκδ. Αθήνα: Εστία. [1η έκδ. 1933 (Α΄ τόμ.) & 1936 (Β΄ τόμ.). Αθήνα: Πυρσός].