Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Γιώργος Θέμελης

Ο Γυρισμός. Σχέδιο για μια λυρική εποποιΐα


(απόσπασμα)

Πόντον ἐπ’ ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων

ΟΔΥΣΣΕΙΑ ε 84


ΠΡΩΤΗ ΡΑΨΩΔΙΑ

Ο βασιλιάς των ταξιδιών


Quantum mutatus…

Βιργίλιος


Όχι τη χιλιοτραγουδημένη δόξα
Το ξύλινο άλογο με τη σιδερένια κοιλιά
Τις φλόγες που χόρεψαν το μεσονύχτι

Ούτε τις μεγάλες περιπέτειες
Το έπος που έγραψε μια καρδιά με χίλιες τρόπιδες σε στεριά και θάλασσα
Στις αιωνόβιες πέτρες του χρόνου με το αιώνιο αίμα της
Πιο καυτερό απ’ το πάθος της φωτιάς
Πιο δυνατό απ’ τον καημό του ανέμου

***
Το τραγουδούσαν οι ακρογιαλιές και το τραγουδούν ακόμα
Και θα το τραγουδούν ώσπου να κοιμηθεί ο ήλιος χαμηλώνοντας όλες τις λάμπες
Το τραγούδι του καπετάνιου με τ’ απέραντα μάτια

Το παίρνουν οι άνεμοι, το δίνουν στα πουλιά να το μοιράσουν στον ουρανό μαζί με το φως
Και της βροχής τα δάχτυλα το σπέρνουν στους κόλπους της γης και στα ποτάμια να καρπίζουν τα δέντρα
Να μεγαλώνουν τα παιδιά να ζουν τ’ αγάλματα
Και τα κατάρτια να βαστούν τη μοίρα τους που τα χτυπάει από ψηλά

Κι οι άνθρωποι να σηκώνουν το μπόι τους ίσαμε τα βυζιά των θεών
Και κείνοι να γελούν από κει πάνω και να χαίρονται με την καρδιά για την καλή γενιά τους
Θυγατέρες και γιους αγγόνια και δισάγγονα βγαλμένα απ’ τα φαρδιά τους γόνατα
Πού να πού πάνε να τους μοιάσουν, να π’ ανεβαίνουνε να γίνουν άλλη μια φορά θαυμαστές εικόνες
Σκαλιστές σκιές τους που βαθαίνουν τη γη και την κάνουν καθρέφτη
Όπου οι γυναίκες βλέπουν θεούς και οι θέαινες ανθρώπους
Όπου κι ο θάνατος περνά μοιράζοντας στεφάνια

Κάτω στους τάφους οι νεκροί τ’ ακούν κι αναστενάζουν

***
Οι βοριάδες τού πήραν τη φωνή
Οι τρικυμίες μελετούν τη θάλασσα συλλαβίζοντας τ’ όνομά του
Οι αστραπές τού γράφουν την κορμοστασιά στο φόντο των βουνών με πράσινα κοντύλια
Κ’ η ψυχή μας σηκώνεται και καλωσορίζει την άφθαρτη παρουσία του σαν τον αναμενόμενο βασιλιά των ταξιδιών
Όταν ο ίσκιος του έρχεται και δρασκελάει το κατώφλι του ύπνου
Και σκύβει να ξεσηκώσει απ’ τους βυθούς
Τα βουλιαγμένα καράβια μας

***
Όχι τη δόξα…

Τραγούδησέ μας τώρα πια τη θλίψη
Τον ακίνητο ήλιο του μεσημεριού που κρέμεται από πάνω καρφώνοντας την όψη
Την παμπάλαιη άλμη και τους παλιούς ανέμους που έπηξαν στα μαλλιά
Και το πικρό πικρόχολο χασομέρι που μαραίνει τα χέρια
Ανάμεσα σ’ ένα νεκρό λιμάνι και μια ταβέρνα
Ανάμεσα σ’ ένα μισό τσιγάρο και τρεις βαριές κουβέντες
Για το βαριεστημό
Για το βαριεστημό

Εκείνος είναι αυτός που καπνίζει φτύνοντας καπνό και πάθος
Που συλλαβίζει τα μηνύματα των καιρών, την ιστορία της θάλασσας
Και χτίζει με άμμο και τίποτα τα πιο απίθανα όνειρα
Γιατί δεν έχει τί να κάνει
Απλοχωριά να πάρει ανάσα
Σανίδι να σταθεί, μεριά ν’ απλώσει
Τ’ ατέλειωτο κουβάρι των ελπίδων του
Τι τον πλακώνει η απανεμιά, τον ζώνει ο χρόνος
Κ’ ένα μεράκι η θύμηση του σκάβει τα πνεμόνια
Γιατί η καρδιά του είναι βαριά, δεν τη σηκώνει το αίμα
Και το θεόρατο ίσκιο του η τρύπια φορεσιά

Τραγούδησέ μας τώρα πια τη θλίψη

Δεν έχουν μπάλσαμο οι στεριές κι αγέρα τα βουνά
Δεν έχει πια για μας καράβια η θάλασσα

ΔΕΥΤΕΡΗ ΡΑΨΩΔΙΑ

Η νήσος των ναυαγών


Τώρα μας καίει το λιοπύρι
Επάνω σ’ αυτή την ξέρα σ’ αυτό το μαύρο βράχο
Κυκλωμένο απ’ τους ανέμους δαρμένο απ’ τη βοή
Κι από μηνύματα καταιγίδων

Στεγνοί
Με σάρκες λιγοστές κι άφθονο ουρανό
Ψυχή αλμυρή δέρμα φθαρμένο από θαλασσοπούλια και φως
Μαζεύουμε το νερό της βροχής μες στις κουφάλες
Μασούμε πεταλίδια και βότσαλα

Μας τρώει η έγνοια
Μας ανάβει τα είδωλα μια αλλοτινή μορφή
Πανιά μεγάλα και ξάρτια μες στη φτερούγα του ήλιου
Κι η φαντασία μιας θάλασσας που δεν την πάτησε ίσκιος
Δε ράγισε το πράο της κρύσταλλο αυλακιά πουλιού

Δε γίνεται να ξεχάσουμε
Να πληθύνουμε τη σκόνη θάβοντας το πιο ακέραιο σχήμα
Στους τάφους που αναπαύονται τα λείψανα των μεγάλων νεκρών
Στο χωνευτήρι του διανυμένου χρόνου με τον κίτρινο άνεμο
Γιατί πλέει, ταξιδεύει μέσα στο αίμα μας οργώνοντας το γυρισμό του με τις χιλιάδες χρόνια
Πάνω σε πλάκες χιλιοδιπλωμένες ποτισμένες οδύνη και που τις ξεφυλλίζει ένας καημός

Σκαρί απ’ όμορφη γυναίκα που η θωριά της καίει και γράφεται
Και που η ασύγκριτη γραμμή της έχει κάτι απ’ το πουλί που σε πετάει ψηλά
Και κάτι απ’ την κοκκινωπή αγωνία του ήλιου όταν μπατάρει
Κι απ’ το θυμό της θάλασσας που μάχεται να συγκεράσει
Το φως και το σκοτάδι
Το φελλό και το μολύβι

Προβάλλει με το γνώριμο ερωτικό του λύγισμα
«Αργώ» ή «Γοργόνα» στην πολύφωτη μπούκα του ορίζοντα
Φέρνοντας πίσω τους θεούς
Τον καπετάνιο που χάθηκε στις πόρτες της αυγής
Αγγεία, χρυσαφικά…

Το καράβι που πλέει μέσα στο αίμα μας

ΤΡΙΤΗ ΡΑΨΩΔΙΑ

Κίρκη


Δεν ήξερε να μιλήσει
Όπως μιλάει η γυμνή γυναίκα κρύβοντας το χέρι σου μέσα στον κόρφο της
Για να σου πει την αγάπη και να σου καρφώσει έναν ήλιο
Που μαραίνεται

Γινόταν μαύρη θλίψη και σε σκέπαζε σαν την ομίχλη που τρυπάει το πρόσωπο
Κ’ έριχνε στο ποτήρι σου πικρή αψιθιά φουχτιές μαράζι
Για να σου βγάλει την αρματωσιά στο στόμα της σπηλιάς
Για να κατέβει αργά συρτά τα σκαλοπάτια σου μες στην ψυχή σαν το χτικιό που μπαίνει και γεννάει τ’ αβγά του

Ένιωθες να σε σφάζει μια γλυκιά μαχαιριά
Σφάχτης ανήλεος μες στη γραμμή της πίκρας
Να σου λιανίζει τους αρμούς, να ξεκλειδώνει την απελπισιά
Για να σε κάμει ένα ήμερο ζώο
Ένα
Θλιμμένο
Άγαλμα

***
Ω πώς έσκουζαν γύρω τα ζώα οι φυλακισμένες ψυχές μέσα στους βράχους
Πώς κοίταζαν ανάβοντας τα θολά τους μάτια που δεν μπορούσαν πια να κλάψουν
Μήτε να κεντήσουν άστρα και ψάρια στα δίχτυα της βροχής
Μήτε ν’ αρματώσουν μονόξυλα κι όνειρα στις όχθες του ήλιου
Μήτε να χαράξουν κάποια τολύπα που ανεβαίνει και χάνεται
Και πάλι ξαναγίνεται κι ανεβαίνει και χάνεται πικραίνοντας τον ουρανό μαύρος καημός
Μήτε να θυμηθούν
Μήτε να ελπίσουν

***
Μαχαίρι μαυρομάνικο
Μαχαίρι μου που σε φορώ και σ’ έχω απάνω μου
Λίγο πιο κάτω απ’ την καρδιά
Λίγο πιο μέσα απ’ την αγάπη
Για να σταυρώνω το ψωμί που τρώω
Για να σφραγίζω το νερό που πίνω
Για να κόβω τη γλυκιά ζωή
Απ’ το θάνατο

***
Παιδιά συντρόφοι αδέλφια μου απ’ την ίδια σάρκα
Τί το κάματε το ψωμί που σας μοίρασα
Το δυνατό κρασί που σας πότισα
Σαν την πονετική αυγή που μοιράζει το σώμα της στα πουλιά της

Ανοίξτε την κοιλιά του λύκου που σας χωνεύει
Τρυπήστε το χοντρό δέρμα που σας κλέβει τον ήλιο
Τη μαύρη μέρα που σας βουλιάζει μέσα στο χώμα

***
Σηκωθείτε γιατί θα χάσουμε τον καιρό
Σηκωθείτε γιατί θα χάσουμε τον καπνό που βγάζει η θύμηση

Τις χρυσές αρκούδες στα δάση τ’ ουρανού

ΤΕΤΑΡΤΗ ΡΑΨΩΔΙΑ

Νέκυια


(Κοιτάζει σε μάκρος χωνεύοντας την πείνα του
Πλάι σε νεκρά πλεούμενα και βράχια που σαπίζουν
Ένας νεκρός από καιρό που τρώει την ύπαρξή του)

Μας κυνηγούσαν όλο μας κυνηγούσαν
Μοιραίες γυναίκες ζώα και δυνατοί βοριάδες
Και κάτι επικίνδυνα ηχηρά νησιά

Μας κέρδιζε πάντα η παρθενιά της θάλασσας

Μας κυνηγούσαν...

Κάποια αμαρτία
Ή κάποια κρυφή αρρώστια
Δεν ξέρω

Μα θα τους συναντήσω
Στην άλλη όχθη
Πέρα απ’ το σκιερό μπουγάζι των Σκυλοκέφαλων

Θα μαζευτούνε γύρω μου
Σαν τ’ άσπρο τούτο κοπάδι που πνίγεται
Σαν τα πυκνά μαυράδια των δέντρων
Όταν τα κοσκινίζει από ψηλά του φεγγαριού η οργή
Γυρεύοντας να πιουν λίγο κρασί ή λίγο ζεστό αίμα

Τους καίει η δίψα εκεί που βρίσκονται τους καίει
Ένας μεγάλος ήλιος τού γυρισμού ο χαμένος ήλιος
Που τριγυρνάει σαν τ’ άπιαστο πουλί επάνω απ’ τα κεφάλια
Και πιο πολύ και πιο πικρά κείνους που πήγαν μεθυσμένοι
Πέφτοντας την τελευταία στιγμή επάνω στους τοίχους
Κι όλο γυρεύουν ένα φτωχό μνημούρι να πλαγιάσουν

Τους καίει…

Θυμούνται και περιμένουν
Θυμούνται και περιμένουν
Ένα θαύμα

Κάποια αμαρτία…

Σκιές
Σκιές που θέλουν να φαν

Πώς να τους κάμω να σαρκωθούν και να μιλήσουν
[...]

Θεσσαλονίκη, Φλεβάρης 1948

Γιώργος Θέμελης. 1948. Ο γυρισμός. Σχέδιο για μια λυρική εποποιΐα. Θεσσαλονίκη. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργος Θέμελης. 1969. Ποιήματα Ι. Θεσσαλονίκη: Τυπογραφείο Νικολαΐδη.