Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Ανδρέα Εμπειρίκος

Αργώ ή πλους αεροστάτου


(αποσπάσματα)


Ι


Η ναυς —διότι επρόκειτο περί νηός— διέσχιζε το πέλαγος εν ώρα αγαθής συμπνοίας των στοιχείων, ενώ ο ήλιος ανήρχετο εις το σημείον εκείνο του στερεώματος, από το οποίον, το φως πίπτει κατά τοιούτον τρόπον, ώστε αι σκιαί να καθίστανται βαθμηδόν βραχύταται και εν τέλει να εκμηδενίζονται σχεδόν ολοσχερώς. Και ενώ οι επιβάται —τί λέγω, οι Αργοναύται— συνήρχοντο βραδέως από τας πρώτας ευχαρίστους εντυπώσεις της περιπετείας, ο οιακοστρόφος, ή, μάλλον, ο πηδαλιούχος, σαν μέσα από χοντρό κογχύλι, έκανε να πλαταγίζουν τα πανιά με την οργή του και εμέμφετο βουερά τους συντρόφους του, με ύβρεις και αιτιάσεις, διά την ραστώνην και την ολιγωρίαν των, λέγων ότι, με τέτοια καμώματα και τέτοια στάση, δεν θα αργούσε να έλθει μία εποχή, κατά την οποίαν, ο κάθε Αχιλλεύς και ο κάθε Ιάσων, θα ήσαν δέσμιοι, ή τουλάχιστον δεσμευμένοι, ενώ θα ήσαν ελεύθεροι μόνον οι τέσσαρες άνεμοι, υπό τας διαταγάς του πρώτου τυχόντος Οδυσσέως, του πρώτου τυχόντος Χογέντα ή Γκοβθάλο Χιμένεθ ντε Κεσάδα — κοντολογής του πρώτου, δεύτερου ή τρίτου τυχοδιώκτου, ενώ τα πειρατικά σκάφη, από τας ακτάς των Φοινίκων, μέχρι των ακραίων σημείων της Δύσεως, θα εδήουν και θα καταδυνάστευαν τους πληθυσμούς των παραλίων πόλεων.

Όλοι αυτοί οι άνδρες της ξηράς ή της θαλάσσης —στρατιώται, κωπηλάται, ναύται, έμποροι, ποιηταί, ημίθεοι και ερασταί γυναικών ή κορασίδων— άλλοι μικροί, άλλοι πολύ μεγάλοι, όλοι όμως νοσταλγοί και πλαστουργοί του μέλλοντός των, συνεκλονίσθησαν σε τέτοιον βαθμόν από τα λόγια του ηλιοκαούς πηδαλιούχου, που, αρπάζοντας τας κώπας, σαν βιαστικοί λαθρέμποροι λεμβούχοι, ή όπως αρπάζουν τα δόρατα οι αφυπνιζόμενοι αποτόμως, εν καιρώ νυκτός, από αμέσως επικείμενον κίνδυνον, Ρωμαίοι των παραμεθορίων λεγεώνων, έτσι κι αυτοί, Αργοναύται της πρώτης στιγμής, Αργοναύται των ηρωικών χρόνων, ήρχισαν να λάμνουν γρήγορα, και επέρασαν άτρωτοι τας Συμπληγάδας με βαθύτατους αναστεναγμούς ανακουφίσεως. Αλλά τα πράγματα αυτά, δεν εσταμάτησαν εδώ. Όλοι αυτοί οι άνδρες, και αυτοί που ίσταντο επί βάθρων και αυτοί που έτρωγαν ομελέτες και αυτοί που ελούοντο τακτικά και αυτοί που ερρύπαιναν τα λόγια των με σκωρ, όλοι αυτοί, είχαν απογόνους. Διά μέσου των αιώνων, διά μέσου της ιστορίας, όπως ο Αμαζόνιος, όπως ο Μισσούρης, άλλοι ξανθοί, άλλοι μελαχρινοί, άλλοι πυρρόριχες (κρεατοφάγοι ή χορτοφάγοι), όλοι αυτοί, έφθαναν μέχρι των ημερών μας και εν Ελλάδι και εν Κολομβία, σαν τις σταγόνες της βροχής. [...]

Παρόλην όμως την πάροδον του χρόνου, από καιρού εις καιρόν, καμιά φορά την ώρα του μεσημεριού, καμιά φορά την ώρα του μεσονυκτίου, ακούεται ακόμη η φωνή του πηδαλιούχου, επάνω από τα δώματα και τας στέγας των σπιτιών, ακούεται να φωνάζει, σαν μέσα από χοάνην τηλεβόα: «[...] Υπάρχουν φάλαινες από σταβέντο, υπάρχουν ογκόπαγοι από σοφράνο, υπάρχουν σπηλιάδες, μανδαγόρες, δόκανα… Γρηγορείτε!... γρηγορείτε!... Αλλιώς ο κάθε Ιάσονας, ο κάθε Αχιλλέας, θα πέσει θύμα του πρώτου τυχόντος Οδυσσέως…» Μερικοί εκ των ολιγορούντων (σαράφηδες ως επί το πλείστον ή επιπόλαιοι σοφισταί) καμιά φορά κουνούσαν τα κεφάλια των και λέγαν: «Μα δεν μπορεί επιτέλους να συμβεί, να πέσει θύμα ο δύστυχος ο Οδυσσέας, του πρώτου τυχόντος Ιάσονος ή Αχιλλέως;». Αυτοί όμως, όχι δεν εγίνοντο πλέον ακουστοί, αλλά εξοστρακίζοντο και εστέλλοντο εις νήσους αιχμηράς, βραχώδεις, άνευ οάσεων και άνευ γυναικών, διότι κάποτε, που ένα εξ αυτών κατόρθωσε να πείσει τους συμπολίτας του, η πόλις εις την οποίαν ζούσε, εκάη μέχρι των θεμελίων, και ο πληθυσμός της, oδηγήθη εις την σκλαβιά. Έκτοτε, σχεδόν κανείς λαός, δεν θέλησε να πέσει μια παρομοία συμφορά επάνω του, και γι’ αυτό κανείς δεν ήκουε αυτούς τους σοφιστάς ή τοκογλύφους. Έτσι οι Αργοναύται, εξηκολούθουν το ταξίδιόν των, κοπιάζοντες και αναπαυόμενοι, δρέποντες καρπούς και ηδονιζόμενοι, και κάθε τόσον καλούμενοι πίσω στα κουπιά δι’ εξαιρετικάς κωπηλασίας, και τούτο κατά διαστήματα σχεδόν κανονικά, (θα ημπορούσε να πει κανείς, σχεδόν εκ των προτέρων κανονισμένα) από τον εκάστοτε πηδαλιούχον, τον οποίον αγαπούσαν και μισούσαν, ετίμων και ύβριζον, αλλά τον οποίον διετήρουν εις την θέσιν του διότι κατά βάθος, ό,τι και αν έλεγαν, άνευ αυτού, ήτο αδύνατον να πορευτούν, να προχωρήσουν. Άρα, το συμπέρασμα είναι ότι…

Αλλά εις το σημείον τούτο, ο ρεμβασμός του ντον Πέντρο Ραμίρεθ, καθηγητού της ιστορίας εις το Πανεπιστήμιον της Σάντα Φε ντε Μπογκοτά, διεκόπη από την φωνήν μιας ωραίας νεάνιδος που έσπευδε προς αυτόν, σχεδόν τρέχουσα μέσα εις το πλατύ και φλοισβίζον φουστάνι της, με μίαν ανθοδέσμην στο χέρι.

—«Πατέρα, πατέρα, αύριο θα ξεκινήσει η Αργώ…»

—«Ποια Αργώ, Καρλότα;»

—«Το αερόστατο, πατέρα… Έτσι το ονομάζουν σήμερα οι εφημερίδες».


[...]


Ανδρέας Εμπειρίκος. 1980. Αργώ ή Πλους αεροστάτου. Αθήνα: Ύψιλον.