Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ

230. – Ἀττικὰ 1, 26, 5-7

Η Ελλάδος περιήγησις του Παυσανία αποτελεί ταξιδιωτικό οδηγό (σε 10 βιβλία) της ηπειρωτικής Ελλάδας νότια της Θεσσαλίας, την οποία ο καταγόμενος μάλλον από τη Μ. Ασία συγγραφέας πρέπει να επισκέφτηκε μεταξύ των ετών 150-180 μ.Χ.. Ο Παυσανίας, θαυμαστής του παλαιού μεγαλείου της Ελλάδας και επηρεασμένος ίσως από τον ενθουσιασμό της Δεύτερης σοφιστικής για το κλασικό παρελθόν, δεν ενδιαφέρεται για τη φύση αλλά για τα μνημεία του παρελθόντος (μέχρι το 146 π.Χ.), τα οποία περιγράφει με αρκετή ακρίβεια, γεγονός που έχει επιβεβαιωθεί από την αρχαιολογική έρευνα. Στις περιγραφές του παρεμβάλλει -συχνά με μόνη αφορμή την αναφορά μιας λέξης- ιστορικές, μυθολογικές, γεωγραφικές κ.ά. παρεκβάσεις, οι οποίες αποτελούν πηγή πολύτιμων πληροφοριών. Περιλαμβάνει επίσης συχνά περιγραφές έργων τέχνης, τα οποία τον ενδιαφέρουν όμως για το αφηγηματικό τους περιεχόμενο και όχι για την εικαστική τους αξία.

Το πρώτο βιβλίο του έργου είναι αφιερωμένο στην Αττική, από όπου ο Παυσανίας άρχιοε την περιήγησή του. Στο απόσπασμα που ακολουθεί περιγράφεται το Ερέχθειον, ο ναός στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης που ήταν αφιερωμένος σε διαφορετικές λατρείες: το δυτικό του μέρος στον ταυτιζόμενο με τον Ποσειδώνα ήρωα Ερεχθέα, στον Ήφαιστο και στον ήρωα Βούτη· το ανατολικό στη λατρεία της Αθηνάς Πολιάδος· υπήρχαν επίσης ιερά σημεία, όπως το πηγάδι με το αλμυρό νερό και το ίχνος της τρίαινας του Ποσειδώνα, και ιερά αντικείμενα, όπως το ξόανο της Αθηνάς και ο χρυσός λύχνος. Ο ναός, εξαίρετο δείγμα της ιωνικής αρχιτεκτονικής του τέλους του 5ου αι. π.Χ., αποτελούσε και στην αρχαιότητα αντικείμενο θαυμασμού.

[1.26.5] ἔστι δὲ καὶ οἴκημα Ἐρέχθειον καλούμενον· πρὸ δὲ τῆς ἐσόδου Διός ἐστι βωμὸς Ὑπάτου, ἔνθα ἔμψυχον θύουσιν οὐδέν, πέμματα δὲ θέντες οὐδὲν ἔτι οἴνῳ χρήσασθαι νομίζουσιν. ἐσελθοῦσι δέ εἰσι βωμοί, Ποσειδῶνος, ἐφ᾽ οὗ καὶ Ἐρεχθεῖ θύουσιν ἔκ του μαντεύματος, καὶ ἥρωος Βούτου, τρίτος δὲ Ἡφαίστου· γραφαὶ δὲ ἐπὶ τῶν τοίχων τοῦ γένους εἰσὶ τοῦ Βουταδῶν. καὶ —διπλοῦν γάρ ἐστι τὸ οἴκημα— ὕδωρ ἐστὶν ἔνδον θαλάσσιον ἐν φρέατι. τοῦτο μὲν θαῦμα οὐ μέγα· καὶ γὰρ ὅσοι μεσόγαιαν οἰκοῦσιν, ἄλλοις τε ἔστι καὶ Καρσὶν Ἀφροδισιεῦσιν· ἀλλὰ τόδε τὸ φρέαρ ἐς συγγραφὴν παρέχεται κυμάτων ἦχον ἐπὶ νότῳ πνεύσαντι. καὶ τριαίνης ἐστὶν ἐν τῇ πέτρᾳ σχῆμα· ταῦτα δὲ λέγεται Ποσειδῶνι μαρτύρια ἐς τὴν ἀμφισβήτησιν τῆς χώρας φανῆναι.

[1.26.6] ἱερὰ μὲν τῆς Ἀθηνᾶς ἐστιν ἥ τε ἄλλη πόλις καὶ ἡ πᾶσα ὁμοίως γῆ —καὶ γὰρ ὅσοις θεοὺς καθέστηκεν ἄλλους ἐν τοῖς δήμοις σέβειν, οὐδέν τι ἧσσον τὴν Ἀθηνᾶν ἄγουσιν ἐν τιμῇ—, τὸ δὲ ἁγιώτατον ἐν κοινῷ πολλοῖς πρότερον νομισθὲν ἔτεσιν ἢ συνῆλθον ἀπὸ τῶν δήμων ἐστὶν Ἀθηνᾶς ἄγαλμα ἐν τῇ νῦν ἀκροπόλει, τότε δὲ ὀνομαζομένῃ πόλει· φήμη δὲ ἐς αὐτὸ ἔχει πεσεῖν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ. καὶ τοῦτο μὲν οὐκ ἐπέξειμι εἴτε οὕτως εἴτε ἄλλως ἔχει, λύχνον δὲ τῇ θεῷ χρυσοῦν Καλλίμαχος ἐποίησεν· [1.26.7] ἐμπλήσαντες δὲ ἐλαίου τὸν λύχνον τὴν αὐτὴν τοῦ μέλλοντος ἔτους ἀναμένουσιν ἡμέραν, ἔλαιον δὲ ἐκεῖνο τὸν μεταξὺ ἐπαρκεῖ χρόνον τῷ λύχνῳ κατὰ τὰ αὐτὰ ἐν ἡμέρᾳ καὶ νυκτὶ φαίνοντι. καί οἱ λίνου Καρπασίου θρυαλλὶς ἔνεστιν, ὃ δὴ πυρὶ λίνων μόνον οὐκ ἔστιν ἁλώσιμον· φοῖνιξ δὲ ὑπὲρ τοῦ λύχνου χαλκοῦς ἀνήκων ἐς τὸν ὄροφον ἀνασπᾷ τὴν ἀτμίδα. ὁ δὲ Καλλίμαχος ὁ τὸν λύχνον ποιήσας, ἀποδέων τῶν πρώτων ἐς αὐτὴν τὴν τέχνην, οὕτω σοφίᾳ πάντων ἐστὶν ἄριστος ὥστε καὶ λίθους πρῶτος ἐτρύπησε καὶ ὄνομα ἔθετο κατατηξίτεχνον, ἢ θεμένων ἄλλων κατέστησεν ἐφ᾽ αὑτῷ.

[1,26,5] Υπάρχει και ένα οικοδόμημα1 που ονομάζεται Ερέχθειο. Προ της εισόδου του υπάρχει βωμός για τον Ύπατο Δία, όπου δεν γίνονται θυσίες εμψύχων προσφέρουν μόνο πέμματα (γλυκά ψωμάκια) και δεν συνηθίζουν να χρησιμοποιούν κρασί. Μέσα σ᾽ αυτό υπάρχουν βωμοί, ένας για τον Ποσειδώνα, όπου οι Αθηναίοι, συμμορφωνόμενοι με ένα χρησμό, θυσιάζουν και για τον Ερεχθέα, άλλος για τον ήρωα Βούτη2 και τρίτος για τον Ήφαιστο. Στους τοίχους υπάρχουν ζωγραφιές του (ιερατικού) γένους των Βουταδών. Καθώς το οικοδόμημα είναι διπλό, υπάρχει μέσα και φρέαρ με νερό θαλασσινό. Αυτό δεν είναι πολύ παράξενο, γιατί τέτοια φρέατα έχουν και άλλοι που κατοικούν στα ενδότερα, και μεταξύ αυτών οι Κάρες της Αφροδισιάδας.3 Σε τούτο όμως το φρέαρ αξιοσημείωτος είναι ένας ήχος κυμάτων που ακούεται άμα φυσήξει νότιος άνεμος. Υπάρχει και σημάδι της τρίαινας στο βράχο. Αυτά λένε πως τα παρουσίασε ο Ποσειδών υποστηρίζοντας την αξίωσή του για την κατοχή της χώρας.

[6] Και η υπόλοιπη Αθήνα, καθώς και ολόκληρη η Αττική, είναι εξίσου καθιερωμένη στην Αθηνά, γιατί και όσοι δήμοι λατρεύουν άλλους θεούς δεν τιμούν λιγότερο την Αθηνά. Το αντικείμενο που από όλους γενικά θεωρήθηκε ως το αγιότατο, πολλά χρόνια προτού από τους δήμους γίνει ο συνοικισμός των Αθηνών, είναι το άγαλμα της Αθηνάς που βρίσκεται στην τώρα ονομαζόμενη Ακρόπολη, τότε όμως πόλη. Για το άγαλμα αυτό υπάρχει η φήμη πως έπεσε από τον ουρανό· δεν θα εξετάσω όμως, αν έτσι έχει το πράγμα ή αλλιώς. [7] Ο Καλλίμαχος4 έκαμε ένα χρυσό λύχνο για τη θεά· τον λύχνον αυτόν τον γεμίζουν με λάδι για το χρονικό διάστημα ώς την ίδια μέρα του επόμενου έτους και το λάδι είναι επαρκές για να μένει αναμμένος κατά τον ίδιο τρόπο ο λύχνος μέρα και νύχτα στο χρονικό αυτό διάστημα. Η θρυαλλίδα του είναι από Καρπάσιο5 λινάρι που είναι το μόνο από τα λινάρια που αντέχει στη φωτιά. Ένας χάλκινος φοίνικας πάνω από το λύχνο, που φτάνει ώς την οροφή, βγάζει πάνω τον καπνό. Ο Καλλίμαχος που έκαμε το λύχνο δεν ήταν μεταξύ των πρώτων στην πλαστική τέχνη, ήταν όμως ο καλύτερος απ᾽ όλους στην εφευρετικότητα: αυτός επινόησε πρώτος τρόπο να τρυπάει την πέτρα και βρήκε τον όρο «κατατηξίτεχνος» (διυλιστής της τέχνης) ή άλλοι τον βρήκαν και αυτός τον οικειοποιήθηκε.

 

(μετάφραση Ν. Παπαχατζής)

 

1 Ο Παυσανίας χαρακτηρίζει το Ερέχθειον "οικοδόμημα" (και όχι "ναό") λόγω του εξαιρετικά ιδιόρρυθμου σχεδιασμού του που δεν έμοιαζε με αυτούς των συνηθισμένων ναών.

2 Ο Βούτης ήταν ο μυθικός πρόγονος του ιερατικού γένους των Ετεοβουταδών, οι οποίοι κατείχαν το αξίωμα του ιερέα του Ποσειδώνα-Ερεχθέα στο Ερέχθειον.

3 Η Αφροδισιάς ήταν πόλη της Καρίας (ΝΔ Μ. Ασία).

4 Γλύπτης που φιλοτέχνησε τα έργα του γύρω στα 430-400 π.Χ.

5 Καρπάσιον (λίνον) = ορυκτό λινάρι, ο αμίαντος, που εξαγόταν από την Καρπασία της Κύπρου.