Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ

220. – Λυσίας 18

Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσέας υπήρξε ιστοριογράφος και ρητοροδιδάσκαλος που δίδαξε πάνω από 20 χρόνια στη Ρώμη (30-8 π.Χ.). Είναι πρωτίστως γνωστός ως κριτικός της λογοτεχνίας. Το πιο πρωτότυπο από τα κριτικά του δοκίμια θεωρείται το Περὶ σύνθεσεως ὀνομάτων, όπου συζητούνται οι αρχές βάσει των οποίων συνδυάζονται (συντάσσονται , συντίθενται) οι λέξεις στον ποιητικό και τον πεζό λόγο και η σημασία του συνδυασμού αυτού για το τελικό αποτέλεσμα. Ανάμεσα σε άλλα έργα, ο Διονύσιος έγραψε και δοκίμια για μεμονωμένους ρήτορες, από τα οποία σώζονται τα αφιερωμένα στον Λυσία, τον Ισοκράτη, τον Ισαίο και τον Δημοσθένη, που για τον αττικιστή Διονύσιο αποτελεί το αδιαφιλονίκητο πρότυπο. Στα συγκεκριμένα δοκίμια το έργο των ρητόρων εξετάζεται με τρόπο σχηματικό, όμως συχνά οι παρατηρήσεις που περιέχονται προδίδουν οξυδέρκεια και ευαισθησία και αποδεικνύουν ότι ο Διονύσιος ήταν άριστος γνώστης του ύφους.

Το παρατιθέμενο απόσπασμα προέρχεται από το δοκίμιο για τον Λυσία, και ειδικότερα από την ενότητα που αναφέρεται στην διήγηση του ρητορικού λόγου. Ο Διονύσιος, αν και ψέγει για κάποια άλλα πράγματα τον ρήτορα, τον θεωρεί ασυναγώνιστο στη διήγηση. (Λαμπρό δείγμα της τέχνης του Λυσία παρέχει το Κείμενο 115).

[18] ἐν δὲ τῷ διηγεῖσθαι τὰ πράγματα, ὅπερ οἶμαι μέρος πλείστης δεῖται φροντίδος καὶ φυλακῆς, ἀναμφιλόγως ἡγοῦμαι κράτιστον αὐτὸν εἶναι πάντων ῥητόρων, ὅρον τε καὶ κανόνα τῆς ἰδέας ταύτης αὐτὸν ἀποφαίνομαι. οἴομαι δὲ καὶ τὰς τέχνας τῶν λόγων, ἐν αἷς εἴρηταί ‹τι› περὶ διηγήσεως ἀξιόλογον, οὐκ ἐξ ἄλλων τινῶν μᾶλλον ἢ τῶν ὑπὸ Λυσίου γραφεισῶν εἰληφέναι τὰ παραγγέλματα καὶ τὰς ἀφορμάς. καὶ γὰρ τὸ σύντομον μάλιστα αὗται ἔχουσιν αἱ διηγήσεις καὶ τὸ σαφὲς ἡδεῖαί τέ εἰσιν ὡς οὐχ ἕτεραι καὶ πιθαναὶ καὶ τὴν πίστιν ἅμα λεληθότως συνεπιφέρουσιν, ὥστε μὴ ῥᾴδιον εἶναι μήθ᾽ ὅλην διήγησιν μηδεμίαν μήτε μέρος αὐτῆς ψευδὲς ἢ ἀπίθανον εὑρεθῆναι· τοσαύτην ἔχει πειθὼ καὶ ἀφροδίτην τὰ λεγόμενα καὶ οὕτως λανθάνει τοὺς ἀκούοντας εἴτ᾽ ἀληθῆ ὄντα εἴτε πεπλασμένα. ὥσθ᾽ ὅπερ Ὅμηρος ἐπαινῶν τὸν Ὀδυσσέα ὡς πιθανὸν εἰπεῖν καὶ πλάσασθαι τὰ μὴ γενόμενα εἴρηκε, τοῦτό μοι δοκεῖ κἂν ἐπὶ Λυσίου τις εἰπεῖν·
εἶσκεν ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῖα.
πᾶσί τε καὶ παντὸς μάλιστα τοῦτο παρεκελευσαίμην ‹ἂν› ἀσκεῖν τὸ μέρος ἐν τοῖς Λυσίου παραδείγμασι ποιουμένους τὰς γυμνασίας. κράτιστα γὰρ ‹ἂν› ἀποδείξαιτο ταύτην τὴν ἰδέαν ὁ μάλιστα τοῦτον τὸν ἄνδρα μιμησάμενος.

[18] Στη διήγηση των γεγονότων, το μέρος που απαιτεί, πιστεύω, στο μέγιστο βαθμό σκέψη και προσοχή, θεωρώ ότι αυτός είναι αδιαφιλονίκητα ο κράτιστος όλων των ρητόρων και τον αναγορεύω μέτρο και πρότυπο σ᾽ αυτό το είδος ρητορικής. Νομίζω μάλιστα ότι και τα εγχειρίδια ρητορικής, που έχουν να πουν κάτι αξιόλογο για την διήγηση, αντλούν τα διδάγματα και το υλικό τους από τις διηγήσεις του Λυσία κυρίως, και όχι από κάποιες άλλες. Τις διηγήσεις αυτές τις χαρακτηρίζει η συντομία και η σαφήνεια στον ύψιστο βαθμό, ενώ παράλληλα ασκούν απαράμιλλη γοητεία και είναι πειστικές· την πειθώ μάλιστα την επιτυγχάνουν εμμέσως και ανεπαισθήτως, με συνέπεια να μην είναι δυνατό ούτε διήγηση ολόκληρη ούτε ένα μέρος της να αποδειχθεί φτιαχτό ή μη πειστικό. Τέτοια δύναμη πειθούς και τόση χάρη έχουν τα εξιστορούμενα και τόσο πολύ δεν συνειδητοποιούν οι ακροατές αν είναι αληθινά η φανταστικά. Συνοψίζοντας: αυτό που είπε ο Όμηρος, εγκωμιάζοντας τον Οδυσσέα για την πειστικότητά του όταν μιλούσε και όταν, προσποιούμενος, παρουσίαζε ως γεγονότα πράγματα που δεν είχαν γίνει, αυτό, νομίζω, θα μπορούσε να το πει κάποιος και για τον Λυσία:

έλεγε πολλά ψέματα που έμοιαζαν με αλήθεια.1

Και θα συνιστούσα σε όλους πρωτίστως τούτο το μέρος του ρητορικού λόγου να επιλέγουν, όταν ασκούνται με παραδείγματα από τον Λυσία. Γιατί το άριστο στο συγκεκριμένο είδος ρητορικής θα το πετύχει εκείνος που θα μιμηθεί πιστότατα αυτόν τον άνδρα.

 

(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)

 

1 Οδύσσεια τ 203.