Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΞΕΝΟΦΩΝ

109. – Συμπόσιον 9, 2-7

Το Συμπόσιον του Ξενοφώντα ανήκει, όπως και το αντίστοιχο έργο του Πλάτωνα, στη συμποσιακή γραμματεία. Το συμπόσιο που περιγράφεται υποτίθεται ότι έλαβε χώρα στο σπίτι του πλούσιου Καλλία το 422 π.Χ.. Αφορμή στάθηκε η νίκη στο παγκράτιο του νεαρού του φίλου Αυτόλυκου. Έπειτα από συζητήσεις για ποικίλα θέματα, ακολουθεί στο τέλος ένας διάλογος για τον πνευματικό και σαρκικό έρωτα, στον οποίο ο Σωκράτης συμμετέχει με έναν ἐρωτικὸν λόγον. Το έργο τελειώνει με μια παράσταση μίμου: ένα νεαρό αγόρι και ένα κορίτσι, επαγγελματίες του είδους, που έχουν μαθητεύσει κοντά σ᾽ έναν Συρακούσιο δάσκαλο, αναπαριστούν με μιμικές κινήσεις, χορό και διάλογο, που συνοδεύονται από μουσική, τον έρωτα του Διονύσου και της Αριάδνης, που αποτελεί συμβολική εικόνα της συζυγικής ευτυχίας.

[9.2] ἐκ δὲ τούτου πρῶτον μὲν θρόνος τις ἔνδον κατετέθη, ἔπειτα δὲ ὁ Συρακόσιος εἰσελθὼν εἶπεν· Ὦ ἄνδρες, Ἀριάδνη εἴσεισιν εἰς τὸν ἑαυτῆς τε καὶ Διονύσου θάλαμον· μετὰ δὲ τοῦθ᾽ ἥξει Διόνυσος ὑποπεπωκὼς παρὰ θεοῖς καὶ εἴσεισι πρὸς αὐτήν, ἔπειτα παιξοῦνται πρὸς ἀλλήλους. [9.3] ἐκ τούτου πρῶτον μὲν ἡ Ἀριάδνη ὡς νύμφη κεκοσμημένη παρῆλθε καὶ ἐκαθέζετο ἐπὶ τοῦ θρόνου. οὔπω δὲ φαινομένου τοῦ Διονύσου ηὐλεῖτο ὁ βακχεῖος ῥυθμός. ἔνθα δὴ ἠγάσθησαν τὸν ὀρχηστοδιδάσκαλον. εὐθὺς μὲν γὰρ ἡ Ἀριάδνη ἀκούσασα τοιοῦτόν τι ἐποίησεν ὡς πᾶς ἂν ἔγνω ὅτι ἀσμένη ἤκουσε· καὶ ὑπήντησε μὲν οὒ οὐδὲ ἀνέστη, δήλη δ᾽ ἦν μόλις ἠρεμοῦσα. [9.4] ἐπεί γε μὴν κατεῖδεν αὐτὴν ὁ Διόνυσος, ἐπιχορεύσας ὥσπερ ἂν εἴ τις φιλικώτατα ἐκαθέζετο ἐπὶ τῶν γονάτων, καὶ περιλαβὼν ἐφίλησεν αὐτήν. ἡ δ᾽ αἰδουμένῃ μὲν ἐῴκει, ὅμως δὲ φιλικῶς ἀντιπεριελάμβανεν. οἱ δὲ συμπόται ὁρῶντες ἅμα μὲν ἐκρότουν, ἅμα δὲ ἐβόων αὖθις. [9.5] ὡς δὲ ὁ Διόνυσος ἀνιστάμενος συνανέστησε μεθ᾽ ἑαυτοῦ τὴν Ἀριάδνην, ἐκ τούτου δὴ φιλούντων τε καὶ ἀσπαζομένων ἀλλήλους σχήματα παρῆν θεάσασθαι. οἱ δ᾽ ὁρῶντες ὄντως καλὸν μὲν τὸν Διόνυσον, ὡραίαν δὲ τὴν Ἀριάδνην, οὐ σκώπτοντας δὲ ἀλλ᾽ ἀληθινῶς τοῖς στόμασι φιλοῦντας, πάντες ἀνεπτερωμένοι ἐθεῶντο. [9.6] καὶ γὰρ ἤκουον τοῦ Διονύσου μὲν ἐπερωτῶντος αὐτὴν εἰ φιλεῖ αὐτόν, τῆς δὲ οὕτως ἐπομνυούσης ‹ὥστε› μὴ μόνον τὸν Διόνυσον ἀλλὰ καὶ τοὺς παρόντας ἅπαντας συνομόσαι ἂν μὴν τὸν παῖδα καὶ τὴν παῖδα ὑπ᾽ ἀλλήλων φιλεῖσθαι. ἐῴκεσαν γὰρ οὐ δεδιδαγμένοις τὰ σχήματα ἀλλ᾽ ἐφειμένοις πράττειν ἃ πάλαι ἐπεθύμουν. [9.7] τέλος δὲ οἱ συμπόται ἰδόντες περιβεβληκότας τε ἀλλήλους καὶ ὡς εἰς εὐνὴν ἀπιόντας, οἱ μὲν ἄγαμοι γαμεῖν ἐπώμνυσαν, οἱ δὲ γεγαμηκότες ἀναβάντες ἐπὶ τοὺς ἵππους ἀπήλαυνον πρὸς τὰς ἑαυτῶν γυναῖκας, ὅπως τούτων τύχοιεν. Σωκράτης δὲ καὶ τῶν ἄλλων οἱ ὑπομείναντες πρὸς Λύκωνα καὶ τὸν υἱὸν σὺν Καλλίᾳ περιπατήσοντες ἀπῆλθον. αὕτη τοῦ τότε συμποσίου κατάλυσις ἐγένετο.

[9,2] Ακολούθως πρώτα τοποθετήθηκε μέσα στην αίθουσα ένας θρόνος· έπειτα εισήλθε ο Συρακόσιος και είπε: «Άνδρες, η Αριάδνη θα εισέλθει στην κρεβατοκάμαρα τη δική της και του Διονύσου και εν συνεχεία θα εισέλθει ο Διόνυσος, κάπως μεθυσμένος από τους θεούς, και θα την πλησιάσει και κατόπιν θα παιγνιδίσουν μαζί.»

[3] Ακολούθως πρώτα εμφανίσθηκε και προχώρησε η Αριάδνη, στολισμένη ως νύμφη, και εκάθισε επάνω στο θρόνο. Ενώ δε ακόμη δεν φαινόταν ο Διόνυσος, ο αυλητής άρχισε να παίζει τον βακχικό ρυθμό. Τότε πράγματι εθαύμασαν την τέχνη του χοροδιδασκάλου. Διότι αμέσως η Αριάδνη, μόλις άκουσε τη μουσική και το τραγούδι, έδειξε με τη στάση της, ώστε όλοι να καταλάβουν ότι με ευχαρίστηση το άκουε και δεν έσπευσε βέβαια να προϋπαντήσει τον Διόνυσο ούτε σηκώθηκε από το θρόνο της, ήταν όμως φανερό πως μόλις συγκρατούσε τον εαυτό της. [4] Ο δε Διόνυσος μόλις την είδε, αφού εχόρευσε, όπως οιοσδήποτε άνθρωπος, φιλικότατα εκάθισε επάνω στα γόνατά της, την αγκάλιασε και τη φίλησε. Εκείνη έδειχνε ντροπαλή, εν τούτοις με αγάπη ανταπέδιδε τις περιπτύξεις. Και όσοι μετείχαν του συμποσίου, βλέποντας αυτά, χειροκροτούσαν και συγχρόνως φώναζαν «πάλι!» [5] Και όταν ο Διόνυσος σηκώθηκε και σήκωσε μαζί του την Αριάδνη, τότε πλέον μπορούσε κανείς να ιδεί το θέαμα να φιλεί και να αγκαλιάζει ο ένας τον άλλον. Εκείνοι δε που έβλεπαν τον Διόνυσο, που ήταν πράγματι ωραίος, και την Αριάδνη στο άνθος της νεότητάς της, όχι να αστειεύονται αλλ᾽ αληθινά να φιλιούνται με τα στόματά τους, όλοι εφαίνονταν να διατελούν σε διέγερση. [6] Διότι άκουαν τον Διόνυσο να την ερωτά, αν τον αγαπά, κι εκείνη να ορκίζεται με τέτοιον τρόπο, ώστε όχι μόνον ο Διόνυσος, αλλά και όλοι οι παρόντες θα ορκίζονταν μαζί του ότι πράγματι τον νέον και τη νέα, που παρίσταναν την Αριάδνη και το Διόνυσο, τους ένωνε αμοιβαία αγάπη. Διότι δεν έμοιαζαν με ανθρώπους που είχαν διδαχθεί τις μιμικές κινήσεις, αλλά με ανθρώπους που ποθούσαν να κάνουν ό,τι προ πολλού επιθυμούσαν. [7] Τέλος οι συμπότες, όταν τους είδαν να είναι αγκαλιασμένοι και να μοιάζουν σαν να πηγαίνουν να κοιμηθούν, οι μεν άγαμοι ορκίσθηκαν ότι θα νυμφευθούν, οι δε έγγαμοι ανέβηκαν στ᾽ άλογά τους και έτρεχαν προς τις γυναίκες τους, για να τις απολαύσουν.

Ο Σωκράτης μόνο και όσοι παρέμειναν ήρεμοι έφυγαν με τον Καλλία, για να συναντήσουν τον Λύκωνα1 και τον γιο του και να περιπατήσουν.

Έτσι ετελείωσε τότε το συμπόσιο εκείνο.

 

(μετάφραση Χρίστος Θεοδωράτος)

 

1 Ο Λύκων είναι ο πατέρας του Αυτόλυκου, γνωστός κυρίως ως κατήγορος του Σωκράτη.