Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

94. – Ἱστορίαι 3, 80-82

Ύστερα από τον πόλεμο Σπάρτης και Σάμου, ο Ηρόδοτος εξιστορεί στο τρίτο βιβλίο των Ἱστοριών του τον τρόπο με τον οποίο ο Δαρείος ανήλθε μετά τον Καμβύση, στον θρόνο της Περσίας (521 π.Χ.). Σύμφωνα με την ιστορία που αφηγείται ο Ηρόδοτος, κάποιος Μάγος (εδώ θα πει: μέλος τη μηδικής φυλής των Μάγων, οι οποίοι ειδικεύονταν στη μαντεία και τη μαγεία) με το όνομα Σμέρδις εμφανίστηκε ως ο ομώνυμος αδελφός του Καμβύση που είχε δολοφονηθεί κρυφά, ενόσω ο ίδιος ο Καμβύσης βρισκόταν στην Αίγυπτο. Με τον αιφνίδιο θάνατο του Καμβύση, ο Μάγος αυτός ανέλαβε την εξουσία, αλλά σύντομα η απάτη του ήλθε στο φως. Επτά ευγενείς Πέρσες οργάνωσαν συνωμοσία εναντίον του και τον σκότωσαν. Στο παρατιθέμενο απόσπασμα ο Ηρόδοτος περιγράφει τη συζήτηση που έλαβε χώρα, μετά την ανατροπή του ψευδο-Σμέρδη, μεταξύ των συνωμοτών για τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να κυβερνηθεί στo εξής η Περσία. Τρεις από τους Πέρσες ευγενείς συνηγορούν αντίστοιχα για τρεις διαφορετικές μορφές πολιτεύματος: ο Οτάνης υπέρ της δημοκρατίας, ο Μεγάβυξος υπέρ της ολιγαρχίας και ο Δαρείος υπέρ της μοναρχίας. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας φέρει νικήτρια τη μοναρχία. Η πρώιμη αυτή συζήτηση για τη διάκριση των πολιτευμάτων αποτελεί την απαρχή της ελληνικής πολιτικής φιλοσοφίας. Ο Ηρόδοτος μεταφέρει εδώ σε μιαν άλλη χώρα συζητήσεις και ιδέες καθαρά ελληνικές. Η επίδραση των σοφιστών είναι εμφανής όχι μόνο στο περιεχόμενο των τριών λόγων αλλά και στη σύνθεσή τους σε έναν "αγώνα λόγων" καθώς και στο ρητορικό τους ύφος.

[3.80.1] ἐπείτε δὲ κατέστη ὁ θόρυβος καὶ ἐκτὸς πέντε ἡμερέων ἐγένετο, ἐβουλεύοντο οἱ ἐπαναστάντες τοῖσι μάγοισι περὶ τῶν πάντων πρηγμάτων, καὶ ἐλέχθησαν λόγοι ἄπιστοι μὲν ἐνίοισι Ἑλλήνων, ἐλέχθησαν δ᾽ ὦν. [3.80.2] Ὀτάνης μὲν ἐκέλευε ἐς μέσον Πέρσῃσι καταθεῖναι τὰ πρήγματα, λέγων τάδε· Ἐμοὶ δοκέει ἕνα μὲν ἡμέων μούναρχον μηκέτι γενέσθαι· οὔτε γὰρ ἡδὺ οὔτε ἀγαθόν. εἴδετε μὲν γὰρ τὴν Καμβύσεω ὕβριν ἐπ᾽ ὅσον ἐπεξῆλθε, μετεσχήκατε δὲ καὶ τῆς τοῦ μάγου ὕβριος. [3.80.3] κῶς δ᾽ ἂν εἴη χρῆμα κατηρτημένον μουναρχίη, τῇ ἔξεστι ἀνευθύνῳ ποιέειν τὰ βούλεται; καὶ γὰρ ἂν τὸν ἄριστον ἀνδρῶν πάντων στάντα ἐς ταύτην τὴν ἀρχὴν ἐκτὸς τῶν ἐωθότων νοημάτων στήσειε. ἐγγίνεται μὲν γάρ οἱ ὕβρις ὑπὸ τῶν παρεόντων ἀγαθῶν, φθόνος δὲ ἀρχῆθεν ἐμφύεται ἀνθρώπῳ. [3.80.4] δύο δ᾽ ἔχων ταῦτα ἔχει πᾶσαν κακότητα· τὰ μὲν γὰρ ὕβρι κεκορημένος ἔρδει πολλὰ καὶ ἀτάσθαλα, τὰ δὲ φθόνῳ. καίτοι ἄνδρα γε τύραννον ἄφθονον ἔδει εἶναι, ἔχοντά γε πάντα τὰ ἀγαθά· τὸ δὲ ὑπεναντίον τούτου ἐς τοὺς πολιήτας πέφυκε· φθονέει γὰρ τοῖσι ἀρίστοισι περιεοῦσί τε καὶ ζώουσι, χαίρει δὲ τοῖσι κακίστοισι τῶν ἀστῶν, διαβολὰς δὲ ἄριστος ἐνδέκεσθαι. [3.80.5] ἀναρμοστότατον δὲ πάντων· ἤν τε γὰρ αὐτὸν μετρίως θωμάζῃς, ἄχθεται ὅτι οὐ κάρτα θεραπεύεται, ἤν τε θεραπεύῃ τις κάρτα, ἄχθεται ἅτε θωπί. τὰ δὲ δὴ μέγιστα ἔρχομαι ἐρέων· νόμαιά τε κινέει πάτρια καὶ βιᾶται γυναῖκας κτείνει τε ἀκρίτους. [3.80.6] πλῆθος δὲ ἄρχον πρῶτα μὲν οὔνομα πάντων κάλλιστον ἔχει, ἰσονομίην, δεύτερα δὲ τούτων τῶν ὁ μούναρχος ποιέει οὐδέν· πάλῳ μὲν ἀρχὰς ἄρχει, ὑπεύθυνον δὲ ἀρχὴν ἔχει, βουλεύματα δὲ πάντα ἐς τὸ κοινὸν ἀναφέρει. τίθεμαι ὦν γνώμην μετέντας ἡμέας μουναρχίην τὸ πλῆθος ἀέξειν· ἐν γὰρ τῷ πολλῷ ἔνι τὰ πάντα. Ὀτάνης μὲν δὴ ταύτην [τὴν] γνώμην ἐσέφερε. [3.81.1] Μεγάβυξος δὲ ὀλιγαρχίῃ ἐκέλευε ἐπιτράπειν, λέγων τάδε· Τὰ μὲν Ὀτάνης εἶπε τυραννίδα παύων, λελέχθω κἀμοὶ ταῦτα· τὰ δ᾽ ἐς τὸ πλῆθος ἄνωγε φέρειν τὸ κράτος, γνώμης τῆς ἀρίστης ἡμάρτηκε. ὁμίλου γὰρ ἀχρηίου οὐδέν ἐστι ἀξυνετώτερον οὐδὲ ὑβριστότερον. [3.81.2] καίτοι τυράννου ὕβριν φεύγοντας ἄνδρας ἐς δήμου ἀκολάστου ὕβριν πεσεῖν ἐστὶ οὐδαμῶς ἀνασχετόν. ὁ μὲν γὰρ εἴ τι ποιέει, γινώσκων ποιέει, τῷ δὲ οὐδὲ γινώσκειν ἔνι· κῶς γὰρ ἂν γινώσκοι ὃς οὔτ᾽ ἐδιδάχθη οὔτε εἶδε καλὸν οὐδὲν {οὐδ᾽} οἰκήιον, ὠθέει τε ἐμπεσὼν τὰ πρήγματα ἄνευ νόου, χειμάρρῳ ποταμῷ ἴκελος; [3.81.3] δήμῳ μέν νυν, οἳ Πέρσῃσι κακὸν νοέουσι, οὗτοι χράσθων, ἡμεῖς δὲ ἀνδρῶν τῶν ἀρίστων ἐπιλέξαντες ὁμιλίην τούτοισι περιθέωμεν τὸ κράτος· ἐν γὰρ δὴ τούτοισι καὶ αὐτοὶ ἐνεσόμεθα, ἀρίστων δὲ ἀνδρῶν οἰκὸς ἄριστα βουλεύματα γίνεσθαι. Μεγάβυξος μὲν δὴ ταύτην γνώμην ἐσέφερε, τρίτος δὲ Δαρεῖος ἀπεδείκνυτο γνώμην, λέγων· [3.82.1] Ἐμοὶ δὲ τὰ μὲν εἶπε Μεγάβυξος ἐς τὸ πλῆθος ἔχοντα δοκέει ὀρθῶς λέξαι, τὰ δὲ ἐς ὀλιγαρχίην οὐκ ὀρθῶς. τριῶν γὰρ προκειμένων καὶ πάντων τῷ λόγῳ ἀρίστων ἐόντων, δήμου τε ἀρίστου καὶ ὀλιγαρχίης καὶ μουνάρχου, πολλῷ τοῦτο προέχειν λέγω. [3.82.2] ἀνδρὸς γὰρ ἑνὸς τοῦ ἀρίστου οὐδὲν ἄμεινον ἂν φανείη· γνώμῃ γὰρ τοιαύτῃ χρεώμενος ἐπιτροπεύοι ἂν ἀμωμήτως τοῦ πλήθεος, σιγῷτό τε ἂν βουλεύματα ἐπὶ δυσμενέας ἄνδρας οὕτω μάλιστα. [3.82.3] ἐν δὲ ὀλιγαρχίῃ πολλοῖσι ἀρετὴν ἐπασκέουσι ἐς τὸ κοινὸν ἔχθεα ἴδια ἰσχυρὰ φιλέει ἐγγίνεσθαι· αὐτὸς γὰρ ἕκαστος βουλόμενος κορυφαῖος εἶναι γνώμῃσί τε νικᾶν ἐς ἔχθεα μεγάλα ἀλλήλοισι ἀπικνέονται, ἐξ ὧν στάσιες ἐγγίνονται, ἐκ δὲ τῶν στασίων φόνος, ἐκ δὲ τοῦ φόνου ἀπέβη ἐς μουναρχίην, καὶ ἐν τούτῳ διέδεξε ὅσῳ ἐστὶ τοῦτο ἄριστον. [3.82.4] δήμου τε αὖ ἄρχοντος ἀδύνατα μὴ οὐ κακότητα ἐγγίνεσθαι· κακότητος τοίνυν ἐγγινομένης ἐς τὰ κοινὰ ἔχθεα μὲν οὐκ ἐγγίνεται τοῖσι κακοῖσι, φιλίαι δὲ ἰσχυραί· οἱ γὰρ κακοῦντες τὰ κοινὰ συγκύψαντες ποιεῦσι. τοῦτο δὲ τοιοῦτο γίνεται ἐς ὃ ἂν προστάς τις τοῦ δήμου τοὺς τοιούτους παύσῃ· ἐκ δὲ αὐτῶν θωμάζεται οὗτος δὴ ὑπὸ τοῦ δήμου, θωμαζόμενος δὲ ἀν᾽ ὦν ἐφάνη μούναρχος ἐών· καὶ ἐν τούτῳ δηλοῖ καὶ οὗτος ὡς ἡ μουναρχίη κράτιστον. [3.82.5] ἑνὶ δὲ ἔπεϊ πάντα συλλαβόντα εἰπεῖν, κόθεν ἡμῖν ἡ ἐλευθερίη ἐγένετο καὶ τεῦ δόντος; κότερα παρὰ {τοῦ} δήμου ἢ ὀλιγαρχίης ἢ μουνάρχου; ἔχω τοίνυν γνώμην ἡμέας ἐλευθερωθέντας διὰ ἕνα ἄνδρα τὸ τοιοῦτο περιστέλλειν, χωρίς τε τούτου πατρίους νόμους μὴ λύειν ἔχοντας εὖ· οὐ γὰρ ἄμεινον.

[80] Όταν ωστόσο καταλάγιασε η φασαρία και πέρασαν πέντε ημέρες, αυτοί που είχαν επαναστατήσει κατά των Μάγων, έκαναν συμβούλιο για την κατάσταση γενικά, και ειπώθηκαν τότε λόγια που μερικοί Έλληνες τα βρίσκουν απίστευτα, αλλά που είναι γεγονός ότι ειπώθηκαν. [2] Ο Οτάνης1 πρότεινε να ανατεθούν οι δημόσιες υποθέσεις σε όλους τους Πέρσες μαζί, λέγοντας τα εξής: «Εγώ πιστεύω ότι δεν πρέπει πια να γίνει μονάρχης ένας από εμάς: αυτό δεν είναι ούτε ευχάριστο ούτε καλό. Γιατί είδατε πού έφθασε η αλαζονεία του Καμβύση, δοκιμάσατε και την αλαζονεία του Μάγου. [3] Πώς λοιπόν μπορεί να είναι κάτι πρόσφορο η μοναρχία, όπου επιτρέπεται στον ανεύθυνο να κάνει αυτά που θέλει; Σίγουρα, ακόμη και ο καλύτερος απ᾽ όλους τους ανθρώπους, αν αποκτήσει τέτοια εξουσία, θα πάψει πια να σκέπτεται με τον ίδιο τρόπο. Από τα αγαθά που έχει στα χέρια του, γεννιέται μέσα του η αλαζονεία, και όσο για τον φθόνο, είναι έμφυτος στον άνθρωπο από την αρχή. [4] Και όποιος έχει αυτά τα δύο, έχει ό,τι κακό υπάρχει· μπουχτισμένος όπως είναι, κάνει ένα σωρό ατασθαλίες, άλλες από αλαζονεία, άλλες από φθόνο. Και μολονότι ο τύραννος δεν θα έπρεπε βέβαια να νιώθει φθόνο αφού έχει όλα τα αγαθά, φέρνεται μολοντούτο στους πολίτες αντίθετα: ζηλεύει δηλαδή τους καλύτερους που ζουν και υπάρχουν, και χαίρεται με τους χειρότερους πολίτες, και είναι μοναδικός να παραδέχεται τις συκοφαντίες. [5] Αλλά το πιο άβολο απ᾽ όλα είναι τούτο: όταν του δείχνει κανείς τον θαυμασμό του συγκρατημένα, ο τύραννος δυσανασχετεί επειδή δεν τον αγαπούν πολύ· και όταν του δείχνουν πολλή αγάπη, δυσανασχετεί ότι τον κολακεύουν. Ας πω όμως τα σπουδαιότερα: ο τύραννος ανατρέπει τους πατροπαράδοτους νόμους, βιάζει τις γυναίκες, σκοτώνει ανθρώπους χωρίς δίκη. [6] Αλλά η λαϊκή εξουσία πρώτα πρώτα έχει το καλύτερο όνομα: ισονομία, κι έπειτα δεν κάνει τίποτε απ᾽ όσα κάνει ο μονάρχης· τα αξιώματά της απονέμονται με κλήρο, έχει υπεύθυνη κυβέρνηση, και τις αποφάσεις όλες τις παρουσιάζει μπροστά στο λαό. Κάνω λοιπόν την πρόταση ν᾽ αφήσουμε κατά μέρος τη μοναρχία και ν᾽ αναθέσουμε την εξουσία στον λαό -γιατί στον λαό βρίσκεται το παν». Αυτήν λοιπόν την πρόταση έκανε ο Οτάνης.

[81] Ο Μεγάβυξος ωστόσο συμβούλευσε να αναθέσουν την εξουσία σε ολιγαρχία και είπε τα εξής: «Όσα είπε ο Οτάνης για την κατάργηση της τυραννίδας, είναι σαν να τα είπα και του λόγου μου, αλλά αυτό που πρότεινε, να αναθέσουμε τη διακυβέρνηση στον λαό, δεν είναι η καλύτερη γνώμη· γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο αστόχαστο και πιο αλαζονικό από το αχρείο πλήθος. [2] Είναι πράγματι πέρα για πέρα απαράδεκτο, άνθρωποι που ζητούν να γλυτώσουν από την αλαζονεία του τυράννου, να πέσουν στην αλαζονεία του ασυγκράτητου όχλου. Γιατί ο τύραννος ό,τι κάνει, το κάνει εν γνώσει του, ενώ στον όχλο δεν υπάρχει ούτε γνώση. Άλλωστε, πώς να έχει γνώση ο όχλος που ούτε διδάχτηκε ποτέ κανένα καλό ούτε το είδε από μόνος του, και ρίχνεται με τα μούτρα στα δημόσια πράγματα, χωρίς μυαλό, όμοιος με ποτάμι που ξεχειλίζει; [3] Τη δημοκρατία λοιπόν ας την εφαρμόσουν όσοι μελετούν κακό για τους Πέρσες· εμείς όμως ας διαλέξουμε μια ομάδα από τους καλύτερους και ας τους αναθέσουμε την κυβέρνηση· ανάμεσά τους άλλωστε θα είμαστε κι εμείς, και είναι φυσικό οι καλύτεροι άνθρωποι να παίρνουν τις καλύτερες αποφάσεις». Αυτήν λοιπόν την πρόταση έκανε ο Μεγάβυξος, και τρίτος διατύπωσε τη γνώμη του ο Δαρείος λέγοντας τα εξής:

[82] «Τα όσα είπε ο Μεγάβυξος σχετικά με τον όχλο, εμένα μου φαίνεται ότι σωστά τα είπε· αλλά τα σχετικά με την ολιγαρχία δεν τα είπε σωστά. Γιατί αν έχουμε μπροστά μας αυτά τα τρία πράγματα και αν υποθέσουμε ότι και τα τρία είναι τα καλύτερα στο είδος τους, η καλύτερη δημοκρατία και ολιγαρχία και ο καλύτερος μονάρχης, εγώ υποστηρίζω ότι ο μονάρχης υπερτερεί κατά πολύ. [2] Γιατί τίποτε καλύτερο δεν μπορεί να υπάρξει από τον ένα και μοναδικό άντρα που είναι ο καλύτερος: ακολουθώντας παρόμοια γνώμη, δηλαδή την καλύτερη, θα κυβερνά τον λαό χωρίς ψεγάδι, ενώ με αυτόν τον τρόπο θα κρύβονται όσο γίνεται καλύτερα τα σχέδια τα σχετικά με τους εχθρούς. [3] Στην ολιγαρχία όμως, ανάμεσα στους πολλούς που φροντίζουν για το καλό του λαού, συχνά γεννιούνται έχθρες δυνατές· γιατί ο καθένας θέλει να είναι ο πρώτος και να νικούν οι γνώμες του, και έτσι φτάνουν σε μεγάλες έχθρες αναμεταξύ τους, και από τις έχθρες προκαλούνται κινήματα και από τα κινήματα σκοτωμοί και από τους σκοτωμούς φτάνουμε στη μοναρχία, πράγμα που δείχνει πόσο ανώτερη είναι η μοναρχία. [4] Όταν πάλι κυβερνάει ο λαός, είναι αδύνατο να μη δημιουργηθεί φαυλότητα· και όταν δημιουργηθεί φαυλότητα στα δημόσια πράγματα, δεν δημιουργούνται έχθρες ανάμεσα στους φαύλους αλλά ισχυρές φιλίες· γιατί οι φαύλοι των δημοσίων πραγμάτων τα κάνουν πλακάκια στις λοβιτούρες τους. Και η κατάσταση αυτή συνεχίζεται ώσπου κάποιος υπερασπιστής του λαού να εμφανιστεί και να τους καταργήσει· και για τον λόγο αυτό ο λαός τον περιβάλλει με θαυμασμό, και μέσα στον θαυμασμό, αυτός αναδεικνύεται μονάρχης· έτσι, με την περίπτωσή του, το αποδείχνει και αυτός ότι η μοναρχία είναι η καλύτερη. [5] Και για να μη λέμε πολλά, εμάς πούθε μας ήρθε η ελευθερία και ποιος μας την έδωσε; Η δημοκρατία άραγε, η ολιγαρχία ή η μοναρχία; Έχω λοιπόν τη γνώμη, αφού ένας και μόνο άνθρωπος μας απελευθέρωσε, να μείνουμε στα ίδια, και χώρια απ᾽ αυτό, να μην καταργήσουμε νόμους πατροπαράδοτους που είναι πρώτης τάξεως· γιατί αυτό δεν θα ήταν καλό».

 

(μετάφραση Ηλίας Σπυρόπουλος)

 

1 Ο Οτάνης ήταν γυναικάδελφος του Κύρου του Μεγάλου, του ιδρυτή της Περσικής αυτοκρατορίας, και πεθερός του γιου του Κύρου Καμβύση (529-522 π.Χ.) και αργότερα του Δαρείου.