Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

69. – Ἀντιγόνη 332-375

Η πλοκή της Αντιγόνης καλύπτει γεγονότα από τον θάνατο του Ετεοκλή και του Πολυνείκη έως τον θάνατο της Αντιγόνης και τη συντριβή του Κρέοντα με την αυτοκτονία του γιου του Αίμονα και της γυναίκας του Ευρυδίκης: την απαγόρευση της ταφής του Πολυνείκη από τον Κρέοντα, την ταφή του νεκρού από την Αντιγόνη, τη σύλληψή της και τον "ενταφιασμό" της στην υπόγεια φυλακή, την επιμονή του Κρέοντα, παρά τις προειδοποιήσεις από τον Αίμονα και, κυρίως, από τον Τειρεσία, και την τελική καταστροφή.

Το επόμενο απόσπασμα, το πρώτο στάσιμο της τραγωδίας, που είναι, χωρίς αμφιβολία το περιφημότερο σωζόμενο χορικό τραγωδίας, ακολουθεί αμέσως μετά τη σκηνή με τον φύλακα, όπου περιγράφεται η μυστηριώδης ταφή του νεκρού Πολυνείκη. Με αφορμή το συγκεκριμένο γεγονός, ο χορός, γενικεύοντας, μιλάει για το δέος (τρόμο και θαυμασμό) που προκαλεί με τα επιτεύγματά του ο άνθρωπος, το δεινόν κατ᾽ εξοχήν, και αναφέρεται στα υλικά, κοινωνικά και πνευματικά επιτεύγματα, τα οποία μνημονεύονται λίγο-πολύ σταθερά σε ανάλογα κείμενα για την ανάπτυξη του πολιτισμού από μια αρχική κατάσταση αγριότητας. Συγκεκριμένα αναφέρονται η ναυσιπλοΐα και η γεωργία, το κυνήγι, το ψάρεμα και η εξημέρωση του αλόγου και του ταύρου, η ανάπτυξη της γλώσσας και της λογικής, η δημιουργία κοινωνιών, η οικοδομία και η ιατρική. Στο τέλος γίνεται λόγος για την ορθή χρήση των ικανοτήτων που παρήγαγαν αυτά τα επιτεύγματα.

Το στάσιμο αυτό συνιστά, όπως έχει γραφεί, μια από τις πρωιμότερες μαρτυρίες «για το αυξανόμενο ενδιαφέρον των Ελλήνων σχετικά με την ανάπτυξη των ανθρωπίνων κοινωνιών και την αντίθεση ανάμεσα στη φύση και στον νόμο (πολιτισμό), θέματα κεντρικά στις νέες επιστημονικές, ανθρωπολογικές και πολιτικές τάσεις των μέσων του 5ου αιώνα» (Μ. Griffith).

ΧΟΡΟΣ

πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀν-
θρώπου δεινότερον πέλει·
τοῦτο καὶ πολιοῦ πέραν
335 πόντου χειμερίῳ νότῳ
χωρεῖ, περιβρυχίοισιν
περῶν ὑπ᾽ οἴδμασιν, θεῶν
τε τὰν ὑπερτάταν, Γᾶν
ἄφθιτον, ἀκαμάταν, ἀποτρύεται,
340 ἰλλομένων ἀρότρων ἔτος εἰς ἔτος,
ἱππείῳ γένει πολεύων.

κουφονόων τε φῦλον ὀρ-
νίθων ἀμφιβαλὼν ἄγει
καὶ θηρῶν ἀγρίων ἔθνη
345 πόντου τ᾽ εἰναλίαν φύσιν
σπείραισι δικτυοκλώστοις,
περιφραδὴς ἀνήρ· κρατεῖ
δὲ μηχαναῖς ἀγραύλου
350 θηρὸς ὀρεσσιβάτα, λασιαύχενά θ᾽
ἵππον ὀχμάζεται ἀμφὶ λόφον ζυγῷ
οὔρειόν τ᾽ ἀκμῆτα ταῦρον.

355 καὶ φθέγμα καὶ ἀνεμόεν φρόνημα καὶ ἀστυνόμους
ὀργὰς ἐδιδάξατο καὶ δυσαύλων
πάγων ὑπαίθρεια καὶ
δύσομβρα φεύγειν βέλη
360 παντοπόρος· ἄπορος ἐπ᾽ οὐδὲν ἔρχεται
τὸ μέλλον· Ἅιδα μόνον
φεῦξιν οὐκ ἐπάξεται·
νόσων δ᾽ ἀμηχάνων φυγὰς
ξυμπέφρασται.

365 σοφόν τι τὸ μηχανόεν τέχνας ὑπὲρ ἐλπίδ᾽ ἔχων
τοτὲ μὲν κακόν, ἄλλοτ᾽ ἐπ᾽ ἐσθλὸν ἕρπει.
νόμους παρείρων χθονὸς
θεῶν τ᾽ ἔνορκον δίκαν
370 ὑψίπολις· ἄπολις ὅτῳ τὸ μὴ καλὸν
ξύνεστι τόλμας χάριν.
μήτ᾽ ἐμοὶ παρέστιος
γένοιτο μήτ᾽ ἴσον φρονῶν
375 ὃς τάδ᾽ ἔρδοι.

ΧΟΡΟΣ

Πολλά γεννούν το δέος·

το μέγα δέος ο άνθρωπος γεννά·

περνά τον αφρισμένο πόντο

με τις φουρτούνες του νοτιά,335

στη μέση σκάβει το βαθύ

και φουσκωμένο κύμα·

και την υπέρτατη θεά, τη Γη,

την άφθαρτη παιδεύει την ακάματη

οργώνοντας με τα καματερά

χρόνο το χρόνο φιδοσέρνοντας τ᾽ αλέτρι.340

 

Και των αστόχαστων πτηνών

τις φυλές κυνηγά με τα βρόχια,

των αγρίων θηρίων τα έθνη,

των βυθών την υδρόβια φύτρα345

με δίχτυα πλεγμένα στριφτά,

ο τετραπέρατος· τ᾽ αγρίμι της βουνοκορφής

δαμάζει με τεχνάσματα· φορεί

στων αλόγων την πλούσια χαίτη ζυγό350

και στον ταύρο, που βαρβάτος βοσκάει στα όρη.

 

Ένας τον άλλο δίδαξε λαλιά,355

τη σκέψη, σαν το πνεύμα των ανέμων,

την όρεξη να ζει σε πολιτείες·

πώς να γλιτώνει το χαλάζι μες στ᾽ αγιάζι,

την άγρια δαρτή βροχή μέσα στον κάμπο,

ο πολυμήχανος· αμήχανος δε θ᾽ αντικρύσει360

τα μελλούμενα· το χάρο μόνο

να ξεφύγει δεν μπορεί·

μόλο που βρήκε ψάχνοντας και γιατρειές

σ᾽ αγιάτρευτες αρρώστιες.

 

Τέχνες μαστορικές σοφίστηκε365

που δεν τις βάζει ο νους

κι όμως μια στο καλό, μια στο κακό κυλάει·

όποιος κρατεί τον ανθρώπινο νόμο

και του θεού το δίκιο, που όρκος το δένει φριχτός

πολίτης· αλήτης και φυγάς,370

όποιος κλωσσάει τ᾽ άδικο, μακάρι και μ᾽ αποκοτιά,

ποτέ σε τράπεζα κοινή

ποτέ μου βούληση κοινή

με κείνον που τέτοια τολμάει.375

 

(μετάφραση Κ. Χ. Μύρης)