Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΟΜΗΡΟΣ

11. – Ὀδύσσεια κ 466-560

Στη χώρα των Λαιστρυγόνων ο Οδυσσέας χάνει τα ένδεκα από τα δώδεκα καράβια του. Με το ένα που του απομένει φτάνει στην Αία, το παράξενο και μυστηριώδες νησί της Κίρκης. Εκεί ανιχνεύει αρχικά μόνος του το παλάτι της Κίρκης, αλλά δεν το πλησιάζει. Επιστρέφει στους συντρόφους και τους χωρίζει σε δύο ομάδες, ορίζοντας αρχηγό της δεύτερης τον Ευρύλοχο. Στην ομάδα αυτή πέφτει ο κλήρος να πάει στο παλάτι και να μπει μέσα. Εκεί τους υποδέχεται η Κίρκη και με το μαγικό ραβδί της τους μεταμορφώνει σε γουρούνια. Σώζεται μονάχα ο (καχύποπτος) Ευρύλοχος, που έμεινε έξω από το παλάτι. Τρομοκρατημένος από την εξαφάνιση των άλλων, γυρίζει πίσω και ενημερώνει τους υπόλοιπους και τον Οδυσσέα, που αναλαμβάνει και πάλι μόνος να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Στο δρόμο προς το παλάτι εμφανίζεται μπροστά του ο Ερμής, που του αποκαλύπτει τι έχει συμβεί και τον συμβουλεύει πώς να αντιμετωπίσει την Κίρκη. Η μάγισσα επιχειρεί να μεταμορφώσει και τον Οδυσσέα αλλά αποτυγχάνει. Εκείνος την ορκίζει πως δεν θα του κάνει κακό, πλαγιάζει μαζί της και την πείθει να επαναφέρει στην ανθρώπινη μορφή τους συντρόφους του. Η Κίρκη δέχεται και ζητά να έρθουν στο παλάτι και οι υπόλοιποι. Όλοι μαζί περνούν κάπου ένα χρόνο στο παλάτι ευωχούμενοι. Όταν ο Οδυσσέας, παρακινούμενος και από τους συντρόφους, της ζητάει να τους επιτρέψει να φύγουν, εκείνη συγκατατίθεται, αλλά, προς απογοήτευση όλων, του φανερώνει ότι πρέπει να κατεβεί στον κάτω κόσμο για να ζητήσει χρησμό από τον μάντη Τειρεσία, που θα του δείξει το δρόμο της επιστροφής. Την ώρα που ξεκινούν, ο πιο νέος απ᾽ όλους, ο Ελπήνωρ με τον σαλεμένο νου, πέφτει μεθυσμένος από το δώμα της Κίρκης και σκοτώνεται.

ὣς ἔφαθ᾽, ἡμῖν δ᾽ αὖτ᾽ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ.
ἔνθα μὲν ἤματα πάντα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτὸν
ἥμεθα, δαινύμενοι κρέα τ᾽ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ·
ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἐνιαυτὸς ἔην, περὶ δ᾽ ἔτραπον ὧραι,
470 μηνῶν φθινόντων, περὶ δ᾽ ἤματα μακρὰ τελέσθη,
καὶ τότε μ᾽ ἐκκαλέσαντες ἔφαν ἐρίηρες ἑταῖροι·
«δαιμόνι᾽, ἤδη νῦν μιμνήσκεο πατρίδος αἴης,
εἴ τοι θέσφατόν ἐστι σαωθῆναι καὶ ἱκέσθαι
οἶκον ἐϋκτίμενον καὶ σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.»

475 ὣς ἔφαν, αὐτὰρ ἐμοί γ᾽ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ,
ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
ἥμεθα, δαινύμενοι κρέα τ᾽ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ.
ἦμος δ᾽ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθεν,
οἱ μὲν κοιμήσαντο κατὰ μέγαρα σκιόεντα.
480 αὐτὰρ ἐγὼ Κίρκης ἐπιβὰς περικαλλέος εὐνῆς
γούνων ἐλλιτάνευσα, θεὰ δέ μοι ἔκλυεν αὐδῆς·
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων·
«ὦ Κίρκη, τέλεσόν μοι ὑπόσχεσιν, ἥν περ ὑπέστης,
οἴκαδε πεμψέμεναι· θυμὸς δέ μοι ἔσσυται ἤδη,
485 ἠδ᾽ ἄλλων ἑτάρων, οἵ μευ φθινύθουσι φίλον κῆρ
ἀμφ᾽ ἔμ᾽ ὀδυρόμενοι, ὅτε που σύ γε νόσφι γένηαι.»

ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο δῖα θεάων·
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
μηκέτι νῦν ἀέκοντες ἐμῷ ἐνὶ μίμνετε οἴκῳ·
490 ἀλλ᾽ ἄλλην χρὴ πρῶτον ὁδὸν τελέσαι καὶ ἱκέσθαι
εἰς Ἀΐδαο δόμους καὶ ἐπαινῆς Περσεφονείης,
ψυχῇ χρησομένους Θηβαίου Τειρεσίαο,
μάντιος ἀλαοῦ, τοῦ τε φρένες ἔμπεδοί εἰσι·
τῷ καὶ τεθνηῶτι νόον πόρε Περσεφόνεια
495 οἴῳ πεπνῦσθαι· τοὶ δὲ σκιαὶ ἀΐσσουσιν.»

ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐμοί γε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ·
κλαῖον δ᾽ ἐν λεχέεσσι καθήμενος, οὐδέ νύ μοι κῆρ
ἤθελ᾽ ἔτι ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο.
αὐτὰρ ἐπεὶ κλαίων τε κυλινδόμενός τ᾽ ἐκορέσθην,
500 καὶ τότε δή μιν ἔπεσσιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«ὦ Κίρκη, τίς γὰρ ταύτην ὁδὸν ἡγεμονεύσει;
εἰς Ἄϊδος δ᾽ οὔ πώ τις ἀφίκετο νηῒ μελαίνῃ.»

ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο δῖα θεάων·
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
505 μή τί τοι ἡγεμόνος γε ποθὴ παρὰ νηῒ μελέσθω,
ἱστὸν δὲ στήσας ἀνά θ᾽ ἱστία λευκὰ πετάσσας
ἧσθαι· τὴν δέ κέ τοι πνοιὴ βορέαο φέρῃσιν.
ἀλλ᾽ ὁπότ᾽ ἂν δὴ νηῒ δι᾽ Ὠκεανοῖο περήσῃς,
ἔνθ᾽ ἀκτή τε λάχεια καὶ ἄλσεα Περσεφονείης,
510 μακραί τ᾽ αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι,
νῆα μὲν αὐτοῦ κέλσαι ἐπ᾽ Ὠκεανῷ βαθυδίνῃ,
αὐτὸς δ᾽ εἰς Ἀΐδεω ἰέναι δόμον εὐρώεντα.
ἔνθα μὲν εἰς Ἀχέροντα Πυριφλεγέθων τε ῥέουσι
Κώκυτός θ᾽, ὃς δὴ Στυγὸς ὕδατός ἐστιν ἀπορρώξ,
515 πέτρη τε ξύνεσίς τε δύω ποταμῶν ἐριδούπων·
ἔνθα δ᾽ ἔπειθ᾽, ἥρως, χριμφθεὶς πέλας, ὥς σε κελεύω,
βόθρον ὀρύξαι ὅσον τε πυγούσιον ἔνθα καὶ ἔνθα,
ἀμφ᾽ αὐτῷ δὲ χοὴν χεῖσθαι πᾶσιν νεκύεσσι,
πρῶτα μελικρήτῳ, μετέπειτα δὲ ἡδέϊ οἴνῳ,
520 τὸ τρίτον αὖθ᾽ ὕδατι· ἐπὶ δ᾽ ἄλφιτα λευκὰ παλύνειν.
πολλὰ δὲ γουνοῦσθαι νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα,
ἐλθὼν εἰς Ἰθάκην στεῖραν βοῦν, ἥ τις ἀρίστη,
ῥέξειν ἐν μεγάροισι πυρήν τ᾽ ἐμπλησέμεν ἐσθλῶν,
Τειρεσίῃ δ᾽ ἀπάνευθεν ὄϊν ἱερευσέμεν οἴῳ
525 παμμέλαν᾽, ὃς μήλοισι μεταπρέπει ὑμετέροισιν.
αὐτὰρ ἐπὴν εὐχῇσι λίσῃ κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν,
ἔνθ᾽ ὄϊν ἀρνειὸν ῥέζειν θῆλύν τε μέλαιναν
εἰς Ἔρεβος στρέψας, αὐτὸς δ᾽ ἀπονόσφι τραπέσθαι
ἱέμενος ποταμοῖο ῥοάων· ἔνθα δὲ πολλαὶ
530 ψυχαὶ ἐλεύσονται νεκύων κατατεθνηώτων.
δὴ τότ᾽ ἔπειθ᾽ ἑτάροισιν ἐποτρῦναι καὶ ἀνῶξαι
μῆλα, τὰ δὴ κατάκειτ᾽ ἐσφαγμένα νηλέϊ χαλκῷ,
δείραντας κατακῆαι, ἐπεύξασθαι δὲ θεοῖσιν,
ἰφθίμῳ τ᾽ Ἀΐδῃ καὶ ἐπαινῇ Περσεφονείῃ·
535 αὐτὸς δὲ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ
ἧσθαι, μηδὲ ἐᾶν νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα
αἵματος ἆσσον ἴμεν πρὶν Τειρεσίαο πυθέσθαι.
ἔνθα τοι αὐτίκα μάντις ἐλεύσεται, ὄρχαμε λαῶν,
ὅς κέν τοι εἴπῃσιν ὁδὸν καὶ μέτρα κελεύθου
540 νόστον θ᾽, ὡς ἐπὶ πόντον ἐλεύσεαι ἰχθυόεντα.»
ὣς ἔφατ᾽, αὐτίκα δὲ χρυσόθρονος ἤλυθεν Ἠώς.
ἀμφὶ δέ με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσεν·
αὐτὴ δ᾽ ἀργύφεον φᾶρος μέγα ἕννυτο νύμφη,
λεπτὸν καὶ χαρίεν, περὶ δὲ ζώνην βάλετ᾽ ἰξυῖ
545 καλὴν χρυσείην, κεφαλῇ δ᾽ ἐπέθηκε καλύπτρην,
αὐτὰρ ἐγὼ διὰ δώματ᾽ ἰὼν ὄτρυνον ἑταίρους
μειλιχίοις ἐπέεσσι παρασταδὸν ἄνδρα ἕκαστον·
«μηκέτι νῦν εὕδοντες ἀωτεῖτε γλυκὺν ὕπνον,
ἀλλ᾽ ἴομεν· δὴ γάρ μοι ἐπέφραδε πότνια Κίρκη.»
550 ὣς ἐφάμην, τοῖσιν δ᾽ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ.
οὐδὲ μὲν οὐδ᾽ ἔνθεν περ ἀπήμονας ἦγον ἑταίρους.
Ἐλπήνωρ δέ τις ἔσκε νεώτατος, οὔτε τι λίην
ἄλκιμος ἐν πολέμῳ οὔτε φρεσὶν ᾗσιν ἀρηρώς,
ὅς μοι ἄνευθ᾽ ἑτάρων ἱεροῖς ἐν δώμασι Κίρκης
555 ψύχεος ἱμείρων, κατελέξατο οἰνοβαρείων·
κινυμένων δ᾽ ἑτάρων ὅμαδον καὶ δοῦπον ἀκούσας
ἐξαπίνης ἀνόρουσε καὶ ἐκλάθετο φρεσὶν ᾗσιν
ἄψορρον καταβῆναι ἰὼν ἐς κλίμακα μακρήν,
ἀλλὰ καταντικρὺ τέγεος πέσεν· ἐκ δέ οἱ αὐχὴν
560 ἀστραγάλων ἐάγη, ψυχὴ δ᾽ Ἄϊδόσδε κατῆλθεν.

Έτσι μας μίλησε,1 κι ησύχασε η περήφανη ψυχή μας.

Εκεί, λοιπόν, μέρες ατέλειωτες, ώσπου να κλείσει χρόνος,

μείναμε κι ευφραινόμαστε μ᾽ άφθονο κρέας και γλυκό κρασί.

Αλλ᾽ όταν κύλησε η χρονιά, κι αλλάζοντας οι εποχές,

λιγόστεψαν και τα φεγγάρια· όταν γυρίζοντας ο κύκλος, τέλειωσαν470

οι μακρές ημέρες, τότε με φώναξαν παράμερα κι έτσι μου μίλησαν

οι τίμιοι σύντροφοί μου:

«Αλόγιστε, καιρός πια να σκεφτείς και την πατρίδα·

αν είναι από θεού γραμμένο να σωθείς και πίσω να γυρίσεις

στο σπιτικό σου το καλόχτιστο, στην πατρική σου γη».

 

Μ᾽ αυτά τα λόγια τους κλονίστηκε περήφανη η ψυχή μου.475

Έτσι τη μέρα εκείνη ολόκληρη, ώσπου να δύσει ο ήλιος,

μείναμε κι ευφραινόμαστε μ᾽ άφθονο κρέας και γλυκό κρασί·

όταν ο ήλιος όμως έδυσε κι έπεσε το βαθύ σκοτάδι,

οι σύντροφοί μου πήγαν να πλαγιάσουν στις ισκιωμένες

κάμαρες του παλατιού.

Όμως εγώ στην κλίνη την περίκαλλη της Κίρκης βρέθηκα,480

κι εκεί γονατιστός παρακαλούσα, με τη θεά ν᾽ ακούει τη φωνή μου·

την φώναξα με τ᾽ όνομά της και μιλώντας

τα λόγια μου πετούσαν σαν πουλιά:

«Ω Κίρκη, την υπόσχεσή σου κάνε πράξη, όπως και το υποσχέθης,

πως θα με στείλεις πίσω στην πατρίδα·2 μέσα μου πια η ψυχή μου

πεταρίζει, όσο και των συντρόφων μου που μου σπαράζουν485

την καρδιά θρηνώντας, όταν εσύ κάπου και λίγο απομακρύνεσαι».

 

Ακούγοντας τα λόγια μου, αμέσως μου αποκρίθηκε η μεγαλόπρεπη θεά:

«Βλαστάρι των θεών, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,

αν δεν το θέλετε, κι εγώ δεν θέλω κι άλλο να μείνετε σ᾽ αυτό το σπίτι·

όμως σας μέλλεται μια άλλη οδός, που να την φέρετε σε πέρας·

γιατί σας πρέπει πρώτα να φτάσετε στου Άδη το παλάτι,490

εκεί που ανήμερη κι η Περσεφόνη κατοικεί·

να πάρετε χρησμό απ᾽ του Θηβαίου Τειρεσία την ψυχή,

του μάντη εκείνου του τυφλού, που η γνώση του ακέραιη πάντα μένει·

γιατί, ακόμη κι όταν πέθανε, η Περσεφόνη του άφησε τον νου του ανέπαφο,

μόνος αυτός να ᾽ναι στα συγκαλά του και να σκέφτεται· οι άλλοι όμως

περιφέρονται άδειες σκιές».495

 

Έτσι μου μίλησε, εμένα ωστόσο ράγισε η καρδιά μου·

θρηνούσα καθισμένος στο κρεβάτι της, δεν ήθελε η ψυχή μου

άλλο να ζω, και πως να δω το φως του ήλιου.

Και μόνον όταν, σαν κουβάρι κυλισμένος, χόρτασα πια το κλάμα μου,

πήρα τον λόγο και την ρώτησα:500

«Ω Κίρκη, ποιος του δρόμου μας θα γίνει κυβερνήτης;

γιατί θαρρώ στον Άδη, ώς τώρα, άλλος κανείς δεν έφτασε

με μελανό καράβι».

 

Ακούγοντας τα λόγια μου, αμέσως μου αποκρίθηκε η μεγαλόπρεπη θεά:

«Βλαστάρι των θεών, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,

να μη σε βασανίζει ποιος θα κυβερνήσει το καράβι σου·505

να στήσεις μόνο το κατάρτι, να ανοίξεις τα λευκά πανιά,

και φτάνει· το πλοίο θα αρμενίσει με του Βορρά το φύσημα.

Κι όταν με το καράβι σου περάσεις πέρα ώς πέρα τον Ωκεανό,3

όπου θα δεις μια χαμηλήν ακτή κι άλση της Περσεφόνης,

με σκούρες και μεγάλες λεύκες, ιτιές που δεν προφταίνουν να καρπίσουν4-

εκεί εμπιστεύσου το πλεούμενο στον ίδιο τον Ωκεανό,510

με τις βαθιές του δίνες· εσύ τον δρόμο τράβηξε

για το άραχλο παλάτι του Άδη.

Κάπου συμβάλλουν στον Αχέροντα δυο ποταμοί,

Πυριφλεγέθων και Κωκυτός -τρέχει κι αυτός απ᾽ το νερό της Στύγας·5

είναι ένας βράχος μεσιανός εκεί, που πάνω του χτυπούν τα δυο ποτάμια,515

σμίγοντας μεταξύ τους με δούπο τρομερό.

Όταν, γενναίε μου, χωθείς εκεί, όσο μπορείς πιο μέσα,

καθώς σου παραγγέλλω,

σκάψε ένα λάκκο ώς ένα πήχη, απ᾽ όλες τις μεριές,

και γύρω-γύρω τις χοές σου πρόσφερε σ᾽ όλους τους πεθαμένους·

μέλι και γάλα πρώτα, μετά γλυκό κρασί, τέλος νερό· και πάνω εκεί520

πασπάλισε λευκό κριθάλευρο.

Δεήσου τότε στα αδύναμα κεφάλια των νεκρών πως,

όταν φτάσεις στην Ιθάκη, μιαν αγελάδα στείρα, την καλύτερη,

θα θυσιάσεις στο παλάτι, ρίχνοντας στην πυρά

πάμπολλα δώρα και λαμπρά·

στον Τειρεσία, χωριστά, κατάμαυρο κριάρι πως θα προσφέρεις,

μόνο σ᾽ αυτόν, να ξεχωρίζει ανάμεσα στα πρόβατά σου.525

Κι όταν με τις ευχές σου λιτανεύσεις το σμάρι των διάσημων νεκρών,

σφάξε κριάρι αρσενικό και προβατίνα μαύρη, προσέχοντας

να βλέπει το κεφάλι τους στο Έρεβος·6 ο ίδιος όμως, το μάτι σου από κει

αποστρέφοντας, κοίταζε τις ροές του ποταμού.

Θα φτάσουν τότε οι πολλές ψυχές των πεθαμένων που αφανίστηκαν.530

Την ώρα εκείνη κίνησε τους συντρόφους σου, παράγγειλέ τους·

τα σφάγια που θα κείτονται στο χώμα, θανατωμένα από το άσπλαχνο

χαλκό, να γδάρουν και να κάψουν, ενώ προς τους θεούς θα δέονται,

τον ακατάλυτο Άδη, την τρομερή την Περσεφόνη.

Ο ίδιος, το σπαθί τραβώντας από τον μηρό σου, μείνε535

αμετακίνητος, και μην αφήσεις των νεκρών τα αδύναμα κεφάλια,

να σκύψουν στο αίμα, προτού τον Τειρεσία ρωτήσεις να σου πει.

Γιατί θα φτάσει ο μάντης πάραυτα, για χάρη σου αρχηγέ,

να σου εξηγήσει την οδό, του δρόμου σου τα μέτρα,

τον νόστο σου, πώς θα περάσεις το ψαρίσιο πέλαγο».540

Μιλώντας, πρόβαλε σε λίγο, πάνω σε θρόνο ολόχρυσο, η Αυγή.

Γύρω μου τότε η Κίρκη πέρασε χλαμύδα, μου φόρεσε και τον χιτώνα.

Η ίδια η νύμφη ντύθηκε το φόρεμά της - μακρύ, αστραφτερό,

λεπτό, χαριτωμένο· ζώνει τη μέση της μ᾽ όμορφη ζώνη

ολόχρυση, έριξε στο κεφάλι της μαντίλα.545

Κι εγώ, περνώντας από κάμαρη σε κάμαρη, παρακινούσα τους συντρόφους,

μιλώντας με μειλίχια λόγια, από κοντά και στον καθένα χωριστά:

«Πια μην κοιμάστε, δοσμένοι στον γλυκύ σας ύπνο·

ώρα να φύγουμε· το πού και πώς, μου τα εξήγησε η σεβάσμια Κίρκη».

Έτσι τους μίλησα, και συγκατένευσε στα λόγια μου περήφανη η

ψυχή τους.550

Όμως δεν ήταν το γραφτό μου ούτε από κει να πάρω

τους συντρόφους άβλαβους.

Κάποιος Ελπήνωρ, ο πιο νέος απ᾽ όλους, μήτε στη μάχη και πολύ

γενναίος, μήτε και στο μυαλό του τόσο γνωστικός -

αυτός λοιπόν, γυρεύοντας δροσιά, πήγε και πλάγιασε παράμερα

από τους άλλους μου συντρόφους,

στο δώμα επάνω του ιερού σπιτιού της Κίρκης,

με το κεφάλι του βαρύ απ᾽ το πολύ κρασί.555

Τότε, ακούγοντας θόρυβο και φωνές των άλλων που κινούσαν,

πετάχτηκε απ᾽ τον ύπνο ξαφνιασμένος και, παραζαλισμένος, χάνει

τον δρόμο του, που θα κατέβαινε πάλι τη σκάλα την ψηλή·

από τη στέγη πέφτοντας, γκρεμίστηκε με το κεφάλι, σύντριψε

του λαιμού τους αστραγάλους, κι ευθύς κατέβηκε560

στον Άδη η ψυχή του.

 

(μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτης)

 

1 Η Κίρκη.

2 Στην πραγματικότητα η Κίρκη δεν έδωσε ρητά τέτοια υπόσχεση. Η όποια δέσμευσή της απορρέει από το γεγονός ότι τους αναγνώρισε ως ξένους (στ. 456-465)

3 Για τον Ωκεανό βλ. Κείμενο 5, σχόλ. 1.

4 Στο πρωτότυπο ἰτέαι ὠλεσίκαρποι. Αρχαίοι συγγραφείς παρατηρούν ότι ο χαρακτηρισμός ταιριάζει στην ιτιά που αποβάλλει τους καρπούς της πριν ωριμάσουν.

5 Δεν είναι σαφές αν για τον Όμηρο ο Αχέρων είναι, ως συνήθως, ποταμός ή (πιθανότερο) λίμνη. Σ᾽ αυτόν εκβάλλουν οι ποταμοί Πυριφλεγέθων και Κωκυτός, από τους οποίους ο δεύτερος απορρέει από τη Στύγα, που είναι ορμητικό ποτάμι του κάτω κόσμου στο οποίο ορκίζονται οι αθάνατοι. Αξιοσημείωτα είναι τα σημαίνοντα ονόματα: Αχέρων (συνδέεται παρετυμολογικά με τη λέξη ἄχος = θλίψη, λύπη), Πυριφλεγέθων (πυρί + φλεγέθω = φλέγω), Κωκυτός (κωκύω =θρηνώ), Στύξ (στυγῶ = μισώ).

6 Το σκοτεινό βάθος του Άδη.