Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Συμφραστικός Πίνακας
κλειδοκοκαλο
| Ιλ. 5.579 | ...εκεί που στέκουνταν τον πέτυχε στο κλειδοκόκαλό του. | Του Μύδωνα απ᾽ την άλλη ο... |
| Ιλ. 17.309 | ...κυβερνώντας― | αυτόν χτυπάει στο κλειδοκόκαλο · και πρόβαλε απ᾽ την άλλη | στο... |
| Ιλ. 21.117 | ...γυμνώνοντας το κοφτερό σπαθί του | στο κλειδοκόκαλο τον χτύπησε, στο σβέρκο πλάι, κι... |
κλειδοκρατορα
| Οδ. 10.21 | ...να το πάρω· | τι ο γιος του Κρόνου κλειδοκράτορα τον είχε των ανέμων, | τον έναν να... |
κλειδωμενοι
| Οδ. 10.283 | ...συντρόφοι σου στης Κίρκης | ως χοίροι κλειδωμένοι βρίσκουνται σε στέριες μάντρες... |
κλειδωση
| Ιλ. 5.306 | ...στρίβει του μεριού το κόκαλο, στην κλείδωση που λένε. | Του σπάζει η κλείδωση, και... |
| Ιλ. 5.307 | ...στην κλείδωση που λένε. | Του σπάζει η κλείδωση , και κόπηκαν μαζί τα δυο του... |
| Ιλ. 22.324 | ...χτυπώντας· | κι άνοιγε μόνο απά στην κλείδωση , λαιμό που δένει κι ώμους, | πλάι στο... |
κλειδωτα
| Ιλ. 2.134 | ...μέρα να πατήσω. | Εννιά εκυλήσαν χρόνια κλειδωτά του Δία του τρισμεγάλου· | των καραβιών... |
κλειδωτες
| Ιλ. 24.798 | ...με βιάση, κι από πάνω | με πέτρες κλειδωτές τον έστρωσαν μεγάλες πέρα ως... |
κλειδωτηρι
| Οδ. 19.226 | ...ψηλά που τό ᾽κλεινε χρυσό το κλειδωτήρι | με δυο θηλύκια, κι είχε απάνω του... |
| Οδ. 19.256 | ...κάμαρά μας, και τους κάρφωσα το κλειδωτήρι απάνω | το στραφτερό, για να το... |
κλειδωτηρια
| Οδ. 18.293 | ...του Αντίνοου, ξομπλιασμένο, | πανώριο· κλειδωτήρια δώδεκα το εκράτουν πάνω ως... |
κλειει
| Οδ. 9.240 | ...αυλή· μετά ενα βράχο, | πού ᾽χε να κλειει του σπήλιου το άνοιγμα, σηκώνει και... |
| Οδ. 19.30 | ...έφυγε του κάκου· τρέχει η βάγια | και κλειει την πόρτα δίχως άργητα του στέριου... |
| Οδ. 21.387 | ...αντρωνίτη δίχως άργητα του στέριου κλειει την πόρτα. | Μαζί ο Φιλοίτιος όξω... |
κλειναν
| Ιλ. 4.289 | ...Αθηνά μου, αλήθεια | τέτοια καρδιά να κλείναν όλοι τους στα στήθη σαν και... |
| Ιλ. 12.454 | ...να τη ρίξει | γραμμή πα στα σανίδια πού ᾽κλειναν τη δίφυλλη την πόρτα, | την αψηλή, τη... |
| Οδ. 15.105 | ...της ήρθε κοντά και στάθη, | σκουτιά που κλείναν μυριοξόμπλιαστα, φασμένα από την... |