Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Συμφραστικός Πίνακας
εφιλησε
| Οδ. 16.15 | ...να σμίξει τρέχει, | και στο κεφάλι τον εφίλησε , στα δυο πανώρια μάτια, | στα δυο... |
| Οδ. 16.190 | ...άλλων.» | Σαν είπε αυτά, το γιο του εφίλησε , κι από τα μάγουλά του | τα δάκρυα... |
| Οδ. 17.39 | ...της δακρυσμένη, | και στο κεφάλι τον εφίλησε , στα δυο πανώρια μάτια, | και τέτοια... |
| Οδ. 19.417 | ...του η μητέρα, | και στο κεφάλι τον εφίλησε , στα δυο πανώρια μάτια. | Κι ο... |
| Οδ. 21.225 | ...στους ώμους. | Το ίδιο κι εκείνος τούς εφίλησε στην κεφαλή, στα χέρια. | Θρηνώντας... |
εφιλοκονεψε
| Ιλ. 13.627 | ...ίδια μου γυναίκα, | και αυτή, που σας εφιλοκόνεψε , και βιος περίσσιο ακόμα. | Τώρα ξανά... |
εφοβηθη
| Ιλ. 15.227 | ...συφορά που τού ᾽ρχονταν τα χέρια μου εφοβήθη · | αλλιώς αυτή η δουλειά δεν τέλειωνε... |
εφοβηθηκε
| Ιλ. 20.262 | ...το βαρύ του χέρι | το αδρό σκουτάρι, τι εφοβήθηκε μην το περάσει του άγριου | του Αινεία... |
εφορα
| Ιλ. 13.372 | ...τραβούσε· ο θώρακάς του | που εφόρα ο χάλκινος δεν άντεξε, μόν᾽ στην... |
| Ιλ. 13.398 | ...του· κι ουδέ κι ο θώρακάς του | που εφόρα ο χάλκινος τον φύλαξε, μόν᾽ στην... |
εφοραε
| Ιλ. 15.529 | ...Μέγη, μα ο γερός ο θώρακας που εφόραε , ταιριασμένος | με λάμες κουφωτές, τον... |
εφορειε
| Ιλ. 18.538 | ...αντρών στους ώμους της άλικο ρούχο εφόρειε . | Κι όπως σαλεύαν και χτυπιόντουσαν... |
| Οδ. 19.232 | ...του, ζητώντας να γλιτώσει. | Θυμούμαι εφόρειε κι ένα λιόφωτο χιτώνα στο κορμί... |
| Οδ. 24.219 | ...και τ᾽ άρματα τους έδωκε που εφόρειε του πολέμου· | κι ως τούτοι για το... |
εφορεσα
| Οδ. 4.253 | ...μύρωσα με λάδι | και ρούχα καθαρά τού εφόρεσα κι όρκο τρανόν επήρα, | στους Τρώες εγώ... |
εφορεσε
| Ιλ. 7.207 | ...αρματώθη, | κι ως όλα τ᾽ άρματά του εφόρεσε τρογύρα στο κορμί του, | χύθηκε ομπρός,... |
| Ιλ. 8.43 | ...από το σβέρκο. | Χρυσά μετά κι ατός του εφόρεσε , και πήρε ένα μαστίγι | χρυσό,... |
| Ιλ. 13.25 | ...από το σβέρκο. | Χρυσά μετά κι ατός του εφόρεσε , και πήρε ένα μαστίγι | χρυσό,... |
| Ιλ. 14.178 | ...κρέμουνται κεφάλι. | Θεϊκό μαντί κατόπι εφόρεσε , πού ᾽χε η Αθηνά φασμένο | δουλεύοντάς... |
| Ιλ. 15.120 | ...Τρόμο, | προστάζει ευτύς, κι ατός του εφόρεσε τη στραφτερή του αρμάτα. | Έτσι ο... |
| Οδ. 15.60 | ...με βιάση, | στραφταλιστό χιτώνα εφόρεσε τρογύρα στο κορμί του, | κι ως έριξε... |
εφορεσεν
| Οδ. 6.228 | ...και πλούσια λάδι αλείφτη, | τα ρούχα εφόρεσεν , η απάρθενη που τού ᾽χε κόρη... |