Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 9 στ. 1-81
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
«Αλκίνοε, βασιλιά περίλαμπρε, μες στο λαό σου ο πρώτος,
αλήθεια είναι όμορφο να κάθεσαι ν᾽ ακούς τον τραγουδάρη,
και νά ᾽ναι σαν αυτόν, που ακούγεται καθώς θεού η φωνή του.
Άλλη αναγάλλια εγώ τρανότερη δεν ξέρω, μόνο νά ᾽χει 5
ο κόσμος όλος σε ξεφάντωση στρωθεί, κι οι καλεσμένοι
στο αρχονταρίκι ν᾽ αφουγκράζουνται το θείο τον τραγουδάρη,
γραμμή καθούμενοι· και δίπλα τους γεμάτα τα τραπέζια
ψωμί και κρέατα· κι ανασέρνοντας κρασί από το κροντήρι
να τρέχει ο κεραστής στις κούπες τους να το κερνάει, να πίνουν. 10
Αυτή η χαρά λογιάζω εστάθηκεν η πιο τρανή του ανθρώπου.
Μα νά η καρδιά σου που λαχτάρησε τα πάθη μου να μάθει
τα θλιβερά, για να φουντώσουνε πιο ακόμα οι στεναγμοί μου.
Τί πρώτο να σου πω και τί στερνό ν᾽ αφήσω, απ᾽ όσα μύρια
βάσανα μού ᾽δωκαν οι αθάνατοι που κυβερνούν τα ουράνια; 15
Μα τ᾽ όνομά μου πρώτα ακούσετε, για να το ξέρετε όλοι·
θέλω κι αργότερα, ξεφεύγοντας της μοίρας και του Χάρου,
να μείνω φίλος σας, κι ας βρίσκεται το αρχοντικό μου αλάργα.
Είμαι ο Οδυσσέας, ο γιος του αντρόκαρδου Λαέρτη· ο κόσμος όλος
ξέρει τους δόλους μου, κι η δόξα μου ψηλά στα ουράνια φτάνει! 20
Πατρίδα μου είν᾽ η Ιθάκη η ξέφαντη, με το καμαρωμένο
το Νήριτο, το φυλλοσούσουρο βουνό της, κι ένα γύρο
νησιά πολλά προβάλλουν, όλα τους κοντά κοντά βαλμένα,
η Σάμη, η δασωμένη Ζάκυθο και το Δουλίχιο· κι είναι
η Ιθάκη χαμηλή, στο πέλαγο ψηλά ψηλά, στη δύση, 25
μα τ᾽ άλλα αλάργα στου ήλιου βρίσκουνται και στης αυγής τα μέρη.
Πετραδερό νησί, μα ασύγκριτη λεβεντομάνα, κι ούτε
άλλο στον κόσμο εγώ γλυκύτερο μπορώ να δω απ᾽ τη γη μου.
Η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, στις βαθουλές σπηλιές της
μου αντίσκοφτε το δρόμο, θέλοντας να με κρατήσει γι᾽ άντρα. 30
Κι η Κίρκη η δολερή απ᾽ το σπίτι της στην Αία να φύγω πίσω
δε μ᾽ άφηνε, κι αυτή γυρεύοντας να με κρατήσει γι᾽ άντρα.
Όμως ποτέ δε μου μετάστρεψαν τη γνώμη μες στα στήθη·
τι πιο γλυκό στον κόσμο τίποτε δεν ξέρω από πατρίδα
κι από γονιούς, ακόμα αν κάθεσαι σε μυριοπλούσια σπίτια 35
στα ξένα μέρη εκεί που βρέθηκες, αλάργα απ᾽ τους γονιούς σου.
Άκουσε τώρα το πολύπαθο του γυρισμού ταξίδι
που μού ᾽χε ο Δίας ορίσει, ως άφηνα της Τροίας τη χώρα πίσω:
Από του Ιλίου τα μέρη μ᾽ έριξαν στους Κίκονες οι ανέμοι,
στην Ίσμαρο· κι εγώ την πάτησα και σκότωσα τους άντρες, 40
κι όσα απ᾽ το κάστρο τους κουρσέψαμε ―γυναίκες, βιος περίσσιο―
μοιράδια εγίναν, νά ᾽χει φεύγοντας καθένας το δικό του.
Και τότε εγώ μιαν ώρα αρχύτερα να φύγουμε ζητούσα,
όμως εκείνοι οι τρισανέμυαλοι δε θέλαν να μ᾽ ακούσουν.
Πινόταν το κρασί αλογάριαστο, και πλήθος βόδια σφάζαν 45
στεφανοκέρατα, στριφτόζαλα, κι αρνιά στο ακροθαλάσσι.
Ωστόσο οι Κίκονες εφώναζαν τους Κίκονες τους άλλους,
που ήταν γειτόνοι τους, πιο αντρόκαρδοι και πιο πολλοί από κείνους,
κι ως ήταν στεριανοί, απ᾽ τ᾽ αμάξια τους να πολεμούν κατέχαν,
μα και πεζή με τους αντίμαχους, σαν το καλνούσε η ανάγκη. 50
Και φτάσαν όσα τ᾽ ανοιξιάτικα λουλούδια και τα φύλλα
την κονταυγή· κι εμάς μας πλάκωσε κακή και μαύρη μοίρα
του Δία τους άμοιρους, αρίφνητες να ποτιστούμε πίκρες.
Κι ως πήραν θέση, ανοίξαν πόλεμο, και δίπλα στ᾽ άρμενά μας
ο ένας στον άλλο απάνω ρίχναμε με τα χαλκά κοντάρια. 55
Όσο βαστούσε η αυγή και πλήθαινε το φως της άγιας μέρας,
αντιπαλεύοντας κρατιόμαστε, κι ας ήταν πιότεροί μας·
όμως σαν πήρε ο γήλιος κι έγειρεν, η ώρα που λυουν τα βόδια,
μας καταπόνεσαν οι Κίκονες και στο φευγιό μάς ρίξαν.
Από έξι σύντροφοι λιοντόκαρδοι σε κάθε μας καράβι 60
χαθήκαν, κι οι άλλοι ξεγλιτώσαμε της μοίρας και του Χάρου.
Κι ανοίξαμε πανιά να φύγουμε με πικραμένα σπλάχνα,
εμείς γλιτώνοντας το θάνατο ― χωρίς τους σύντροφούς μας.
Κι ουδέ πιο μπρος τα δρεπανόγυρτα καράβια μας κινήσαν,
πριν τρεις φορές τους δόλιους σύντροφους φωνάξουμε, έναν έναν, 65
που χτυπημένοι από τους Κίκονες στον κάμπο εσκοτωθήκαν.
Και τότε ο Δίας βοριά ξεσήκωσεν ο νεφελοστοιβάχτης
με φοβερό δρολάπι απάνω μας, και σκέπασε με νέφη
στεριά μαζί και πέλαα, κι άπλωσε θολή απ᾽ τα ουράνια νύχτα.
Τρέχαν τα πλοία μας με τις πλώρες τους σκυφτές, και τα πανιά τους 70
στα δυο, στα τρία, στα πέντε σκίστηκαν απ᾽ την ορμή του ανέμου.
Πως θα χαθούμε φοβηθήκαμε, και τα πανιά με βιάση
μαϊνάροντας στεριά γυρέψαμε με τα κουπιά, να βγούμε.
Δυο νύχτες πανωτές κειτόμαστε στον άμμο και δυο μέρες,
κι η έγνοια κι ο κάματος μας έτρωγαν τα σπλάχνα· η τρίτη ωστόσο 75
μόλις επήρε αυγή και χάραζε, κινούμε με απλωμένα
τ᾽ άσπρα πανιά στα ορθά κατάρτια μας, καθούμενοι, τι εκείνα
καλά τα κυβερνούσαν ο άνεμος κι οι τιμονιέροι μόνο.
Θά ᾽φτανα ανέβλαβος στον τόπο μου, μα το Μαλιά ως ζητούσα
να κεφαλώσω, ξάφνου μ᾽ έσπρωξαν μαζί βοριάς και κύμα 80
και ρέμα πέρα από τα Κύθηρα, κι αλάργα με ξοριάσαν.
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«Ἀλκίνοε κρεῖον, πάντων ἀριδείκετε λαῶν,
ἦ τοι μὲν τόδε καλὸν ἀκουέμεν ἐστὶν ἀοιδοῦ
τοιοῦδ᾽ οἷος ὅδ᾽ ἐστί, θεοῖς ἐναλίγκιος αὐδήν.
οὐ γὰρ ἐγώ γέ τί φημι τέλος χαριέστερον εἶναι 5
ἢ ὅτ᾽ ἐϋφροσύνη μὲν ἔχῃ κάτα δῆμον ἅπαντα,
δαιτυμόνες δ᾽ ἀνὰ δώματ᾽ ἀκουάζωνται ἀοιδοῦ
ἥμενοι ἑξείης, παρὰ δὲ πλήθωσι τράπεζαι
σίτου καὶ κρειῶν, μέθυ δ᾽ ἐκ κρητῆρος ἀφύσσων
οἰνοχόος φορέῃσι καὶ ἐγχείῃ δεπάεσσι· 10
τοῦτό τί μοι κάλλιστον ἐνὶ φρεσὶν εἴδεται εἶναι.
σοὶ δ᾽ ἐμὰ κήδεα θυμὸς ἐπετράπετο στονόεντα
εἴρεσθ᾽, ὄφρ᾽ ἔτι μᾶλλον ὀδυρόμενος στεναχίζω·
τί πρῶτόν τοι ἔπειτα, τί δ᾽ ὑστάτιον καταλέξω;
κήδε᾽ ἐπεί μοι πολλὰ δόσαν θεοὶ οὐρανίωνες. 15
νῦν δ᾽ ὄνομα πρῶτον μυθήσομαι, ὄφρα καὶ ὑμεῖς
εἴδετ᾽, ἐγὼ δ᾽ ἂν ἔπειτα φυγὼν ὕπο νηλεὲς ἦμαρ
ὑμῖν ξεῖνος ἔω καὶ ἀπόπροθι δώματα ναίων.
εἴμ᾽ Ὀδυσεὺς Λαερτιάδης, ὃς πᾶσι δόλοισιν
ἀνθρώποισι μέλω, καί μευ κλέος οὐρανὸν ἵκει. 20
ναιετάω δ᾽ Ἰθάκην εὐδείελον· ἐν δ᾽ ὄρος αὐτῇ,
Νήριτον εἰνοσίφυλλον, ἀριπρεπές· ἀμφὶ δὲ νῆσοι
πολλαὶ ναιετάουσι μάλα σχεδὸν ἀλλήλῃσι,
Δουλίχιόν τε Σάμη τε καὶ ὑλήεσσα Ζάκυνθος.
αὐτὴ δὲ χθαμαλὴ πανυπερτάτη εἰν ἁλὶ κεῖται 25
πρὸς ζόφον, αἱ δέ τ᾽ ἄνευθε πρὸς ἠῶ τ᾽ ἠέλιόν τε,
τρηχεῖ᾽, ἀλλ᾽ ἀγαθὴ κουροτρόφος· οὔ τοι ἐγώ γε
ἧς γαίης δύναμαι γλυκερώτερον ἄλλο ἰδέσθαι.
ἦ μέν μ᾽ αὐτόθ᾽ ἔρυκε Καλυψώ, δῖα θεάων,
ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι, λιλαιομένη πόσιν εἶναι· 30
ὣς δ᾽ αὔτως Κίρκη κατερήτυεν ἐν μεγάροισιν
Αἰαίη δολόεσσα, λιλαιομένη πόσιν εἶναι·
ἀλλ᾽ ἐμὸν οὔ ποτε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔπειθεν.
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων
γίγνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον 35
γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων.
εἰ δ᾽ ἄγε τοι καὶ νόστον ἐμὸν πολυκηδέ᾽ ἐνίσπω,
ὅν μοι Ζεὺς ἐφέηκεν ἀπὸ Τροίηθεν ἰόντι.
Ἰλιόθεν με φέρων ἄνεμος Κικόνεσσι πέλασσεν,
Ἰσμάρῳ· ἔνθα δ᾽ ἐγὼ πόλιν ἔπραθον, ὤλεσα δ᾽ αὐτούς· 40
ἐκ πόλιος δ᾽ ἀλόχους καὶ κτήματα πολλὰ λαβόντες
δασσάμεθ᾽, ὡς μή τίς μοι ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης.
ἔνθ᾽ ἦ τοι μὲν ἐγὼ διερῷ ποδὶ φευγέμεν ἡμέας
ἠνώγεα, τοὶ δὲ μέγα νήπιοι οὐκ ἐπίθοντο.
ἔνθα δὲ πολλὸν μὲν μέθυ πίνετο, πολλὰ δὲ μῆλα 45
ἔσφαζον παρὰ θῖνα καὶ εἰλίποδας ἕλικας βοῦς.
τόφρα δ᾽ ἄρ᾽ οἰχόμενοι Κίκονες Κικόνεσσι γεγώνευν,
οἵ σφιν γείτονες ἦσαν ἅμα πλέονες καὶ ἀρείους,
ἤπειρον ναίοντες, ἐπιστάμενοι μὲν ἀφ᾽ ἵππων
ἀνδράσι μάρνασθαι καὶ ὅθι χρὴ πεζὸν ἐόντα. 50
ἦλθον ἔπειθ᾽ ὅσα φύλλα καὶ ἄνθεα γίγνεται ὥρῃ,
ἠέριοι· τότε δή ῥα κακὴ Διὸς αἶσα παρέστη
ἡμῖν αἰνομόροισιν, ἵν᾽ ἄλγεα πολλὰ πάθοιμεν.
στησάμενοι δ᾽ ἐμάχοντο μάχην παρὰ νηυσὶ θοῇσι,
βάλλον δ᾽ ἀλλήλους χαλκήρεσιν ἐγχείῃσιν. 55
ὄφρα μὲν ἠὼς ἦν καὶ ἀέξετο ἱερὸν ἦμαρ,
τόφρα δ᾽ ἀλεξόμενοι μένομεν πλέονάς περ ἐόντας·
ἦμος δ᾽ ἠέλιος μετενίσετο βουλυτόνδε,
καὶ τότε δὴ Κίκονες κλῖναν δαμάσαντες Ἀχαιούς.
ἓξ δ᾽ ἀφ᾽ ἑκάστης νηὸς ἐϋκνήμιδες ἑταῖροι 60
ὤλονθ᾽· οἱ δ᾽ ἄλλοι φύγομεν θάνατόν τε μόρον τε.
Ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ,
ἄσμενοι ἐκ θανάτοιο, φίλους ὀλέσαντες ἑταίρους.
οὐδ᾽ ἄρα μοι προτέρω νῆες κίον ἀμφιέλισσαι,
πρίν τινα τῶν δειλῶν ἑτάρων τρὶς ἕκαστον ἀῧσαι, 65
οἳ θάνον ἐν πεδίῳ Κικόνων ὕπο δῃωθέντες.
νηυσὶ δ᾽ ἐπῶρσ᾽ ἄνεμον Βορέην νεφεληγερέτα Ζεὺς
λαίλαπι θεσπεσίῃ, σὺν δὲ νεφέεσσι κάλυψε
γαῖαν ὁμοῦ καὶ πόντον· ὀρώρει δ᾽ οὐρανόθεν νύξ.
αἱ μὲν ἔπειτ᾽ ἐφέροντ᾽ ἐπικάρσιαι, ἱστία δέ σφιν 70
τριχθά τε καὶ τετραχθὰ διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο.
καὶ τὰ μὲν ἐς νῆας κάθεμεν, δείσαντες ὄλεθρον,
αὐτὰς δ᾽ ἐσσυμένως προερέσσαμεν ἤπειρόνδε.
ἔνθα δύω νύκτας δύο τ᾽ ἤματα συννεχὲς αἰεὶ
κείμεθ᾽, ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες. 75
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τρίτον ἦμαρ ἐϋπλόκαμος τέλεσ᾽ ἠώς,
ἱστοὺς στησάμενοι ἀνά θ᾽ ἱστία λεύκ᾽ ἐρύσαντες
ἥμεθα· τὰς δ᾽ ἄνεμός τε κυβερνῆταί τ᾽ ἴθυνον.
καί νύ κεν ἀσκηθὴς ἱκόμην ἐς πατρίδα γαῖαν,
ἀλλά με κῦμα ῥόος τε περιγνάμπτοντα Μάλειαν 80
καὶ Βορέης ἀπέωσε, παρέπλαγξεν δὲ Κυθήρων.