Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 8 στ. 1-82
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
από το στρώμα του ο τρανόψυχος πετάχτη απάνω Αλκίνος,
πετάχτη κι ο Οδυσσέας ο αρχοντικός, ο καστροπολεμίτης·
κι ο αντρόψυχος Αλκίνοος κίνησε μπροστά για των Φαιάκων
την αγορά, που στα καράβια τους σιμά την είχαν χτίσει. 5
Κι ως ήρθαν, στα πεζούλια κάθισαν κοντά κοντά· στην ώρα
πήρε η Αθηνά Παλλάδα κι έτρεχε στο κάστρο μέσα ολούθε,
την όψη ενός διαλάλη παίρνοντας του Αλκίνου του αντρειωμένου,
το γυρισμό στο νου της έχοντας του αδείλιαστου Οδυσσέα·
και σ᾽ έναν έναν άντρα πήγαινε κοντά και του μιλούσε: 10
«Ελάτε, ομπρός, των Φαίακων άρχοντες και πρωτοκεφαλάδες,
στην αγορά τραβάτε, αν θέλετε ν᾽ ακούστε για τον ξένο,
που αφού παράδειρε στα πέλαγα, στου Αλκίνου του αντρειωμένου
το σπίτι ό,τι έφτασε, στο ανάριμμα με τους θεούς παρόμοιος.»
Αυτά τούς έλεε και τους ξάναβε την πεθυμιά να τρέξουν. 15
Σε μια στιγμή πεζούλια κι αγορά γεμίσαν από κόσμο,
που όλο και πύκνωνε· και θάμαζαν πολλοί τον αντρειωμένο
γιο του Λαέρτη ομπρός τους βλέποντας, τι πάνω του η Παλλάδα
είχε χυμένη χάρη αθάνατη ―στην κεφαλή, στους ώμους―
κι ακόμα πιο αψηλός τον έκαμε και πιο μεστός να δείχνει· 20
τι ήθελε οι Φαίακες όλοι μέσα τους γι᾽ αυτόν αγάπη, δείλια
και σεβασμό να νιώσουν, κι έπειτα για να φανεί παράξιος
σε όσα δοκίμια οι Φαίακες θά ᾽βαζαν να παραβγούν μαζί του.
Κι όταν αυτοί μονοσυνάχτηκαν κι όλοι μαζί βρεθήκαν,
πρώτος το λόγο ο Αλκίνοος κίνησε κι αναμεσό τους είπε: 25
«Ακούστε, Φαίακες πρωτοστράτορες και πρωτοκεφαλάδες,
το τι η καρδιά στα στήθη μ᾽ έσπρωξε να πω: παραδαρμένος
από τη Δύση γιά απ᾽ τ᾽ ανάτελα του γήλιου ο ξένος τούτος
στο σπίτι μου ήρθε τώρα ανέγνωρος· ποιός είναι δεν κατέχω.
Ζητά να τον καλοστρατίσουμε, μα σιγουριά γυρεύει. 30
Εμείς ό,τι ποθεί ας του δώσουμε, καθώς το συνηθάμε.
Ποιός ήρθε σπίτι μου και τού ᾽λειψε το καλοστράτισμά μας;
ποιός έμεινε καιρό στον τόπο μας να κλαίει την ερημιά του;
Ελάτε, μαύρο, πρωτοτάξιδο να ρίξουμε καράβι
στο κύμα το άγιο, να διαλέξουμε και νιους αναμεσό μας, 35
πενήντα δυο, νά ᾽ναι οι καλύτεροι, πιο πριν δοκιμασμένοι.
Και πιάστε στους σκαρμούς να δέσετε με τάξη τα κουπιά σας
κι εβγάτε πάλι· δίχως άργητα μετά στο αρχοντικό μου
το γιόμα να γνοιαστείτε· οι τάβλες μου σας καρτερούνε πλούσιες.
Αυτά προστάζω εγώ στους άγουρους· οι άλλοι γοργά ας κινήσουν, 40
βασιλοράβδι όσοι στα χέρια τους κρατούν, για τ᾽ όμορφό μου
παλάτι· θέλω να φιλέψουμε τον ξένο· μη μου πείτε
κανείς σας όχι. Το Δημόδοκο, το θείο τον τραγουδάρη,
φωνάχτε ακόμα· τι του χάρισε κάποιος θεός να φραίνει
με το τραγούδι του, όπως τού ᾽ρχεται να τραγουδήσει ο πόθος.» 45
Αυτά σαν είπε ο Αλκίνοος, κίνησε, και πίσω του οι ρηγάδες·
να φέρει κι ο διαλάλης έτρεξε το θείο τον τραγουδάρη.
Και νιοι πενήντα δυο διαλέχτηκαν, καθώς τους είχε ορίσει,
κι ευτύς στης θάλασσας της άκαρπης το γυρογιάλι ετρέξαν.
Μόλις κατέβηκαν στο ακρόγιαλο και το καράβι βρήκαν, 50
το μαύρο πλοίο βαθιά στη θάλασσα να πέσει μέσα εσύραν,
στήσαν μετά κατάρτια κι άρμενα στο μελανό καράβι
και τα κουπιά από τις δερμάτινες περάσαν τροπωτήρες,
όλα ως εταίριαζε· τελειώνοντας τ᾽ άσπρα πανιά σηκώσαν,
και στα βαθιά νερά το αράξανε· μετά κινούν και φεύγουν, 55
στου Αλκίνου του αντρειωμένου το τρανό παλάτι να διαγείρουν.
Αυλές και σκεπαστά και κάμαρες γεμίσαν από κόσμο,
που όλο και πύκνωνε· κι ως έσμιξαν πολλοί, και νιοι και γέροι,
δώδεκα αρνιά και δυο στριφτόζαλα να σφάξουν είπε βόδια
ο βασιλιάς, κι οχτώ για χάρη τους ασπροδοντάτους χοίρους· 60
κι ως τά ᾽γδαραν και τα συγύρισαν, σε πλούσιες τάβλες τρώγαν.
Κι ο κράχτης τον τρανό τούς έφερε τραγουδιστή, που η Μούσα
καλό, κακό μαζί τού εχάρισε, περίσσια αγάπη ως τού ᾽χε:
του στέρησε το φως, μα τού ᾽δωκε γλυκά να λέει τραγούδια.
Θρονί ο Ποντόνοος ασημόκαρφο του βάζει, εκεί στη μέση 65
των καλεσμένων, ακουμπώντας το στην αψηλή κολόνα·
σε ξυλοκάρφι τη γλυκόλαλη του κρέμασε κιθάρα,
λίγο πιο πάνω απ᾽ το κεφάλι του, πώς να την πάρει τού ᾽πεν
ο κράχτης, και πανέρι κι όμορφη κοντά τού βάνει τάβλα
και κούπα με κρασί, σαν τού ᾽ρχονταν η πεθυμιά, να πίνει. 70
Κι αυτοί στα ετοιμασμένα αντίκρυ τους φαγιά τα χέρια απλώσαν·
και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
τον τραγουδάρη η Μούσα εκίνησε παλικαριές να ψάλει
απ᾽ το τραγούδι, πού ᾽χε η δόξα του στα ουράνια φτάσει τότε,
πώς ο Οδυσσέας μαθές λογόφερε με τον τρανό Αχιλλέα 75
σε μια θυσία θεών που γιόρταζαν, κι αλλάξαν μεταξύ τους
βαριές κουβέντες· κι ο Αγαμέμνονας ο πρωτοστρατολάτης
κρυφά αναγάλλιαζε, που μάλωναν των Αχαιών οι κάλλιοι·
του τό ᾽χε πει μαθές ο Απόλλωνας ο Φοίβος στο χρησμό του
στην άγια την Πυθώ, το πέτρινο κατώφλι σαν εδιάβη 80
χρησμό να πάρει, αρχή που πλάκωναν τα πάθη του πολέμου
σε Τρώες κι Αργίτες, απ᾽ το θέλημα του Δία του τρισμεγάλου.
Ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
ὄρνυτ᾽ ἄρ᾽ ἐξ εὐνῆς ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο,
ἂν δ᾽ ἄρα διογενὴς ὦρτο πτολίπορθος Ὀδυσσεύς.
τοῖσιν δ᾽ ἡγεμόνευ᾽ ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο
Φαιήκων ἀγορήνδ᾽, ἥ σφιν παρὰ νηυσὶ τέτυκτο. 5
ἐλθόντες δὲ καθῖζον ἐπὶ ξεστοῖσι λίθοισι
πλησίον· ἡ δ᾽ ἀνὰ ἄστυ μετῴχετο Παλλὰς Ἀθήνη,
εἰδομένη κήρυκι δαΐφρονος Ἀλκινόοιο,
νόστον Ὀδυσσῆϊ μεγαλήτορι μητιόωσα,
καί ῥα ἑκάστῳ φωτὶ παρισταμένη φάτο μῦθον· 10
«Δεῦτ᾽ ἄγε, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,
εἰς ἀγορὴν ἰέναι, ὄφρα ξείνοιο πύθησθε,
ὃς νέον Ἀλκινόοιο δαΐφρονος ἵκετο δῶμα
πόντον ἐπιπλαγχθείς, δέμας ἀθανάτοισιν ὁμοῖος.»
Ὣς εἰποῦσ᾽ ὄτρυνε μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου. 15
καρπαλίμως δ᾽ ἔμπληντο βροτῶν ἀγοραί τε καὶ ἕδραι
ἀγρομένων· πολλοὶ δ᾽ ἄρα θηήσαντο ἰδόντες
υἱὸν Λαέρταο δαΐφρονα. τῷ δ᾽ ἄρ᾽ Ἀθήνη
θεσπεσίην κατέχευε χάριν κεφαλῇ τε καὶ ὤμοις,
καί μιν μακρότερον καὶ πάσσονα θῆκεν ἰδέσθαι, 20
ὥς κεν Φαιήκεσσι φίλος πάντεσσι γένοιτο
δεινός τ᾽ αἰδοῖός τε, καὶ ἐκτελέσειεν ἀέθλους
πολλούς, τοὺς Φαίηκες ἐπειρήσαντ᾽ Ὀδυσῆος.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἤγερθεν ὁμηγερέες τ᾽ ἐγένοντο,
τοῖσιν δ᾽ Ἀλκίνοος ἀγορήσατο καὶ μετέειπε· 25
«Κέκλυτε, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,
ὄφρ᾽ εἴπω τά με θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι κελεύει.
ξεῖνος ὅδ᾽, οὐκ οἶδ᾽ ὅς τις, ἀλώμενος ἵκετ᾽ ἐμὸν δῶ,
ἠὲ πρὸς ἠοίων ἦ ἑσπερίων ἀνθρώπων·
πομπὴν δ᾽ ὀτρύνει, καὶ λίσσεται ἔμπεδον εἶναι. 30
ἡμεῖς δ᾽, ὡς τὸ πάρος περ, ἐποτρυνώμεθα πομπήν.
οὐδὲ γὰρ οὐδέ τις ἄλλος, ὅτις κ᾽ ἐμὰ δώμαθ᾽ ἵκηται,
ἐνθάδ᾽ ὀδυρόμενος δηρὸν μένει εἵνεκα πομπῆς.
ἀλλ᾽ ἄγε νῆα μέλαιναν ἐρύσσομεν εἰς ἅλα δῖαν
πρωτόπλοον, κούρω δὲ δύω καὶ πεντήκοντα 35
κρινάσθων κατὰ δῆμον, ὅσοι πάρος εἰσὶν ἄριστοι.
δησάμενοι δ᾽ εὖ πάντες ἐπὶ κληῗσιν ἐρετμὰ
ἔκβητ᾽· αὐτὰρ ἔπειτα θοὴν ἀλεγύνετε δαῖτα
ἡμέτερόνδ᾽ ἐλθόντες· ἐγὼ δ᾽ εὖ πᾶσι παρέξω.
κούροισιν μὲν ταῦτ᾽ ἐπιτέλλομαι· αὐτὰρ οἱ ἄλλοι 40
σκηπτοῦχοι βασιλῆες ἐμὰ πρὸς δώματα καλὰ
ἔρχεσθ᾽, ὄφρα ξεῖνον ἐνὶ μεγάροισι φιλέωμεν·
μηδέ τις ἀρνείσθω· καλέσασθε δὲ θεῖον ἀοιδόν,
Δημόδοκον· τῷ γάρ ῥα θεὸς πέρι δῶκεν ἀοιδὴν
τέρπειν, ὅππῃ θυμὸς ἐποτρύνῃσιν ἀείδειν.» 45
Ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο, τοὶ δ᾽ ἅμ᾽ ἕποντο
σκηπτοῦχοι· κῆρυξ δὲ μετῴχετο θεῖον ἀοιδόν.
κούρω δὲ κρινθέντε δύω καὶ πεντήκοντα
βήτην, ὡς ἐκέλευσ᾽, ἐπὶ θῖν᾽ ἁλὸς ἀτρυγέτοιο.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἐπὶ νῆα κατήλυθον ἠδὲ θάλασσαν, 50
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἁλὸς βένθοσδε ἔρυσσαν,
ἐν δ᾽ ἱστόν τ᾽ ἐτίθεντο καὶ ἱστία νηῒ μελαίνῃ,
ἠρτύναντο δ᾽ ἐρετμὰ τροποῖς ἐν δερματίνοισι,
πάντα κατὰ μοῖραν· παρὰ δ᾽ ἱστία λευκὰ πέτασσαν.
ὑψοῦ δ᾽ ἐν νοτίῳ τήν γ᾽ ὅρμισαν· αὐτὰρ ἔπειτα 55
βάν ῥ᾽ ἴμεν Ἀλκινόοιο δαΐφρονος ἐς μέγα δῶμα.
πλῆντο δ᾽ ἄρ᾽ αἴθουσαί τε καὶ ἕρκεα καὶ δόμοι ἀνδρῶν
ἀγρομένων· πολλοὶ δ᾽ ἄρ᾽ ἔσαν νέοι ἠδὲ παλαιοί.
τοῖσιν δ᾽ Ἀλκίνοος δυοκαίδεκα μῆλ᾽ ἱέρευσεν,
ὀκτὼ δ᾽ ἀργιόδοντας ὕας, δύο δ᾽ εἰλίποδας βοῦς· 60
τοὺς δέρον ἀμφί θ᾽ ἕπον, τετύκοντό τε δαῖτ᾽ ἐρατεινήν.
Κῆρυξ δ᾽ ἐγγύθεν ἦλθεν ἄγων ἐρίηρον ἀοιδόν,
τὸν περὶ Μοῦσ᾽ ἐφίλησε, δίδου δ᾽ ἀγαθόν τε κακόν τε·
ὀφθαλμῶν μὲν ἄμερσε, δίδου δ᾽ ἡδεῖαν ἀοιδήν,
τῷ δ᾽ ἄρα Ποντόνοος θῆκε θρόνον ἀργυρόηλον 65
μέσσῳ δαιτυμόνων, πρὸς κίονα μακρὸν ἐρείσας.
κὰδ δ᾽ ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα λίγειαν
αὐτοῦ ὑπὲρ κεφαλῆς καὶ ἐπέφραδε χερσὶν ἑλέσθαι
κῆρυξ· πὰρ δ᾽ ἐτίθει κάνεον καλήν τε τράπεζαν,
πὰρ δὲ δέπας οἴνοιο, πιεῖν ὅτε θυμὸς ἀνώγοι. 70
οἱ δ᾽ ἐπ᾽ ὀνείαθ᾽ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
Μοῦσ᾽ ἄρ᾽ ἀοιδὸν ἀνῆκεν ἀειδέμεναι κλέα ἀνδρῶν,
οἴμης τῆς τότ᾽ ἄρα κλέος οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανε,
νεῖκος Ὀδυσσῆος καὶ Πηλεΐδεω Ἀχιλῆος, 75
ὥς ποτε δηρίσαντο θεῶν ἐν δαιτὶ θαλείῃ
ἐκπάγλοις ἐπέεσσιν, ἄναξ δ᾽ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων
χαῖρε νόῳ, ὅ τ᾽ ἄριστοι Ἀχαιῶν δηριόωντο.
ὣς γάρ οἱ χρείων μυθήσατο Φοῖβος Ἀπόλλων
Πυθοῖ ἐν ἠγαθέῃ, ὅθ᾽ ὑπέρβη λάϊνον οὐδὸν 80
χρησόμενος· τότε γάρ ῥα κυλίνδετο πήματος ἀρχὴ
Τρωσί τε καὶ Δαναοῖσι Διὸς μεγάλου διὰ βουλάς.