Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 7 στ. 1-77
Έτσι ο θεϊκός εκεί πολύπαθος ευχόταν Οδυσσέας.
Την κόρη ωστόσο οι μούλες γρήγορα κατά το κάστρο εσέρναν·
κι αυτή, σαν έφτασε στου κύρη της τα ξακουστά παλάτια,
μπρος στην αυλόπορτα σταμάτησε, και γύρα της σταθήκαν
όμοιοι με αθάνατους τ᾽ αδέρφια της, και κάτω από τ᾽ αμάξι 5
τις μούλες λύσαν και κουβάλησαν τα ρούχα μες στο σπίτι.
Κι αυτή στην κάμαρά της τράβηξε· φωτιά κει μέσα βρήκε,
που η γριά απειρώτισσα Ευρυμέδουσα της είχε ανάψει, η βάγια.
Την είχαν δρεπανόγυρτα άρμενα φερμένη απ᾽ την Απείρη
παλιά, και του Αλκινόου τη διάλεξαν γι᾽ αρχοντομοίρι, που ήταν 10
σε όλους τους Φαίακες ρήγας, κι ως θεό τον άκουγεν ο κόσμος.
Αυτή τη Ναυσικά μεγάλωσε τη χιονοβραχιονάτη·
τώρα φωτιά στη στια της άναβε και σύνταζε το δείπνο.
Τότε ο Οδυσσέας να πάει σηκώθηκε στην πόλη· κι η Παλλάδα,
πού ᾽χε την έγνοια του, τρογύρα του πυκνή σκορπούσε αντάρα, 15
μήπως κανένας απ᾽ τους πέρφανους τους Φαίακες τον συντύχει
και τον αγγίξει με τα λόγια του ρωτώντας τον ποιός είναι.
Κι ως πια να μπεί στην πόλη εκόντευε την έμνοστη, αντικρύ του
πρόβαλε ξάφνου η γαλανόματη θεά Αθηνά, το θώρι
κοπέλας παίρνοντας απάρθενης, μ᾽ ένα σταμνί στο χέρι· 20
μπροστά του εστάθη, κι ο αρχοντόγεννος τη ρώτησε Οδυσσέας:
«Το σπίτι κάποιου τώρα θά ᾽θελες, παιδί μου, να μου δείξεις,
του Αλκίνοου, βασιλιάς που ακούγεται στη χώρα αυτή πως είναι;
Τυραγνισμένος ξένος έφτασα μαθές σ᾽ αυτά τα μέρη,
μακριά, από τόπο αλαργοτάξιδο· δεν ξέρω απ᾽ τους ανθρώπους, 25
που ζουν στην πολιτεία και χαίρουνται τη χώρα αυτή, κανέναν.»
Και του αποκρίθη η γαλανόματη θεά Αθηνά και τού ᾽πε:
«Μετά χαράς, πατέρα ξένε μου, το σπίτι που γυρεύεις
να σου το δείξω· τι με του άψεγου γονιού μου γειτονιάζει.
Εγώ θα πάω μπροστά, κι ακλούθα μου χωρίς καμιά κουβέντα, 30
και μήτε ρώτα μήτε γύριζε κανένα να κοιτάξεις·
δεν τους αρέσει εδώ να βλέπουνε μαθές ανθρώπους ξένους,
κι ουδέ με αγάπη τον προσδέχουνται, κανείς αλλούθε αν έρθει.
Ο Κοσμοσείστης τούς το χάρισε, της θάλασσας τα πλάτη
να σκίζουν έχοντας τα θάρρη τους στα γρήγορα καράβια, 35
που σαν πουλιών φτερούγες τρέχουνε, σα στοχασμός του ανθρώπου.»
Έτσι η Αθηνά Παλλάδα μίλησε, και μπήκε ομπρός με βιάση,
κι εκείνος της θεάς ακλούθηξε τα χνάρια, και κανένας
από τους Φαίακες, όπως όδευε, τους θαλασσακουσμένους,
ανάμεσά τους δεν τον ξέκρινε· δεν άφηνε η Παλλάδα 40
να τόνε δουν, η καλοπλέξουδη, τρανή θεά· με αντάρα
θεϊκιά τον είχε ζώσει, ως γνοιάζουνταν γι᾽ αυτόν βαθιά στα φρένα.
Κι εκείνος τα λιμάνια εθάμαζε, τα ζυγιαστά καράβια,
τις αγορές, όπου συνάζουνταν οι ηρώοι, και τα ψηλά τους
μακριά τειχιά, τα παλουκόφραχτα, που να σαστίζει ο νους σου. 45
Κι ως έφτασαν στο πολυδόξαστο του βασιλιά παλάτι,
πρώτη η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, το λόγο εκίνα κι είπε:
«Πατέρα ξένε, το που γύρεψες παλάτι να σου δείξω,
αυτό ᾽ναι! Εδώ τους αρχοντόγεννους ρηγάδες θα πετύχεις
να κάθουνται να τρων. Στα φρένα σου καθόλου μη δειλιάσεις, 50
μόν᾽ μέσα πήγαινε· καλύτερα τελεύει τις δουλειές του
ο άντρας ο απόκοτος, κι ας έφτασε μακριά απ᾽ τα ξένα κάπου.
Πιο πρώτα κοίτα τη βασίλισσα να σμίξεις στο παλάτι·
Αρήτη τήνε λεν με τ᾽ όνομα, κι από τους ίδιους σέρνει
γονιούς, που τον Αλκίνοο γέννησαν, το βασιλιά της χώρας. 55
Πρώτα ο Ναυσίθοος εγεννήθηκεν από τον Ποσειδώνα
και την Περίβοια, που τα κάλλη της καμιά δεν έφτανε άλλη
γυναίκα, κι ήταν του Ευρυμέδοντα του ρήγα στερνοπαίδι·
αυτός στους Γίγαντες τους πέρφανους είχε αφεντέψει, ωστόσο
τον άσεβο λαό του αφάνισε και χάθηκε κι ατός του. 60
Μ᾽ εκείνη ο Ποσειδώνας έσμιξε και γέννησε αντρειωμένο
γιο, το Ναυσίθοο, που ρηγάδεψε στους Φαίακες· κι ο Ναυσίθος
δυο γιους αξιώθη, το Ρηξήνορα και τον Αλκίνο· μόνο
που ο ασημοδόξαρος Απόλλωνας του σκότωσε τον πρώτο,
νιόγαμπρο, δίχως γιο· στο σπίτι του μια κόρη μόνο αφήκε, 65
αυτή που ο Αλκίνοος πήρε αργότερα γυναίκα, την Αρήτη·
την τίμησε, όσο δεν τιμήθηκε καμιά στον κόσμο, απ᾽ όσες
κυβερνημένες απ᾽ τους άντρες τους τα σπίτια τους κοιτάζουν.
Έτσι ετιμήθη εκείνη ολόκαρδα και μνίσκει τιμημένη
κι απ᾽ τα παιδιά της κι απ᾽ τον άντρα της τον ίδιο, τον Αλκίνο, 70
κι απ᾽ το λαό, που την αγάπη του της δείχνει, σα διαβαίνει
μέσα απ᾽ το κάστρο, χαιρετώντας τη, και σα θεά τη βλέπει.
Μα έχει κι αυτή μυαλό τετράγωνο, και σε όσους έχει αγάπη
―κι άντρες ακόμα― τις αμάχες τους μπορεί και ξεδιαλύνει.
Αν η καρδιά της τώρα σ᾽ έπαιρνεν από συμπάθιο, θά ᾽χες 75
ελπίδα τους δικούς σου κάποτε να ιδείς και να διαγείρεις
στο αψηλοτάβανο το σπίτι σου, στη γη την πατρική σου.»
Ὣς ὁ μὲν ἔνθ᾽ ἠρᾶτο πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
κούρην δὲ προτὶ ἄστυ φέρεν μένος ἡμιόνοιϊν.
ἡ δ᾽ ὅτε δὴ οὗ πατρὸς ἀγακλυτὰ δώμαθ᾽ ἵκανε,
στῆσεν ἄρ᾽ ἐν προθύροισι, κασίγνητοι δέ μιν ἀμφὶς
ἵσταντ᾽ ἀθανάτοις ἐναλίγκιοι, οἵ ῥ᾽ ὑπ᾽ ἀπήνης 5
ἡμιόνους ἔλυον ἐσθῆτά τε ἔσφερον εἴσω.
αὐτὴ δ᾽ ἐς θάλαμον ἑὸν ἤϊε· δαῖε δέ οἱ πῦρ
γρηῢς Ἀπειραίη, θαλαμηπόλος Εὐρυμέδουσα,
τήν ποτ᾽ Ἀπείρηθεν νέες ἤγαγον ἀμφιέλισσαι·
Ἀλκινόῳ δ᾽ αὐτὴν γέρας ἔξελον, οὕνεκα πᾶσι 10
Φαιήκεσσιν ἄνασσε, θεοῦ δ᾽ ὣς δῆμος ἄκουεν·
ἣ τρέφε Ναυσικάαν λευκώλενον ἐν μεγάροισιν.
ἥ οἱ πῦρ ἀνέκαιε καὶ εἴσω δόρπον ἐκόσμει.
Καὶ τότ᾽ Ὀδυσσεὺς ὦρτο πόλινδ᾽ ἴμεν· ἀμφὶ δ᾽ Ἀθήνη
πολλὴν ἠέρα χεῦε φίλα φρονέουσ᾽ Ὀδυσῆϊ, 15
μή τις Φαιήκων μεγαθύμων ἀντιβολήσας
κερτομέοι ἐπέεσσι καὶ ἐξερέοιθ᾽ ὅτις εἴη.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ ἄρ᾽ ἔμελλε πόλιν δύσεσθαι ἐραννήν,
ἔνθα οἱ ἀντεβόλησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη
παρθενικῇ ἐϊκυῖα νεήνιδι, κάλπιν ἐχούσῃ. 20
στῆ δὲ πρόσθ᾽ αὐτοῦ· ὁ δ᾽ ἀνείρετο δῖος Ὀδυσσεύς·
«Ὦ τέκος, οὐκ ἄν μοι δόμον ἀνέρος ἡγήσαιο
Ἀλκινόου, ὃς τοῖσδε μετ᾽ ἀνθρώποισιν ἀνάσσει;
καὶ γὰρ ἐγὼ ξεῖνος ταλαπείριος ἐνθάδ᾽ ἱκάνω
τηλόθεν ἐξ ἀπίης γαίης· τῷ οὔ τινα οἶδα 25
ἀνθρώπων, οἳ τήνδε πόλιν καὶ ἔργα νέμονται.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε πάτερ, δόμον ὅν με κελεύεις
δείξω, ἐπεί μοι πατρὸς ἀμύμονος ἐγγύθι ναίει.
ἀλλ᾽ ἴθι σιγῇ τοῖον, ἐγὼ δ᾽ ὁδὸν ἡγεμονεύσω, 30
μηδέ τιν᾽ ἀνθρώπων προτιόσσεο μηδ᾽ ἐρέεινε.
οὐ γὰρ ξείνους οἵδε μάλ᾽ ἀνθρώπους ἀνέχονται,
οὐδ᾽ ἀγαπαζόμενοι φιλέουσ᾽, ὅς κ᾽ ἄλλοθεν ἔλθῃ.
νηυσὶ θοῇσιν τοί γε πεποιθότες ὠκείῃσι
λαῖτμα μέγ᾽ ἐκπερόωσιν, ἐπεί σφισι δῶκ᾽ ἐνοσίχθων· 35
τῶν νέες ὠκεῖαι ὡς εἰ πτερὸν ἠὲ νόημα.»
Ὣς ἄρα φωνήσασ᾽ ἡγήσατο Παλλὰς Ἀθήνη
καρπαλίμως· ὁ δ᾽ ἔπειτα μετ᾽ ἴχνια βαῖνε θεοῖο.
τὸν δ᾽ ἄρα Φαίηκες ναυσικλυτοὶ οὐκ ἐνόησαν
ἐρχόμενον κατὰ ἄστυ διὰ σφέας· οὐ γὰρ Ἀθήνη 40
εἴα ἐϋπλόκαμος, δεινὴ θεός, ἥ ῥά οἱ ἀχλὺν
θεσπεσίην κατέχευε φίλα φρονέουσ᾽ ἐνὶ θυμῷ.
θαύμαζεν δ᾽ Ὀδυσεὺς λιμένας καὶ νῆας ἐΐσας,
αὐτῶν θ᾽ ἡρώων ἀγορὰς καὶ τείχεα μακρά,
ὑψηλά, σκολόπεσσιν ἀρηρότα, θαῦμα ἰδέσθαι. 45
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ βασιλῆος ἀγακλυτὰ δώμαθ᾽ ἵκοντο,
τοῖσι δὲ μύθων ἄρχε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«Οὗτος δή τοι, ξεῖνε πάτερ, δόμος, ὅν με κελεύεις
πεφραδέμεν· δήεις δὲ διοτρεφέας βασιλῆας
δαίτην δαινυμένους· σὺ δ᾽ ἔσω κίε μηδέ τι θυμῷ 50
τάρβει· θαρσαλέος γὰρ ἀνὴρ ἐν πᾶσιν ἀμείνων
ἔργοισιν τελέθει, εἰ καί ποθεν ἄλλοθεν ἔλθοι.
δέσποιναν μὲν πρῶτα κιχήσεαι ἐν μεγάροισιν·
Ἀρήτη δ᾽ ὄνομ᾽ ἐστὶν ἐπώνυμον, ἐκ δὲ τοκήων
τῶν αὐτῶν οἵ περ τέκον Ἀλκίνοον βασιλῆα. 55
Ναυσίθοον μὲν πρῶτα Ποσειδάων ἐνοσίχθων
γείνατο καὶ Περίβοια, γυναικῶν εἶδος ἀρίστη,
ὁπλοτάτη θυγάτηρ μεγαλήτορος Εὐρυμέδοντος,
ὅς ποθ᾽ ὑπερθύμοισι Γιγάντεσσιν βασίλευεν.
ἀλλ᾽ ὁ μὲν ὤλεσε λαὸν ἀτάσθαλον, ὤλετο δ᾽ αὐτός, 60
τῇ δὲ Ποσειδάων ἐμίγη, καὶ ἐγείνατο παῖδα
Ναυσίθοον μεγάθυμον, ὃς ἐν Φαίηξιν ἄνασσε·
Ναυσίθοος δ᾽ ἔτεκεν Ῥηξήνορά τ᾽ Ἀλκίνοόν τε.
τὸν μὲν ἄκουρον ἐόντα βάλ᾽ ἀργυρότοξος Ἀπόλλων
νυμφίον ἐν μεγάρῳ, μίαν οἴην παῖδα λιπόντα 65
Ἀρήτην· τὴν δ᾽ Ἀλκίνοος ποιήσατ᾽ ἄκοιτιν,
καί μιν ἔτισ᾽ ὡς οὔ τις ἐπὶ χθονὶ τίεται ἄλλη,
ὅσσαι νῦν γε γυναῖκες ὑπ᾽ ἀνδράσιν οἶκον ἔχουσιν.
ὣς κείνη περὶ κῆρι τετίμηταί τε καὶ ἔστιν
ἔκ τε φίλων παίδων ἔκ τ᾽ αὐτοῦ Ἀλκινόοιο 70
καὶ λαῶν, οἵ μίν ῥα θεὸν ὣς εἰσορόωντες
δειδέχαται μύθοισιν, ὅτε στείχῃσ᾽ ἀνὰ ἄστυ.
οὐ μὲν γάρ τι νόου γε καὶ αὐτὴ δεύεται ἐσθλοῦ·
οἷσί τ᾽ εὖ φρονέῃσι, καὶ ἀνδράσι νείκεα λύει.
εἴ κέν τοι κείνη γε φίλα φρονέῃσ᾽ ἐνὶ θυμῷ, 75
ἐλπωρή τοι ἔπειτα φίλους ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι
οἶκον ἐς ὑψόροφον καὶ σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.»