Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 6 στ. 1-70
Έτσι ο θεϊκός εκεί πολύπαθος κοιμόταν Οδυσσέας,
σκλάβος στον ύπνο και στον κάματο. Την ώρα αυτή η Παλλάδα
να πάει για των Φαιάκων κίνησε τη χώρα και το κάστρο.
Πριν την Υπέρεια την απλόχωρη πατρίδα οι Φαίακες είχαν
και με τους Κύκλωπες συνόρευαν, που νόμο δεν κρατούσαν, 5
μόν᾽ τους ρήμαζαν, τι στη δύναμη τρανότεροι λογιούνταν.
Κείθε ο Ναυσίθοος ο θεόμορφος τους σήκωσε, κι αλάργα
απ᾽ τους θνητούς τους δουλευτάρηδες τους πήγε, στη Σχερία·
την πόλη με τειχιά περίζωσε, τους έχτισε και σπίτια,
και στους θεούς ναούς εσήκωσε, και μοίρασε χωράφια. 10
Τον είχε πάρει ωστόσο ο θάνατος κι ήταν στον Άδη· τώρα
όριζε ο Αλκίνοος, κι είχε, χάρισμα θεϊκό, περίσσια γνώση.
Για το παλάτι του η γλαυκόματη τώρα Αθηνά κινούσε,
το γυρισμό στο νου της έχοντας του αντρόκαρδου Οδυσσέα.
Στη βαριοστολισμένη κάμαρα τρυπώνει, εκεί που η κόρη 15
κοιμόταν, κι έμοιαζε με αθάνατη στην ελικιά, στην όψη,
η Ναυσικά, του λιονταρόκαρδου του Αλκίνου η θυγατέρα,
και δυο κοντά της βάγιες, που έλαμπαν απ᾽ ομορφιά και χάρη,
στις παραστάδες δίπλα, κι άστραφταν οι σφαλισμένες πόρτες.
Κι αυτή ως πνοή του ανέμου εσίμωσε την κλίνη της παρθένας, 20
κι εστάθη πάνω απ᾽ το κεφάλι της, με την ειδή της κόρης
του ξακουστού στα πέλαα Δύμαντα, που συνομήλική ᾽ταν
της Ναυσικάς, γι᾽ αυτό και πιότερο την αγαπούσε εκείνη.
Με τούτην όμοια η γαλανόματη της μίλησε Παλλάδα:
«Πώς έτσι, Ναυσικά, η μητέρα σου σε γέννησε ακαμάτρα 25
κι αφήνεις άπλυτα να κείτουνται τα λιόφωτά σου ρούχα;
Ζυγώνει ο γάμος σου, και θά ᾽πρεπε να βάλεις τα καλά σου,
κι άλλα να δώσεις στους συμπέθερους που θά ᾽ρθουν να σε πάρουν·
με αυτά μαθές θα βγάλεις όνομα καλό στον κόσμο γύρω,
ν᾽ αναγαλλιάσουν ο πατέρας σου κι η σεβαστή σου η μάνα. 30
Πάμε λοιπόν με τα χαράματα να πλύνουμε· το θέλω
να ετοιμαστείς μιαν ώρα αρχύτερα· γι᾽ αυτό μαζί σου θά ᾽ρθω
να μεταπιάσω· δεν απόμεινε πολύς καιρός που θά ᾽σαι
παρθένα ακόμα· κιόλας άρχισαν από τους Φαίακες όλους
οι πιο αντρειανοί να σε γυρεύουνε· και συ από δω κρατιέσαι. 35
Μόν᾽ έλα, απ᾽ τον τρανό τον κύρη σου, μόλις χαράξει, ζήτα,
μούλες να πει να σου ετοιμάσουνε κι αμάξι, να φορτώσεις
τις αλλαξιές σου και τα λιόλαμπρα κιλίμια και τις ζώνες.
Έτσι και συ πολύ καλύτερα παρά με τα ποδάρια
θα πας· τα πλυσταριά μας βρίσκουνται μαθές μακριά απ᾽ το κάστρο. 40
Είπε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, και φεύγει, να διαγείρει
στον Όλυμπο, όπου αμετασάλευτος των θεών κρατιέται ο θρόνος,
ως λεν· οι μπόρες δεν τον βρέχουνε, δεν τον χτυπούν οι ανέμοι,
δεν τον πατούν τα χιόνια· ασύγνεφη κει πάνω βασιλεύει
γαλήνη ατέλειωτη, κι ολόλευκη φεγγοβολή τον λούζει. 45
Έτσι οι θεοί οι πολυμακάριστοι τον χαίρουνται αναιώνια.
Εκεί η Γαλανομάτα εδιάγειρε, σα μίλησε στην κόρη.
Κι ήρθε μεμιάς η Αυγή η καλόθρονη, την ομορφομαντούσα
ξυπνώντας Ναυσικά· και θάμαξε τ᾽ όνειρο αυτή, και πήρε
να τρέχει μέσα από τις κάμαρες, να βρεί τους δυο γονιούς της, 50
να τους μιλήσει· τους απάντηξε στο αρχονταρίκι μέσα·
η μάνα με τις βάγιες κάθουνταν στο τζάκι πλάι, κρατώντας
την αλακάτη, κι έγνεθε άλικο μαλλί· τον κύρη πάλε
στην πόρτα πρόφτασε, ως επήγαινε στους ξακουστούς ρηγάδες,
στη σύναξη, όπου οι Φαίακες οι άψεγοι του είχαν μηνύσει νά ᾽ρθει. 55
Κι εκείνη εστάθη ομπρός στον κύρη της κοντά κοντά και τού ᾽πε:
«Κύρη καλέ, να μου ετοιμάσουνε δε λες κανένα αμάξι,
ψηλό, καλότροχο, τα λιόφωτα να κουβαλήσω ρούχα,
που λερωμένα τώρα κείτουνται, στον ποταμό να πλύνω;
Και συ, σαν πας με τους πρωτόγερους να βουλευτείς αντάμα, 60
ταιριάζει παστρικά τα ρούχα σου να τα φορείς· ακόμα
είναι κι οι πέντε γιοι που απόχτησες και στο παλάτι ζούνε,
δυο παντρεμένοι, τρεις ανύπαντροι πα στον ανθό της νιότης·
κι αυτοί γυρεύουν όλο νιόπλυτα φορέματα, ως κινούνε
για το χορό· κι εγώ τα νοιάζουμαι μιαν άκρη ως άλλη τούτα.» 65
Αυτά ειπε· να μιλήσει ντράπηκε για τις χαρές του γάμου
στον κύρη της· μα αυτός κατάλαβε τα πάντα κι αποκρίθη:
«Μούλες κι ό,τι άλλο, θυγατέρα μου, μετά χαράς σού δίνω·
πήγαινε ως θες· κι αμάξι οι δούλοι μας γοργά να σου αρματώσουν
ψηλό, καλότροχο, κι απάνω του να στήσουν και κοφίνι.» 70
Ὣς ὁ μὲν ἔνθα καθεῦδε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς
ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος· αὐτὰρ Ἀθήνη
βῆ ῥ᾽ ἐς Φαιήκων ἀνδρῶν δῆμόν τε πόλιν τε,
οἳ πρὶν μέν ποτε ναῖον ἐν εὐρυχόρῳ Ὑπερείῃ,
ἀγχοῦ Κυκλώπων, ἀνδρῶν ὑπερηνορεόντων, 5
οἵ σφεας σινέσκοντο, βίηφι δὲ φέρτεροι ἦσαν.
ἔνθεν ἀναστήσας ἄγε Ναυσίθοος θεοειδής,
εἷσεν δὲ Σχερίῃ, ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων,
ἀμφὶ δὲ τεῖχος ἔλασσε πόλει, καὶ ἐδείματο οἴκους,
καὶ νηοὺς ποίησε θεῶν, καὶ ἐδάσσατ᾽ ἀρούρας. 10
ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἤδη κηρὶ δαμεὶς Ἄϊδόσδε βεβήκει,
Ἀλκίνοος δὲ τότ᾽ ἄρχε, θεῶν ἄπο μήδεα εἰδώς·
τοῦ μὲν ἔβη πρὸς δῶμα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη,
νόστον Ὀδυσσῆϊ μεγαλήτορι μητιόωσα.
βῆ δ᾽ ἴμεν ἐς θάλαμον πολυδαίδαλον, ᾧ ἔνι κούρη 15
κοιμᾶτ᾽ ἀθανάτῃσι φυὴν καὶ εἶδος ὁμοίη,
Ναυσικάα, θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο,
πὰρ δὲ δύ᾽ ἀμφίπολοι, Χαρίτων ἄπο κάλλος ἔχουσαι,
σταθμοῖϊν ἑκάτερθε· θύραι δ᾽ ἐπέκειντο φαειναί.
ἡ δ᾽ ἀνέμου ὡς πνοιὴ ἐπέσσυτο δέμνια κούρης, 20
στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ὑπὲρ κεφαλῆς, καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν,
εἰδομένη κούρῃ ναυσικλειτοῖο Δύμαντος,
ἥ οἱ ὁμηλικίη μὲν ἔην, κεχάριστο δὲ θυμῷ.
τῇ μιν ἐεισαμένη προσέφη γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«Ναυσικάα, τί νύ σ᾽ ὧδε μεθήμονα γείνατο μήτηρ; 25
εἵματα μέν τοι κεῖται ἀκηδέα σιγαλόεντα,
σοὶ δὲ γάμος σχεδόν ἐστιν, ἵνα χρὴ καλὰ μὲν αὐτὴν
ἕννυσθαι, τὰ δὲ τοῖσι παρασχεῖν, οἵ κέ σ᾽ ἄγωνται.
ἐκ γάρ τοι τούτων φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει
ἐσθλή, χαίρουσιν δὲ πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ. 30
ἀλλ᾽ ἴομεν πλυνέουσαι ἅμ᾽ ἠοῖ φαινομένηφι·
καί τοι ἐγὼ συνέριθος ἅμ᾽ ἕψομαι, ὄφρα τάχιστα
ἐντύνεαι, ἐπεὶ οὔ τοι ἔτι δὴν παρθένος ἔσσεαι·
ἤδη γάρ σε μνῶνται ἀριστῆες κατὰ δῆμον
πάντων Φαιήκων, ὅθι τοι γένος ἐστὶ καὶ αὐτῇ. 35
ἀλλ᾽ ἄγ᾽ ἐπότρυνον πατέρα κλυτὸν ἠῶθι πρὸ
ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν ἐφοπλίσαι, ἥ κεν ἄγῃσι
ζῶστρά τε καὶ πέπλους καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα.
καὶ δὲ σοὶ ὧδ᾽ αὐτῇ πολὺ κάλλιον ἠὲ πόδεσσιν
ἔρχεσθαι· πολλὸν γὰρ ἀπὸ πλυνοί εἰσι πόληος.» 40
Ἡ μὲν ἄρ᾽ ὣς εἰποῦσ᾽ ἀπέβη γλαυκῶπις Ἀθήνη
Οὔλυμπόνδ᾽, ὅθι φασὶ θεῶν ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ
ἔμμεναι· οὔτ᾽ ἀνέμοισι τινάσσεται οὔτε ποτ᾽ ὄμβρῳ
δεύεται οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται, ἀλλὰ μάλ᾽ αἴθρη
πέπταται ἀννέφελος, λευκὴ δ᾽ ἐπιδέδρομεν αἴγλη· 45
τῷ ἔνι τέρπονται μάκαρες θεοὶ ἤματα πάντα.
ἔνθ᾽ ἀπέβη γλαυκῶπις, ἐπεὶ διεπέφραδε κούρῃ.
Αὐτίκα δ᾽ Ἠὼς ἦλθεν ἐΰθρονος, ἥ μιν ἔγειρε
Ναυσικάαν εὔπεπλον· ἄφαρ δ᾽ ἀπεθαύμασ᾽ ὄνειρον,
βῆ δ᾽ ἴμεναι διὰ δώμαθ᾽, ἵν᾽ ἀγγείλειε τοκεῦσι, 50
πατρὶ φίλῳ καὶ μητρί· κιχήσατο δ᾽ ἔνδον ἐόντας·
ἡ μὲν ἐπ᾽ ἐσχάρῃ ἧστο σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξίν,
ἠλάκατα στρωφῶσ᾽ ἁλιπόρφυρα· τῷ δὲ θύραζε
ἐρχομένῳ ξύμβλητο μετὰ κλειτοὺς βασιλῆας
ἐς βουλήν, ἵνα μιν κάλεον Φαίηκες ἀγαυοί. 55
ἡ δὲ μάλ᾽ ἄγχι στᾶσα φίλον πατέρα προσέειπε·
«Πάππα φίλ᾽, οὐκ ἂν δή μοι ἐφοπλίσσειας ἀπήνην
ὑψηλὴν εὔκυκλον, ἵνα κλυτὰ εἵματ᾽ ἄγωμαι
ἐς ποταμὸν πλυνέουσα, τά μοι ῥερυπωμένα κεῖται;
καὶ δὲ σοὶ αὐτῷ ἔοικε μετὰ πρώτοισιν ἐόντα 60
βουλὰς βουλεύειν καθαρὰ χροῒ εἵματ᾽ ἔχοντα.
πέντε δέ τοι φίλοι υἷες ἐνὶ μεγάροις γεγάασιν,
οἱ δύ᾽ ὀπυίοντες, τρεῖς δ᾽ ἠΐθεοι θαλέθοντες·
οἱ δ᾽ αἰεὶ ἐθέλουσι νεόπλυτα εἵματ᾽ ἔχοντες
ἐς χορὸν ἔρχεσθαι· τὰ δ᾽ ἐμῇ φρενὶ πάντα μέμηλεν.» 65
Ὣς ἔφατ᾽· αἴδετο γὰρ θαλερὸν γάμον ἐξονομῆναι
πατρὶ φίλῳ· ὁ δὲ πάντα νόει καὶ ἀμείβετο μύθῳ·
«Οὔτε τοι ἡμιόνων φθονέω, τέκος, οὔτε τευ ἄλλου.
ἔρχευ· ἀτάρ τοι δμῶες ἐφοπλίσσουσιν ἀπήνην
ὑψηλὴν εὔκυκλον, ὑπερτερίῃ ἀραρυῖαν.» 70